Ρομανικός αρχιτεκτονικός ρυθμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ρομανική αρχιτεκτονική)
Ναός στο Τουμ της κεντρικής Πολωνίας
Το Αββαείο Μαρία Λάαχ στη δυτική Γερμανία
Το Αββαείο του Λεσέ στη Νορμανδία της Γαλλίας

Η ρομανική αρχιτεκτονική (αγγλ. Romanesque architecture) ή ρομανικός ρυθμός είναι ένας αρχιτεκτονικός ρυθμός της μεσαιωνικής Ευρώπης, που χαρακτηρίζεται από ημικυκλικές αψίδες (καμάρες). Δεν υπάρχει συναίνεση για τον αιώνα της ενάρξεως αυτού του ρυθμού, καθώς διάφορες απόψεις την τοποθετούν από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ., με την τελευταία άποψη να είναι η πιο διαδεδομένη. Τον 12ο αιώνα εξελίχθηκε στον γοτθικό ρυθμό, με αιχμηρά τόξα. Παραδείγματα ρομανικής αρχιτεκτονικής μπορούν να βρεθούν σε ολόκληρη την ήπειρο, καθιστώντας την τον πρώτο πανευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό ρυθμό μετά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Ειδικότερα στην Αγγλία και τη Σικελία, ο ρομανικός ρυθμός αναφέρεται παραδοσιακά ως νορμανδική αρχιτεκτονική.

Συνδυάζοντας χαρακτηριστικά αρχαίων ρωμαϊκών/βυζαντινών κτηρίων και άλλων τοπικών παραδόσεων, η ρομανική αρχιτεκτονική είναι γνωστή για τον ογκώδη χαρακτήρα της, τους χονδρούς τοίχους, τις ημικυκλικές αψίδες, τους στιβαρούς πυλώνες, τις ημικυλινδρικές οροφές, τους μεγάλους πύργους και τις διακοσμητικές αψιδωτές κιονοστοιχίες. Κάθε κτίριο έχει σαφώς καθορισμένες μορφές, συχνά με πολύ κανονικό, συμμετρικό σχέδιο. Η συνολική εντύπωση είναι αυτή της απλότητας, σε σύγκριση με τα γοτθικά κτήρια που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Ο ρομανικός ρυθμός μπορεί να αναγνωριστεί σε όλη την Ευρώπη, παρά τα τοπικά χαρακτηριστικά και τα διαφορετικά υλικά.

Πολλά κάστρα κτίσθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά είναι πολύ λιγότερα από τους χριστιανικούς ναούς σε ρομανικό ρυθμό. Οι πιο σημαντικές είναι οι μεγάλοι ναοί των αββαείων, πολλοί από τους οποίους σώζονται και σήμερα, λίγο-πολύ ολοκληρωμένοι και συχνά ακόμα σε χρήση[1]. Τον τεράστιο αριθμό των ναών που κτίστηκαν σε ρομανικό ρυθμό διαδέχθηκε η ακόμη πιο «δραστήρια» περίοδος της γοτθικής αρχιτεκτονικής, η οποία ανοικοδόμησε, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, τις περισσότερες ρομανικές εκκλησιές σε ευημερούσες περιοχές, όπως η Αγγλία και η Πορτογαλία. Οι μεγαλύτερες ομάδες σωζόμενων ναών του ρομανικού ρυθμού βρίσκονται σε περιοχές που ήταν λιγότερο ευημερούσες τις επόμενες περιόδους, συμπεριλαμβανομένων περιοχών της νότιας Γαλλίας, της επαρχιακής Ισπανίας και της επαρχιακής Ιταλίας. Οι σωζόμενες ανοχύρωτες ρομανικού ρυθμού κοσμικές οικίες, αρχοντικά και ανάκτορα, καθώς και τα κελλιά των μοναστηριών είναι πολύ πιο σπάνια, αλλά χρησιμοποίησαν και προσάρμοσαν τα χαρακτηριστικά των εκκλησιαστικών κτηρίων στην οικιακή κλίμακα.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, η λέξη Romanesque σημαίνει «ρωμαϊκής καταγωγής» και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική για να υποδηλώσει τις λεγόμενες ρομανικές γλώσσες (πρώτη αναφορά το 1715). Ο αντίστοιχος γαλλικός όρος romane χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με την αρχιτεκτονική έννοια από τον αρχαιολόγο Σαρλ ντε Ζερβίλ σε μια επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 1818 για να περιγράψει αυτό που ο Ζερβίλ θεωρούσε «ευτελισμένη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική».[2] Το 1824 ο φίλος του Ζερβίλ Αρσίς ντε Κωμόν υιοθέτησε τον όρο roman για να περιγράψει την «υποβαθμισμένη» ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική από τον 5ο έως τον 13ο αιώνα, στο δοκίμιό του Essai sur l'architecture religieuse du moyen-âge, particulièrement en Normandie[3] σε μια εποχή που οι πραγματικές χρονολογίες ανεγέρσεως πολλών από τα κτήρια που περιγράφηκαν δεν είχαν εισέτι εξακριβωθεί[4][5]:

