Στρατόπεδο εξόντωσης Μπέλζεκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°22′18″N 23°27′27″E / 50.37167°N 23.45750°E / 50.37167; 23.45750

Στρατόπεδο εξόντωσης Μπέλζεκ
Belzec
Χάρτης
ΕίδοςΝαζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και στρατόπεδο συγκέντρωσης[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες50°22′18″N 23°27′27″E
ΤοποθεσίαGmina Bełżec
ΧώραΠολωνία
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Το Ολοκαύτωμα (Φάσεις)

Το Στρατόπεδο Εξόντωσης Μπέλζεκ (πολωνικά Bełżec, προφέρεται Μπέουζετς) ήταν μικρό στρατόπεδο, το οποίο δημιούργησαν οι Ναζί το 1941 με αποκλειστικό σκοπό την εξόντωση των Εβραίων της περιοχής του Λούμπλιν (Πολωνία) και ήταν το πρώτο μιας σειράς παρόμοιων στρατοπέδων στην περιοχή του Γενικού Κυβερνείου.

Επιλογή θέσης, ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 1940 οι Γερμανοί δημιούργησαν κοντά στο χωριό Μπέλζεκ της περιοχής του Λούμπλιν μερικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, τα οποία επάνδρωσαν με Πολωνοεβραίους κρατούμενους. Στόχος ήταν η κατασκευή οχυρωματικών έργων στην παραμεθόριο με την Σοβιετική Ένωση. Τα στρατόπεδα αυτά διαλύθηκαν τον Οκτώβριο του 1940[2].

Στα πλαίσια της Επιχείρησης Ράινχαρντ αποφασίστηκε η δημιουργία νέου στρατοπέδου και πάλι στην περιοχή του Μπέλζεκ. Η περιοχή επιλέχτηκε επειδή ήταν πάνω στον σιδηροδρομικό άξονα Λούμπλιν - Ζάμοτς - Ράβα Ρούσκα - Λβόβ (Lublin- Zamosc-Rawa Ruska-Lvov) και, κατά συνέπεια, θα ήταν πολύ εύκολη η μεταγωγή κρατουμένων σε αυτό. Πράγματι, η μικρή περιοχή που επιλέχθηκε απείχε μόνο 500 μ. από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπέλζεκ. Ήταν ένα σχετικά μικρό τετράγωνο, 275 x 265 μέτρων, το οποίο πρώτα απογυμνώθηκε από την βλάστηση που υπήρχε και στη συνέχεια απέκτησε ένα προαύλιο στρωμένο με ξύλο. Για την κατασκευή των απαιτούμενων παραπηγμάτων και των θαλάμων αερίων επιστρατεύτηκαν αρχικά περίπου είκοσι ειδικευμένοι Πολωνοί εργάτες από το γειτονικό Μπέλζεκ. Την κατασκευή αφηγείται ο Στανισλάβ Κότζακ (Stanislaw Kozak), ένας από αυτούς τους εργάτες: Οι εργασίες ξεκίνησαν την 1η Νοεμβρίου 1941 με την κατασκευή των παραπηγμάτων.

Αυτά κτίστηκαν το ένα πλάι στο άλλο και είχαν διαστάσεις το μεν πρώτο 50 μ. x 12,5 μ., το δεύτερο 25μ. x 12,5μ. (προοριζόταν για τους Εβραίους που θα πήγαιναν "στα λουτρά") και το τρίτο 12 μ. x 8 μ. Αυτό χωριζόταν εσωτερικά με ξύλινους τοίχους σε τρία διαμερίσματα 4 x 8, τα οποία επενδύθηκαν εσωτερικά με κοντραπλακέ και το δάπεδο με φύλλα ψευδαργύρου και είχαν πόρτες που, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα παραπήγματα, άνοιγαν προς τα έξω και είχαν ενίσχυση με ειδικούς πείρους και σιδερένια άγκιστρα που συγκρατούσαν μια βαριά ξύλινη αμπάρα. Γύρω από το δάπεδο και σε ύψος 10 περίπου εκατοστών τοποθετήθηκαν σωλήνες νερού και ανάλογες σωληνώσεις σύνδεσης έγιναν από την εξωτερική τους πλευρά. Τα τρία παραπήγματα συνδέονταν μεταξύ τους με δρόμο που στα πλαϊνά του ήταν συρματοπλεγμένος με σύρματα ύψους 3 μ., τα οποία καλύπτονταν με δένδρα, ώστε να μη διακρίνονται από κάποια απόσταση. Εβδομήντα Σοβιετικοί, συνεργάτες των Γερμανών, έσκαψαν κοντά στο παράπηγμα ένα όρυγμα διαστάσεων 50 μ. μήκους, 20 μ. πλάτους και 6 μ. βάθους. Αυτό προοριζόταν, αρχικά, για την ταφή των θυμάτων. Οι εγκαταστάσεις ήταν έτοιμες τον Φεβρουάριο του 1942. [3]

