Συνδιαλλαγή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος συνδιαλλαγή (conciliation) σημαίνει συγκεκριμένο τύπο δραστηριότητας για την εναρμόνιση ή την επίτευξη διευθέτησης μεταξύ δύο αντιμαχομένων προσώπων ή ομάδων. Η διαδικασία αυτής της δραστηριότητας προϋποθέτει κάποιο συμβούλιο ή μια επιτροπή ή υπηρεσία ή κάποια άλλου είδους ομάδα που μελετά τα πραγματικά στοιχεία (facts) και προβαίνει σε προτάσεις (proposals) προς τους ερίζοντες, επιχειρώντας έτσι να επιτύχει τη διευθέτηση (settlement) της διαμάχης. Οι δε προτάσεις αυτές έχουν τη μορφή της σύστασης (εισήγησης – recommendation) και δεν αποτελούν δεσμευτική απόφανση ή κρίση. Συνεπώς τα αντιμαχόμενα μέλη είναι ελεύθερα να αποδεχθούν ή και να απορρίψουν τα πορίσματα και τις προτάσεις των εμπλεκομένων συμφιλιωτών (conciliators). Το θετικό αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας (επίτευξης διευθέτησης) είναι η Συμφιλίωση.

Και όμως ο όρος αυτός κατά τη χρήση του τόσο στην Κοινωνιολογία και στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στις Εργατικές διαφορές και το Πτωχευτικό Δίκαιο παρουσιάζει εξ αντικειμένου κάποιες μικρές αλλά χαρακτηριστικές ιδιότητες που επισημαίνονται ως κατωτέρω:

Κοινωνιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Κοινωνιολογία ο όρος Συνδιαλλαγή χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια υπό-διαδικασία «εναρμόνισης» (accomodation) ή κάποια μορφή «συντονισμένης εναρμόνισης» δια της οποίας συντελείται η συναρμογή (adjustment) συγκρουόμενων προσώπων ή ομάδων. Και ο όρος αυτός διαφέρει εκείνου του Συμβιβασμού (copromise) κατά το ότι ο δεύτερος αποφεύγει απλώς ή αναβάλλει τη σύγκρουση, ενώ ο πρώτος «περιέχει» την έννοια της «απάρνησης ή της έκφρασης λύπης» αναφορικά προς τη διαμάχη και συνεπώς αποτελεί μια ίσως απαρχή της «εκρίζωσης των αιτίων της σύγκρουσης»(*).

(*) (Introduction to the Science of Sociology – Εισαγωγή στην Επιστήμη της Κοινωνιολογίας - Chicago University Press 1924).

Διεθνές Δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά στο Διεθνές Δίκαιο και στις Διεθνείς σχέσεις ο όρος Συνδιαλλαγή είναι η «διαδικασία διευθέτησης μιας διαφοράς (έριδος – dispute) με προσφυγή όμως σε μια επιτροπή (commission) προσώπων, που αναλαμβάνει το καθήκον να διαλευκάνει τα πραγματικά γεγονότα και – συνήθως αφού ακούσει πρώτα τα αντιμαχόμενα μέρη και στη συνέχεια προσπαθήσει να τα κάνει να συμφωνήσουν – να συντάξει μια «έκθεση» (report) η οποία και περιέχει ένα άξονα προτάσεων διευθέτησης χωρίς όμως αυτή να έχει τον δεσμευτικό χαρακτήρα αποφάνσεως (award) ή κρίσεως (judgment).

  • Εν προκειμένω ταυτόσημο ορισμό δίνει και ο Ν. Ι. Χατζηβασιλείου τόσο στο σχετικό λήμμα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας Π. Δρανδάκη όσο και σ΄ εκείνη του Ελευθερουδάκη όπου: «Συνδιαλλαγή είναι το μέσον της επίλυσης διεθνών διαφορών, συνιστάμενο στην ανάθεση του διακανονισμού της διαφοράς σε διεθνή επιτροπή, που κατόπιν εξετάσεως του ζητήματος τόσο κατά το πραγματικό όσο και κατά το νομικό αυτού μέρος, υποβάλλει προτάσεις διευθέτησης, κατά κανόνα δι΄ εκθέσεως δια της οποίας συνιστά την κατά τη γνώμη της δοτέα λύση, τα διιστάμενα εν τούτοις μέρη διατηρούν και μετά την υποβολή αυτής την ελευθερία της τελικής απόφασης».

Η Συνδιαλλαγή λοιπόν στο Διεθνές Δίκαιο διαφέρει από τις «καλές υπηρεσίες» (good services) και τη «μεσολάβηση» (mediation) κατά το ότι αυτές (οι δεύτερες) αποτελούν προσπάθεια να πεισθούν οι ερίζοντες να λάβουν μια δική τους απόφαση, ενώ κατά τη Συνδιαλλαγή αναμένεται από τους «συμφιλιωτές» να προτείνουν ή να εισηγηθούν μια διευθέτηση (Law of Nations – Δίκαιο των Εθνών /Oxford – Clarendon Press1955).
Αλλά και ακόμη, η Συνδιαλλαγή διαφέρει της «Διαιτησίας» (arbitration) ή της «Επιδίκασης» (adjudication) κατά το ότι η απόφανση δεν δεσμεύει νομικά τα διιστάμενα μέρη. Αφού όπως σημειώνει και ο Ρ. Ε. Corbet « η αντικειμενική επιδίωξη στη Συνδιαλλαγή είναι μάλλον ο φιλικός συμβιβασμός και όχι η διατύπωση δικαστικής κρίσεως – βέβαια οι εισηγήσεις των συμφιλιωτών μπορεί να παραμερίζουν τα νομικά δικαιώματα αλλά πάντως τα πορίσματά τους δεν δεσμεύουν τα μέρη …»(*)

(*)(Post-War Worlds – Μεταπολεμικοί Κόσμοι / Ν.Υ. Ferrar & Rinehart 1942).