Η ονομασία Roman (esque) που δίνουμε στην αρχιτεκτονική αυτή, που θα έπρεπε να είναι γενική καθώς είναι η ίδια παντού με ελαφρές τοπικές διαφορές, έχει επιπλέον το πλεονέκτημα τού να υποδεικνύει την προέλευση του ρυθμού. Και δεν είναι νέος όρος, αφού χρησιμοποιείται ήδη προκειμένου να περιγράψει τη γλώσσα της ίδιας χρονικής περιόδου. Η ρομανική γλώσσα είναι η εκφυλισμένη λατινική γλώσσα. Η ρομανική αρχιτεκτονική είναι ευτελισμένη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική[6]

Η πρώτη χρήση του όρου σε δημοσιευμένο έργο είναι στο An Inquiry into the Origin and Influence of Gothic Architecture του William Gunn[7][8] (Λονδίνο 1819). Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τον Gunn για να περιγράψει τον ρυθμό που ήταν αναγνωρίσιμα μεσαιωνικός και προεικόνιζε τον γοτθικό, αλλά διατηρούσε τη στρογγυλευμένη ρωμαϊκή αψίδα και έτσι φαινόταν να είναι μια συνέχεια της ρωμαϊκής οικοδομικής παραδόσεως.

Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για την πιο περιορισμένη περίοδο από τα τέλη του 10ου έως τον 12ο αιώνα. Ο όρος «προρομανικός» χρησιμοποιείται μερικές φορές στην αρχιτεκτονική στη Γερμανία της Καρολίγγειας και της Οθωνικής περιόδου, καθώς και στις κατασκευές Βησιγότθων, Μοζαράβων και Αστουριανών μεταξύ του 8ου και του 10ου αιώνα στην Ιβηρική Χερσόνησο, ενώ ο όρος «πρωτορομανικός» ή «λομβαρδικός ρομανικός» εφαρμόζεται σε κτήρια στη βόρεια Ιταλία και τη βόρεια Ισπανία, αλλα και σε μέρη της Γαλλίας που έχουν ρομανικά χαρακτηριστικά, αλλά προϋπήρχαν της επιρροής του Αββαείου του Κλυνύ.