Τις εργασίες κατασκευής επέβλεπε ο Ρίχαρντ Τομάλλα (Richard Thomalla) της Κεντρικής διοίκησης κατασκευών της SS ( SS-Zentralbauleitung) που έδρευε στο Ζάμοτς (Zamosc) και την επιτόπια επίβλεψη ένας αξιωματικός της SS με κόκκινα μαλλιά, του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη, είχε όμως το προσωνύμιο "το αφεντικό" (Der Meister).

Ρίχαρντ Τομάλλα (1940)

Ολόκληρο το στρατόπεδο περιφράχτηκε με διπλό φράκτη, ένα με σύρμα πτηνοτροφείου και ένα με αγκαθωτό σύρμα, που, επίσης, καλύφθηκαν με τη φύτευση δένδρων (αυτό κρίθηκε απαραίτητο, καθώς το στρατόπεδο απείχε 50 μόλις μέτρα από την σιδηροδρομική γραμμή). Αρχικά υπήρχαν πέντε πύργοι παρατήρησης, ένας σε κάθε γωνία και ένας στο κέντρο (ο οποίος διέθετε πολυβόλο και προβολέα εντοπισμού). Όλοι επανδρώθηκαν από αποκαλούμενους "Trawnikimänner" (Ουκρανούς στρατολογημένους στην "Volksdeutsche" από το στρατόπεδο Εργασίας Τραβνίκι (Trawniki) που ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και ανέρχονταν σε περίπου 60 - 70 άτομα (αργότερα αυξήθηκαν σε 120). Για τη στέγασή τους προοριζόταν το πρώτο παράπηγμα.

Η λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο σε δύο τομείς: Ο τομέας Ι διέθετε δύο ράμπες εκφόρτωσης των βαγονιών που έφθαναν με τη βοήθεια μιας παρακαμπτήριας γραμμής στο στρατόπεδο (με τις επεκτάσεις σε ύστερο χρόνο είχαν δυναμικότητα εκφόρτωσης 40 βαγονιών). Δημιουργήθηκε μια δευτερεύουσα πύλη και μια κλειστή αυλή για να στέκονται εκεί οι μεταγόμενοι, αν η "παρτίδα" ήταν πολυπληθής. Αργότερα κατασκευάσθηκαν εκεί και δύο παραπήγματα όπου εκδύονταν οι μεταγόμενοι, στο ένα οι άνδρες, στο άλλο οι γυναίκες και τα παιδιά.

Ο τομέας ΙΙ ήταν ο κύριος τομέας εξόντωσης, στον οποίο βρίσκονταν τα παραπήγματα και οι θάλαμοι αερίων και το όρυγμα ταφής. Αργότερα κατασκευάστηκαν δύο επιπλέον παραπήγματα για τους κρατούμενους που επιλέγονταν για τις "βοηθητικές εργασίες" αποκομιδής σορών και ενταφιασμού. Οι δύο τομείς χωρίζονταν με καμουφλαρισμένο φράκτη με δύο πύλες, μια στα ανατολικά του χώρου των οχημάτων των ανδρών της SS και μια στο άκρο της ράμπας εκφόρτωσης. Από αυτήν ξεκινούσε ένα μονοπάτι προς το δάσος σε ένα όρυγμα προοριζόμενο για την ταφή όσων εκτελούνταν με πυροβόλα όπλα. Ένας στενός διάδρομος, περιφραγμένος επίσης, που έγινε γνωστός ως "η βάνα" (die Schleuse), οδηγούσε από τα παραπήγματα έκδυσης απευθείας στους θαλάμους αερίων.

