Σπογγαλιεία Σύμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι πρώτοι Έλληνες που ασχολήθηκαν με τη σπογγαλιεία ήταν οι κάτοικοι της Σύμης. Αυτοί έμαθαν στους υπόλοιπους νησιώτες την αλιεία, την επεξεργασία και το εμπόριο των σπόγγων. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν την Ελλάδα τον μεσαίωνα, βλέποντας ότι μόνο οι κάτοικοι της Σύμης ασχολούνται με τη σπογγαλιεία, πίστευαν ότι μόνο στο βυθό γύρω από τη Σύμη φυτρώνουν τα σφουγγάρια.

Ιστορικά Στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1522, όταν τα Δωδεκάνησα έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, μόνο οι κάτοικοι της Σύμης υποχρεώθηκαν να δίνουν στο Σουλτάνο δώδεκα χιλιάδες χοντρά και τρεις χιλιάδες ψιλά σφουγγάρια ως φόρο. Αργότερα ασχολήθηκαν με τη σπογγαλιεία οι Χαλκίτες και οι Καστελλοριζιοί και γύρω στο 1800 και οι Καλύμνιοι[εκκρεμεί παραπομπή]. Έως το 1863 η αλιεία των σφουγγαριών στα Δωδεκάνησα εγένετο κυρίως με γυμνούς δύτες ενώ στη Σύμη επιπλέον υπήρχαν και 250 καγκάβες (σπογγαλιευτικά σκάφη) οι οποίες δούλευαν κυρίως το χειμώνα. Στα νησιά του Αργοσαρωνικού αλίευαν τα σφουγγάρια μόνο με το καμάκι και την καγκάβα.

Το 1840, πρώτος[εκκρεμεί παραπομπή] ο Συμιακός βουτηχτής Μιχαήλ Καρανίκης καταδύθηκε στον πάτο της θάλασσας κρατώντας στα χέρια επίπεδη πέτρα βάρους 12 περίπου οκάδων. Η πέτρα αυτή, που αργότερα έγινε γνωστή ως «καμπανελλόπετρα» (στη Σύμη) ή «σκανταλόπετρα» (στην Κάλυμνο), ήταν δεμένη με σχοινί το άλλο άκρο του οποίου δενόταν στη βάρκα.

Το σφουγγάρι έφερνε πλούτο στα νησιά. Το 1865 η Σύμη είχε έσοδα 21.186 στερλίνες, η Κάλυμνος 16.949 και η Χάλκη 5.000 περίπου.

Το 1862 ο Συμιακός Φώτης Μαστορίδης έφερε στη Σύμη το σκάφανδρο, από τις Ινδίες όπου εργαζόταν με τους Αγγλους σε λιμενικά έργα ως μηχανικός σκαφάνδρου. Για να πείσει τους Συμιακούς για τη χρησιμότητα και την ασφάλειά του, φόρεσε το σκάφανδρο η γυναίκα του Ευγενία και καταδυθηκε στο λιμάνι της Σύμης. Έτσι από το 1863 έγινε η πρώτη χρήση σκαφάνδρου στη Σύμη. Το 1864 ετέθη σε χρήση στα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων και από το 1866 στα νησιά του Αργοσαρωνικού. Από το 1863 ως το 1896 ο αριθμός των σκαφάνδρων σε όλη τη Μεσόγειο έφτασε στα 440 περίπου, ενώ τα πλοιάρια των γυμνών δυτών μειώνονταν συνεχώς.

Το σκάφανδρο δεν έφερνε μόνο πλούτο αλλά και δυστυχία. Από το 1864 έως το 1915 σε όλη τη Μεσόγειο είχαμε 10000 νεκρούς και χιλιάδες παράλυτους από τη νόσο των δυτών. Οι γυμνοί δύτες ολοένα και λιγόστευαν, ενώ τα σφουγγάρια στη θάλασσα υφίσταντο αποψίλωση. Για τους λόγους αυτούς οι κάτοικοι των νησιών άρχισαν να ξεσηκώνονται. Στη Σύμη και στην Κάλυμνο, που ήταν τα μεγαλύτερα σπογγαλιευτικά κέντρα, έγιναν επεισόδια. Το 1884 οι γυμνοί δύτες στη Σύμη κατέστρεψαν στις αποθήκες του νησιού 45 σκάφανδρα, με συνέπεια να κλειστούν στις φυλακές της Χίου περισσότεροι από 40 γυμνοί δύτες. Η δε Δημογεροντία της Σύμης επλήρωσε 60.000 φράγκα ως αποζημίωση στους ιδιοκτήτες των σκάφανδρων. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στην Κάλυμνο.

