Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Συμφωνία της Ζυρίχης)

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν οι Συνθήκες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν υπογραφεί η μεν πρώτη στο ξενοδοχείο Ντόλτερ της Ζυρίχης στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές, πρωθυπουργό της Τουρκίας, η δε δεύτερη στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου στις 19 Φεβρουαρίου του 1959, από τους δύο προαναφερθέντες συν τον Βρετανό ομόλογό τους Χάρολντ Μακμίλαν, ενώ κάποια συνημμένα κείμενα είχαν υπογραφεί από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ' και τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ, οι οποίοι είχαν γνώση του συνόλου των συμφωνιών.

Χρονικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Ζορλού

Συμφωνία Ζυρίχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν μέρος στην Ζυρίχη, με ημερομηνία έναρξης 5 Φεβρουαρίου 1959, συμμετείχαν η Ελλάδα και η Τουρκία. Κύπριοι πολιτικοί δεν ήταν παρόντες. Στην ελληνική αποστολή συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ, ο πρέσβης Ξανθόπουλος-Παλαμά, ο διπλωμάτης Δημήτριος Μπίτσιος και μερικοί άλλοι. Στην Τούρκικη αποστολή συμμετείχαν ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές, ο υπουργός εξωτερικών Φατίν Ζορλού και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Η διαπραγμάτευση γινόταν μεταξύ των δυο υπουργών εξωτερικών, ενώ οι πρωθυπουργοί είχαν συνεχή ενημέρωση στις σουϊτες τους.[1]

Το σημαντικότερο ζήτημα ήταν η στρατιωτική παρουσία που ήθελαν να είχαν οι Τούρκοι. Η ελληνική πλευρά δεχόταν την ύπαρξη ενός τιμητικού αγήματος, 100 περίπου τούρκων, όμως η Τουρκία ήθελε αρκετά μεγαλύτερο. Τελικά με παρέμβαση των πρωθυπουργών, λύθηκε το πρόβλημα με αναλογία 950 ελλήνων και 650 τούρκων στρατιωτικών. Μετα λύθηκε το ζήτημα του πολιτεύματος- η Τουρκία ζήταγε ομοσπονδία και η Ελλάδα επιχειρηματολογούσε πως μπορεί να οδηγήσει στην διχοτόμηση. Τελικά κατάληξαν στην προεδρευόμενη δημοκρατία, με έλληνα πρόεδρο και τούρκο αντιπρόεδρο, ο οποίος θα διέθεται βέτο για μια σειρά ζητημάτων στην άμυνα, εξωτερική πολιτική και αλλού. Τόσο το κοινοβούλιο όσο και η δημόσια διοίκηση θα είχε αναλογία ελλήνων και τούρκων 70/30. Σε περίπτωση συγκρούσεων θα λειτουργούσε το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα είχε 3 δικαστές, έναν Ελληνα, ένα Τούρκο και ένα ουδέτερο. Επιπλέον, συμφωνήθηκαν η Συνθήκη Εγγυήσεων και η Συνθήκη Συμμαχίας, οι οποίες θα είχαν συνταγματική ισχύ. Πέρα από αυτές τις συμφωνίες, οι Καραμανλής και Μεντερές, συμφώνησαν σε μια μυστική συμφωνία κυριών 5 σημείων, η οποία προέβλεπε την ένταξη της Κύπρου στον ΝΑΤΟ, οτι θα ασκούσαν επιρροή για να τεθεί εκτός νόμου το κομμουνιστικό κόμμα, ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής θα αποφασιζόταν με κλήρο και πως θα κήρυσσαν γενική αμνηστία. [2]

Η συμφωνία απέτρεπε μεν την διχοτόμηση του σχεδίου Μακμίλλαν, όμως περιείχε ένα δομικό σφάλμα: το δικαίωμα των τουρκοκυπρίων σε βέτο, θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Τότε κανείς δεν είχε προβλέψει πως η συγκεκριμένη διάταξη θα εξελισσόταν σε δυναμίτη. Αυτό που σκεφτόντουσαν ήταν να αποσπάσουν την συμφωνία των Βρετανών, του Μακαρίου και του Γρίβα. [3]