Οι πρώτες επιχειρήσεις εξόντωσης των μεταγομένων ήταν κυρίως πειραματικού χαρακτήρα, συνιστώμενες από δύο ή τρεις μεταγωγές των 4 - 6 βαγονιών χωρητικότητας 100 - 250 ατόμων το καθένα. Οι πειραματικές αυτές εξοντώσεις διήρκεσαν λίγες ημέρες και η τελευταία ομάδα που εξοντώθηκε ήταν οι Εβραίοι που είχαν επιλεγεί, από γκέτο κυρίως, για να ολοκληρώσουν τις εγκαταστάσεις. Διαπιστώθηκε, ωστόσο, ότι η στεγανότητα των θυρών δεν ήταν επαρκής και τα διάκενα έπρεπε να φράσσονται με άμμο, η οποία, μετά την εξόντωση των κρατουμένων, έπρεπε να αφαιρείται, για να επιτρέπεται η απομάκρυνση των σορών. Επιπλέον, ο αριθμός των μεταγομένων προς εξόντωση ήταν τέτοιος, που οι θάλαμοι αερίων αποδείχθηκαν "μη αποδοτικοί" ως προς το μέγεθός τους. Η εντύπωση που έδιναν, πάντως, ήταν πως επρόκειτο για λουτρά. Σε αυτό συνέβαλαν οι σωληνώσεις και οι κεφαλές ντους που κρέμονταν από την οροφή (αν και, φυσικά, δεν ήταν συνδεδεμένες με σωληνώσεις νερού).


Τη Διοίκηση του Στρατοπέδου ανέλαβε ο Λοχαγός της Αστυνομίας (Polizeihauptmann) Κρίστιαν Βιρτ (Christian Wirth) . Υποδιοικητής ήταν ο Γκότφριντ Σβαρτς (Gottfried Schwarz) και, αν αυτός απουσίαζε, τον αναπλήρωνε ο βοηθός του Βιρτ Γιόζεφ Ομπερχόιζερ (Josef Oberhauser). Επικεφαλής του Τομέα ΙΙ ήταν ο Γιόχαν Νήμαν (Johann Niemann), ο οποίος αργότερα μετατέθηκε στο Ζομπίμπορ. Τους θαλάμους αερίων χειριζόταν ο Λόρεντς Χάκενκολτ (Lorenz Hackenholt), με βοηθούς δύο Ουκρανούς. Τα υπάρχοντα των κρατουμένων, φυσικά, κατάσχονταν και μεταφέρονταν τακτικά στις αποθήκες που διατηρούσε στο Λούμπλιν ο Οντίλο Γκλομπότσνικ. Ο Βιρτ εκτελούσε συνέχεια πειράματα για να βελτιώσει την αποδοτικότητα του Στρατοπέδου. Έτσι, ενώ αρχικά οι θάλαμοι αερίων λειτούργησαν με μονοξείδιο του άνθρακα σε φιάλες, ύστερα από λίγο καιρό δοκίμασε τις αναθυμιάσεις του κινητήρα από ένα σοβιετικό τανκ (ισχύος 250 ίππων), εγκατεστημένου ακριβώς απέξω από τους θαλάμους[4]. Ο Βιρτ ήταν επίσης αυτός που φρόντισε να δίνεται η εντύπωση στους νεοαφιχθέντες ότι είχαν μεταχθεί σε στρατόπεδο εργασίας και όχι εξόντωσης και έδωσε όψη λουτρών στους θαλάμους. Η όλη διαδικασία έπρεπε να γίνεται ταχύτατα και με διασπορά τρόμου στους κρατούμενους, ώστε να παραλύουν οι αντιδράσεις τους και να μη σκέπτωνται τρόπους διαφυγής. Μια ομάδα νέων και δυνατών Εβραίων επιλεγόταν από κάθε μεταγωγή. Αυτοί εκτελούσαν όλες τις βοηθητικές εργασίες (μεταφορά σορών, κατασχεθέντων αγαθών κτλ.) και εκτελούνταν λίγο πριν την άφιξη της επόμενης μεταγωγής.