  • Το άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, πρώτου του Κεφαλαίου ΣΤ «Ειρηνική διευθέτηση των διαφορών» ορίζει: «1. Τα ενδιαφερόμενα μέρη εις πάσαν διαφοράν ήτις δια της παρατάσεως δύναται να θέση εν κινδύνω την διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, θα επιζητούν πρωτίστως την λύσιν της διαφοράς δια διαπραγματεύσεων, ερεύνης, μεσολαβήσεως, συνδιαλλαγής, διαιτησίας, δικαστικού διακανονισμού, προσφυγής εις τοπικάς οργανώσεις ή διευθετήσεις ή άλλων ειρηνικών μέσων της εκλογής των. 2. Το Συμβούλιον Ασφαλείας θα καλή τα διαφωνούντα μέρη, όποτε κρίνη τούτο ανακαίον, να λύωσι τας διαφοράς των δια τοιούτων μέσων.

Εργατικές διαφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Συνδιαλλαγή στις Εργατικές διαφορές (labor disputes) δεν έχει την αυστηρή διάκριση με εκείνον της «μεσολάβησης» που ισχύει στο Δ.Δ. (International Law) και στις Διεθνείς Σχέσεις (International relations). Και την τάση αυτή στη χρήση του όρου εν προκειμένω εκφράζει ο Κ. Braun όταν σημειώνει: « Η μεσολάβηση (ή η συνδιαλλαγή) είναι μια απόπειρα για διευθέτηση διαφορών με τη βοήθεια ενός τρίτου, ο οποίος βοηθά τους διισταμένους στις διαπραγματεύσεις τους (negotiations)», και συνεχίζει « Ακολουθώντας την κοινή πρακτική μπορούμε να χρησιμοποιούμε τους όρους «μεσολάβηση» και «συνδιαλλαγή» εναλλακτικά»(*).

(*) (Labor Disputes and Their Settlement – Εργατικές διαφορές και Διευθέτησή τους / Baltimore Johns Hopkins Press 1955).

Εδώ η «συνδιαλλαγή» διαφέρει από τις «διαπραγματεύσεις» στις οποίες δεν συμμετέχει άλλο πρόσωπο εκτός από τα διιστάμενα μέρη, καθώς επίσης και από την «διαιτησία» κατά το ότι τα πορίσματα της συνδιαλλαγής αποτελούν υπόδειξη και όχι μια απόφανση νομικά δεσμευτική. Εν προκειμένω όμως η συνδιαλλαγή μπορεί και να χαρακτηρίζεται αναγκαστική (compulsory) ή εκούσια (voluntary) όχι βέβαια για να προσδιορισθεί έτσι η εισήγηση της διευθέτησης – που ουδέποτε είναι υποχρεωτική – αλλά για να καταδείξει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί ένα δημόσιο όργανο να έχει την εξουσία να επιχειρήσει με δική του πρωτοβουλία (θέληση) την συνδιαλλαγή, χωρίς να χρειάζεται να έχει προηγουμένως τη συγκατάθεση των διισταμένων μερών (αναγκαστική συνδιαλλαγή), ενώ σε άλλες περιπτώσεις την συνδιαλλαγή επιζητούν τα διιστάμενα μέρη σύμφωνα με δική τους μόνο θέληση. Όλες γενικά οι σύγχρονες πολιτείες συνήθως προβλέπουν και διατηρούν την ύπαρξη μηχανισμών συνδιαλλαγής για τις εργατικές διαφορές.

Παράδειγμα: Στις ΗΠΑ αντίστοιχος μηχανισμός είναι η «Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεσολάβησης και Συνδιαλλαγής (Federal Mediation and Conciliation Service) καθώς και το «Εθνικό Συμβούλιο Μεσολάβησης» (National Mediation Board).

Πτωχευτικό Δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πτωχευτικό δίκαιο ως συνδιαλλαγή εννοείται συνήθως η προσπάθεια αποτροπής της πτώχευσης μέσω μιας διαδικασίας διαπραγματεύσεων μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών του. Η διαδικασία ανοίγει με δικαστική απόφαση. Συνήθως διορίζεται ένας μεσολαβητής, που έχει ως καθήκον να φέρει σε επαφή τον οφειλέτη με τους πιστωτές του και να επιτύχει τη συμφωνία. Αν η τελευταία επιτευχθεί, επικυρώνεται από το δικαστήριο με νεότερη απόφαση. Τα δίκαια ποικίλουν ως προς τα αποτελέσματα της επικύρωσης. Συχνά η επικύρωση μπορεί να συνεπάγεται κάποια αναστολή των ατομικών διώξεων κατά το διάστημα εκτέλεσης της συμφωνίας ή απαγόρευση κήρυξης πτώχευσης. Σε άλλα κράτη η συμφωνία που επικυρώθηκε μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα και την επέκταση της δεσμευτικότητας της συμφωνίας και σε πιστωτές που δεν συμβλήθηκαν.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]