Περιεχόμενο της συμφωνίας της Ζυρίχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συμφωνία της Ζυρίχης, περιληπτικά, προέβλεπε:

  • Πολίτευμα: Προεδρικό με Ελληνα πρόεδρο και Τούρκο αντιπρόεδρο, εκλεγμένους από την ελληνική και την τουρκική κοινότητα αντίστοιχα, με θητεία πέντε ετών. Ο αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε θέματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής ασφάλειας.
  • Βουλή των αντιπροσώπων: Δημιουργία δύο Κοινοτικών Συνελεύσεων (ελληνικής και τουρκικής), μιας ενιαίας Βουλής Αντιπροσώπων με αναλογία 70/30 Ελλήνων και Τούρκων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εκτός για θέματα νομοθεσίας δήμων και φορολογικών νομοσχεδίων για τα οποία ήταν απαραίτητη χωριστή πλειοψηφία.
  • Υπουργικό Συμβούλιο: θα απαρτίζεται από επτά Έλληνες και τρεις Τούρκους, ενώ απαραίτητα ένα των υπουργείων Αμύνης, Εξωτερικών ή Οικονομικών θα έπρεπε πάντα να δίνεται σε Τούρκο υπουργό.
  • Δημόσια διοίκηση: από 70% Έλληνες και 30% Τούρκους.
  • Στρατός: 60% Έλληνες, 40% Τούρκοι
  • Δικαστική εξουσία: δημιουργία του Ανωτάτου και του Συνταγματικού δικαστηρίου.
  • Δημοτική αυτοδιοίκηση: Δημιουργία χωριστών δήμων (ελληνικών και τουρκικών) στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου.[4]

Επικοινωνία με την Ελληνοκυπριακή ηγεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Φεβρουαρίου οι δυο αποστολές επέστρεψαν στις πρωτεύουσες τους, με τους Αβέρωφ και Ζορλού να μεταβαίνουν στο Λονδίνο για τον τελευταίο γύρο διαπραγματεύσεων. Το ίδιο βράδυ, ο Καραμανλής, που υποστήριζε την συμφωνία ενημέρωσε τον Μακάριο ο οποίος ήταν στην Αθήνα και άλλα στελέχη της κυβέρνησης του. Ο Μακάριος εκφράστηκε θετικά για την συμφωνία και στις 12 Φεβρουαρίου, έστειλε επιστολή προς τον Γρίβα, του οποίου εξηγούσε πως δεν μπορούσαν να πετύχουν καλύτερη λύση. Ο Αβέρωφ ταυτόχρονα ενημέρωσε τον μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο, ο οποίος με την σειρά του ενημέρωσε τον Γρίβα. Στην Αθήνα μετέβησαν και οι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων, μητροπολίτες Κιτίου και ο ηγούμενος μονής Κύκκου, οι οποίοι προέτρεψαν τον Μακάριο να υπογράψει τις συμφωνίες. Εν τω μεταξύ, ο Μακάριος άρχισε να αμφιβάλλει για το κατά πόσο ήταν θετικό το κείμενο των συμφωνιών, και ο Καραμανλής έστειλε τον διπλωμάτη Μπίτσιο να τον πείσει να μην αρνηθεί την συμφωνία. Αργότερα το βράδυ, συναντήθηκαν οι δυο ηγέτες Μακάριος Καραμανλής και ο αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την ανησυχία του για τα επεμβατικά δικαιώματα. Ο Καραμανλής απάντησε πως θα υπήρχε περίπτωση επέμβασης, μόνο αν ο ίδιος ο Μακάριος υπέπιπτε σε σφάλματα. Την επόμενη μέρα, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» της Αθήνας, σε μια εκτεταμένη συνάντηση του αρχιεπισκόπου με εκπροσώπους Ελληνοκυπρίων, αποφασίστηκε να στηριχθούν οι συμφωνίες, όμως έπρεπε να πεισθεί και ο Γρίβας. Ο Γρίβας όμως όσο δεν ήξερε τι ακριβώς συμφωνήθηκε, δεν ελάμβανε θέση και αντέδρασε έντονα όταν έμαθε πως ο Μακάριος όχι μόνο είχε σύσκεψη στο Μεγάλη Βρετανία με διάφορους Ελληνοκύπριους άσχετους με τον αγώνα (2 μέλη του ΑΚΕΛ συμπεριλαμβανομένων), αλλά επρόκειτο να τον συνοδεύσουν και στο Λονδίνο[5]