Πρώτη φάση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι πειραματικές εξοντώσεις κρατουμένων και όσες μεταγωγές έγιναν μέχρι τα μέσα - τέλη Απριλίου 1942. Τα θύματα αυτής της φάσης προέρχονταν κυρίως από το γκέτο του Λούμπλιν και την ευρύτερη περιοχή του (περίπου 20.000 άτομα από το γκέτο και 10.000 από την περιοχή). Προέρχονταν, επίσης, από την περιοχή της Γαλικίας - γκέτο του Λβιβ (50 χλμ. από το Μπέλζεκ) - το Στανισλάβοβο, το γκέτο του Κολομίγια και την Ράβα Ρούσκα. Σύνολο περίπου 30.000 άτομα.

Στα μέσα Απριλίου το Στρατόπεδο επισκέφθηκε ο Φραντς Στανγκλ, ο οποίος ζήτησε να δει τον Βιρτ. Αυτός εκείνη την ώρα βρισκόταν στον ομαδικό τάφο και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Στανγκλ τρομοκρατήθηκε στη θέα των πτωμάτων. Ο Βιρτ του ανακοίνωσε ότι προοριζόταν για διοικητής στο στρατόπεδο του Ζομπίμπορ.

Λίγο μετά την αναχώρηση του Στανγκλ ο Βιρτ "έκλεισε" το Στρατόπεδο για να επισκεφτεί το Βερολίνο, ακολουθούμενος από τους Σβαρτς και Χάκενχολτ. Σκοπός της επίσκεψής του εκεί ήταν η λήψη οδηγιών για την επέκταση του Στρατοπέδου και την κατασκευή νέων θαλάμων αερίων.

Επιστρέφοντας στο Μπέλζεκ ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του Στρατοπέδου με ταχύτατο ρυθμό.

Δεύτερη φάση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου μεταφέρθηκαν εκεί μικρές μόνον ομάδες για εξόντωση: Περίπου 2.500 Εβραίοι από το Κομάροβ, το Τίσοβτσε (Tyszowce) και το Λάστσοβ (Laszczow), ενώ τον Ιούνιο μεταφέρθηκαν 5.000 άτομα από το Γκέτο της Κρακοβίας και 1.600 από την ευρύτερη περιοχή της πόλης. Η δυναμικότητα του στρατοπέδου επρόκειτο να αυξηθεί τον Ιούλιο του 1942, όταν ετοιμάστηκε το νέο κτίριο των θαλάμων αερίων, με 24 μ. μήκος και 10 m πλάτος. Διέθετε έξι θαλάμους αερίων διαστάσεων 4 x 8 μ. (αν και σε άλλες πηγές αναφέρονται διαστάσεις 4 x 5 μ.), με πιο συμπαγή και αεροστεγή κατασκευή: Το κτίσμα ήταν από μπετόν, η οροφή από πισόχαρτο καλυμμένο με μεταλλικό δίχτυ και κλαδιά δένδρων (για παραλλαγή) και πλάι υπήρχε ένα μικρό παράπηγμα, 2 μ. x 2 μ., στο οποίο είχε εγκατασταθεί ο κινητήρας παραγωγής δηλητηριωδών αερίων.