Πεδίο εφαρμογής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κτίσματα κάθε τύπου κατασκευάστηκαν στον ρομανικό ρυθμό, με σωζόμενες απλές κατοικίες, κομψά αρχοντικά, μεγάλα παλάτια, εμπορικές εγκαταστάσεις, δημόσια κτήρια, κάστρα, τείχη πόλεων, γέφυρες, «χωριοεκκλησιές», ναοί και άλλα κτίσματα αββαείων, και μεγάλους καθεδρικούς ναούς[9]. Από αυτούς τους τύπους κτιρίων, τα οικιακά και εμπορικά κτήρια είναι τα σπανιότερα, με μόνο λίγα σωζόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αρκετά στη Γαλλία, μεμονωμένα κτήρια σε όλη την Ευρώπη και μακράν τον μεγαλύτερο αριθμό, συχνά αταυτοποίητα και αλλοιωθέντα κατά τη διάρκεια των αιώνων, στην Ιταλια. Υπάρχουν πολλά κάστρα, τα θεμέλια των οποίων χρονολογούνται από τη ρομανική περίοδο. Τα περισσότερα έχουν αλλοιωθεί ουσιαστικά και πολλά είναι ερειπωμένα.

Μακράν ο μεγαλύτερος αριθμός ρομανικών κτισμάτων που έχουν διασωθεί είναι χριστιανικοί ναοί, από μικροσκοπικά παρεκκλήσια έως μεγάλοι καθεδρικοί ναοί. Αν και πολλοί έχουν επεκταθεί και τροποποιηθεί σε διαφορετικούς ρυθμούς, ένας μεγάλος αριθμός παραμένει είτε ουσιαστικά άθικτος, είτε αποκατασταθεί με σεβασμό στον ρυθμό, καταδεικνύοντας τη μορφή, τον χαρακτήρα και τη διακόσμηση της ρομανικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ρομανική αρχιτεκτονική ήταν ο πρώτος διακριτός ρυθμός που εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης μετά τους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με την παρακμή της Ρώμης, οι ρωμαϊκές μέθοδοι οικοδομήσεως επεβίωσαν ως έναν βαθμό στη Δυτική Ευρώπη, όπου διαδοχικά Μεροβίγγειοι, Καρολίγγειοι και «Οθωνικοί» αρχιτέκτονες συνέχισαν να κτίζουν μεγάλα πέτρινα οικοδομήματα, όπως μοναστηριακούς ναούς και κατοικίες για τους φεουδάρχες. Στις βορειότερες χώρες οι ρωμαϊκές τεχνικές και χαρακτήρες δεν είχαν υιοθετηθεί ποτέ εκτός από τα δημόσια κτήρια, ενώ στη Σκανδιναβία ήταν τελείως άγνωστες. Παρότι η κυκλική αψίδα συνέχισε να χρησιμοποιείται, οι δεξιότητες πολιτικού μηχανικού που απαιτούνταν για την επιστέγαση μεγάλων χώρων και για την κατασκευή μεγάλων θόλων είχαν χαθεί. Υπήρξε μια απώλεια υφολογικής συνέχειας, που εμφαίνεται ιδιαιτέρως στην παρακμή του επίσημου λεξιλογίου των αρχιτεκτονικών μερών της κλασικής εποχής. Στην ίδια τη Ρώμη αρκετές μεγάλες Κωνσταντίνειες βασιλικές συνέχισαν να είναι σε χρήση ως έμπνευση για τους μεταγενέστερους οικοδόμους. Ορισμένες παραδόσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής επεβίωσαν επίσης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, με την οκταγωνική βυζαντινή Βασιλική του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα, έργο του 6ου αιώνα, να αποτελεί την έμπνευση για το κορυφαίο κτήριο του πρώιμου Μεσαίωνα στη βορειοδυτική Ευρώπη: το Ανακτορικό παρεκκλήσιο στο Ανάκτορο του Άαχεν του Καρλομάγνου (σήμερα στη Γερμανία), που ανεγέρθηκε περί το έτος 800 μ.Χ..[10]