Επειδή το ΑΚΕΛ μέχρι εκείνη την ώρα ήταν παράνομο, κλήθηκαν να μεταβούν στο Λονδίνο ο Δήμαρχος Λεμεσού Κώστας Παρτασίδης, ο Δήμαρχος Αμμοχώστου Ανδρέας Πούγιουρος και ο Δήμαρχος Λάρνακας, Γεώργιος Χριστοδουλίδης. Στο Λονδίνο ήταν και ο Γ.Γ. της ΠΕΟ Ανδρέας Ζιαρτίδης και ο διευθυντής της «Χαραυγής» Στέλιος Ιακωβίδης. Με απόφαση του Κόμματος πήγαν επίσης στο Λονδίνο χωρίς να είναι μέλη της επίσημης αποστολής ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου και ο Ανδρέας Φάντης.Μετά την ενημέρωση που έτυχε η αντιπροσωπεία, σύμφωνα με τον τότε δήμαρχο Λάρνακας Γιώργο Χριστοδουλίδη, «αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη σοβαρότατη κατάσταση που είχαμε μπροστά μας». Οι εκπρόσωποι του ΑΚΕΛ συμβούλευσαν τον Μακάριο να απορρίψει τις συμφωνίες. Πρότειναν μάλιστα στον Μακάριο στην περίπτωση που απορρίψει τη συμφωνία της Ζυρίχης να δηλώσει: α) ότι τερματίζεται ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ και β) ότι ο κυπριακός λαός ενωμένος συνεχίζει τον μαζικό-πολιτικό αγώνα για να επιτύχει μια πραγματική ανεξαρτησία.[6]

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκπροσώπησε τους Ελληνοκύπριους στην διάσκεψη του Λονδίνου

Συμφωνία Λονδίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ραούφ Ντενκτάς εκπροσώπησε τους Τουρκοκύπριους στην διάσκεψη του Λονδίνου

Ο Αβέρωφ με τον Ζορλού ήταν ήδη στο Λονδίνο από τις 11 Φεβρουαρίου και συναντήθηκε με τους Βρετανούς. Οι επιδιώξεις του Μακμίλλαν, αφού είχε απορριφθεί το ομώνυμο σχέδιο του ήταν πλέον να διατηρήσει η Αγγλία τις στρατιωτικές βάσεις στο νησί.[7] Ο Μακάριος έφτασε στο Λονδίνο στις 15 Φεβρουαρίου, με την πολυμελή αποστολή του. Την επομένη μέρα το πρωί, κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους ελληνοκύπριους που ήταν παρόντες και τους ζήτησε την άποψη τους. Σχεδόν όλοι τάχθηκαν κατά των συμφωνιών, αλλά είπανε πως θα στήριζαν τον Μακάριο όποια απόφαση και αν έπαιρνε. Μέσω του Αβέρωφ, ο Καραμανλής πάλι ενημερώθηκε για τις αμφιταλαντεύσεις του Μακάριου και ξαναέστειλε διπλωμάτες να τον μεταπείσουν. Σε μια επεισοδιακή συνάντηση, όπου ο Μακάριος απείλησε με παραίτηση, ο ηγούμενος Κύκκου τον κάλεσε να παραιτηθεί, αλλά ο μητροπολίτης Κιτίου αναφέρθηκε στην αβάσταχτη κατάσταση στο νησί (με στρατόπεδα συγκεντρώσεων, οικονομική δυσπραγία και το μέλλον στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι θα ήταν όπως φαίνεται το κυρίαρχο στοιχείο [8].