Τον Αύγουστο του 1942 ο Βιρτ προάγεται σε γενικό επιθεωρητή των Στρατοπέδων εξόντωσης και παραδίδει τη διοίκηση στον Χέρινγκ (Hering), επιθεωρητή της Kripo στην Στουτγκάρδη, ο οποίος θεωρήθηκε πολύ πιο "ανθρωπιστής" από τον Βιρτ. Ωστόσο, το μέγιστο της απόδοσής του το Μπέλζεκ το πέτυχε την περίοδο Ιουλίου - Οκτωβρίου 1942: Γίνονταν τρεις ως τέσσερεις μεταγωγές ημερησίως και οι συνθήκες στο Μπέλζεκ ήταν φρικτές, καθώς πτώματα που περίμεναν αποκομιδή και οσμή καμένου ήταν διάχυτα παντού. Ο αριθμός των πτωμάτων αυξανόταν σε κάθε μεταγωγή, καθώς πολλοί από τους μεταγομένους είχαν αποβιώσει καθ' οδόν. Ο Χέρινγκ έδινε εντολή οι πιο αδύναμοι να μεταφέρονται απευθείας στον Τομέα ΙΙ "για να τους δοθεί από ένα χάπι" - ευφημισμός για μια σφαίρα στο σβέρκο.

Παρά τις προσπάθειες των Ναζί για απόλυτη μυστικότητα, οι Πολωνοί αντιστασιακοί είχαν καταφέρει να μάθουν τον ρόλο του Στρατοπέδου, στο οποίο συνέβαιναν ήδη και περίεργα περιστατικά. Αφορμή γι' αυτά έδιναν οι Ουκρανοί εθνικιστές, που έκλεβαν τιμαλφή από τα θύματά τους. Σε μια τέτοια περίπτωση ένας άνδρας της SS σκότωσε συνάδελφό του, νομίζοντας πως είναι ένας από τους Ουκρανούς. Ο Βιρτ διέταξε ειδική εξέταση για να διαπιστωθούν τα ακριβή γεγονότα. Ωστόσο, οι άνδρες της SS σύντομα αντελήφθησαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση νίκης τους στον Πόλεμο και άρχισαν τις ενέργειες εξαφάνισης των εγκλημάτων τους.

Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελευταία μεταγωγή στο Μπέλζεκ έγινε τον Δεκέμβριο του 1942. Ο Χίμλερ διέταξε να καούν όλα τα πτώματα και χρειάστηκε να εκταφούν περίπου 400 - 500 χιλιάδες σοροί και να καούν σε τεράστιες πυρές.

Την άνοιξη του 1943 οι φράκτες αποσυναρμολογήθηκαν, τα παραπήγματα και οι θάλαμοι αερίων κατεδαφίστηκαν και τα χρήσιμα υλικά μεταφέρθηκαν στο Μαϊντάνεκ. Εξοντώθηκαν οι τελευταίοι κρατούμενοι και, όταν όλα διαλύθηκαν, φυτεύτηκαν στην περιοχή έλατα και λούπινα. Ο Βιρτ έστειλε ανθρώπους του, για να εξετάσουν την περιοχή, και διαπιστώθηκε ότι ο εγχώριος πληθυσμός ανέσκαπτε τα εδάφη, αναζητώντας πολύτιμα αντικείμενα. Αποφασίστηκε να δημιουργηθεί στην περιοχή μια φάρμα και να εγκατασταθούν σε αυτήν Ουκρανοί έποικοι, πράγμα που έγινε. Η φάρμα διαλύθηκε όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τον Κόκκινο Στρατό (καλοκαίρι 1944). Τα θύματα του Μπέλζεκ, στη συντριπτική πλειοψηφία τους Εβραίοι, αλλά και Αθίγγανοι, ανέρχονται σε περίπου 600.000[5]

Πηγές, Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών: «Encyclopedia of Camps and Ghettos, 1933-1945» (Αγγλικά) Indiana University Press. 2009.
  2. Death Camps (ARC)
  3. Ιουδαϊκή εικονική Βιβλιοθήκη
  4. Yitzhak Arad, Belzec, Sobibor, Treblinka: The Operation Reinhard Death Camps, Indiana University Press, 1999, ISBN 0-253-21305-3
  5. Henry Friedlander, The Origins of Nazi Genocide: From Euthanasia to the Final Solution, University of North Carolina Press, Chapel Hill & London, 1995, ISBN 0-8078-2208-6

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]