Χρονολογούμενο λίγο μετά το Ανακτορικό παρεκκλήσιο του Άαχεν είναι ένα αξιόλογο ελβετικό χειρόγραφο του 820-830 μ.Χ., γνωστό ως «Σχέδιο του Αγίου Gall», ένα πολύ λεπτομερές σχέδιο ενός μοναστηριακού συγκροτήματος, με όλα τα διάφορα μοναστηριακά του κτίρια και τις λειτουργίες τους να αναγράφονται. Το μεγαλύτερο κτίσμα είναι ο κυρίως ναός, η κάτοψη του οποίου είναι ευδιάκριτα γερμανική, με αψίδα στα δύο άκρα, μια διάταξη που δεν παρατηρείται γενικά αλλού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ναού είναι η κανονική αναλογία του, η τετράγωνη κάτοψη του πύργου, που παρέχει μια ενότητα για την υπόλοιπη κάτοψη. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνονται και τα δύο στον πρωτο-ρομανικό Ναό του Αγίου Μιχαήλ στο Χίλντεσχαϊμ (1001-1030).

Αρχιτεκτονική ρομανικού ρυθμού αναπτύχθηκε επίσης ταυτόχρονα στη βόρεια Ιταλία, σε μέρη της Γαλλίας και στην Ιβηρική Χερσόνησο τον 10ο αιώνα και πριν από τη μεταγενέστερη επιρροή του Αββαείου του Κλυνύ. Ο ρυθμός αυτός, που μερικές φορές ονομάζεται «πρωτορομανικός» ή «λομβαρδικός ρομανικός», χαρακτηρίζεται από χονδρούς τοίχους, έλλειψη γλυπτικής και την παρουσία διακοσμητικών «γεμισμένων» ημικυκλικών αψίδων, γνωστών ως «λομβαρδικές ζώνες».

Η πλευρά της πολιτικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καρλομάγνος στέφθηκε από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ στην Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου την ημέρα των Χριστουγέννων του 800 μ.Χ., με στόχο την ανασύσταση της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτικοί διάδοχοι του Καρλομάγνου συνέχισαν να κυβερνούν μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, με μια σταδιακή εμφάνιση των χωριστών πολιτικών κρατών που τελικά επρόκειτο να συγκολληθούν στα σημερινά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, αλλά τότε τα περισσότερα υποτάχθηκαν ως φεουδαρχικές επικράτειες στο Βασίλειο της Γερμανίας, δημιουργώντας τη μετέπειτα αποκληθείσα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (μετά την Αναγέννηση γνωστή ως «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους»). Η εισβολή στην Αγγλία από τον Νορμανδό Γουλιέλμο τον Κατακτητή το 1066 είδε την οικοδόμηση τόσο κάστρων όσο και ναών, που ενίσχυσαν τη νορμανδική παρουσία. Αρκετές σημαντικές εκκλησιές που κτίστηκαν αυτή την εποχή ιδρύθηκαν από ηγεμόνες ως έδρες κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, ή ως τόποι στέψεων και ταφών των ισχυρών της εποχής. Αυτές περιλαμβάνουν τη Βασιλική του Σαιν-Ντενί στο Παρίσι, τον Καθεδρικό Ναό του Σπάυερ και το Αββαείο του Ουέστμινστερ (όπου έχει απομείνει υπόλειμμα από τον νορμανδικό ναό).

Σε μια εποχή που οι εναπομείνασες αρχιτεκτονικές κατασκευές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περιέπιπταν σε παρακμή και μεγάλο μέρος των γνώσεων και της τεχνολογίας χάθηκε, η κατασκευή θόλων και η λάξευση διακοσμητικών αρχιτεκτονικών λεπτομερειών συνεχίστηκαν αμείωτα (αν και εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό υφολογικώς μετά την πτώση της Ρώμης) στην ανθέξασα Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι ναοί με τρούλο της Κωνσταντινουπόλεως και της Ανατολικής Ευρώπης επρόκειτο να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική ορισμένων δυτικών πόλεων, ιδιαίτερα μέσω του εμπορίου και μέσω των Σταυροφοριών. Το πιο αξιοσημείωτο κτήριο που αποδεικνύει αυτό το γεγονός είναι η Βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα, λιγότερο γνωστά, παραδείγματα, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπως ο Καθεδρικός Ναός του Περιγκέ (ανήκε σε αββαείο κατά τον Μεσαίωνα) και ο Καθεδρικός ναός του Ανγκουλέμ[11].