Η διάσκεψη ξεκίνησε επίσημα στις 17 Φεβρουαρίου. Ο άγγλος υπουργός εξωτερικών Σέλγουιν Λουντ, άνοιξε τις εργασίες και δήλωσε πως αποδεχόταν τις συμφωνίες Ζυρίχης ως βάση για επίλυση του Κυπριακού. Ο Αβέρωφ τόνισε πως το αποτέλεσμα ήταν ιδεώδες για τους Κύπριους και ο Ζορλού μίλησε στους ιδιους τόνους. Ο Μακάριος ήταν θετικός, όμως εξέφρασε ορισμένες αντιρρήσεις και ζήτησε επιπλέον διαπραγματεύσεις με τους τουρκοκύπριους. Για τους τουρκοκύπριους μίλησε ο Ραούφ Ντενκτας τονίζοντας πως ήταν υπέρ της συνεργασίας των κοινοτήτων. [9]

Μετά τις επίσημες τοποθετήσεις, ακολούθησε συζήτηση της Ελληνικής πλευράς, στην οποία συμμετείχαν ο Καραμανλής, ο Μακάριος, ο μητροπολίτης Κιτίου, ο ηγούμενος Κύκκου και άλλοι αξιωματούχοι. Ο Καραμανλής όταν πήρε τον λόγο, ζήτησε να μάθει τους λόγους της ασυνέπειας του Μακαρίου, μιας και στην Αθήνα είχε συμφωνήσει με τις συμφωνίες. Στο έκπληκτο ακροατήριο, ο Μακάριος δήλωσε πως είχε συνειδησιακά προβλήματα να τις αποδεχτεί. Ο Καραμανλής ξανατόνισε την ασυνέπεια και τον κίνδυνο γελοιοποίησης της Ελλάδας και οργισμένος έφυγε από το δωμάτιο.[10]

Την επόμενη μέρα, ο Αβέρωφ υπενθύμισε στους Κύπριους ότι με τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα αποτραπεί το σχέδιο Μακμίλλαν και τους προειδοποίησε για τους κινδύνους της κατάστασης. Τελικά έγινε ψηφοφορία ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή αποστολή: 27 από τους παριστάμενους ψήφισαν υπέρ των συνθηκών. Κατά ψήφισαν 8, οι Τάσσος Παπαδόπουλος, Βάσος Λυσσαρίδης, ο Γλαύκος Χρίστης, το μέλος της ΠΕΟ (συνδικαλιστική οργάνωση του ΑΚΕΛ) Ανδρέας Ζιαρτίδης, ο αρχισυντάκτης της Χαραυγής (εφημερίδα του ΑΚΕΛ) και οι κομμουνιστές δήμαρχοι. [11]

Την επομένη μέρα, αναβλήθηκε η πρωινή συνεδρία, γιατί το αεροπλάνο του Τούρκου πρωθυπουργού Μεντερές είχε αεροπορικό ατύχημα, ωστόσο ο Μεντερές ως εκ θαύματος επέζησε. Ο Μακάριος μίλησε πρώτος και αναφέρθηκε πάλι στις επιφυλάξεις του (Συνθήκη Εγγυήσεων, η αναλογία 70/30, τα βέτο του αντιπροέδρου). Ο Ντεντκάς πήρε τον λόγο και τόνισε πως τα προβληματικά κατά τον Μακάριο σημεία ήταν ζωτικής σημασίας για τους Τουρκοκύπριους. Κατόπιν μίλησε ο Αβέρωφ ο οποίος θέλοντας να αποσοβήσει το ενδεχόμενο αποχώρησης του Μακαρίου, είπε πως οι συμφωνίες ήταν δεσμευτικές για την Ελλάδα. Μετά πήρε τον λόγο ο Ζορλού που κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος, πιέζοντας τον Μακάριο. Ακολούθησε έντονος διάλογος του Μακαρίου με τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας που τον ρωτούσε αν αποδεχόταν τις συμφωνίες Ζυρίχης ως βάση, και ο Μακάριος ζήτησε διακοπή.[12]