Το 1881 η Τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε το σκάφανδρο στις θάλασσες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλά όμως σκάφανδρα εργάζονταν λαθραία στις θάλασσες της Αιγύπτου και της Τουρκίας. Η τυπική αυτή απαγόρευση είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα σκάφανδρα στην Ύδρα, Αίγινα και Σπέτσες, επειδή τα νησιά αυτά άνηκαν στην Ελλάδα ενώ τα Δωδεκάνησα ανήκαν στην Τουρκία. Το 1885 έγινε άρση απαγόρευσης της σπογγαλιείας άνευ νόμου.

Το 1892 έφθασε στην Κάλυμνο ο Λιθουανός Κάρολος Φλέγελ και άρχισε μεγάλο αγώνα για την κατάργηση των σκάφανδρων, ορμώμενος από ανθρωπισμό, βλέποντας τα χιλιάδες θύματα. Το 1898 πέτυχε την απαγόρευση για ορισμένες περιοχές άλλα και η απαγόρευση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Οι μετέπειτα διοικητές των Δωδεκανήσων Ιταλοί απαγόρευσαν την σπογγαλιεία κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πόλεμου με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση του πληθυσμού της Σύμης. Έτσι σιγά σιγά η Κάλυμνος άρχισε να παίρνει τα ηνία της σπογγαλιείας.

Η Σύμη είχε τον μεγαλύτερο σπογγαλιευτικό στόλο σε ολόκληρο τον κόσμο.[εκκρεμεί παραπομπή] Σε διαφορετικές χρονιές έφτασε να έχει 400 καγκάβες, 210 πλοιάρια γυμνών δυτών και 54 σκάφανδρα. Η Σύμη πρωτοστάτησε τόσο τον πρωτογενή τομέα, την σπογγαλιεία στην επιλεγόμενη Μπαρμπαριά, Barbary Coast, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής και ειδικότερα της Βεγγάζης, όσο και στην επεξεργασία του σπόγγου (δευτερογενής τομέας) και την διοχέτευση και εμπορία του (τριτογενής τομέας), μέσω Σύρου, στο Λονδίνο και στις ΗΠΑ. Επί κεφαλής της σημαντικής αυτής βιομηχανίας ήταν ο Συμιακός Οίκος Υοί Νικήτα Πετρίδη γνωστός εκτός Ελλάδος ως Petrides Brothers υπό τον γενάρχη Γεώργιο Νικήτα Πετρίδη, με γραφεία στη Σύρο, στον Πειραιά και στο Λονδίνο. Με τα τεράστια έσοδα των Πετριδών και ειδικά του Μεγάλου Ευεργέτη της Σύμης Γεωργίου Πετρίδη οικοδομήθηκε ο κομψότατος οβελίσκος στο μουράγιο, το Πετρίδειον Ωρολόγιον, το Πετρίδειον Σχολείον και τα μεγαλοπρεπή νεοκλασσικά ένθεν και ένθεν του Διοικητηρίου.

Στατιστικά Στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία για τους στόλους από σπογγαλιευτικά σκάφη για τα δυο μεγαλύτερα σπογγαλιευτικά κέντρα της Ελλάδας σε εποχές που άκμαζε η σπογγαλιεία:

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Περί σπόγγων και σπογγαλιείας, Δημοσθένους Χαβιαρά (Αθήνα 1916)
  • Μελέτη περί σπόγγων και σπογγαλιείας, Γεώργιου Ελ. Γεωργά (Πειραιάς 1937)
  • Περιοδικό «Η Σύμη», Τεύχη 28 και 30 (1999)
  • Τα Συμαϊκά, Τόμος Ε'(1989)
  • Καλυμνιακά χρονικά