Μεγάλο μέρος της Ευρώπης επηρεάσθηκε από τη φεουδαρχία, στην οποία οι αγρότες είχαν την επιμέλεια αγροτεμαχίων που τους τα χορηγούσαν τοπικοί άρχοντες, με αντάλλαγμα να τους παρέχουν υπηρεσία στρατευόμενοι σε περίπτωση ανάγκης. Συνέπεια τούτου ήταν ότι μπορούσαν να κληθούν, όχι μόνο για τοπικές και περιφερειακές διαμάχες, αλλά και για να ακολουθήσουν τον κύριό τους (αν τους το ζητούσε) στο πιο μακρινό ταξίδι: στις Σταυροφορίες. Οι Σταυροφορίες (1095-1270), προκάλεσαν έτσι πολύ μεγάλη μετακίνηση ανθρώπων και μαζί ιδεών και δεξιοτήτων, ιδιαίτερα όσων ασχολούνταν με την κατασκευή οχυρώσεων και τη μεταλλουργία της κατασκευής όπλων, η οποία εφαρμόστηκε και στην οικοδόμηση και τη διακόσμηση κτηρίων. Η συνεχής μετακίνηση ανθρώπων, ηγεμόνων, ευγενών, επισκόπων, ηγουμένων, τεχνιτών και αγροτών, ήταν σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία ομοιογένειας στις οικοδομικές μεθόδους και ενός αναγνωρίσιμα ενιαίου ρομανικού ρυθμού, παρά τις κατά τόπους διαφορές.

Η ζωή έγινε γενικώς λιγότερο ασφαλής μετά την Καρολίγγεια περίοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κτισθούν κάστρα σε στρατηγικά σημεία, πολλά από τα οποία ανεγέρθηκαν ως προπύργια των Νορμανδών, απογόνων των Βίκινγκς που εισέβαλαν στη βόρεια Γαλλία υπο τον Ρόλλο από το 911. Οι πόλεμοι είχαν επίσης ως αποτέλεσμα την οχύρωση πολλών πόλεων ή την ανοικοδόμηση και ενίσχυση των τειχών που απέμεναν από τη ρωμαϊκή περίοδο. Μια από τις πιο αξιοσημείωτες οχυρώσεις που σώζονται από τότε είναι αυτή της πόλεως Καρκασσόν. Η περίφραξη των πόλεων προκάλεσε έλλειψη χώρου διαβιώσεως εντός των τειχών και είχε ως αποτέλεσμα ένα στιλ αστικής κατοικίας που ήταν ψηλή και στενή, συχνά περιβάλλοντας κοινόχρηστες αυλές, όπως στο Σαν Τζιμινιάνο στην Τοσκάνη.[12][13]

Στη Γερμανία οι «Άγιοι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες» έκτισαν μια σειρά από κατοικίες, οχυρές μεν, αλλά ουσιαστικά περισσότερο ανάκτορα παρά κάστρα, σε στρατηγικά σημεία και πάνω σε εμπορικές οδούς. Το Αυτοκρατορικό Ανάκτορο του Γκόσλαρ (που αναστηλώθηκε ριζικά τον 19ο αιώνα) κτίσθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από τον Όθωνα Γ΄ και τον Ερρίκο Γ΄, ενώ το ερειπωμένο παλάτι στο Γκελνχάουζεν παρελήφθη από τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα πριν[14] από το 1170. Η μετακίνηση ανθρώπων και στρατών οδήγησε επίσης στην κατασκευή γεφυρών, μερικές από τις οποίες έχουν διασωθεί, συμπεριλαμβανομένης της γέφυρας του 12ου αιώνα στο Μπεζαλού της Καταλωνίας, της Πουέντε δε λα Ρέινα (= «Γέφυρα της Βασιλίσσης») του 11ου αιώνα στη Ναβάρρα και της Πον Σαιν-Μπενεζέ στην Αβινιόν[15].