Το βράδυ η αποστολή της Ελλάδας, έστειλε πάλι αξιωματούχους να πιέσουν τον Μακάριο. Η βασίλισσα Φρειδερίκη τηλεφώνησε στον Μακάριο για να τον πιέσει να αποδεχτεί τις συμφωνίες. Το επόμενο πρωί, ο Μακάριος ενημέρωσε το υπουργείο Αποικιών ότι δεχόταν τις συμφωνίες. Τότε ο Μακμίλλαν, ζήτησε να υπογράψουν όλοι τις συμφωνίες της Ζυρίχης και τις 7 συμπληρωματικές συμφωνίες του Λονδίνου. Μετέβησαν όλοι στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο Μεντερές και εκεί, μέσα στο νοσοκομείο υπογράφτηκε το τελικό κείμενο για την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας [12]

Η αντίδραση του Γρίβα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μακάριος στις 20 Φεβρουαρίου, έστειλε επιστολή στον Γρίβα περιγράφοντας του, τις συμφωνίες που υπέγραψε, και τον καλούσε να τις στηρίξει. Το ίδιο έκανε και ο Αβέρωφ. Ο Γρίβας όταν έμαθε το πλήρες κείμενο εκνευρίστηκε με την παραχώρηση βάσεων στην Βρετανία. Η πικρία του ήταν τόσο μεγάλη που δεν δέχτηκε να συναντήσει τον Μακάριο ή να συμμετάσχει στην υποδοχή του από το Λονδίνο- ούτε καν με αντιπρόσωπο. Ωστόσο κατάλαβε πως δεν μπορούσε να συνεχιστεί ο αγώνας και στις 9 Μαρτίου ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός. Οι σχέσεις του με τον Μακάριο έφτασαν στο ναδίρ και δεν βελτιώθηκαν ποτέ.[13] Ο Γρίβας επέστρεψε στην Ελλάδα στις 17 Μαρτίου, όπου έτυχε υποδοχής ήρωα.

Αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευθύς εξ αρχής οι συμφωνίες αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο σφοδρότατης κριτικής από την αντιπολίτευση στην Ελλάδα και την Κύπρο ως μη βιώσιμες. Ο Μακάριος ισχυρίστηκε αργότερα ότι τις αποδέχτηκε υπό το κράτος αφόρητων πιέσεων, ενώ μόνο ο Γεώργιος Παπανδρέου από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στήριξε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη συνεδρίαση της Βουλής που συζήτησε τις συμφωνίες αυτές: "Αι συμφωνίαι, αι οποίαι υπεγράφησαν από την ηγεσίαν του κυπριακού λαού και ήρχισαν εφαρμοζόμεναι, δεν είναι δυνατόν, δεν είναι εθνικώς συμφέρον, να ακυρωθούν", δήλωσε.

Αντιθέτως ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν κατηγορηματικός: "Δεν θέλω να είμαι μάντης κακών. Προβλέπω όμως ότι αι υπογραφείσαι συμφωνίαι θα αποδειχθή, εν τη εφαρμογή των, ότι δεν είναι βιώσιμοι και πρέπει να ανατραπούν. Άλλως, πολύ φοβούμαι, ότι θα θρηνήσωμεν νέας εθνικάς συμφοράς".

Πικρία για το περιεχόμενο των συνθηκών αυτών εξέφρασε και ο στενότερος των συνεργατών του Μακαρίου, επί σειρά ετών πρεσβευτής της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκος Κρανιδιώτης: "Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τον κυπριακό λαό και την ηγεσία του: ή τις συμφωνίες ή τη διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το "μη χείρον". Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθειας ΝΑΤΟϊκής ρύθμισης του θέματος. Έτσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού... Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τη βαθύτατη συμπάθεια και τη συναισθηματική κλίση που έτρεφαν για τη "μεγάλη ιδέα" της Κύπρου, υφίσταντο συνεχείς πιέσεις, άμεσες ή έμμεσες, από την Αμερική και το ΝΑΤΟ και επιδιώκανε μια ειρηνική λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά πλαίσια".

Κατάρρευση των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συμφωνία της Ζυρίχης ουσιαστικά κατέρρευσε το 1963, μετά από αλλαγές που επιχείρησε να κάνει ο Μακάριος στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας (τα «13 Σημεία») και τις σφοδρές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που ακολούθησαν το 1963-64. Παρόλα αυτά, το Σύνταγμα που προέβλεπαν οι Συμφωνίες εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα στην Κύπρο[14], τροποποιημένο αρχικά λόγω της απόσυρσης των Τουρκοκυπρίων από την πολιτική ζωή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα «13 Σημεία» του Μακάριου και στη συνέχεια λόγω της εισβολής. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου χρησιμοποιήθηκαν σαν δικαιολογία για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 μετά το υποκινηθέν από τη Χούντα των Συνταγματαρχών πραξικόπημα Σαμψών που επιχείρησε να ανατρέψει τον Μακάριο[15], παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την Ελλάδα, η Συνθήκη Εγγυήσεων δεν της έδινε το δικαίωμα ούτε για στρατιωτική δράση χωρίς προηγούμενες διαβουλεύσεις, ούτε για παραμονή των στρατευμάτων της στο νησί μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης[16].

Το 1983, η Τουρκία κήρυξε το κατεχόμενο κυπριακό έδαφος ώς "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου". Σε διεθνές επίπεδο, αυτό έχει αναγνωριστεί μόνο από την Τουρκία. Τα Ηνωμένα Έθνη με το ψήφισμα 541 [17] του Συμβουλίου Ασφαλείας χαρακτηρίζουν την Τουρκική ανακήρυξη ως παράνομη και ζητούν την ανάκλησή της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τα ψηφίσματα 353, 541, 544 ζητά από τις χώρες μέλη να μην αναγνωρίσουν το προτεκτοράτο της Τουρκίας στην Κύπρο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ρίχτερ 2011, σελ. 939-40.
  2. Ρίχτερ 2011, σελ. 940-3.
  3. Ρίχτερ 2011, σελ. 944.
  4. Αναστασία Γιάγκου (15 Μαρτίου 2015). «Οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου». Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2018. 
  5. Ρίχτερ 2011, σελ. 946-9.
  6. «Η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου». Διάλογος. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2018. 
  7. Ρίχτερ 2011, σελ. 950.
  8. Ρίχτερ 2011, σελ. 953:ο Ρίχτερ παραπέμπει στο βιβλίο του Δημήτρη Μπίτσιος, Κρίσιμες ώρες, Εστια, σ. 121
  9. Ρίχτερ 2011, σελ. 955.
  10. Ρίχτερ 2011, σελ. 957: ο Ρίχτερ αναφέρει τον διάλογο, για τον οποίο παραπέμπει στο βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Ιστορία χαμένων ευκαιριών. Κυπριακό 1950-1963, τομος Β, σελ 209 και στο Βιβλίο του Νίκου Κρανιδιώτη, Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960 σ.369
  11. Ρίχτερ 2011, σελ. 959.
  12. 12,0 12,1 Ρίχτερ 2011, σελ. 961-3.
  13. Ρίχτερ 2011, σελ. 968.
  14. «Cyprus». CIA World Factbook. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2008. 
  15. «Εκπαιδευτικό υλικό του Κυπριακού υπουργείου Παιδείας» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 11 Ιανουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2007. 
  16. «Μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2007. 
  17. ψήφισμα 541

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ρίχτερ, Χάιντς Α. (2011). Ιστορία της Κύπρου, τόμος δεύτερος (1950-1959). Αθήνα: Εστία. ISBN 978-960-05-1502-2.