Η πλευρά της θρησκείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλη την Ευρώπη, στα τέλη του 11ου και 12ου αιώνα παρατηρήθηκε μια άνευ προηγουμένου αύξηση στον αριθμό των ναών.[16] Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, τόσο μεγάλα όσο και μικρά κτήρια, παραμένουν όρθια, άλλα σχεδόν άθικτα και άλλα σχεδόν αγνώριστα από τους επόμενους αιώνες. Περιλαμβάνουν πολλές γνωστές εκκλησιές, όπως η Σάντα Μαρία ιν Κοσμεντίν στη Ρώμη, το Βαπτιστήριο της Φλωρεντίας και η Βασιλική του Αγίου Ζήνωνος στη Βερόνα (όπου κατά την παράδοση έγινε ο μυστικός γάμος του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας). Στη Γαλλία, τα περίφημα αββαεία Aux Dames και Les Hommes στην Καέν και στο Λε Μον-Σαιν-Μισέλ χρονολογούνται από αυτή την περίοδο, όπως και τα αββαεία της προσκυνηματικής διαδρομής στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Πολλοί καθεδρικοί ναοί οφείλουν την ίδρυσή τους σε αυτή την εποχή, με άλλους να ξεκινούν ως τα καθολικά αββαείων και αργότερα να γίνονται καθεδρικοί ναοί. Στην Αγγλία, από τους παλαιότερους καθεδρικούς ναούς, όλοι σχεδόν ξεκίνησαν να κτίζονται αυτή την περίοδο, με εξαίρεση αυτόν του Σάλσμπερι, όπου οι μοναχοί μετεγκαταστάθηκαν από τον νορμανδικό ναό στο Ολντ Σάρουμ, και αρκετούς, όπως στο Κάντερμπερι, που ξανακτίσθηκαν στη θέση των σαξονικών ναών.[17][18] Στην Ισπανία, η πιο διάσημη εκκλησιά της περιόδου είναι ο Καθεδρικός του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Στη Γερμανία, ο Ρήνος και οι παραπόταμοί του παρείχαν τοποθεσίες για την ίδρυση πολλών ρομανικών αββαείων, κυρίως του Μάιντς, της Βορμς, του Σπάυερ και της Βαμβέργης. Στην Κολωνία, τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό τότε πόλη «βορείως των Άλπεων», μια πολύ σημαντική ομάδα μεγάλων ενοριακών ναών διασώθηκε σε μεγάλο βαθμό ανέπαφη. Καθώς ο μοναχισμός εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, ρομανικοί ναοί «ξεπήδησαν» στη Σκωτία, τη Σκανδιναβία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Σικελία, τη Σερβία, αλλά και στην Τυνησία. Αρκετές σημαντικές ρομανικές εκκλησιές κτίσθηκαν στα βασίλεια των Σταυροφόρων.[19][20]

Μοναστήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα του μοναχισμού, στο οποίο οι θρησκευόμενοι γίνονται μέλη ενός τάγματος, με κοινούς δεσμούς και κοινό κανόνα βίου, ζώντας σε μια αμοιβαία εξαρτώμενη κοινότητα και όχι ως ομάδα ερημιτών (που ζουν κοντά αλλά ουσιαστικά χωριστά), καθιερώθηκε στον δυτικό κόσμο από τον μοναχό Βενέδικτο τον 6ο αιώνα. Τα μοναστήρια των Βενεδικτίνων εξαπλώθηκαν από την Ιταλία σε όλη την Ευρώπη, και ανέκαθεν ήταν με διαφορά τα πιο πολυάριθμα στην Αγγλία. Ακολούθησαν το τάγμα των Κλυνιακών, οι Κιστερκιανοί, οι Καρθουσιανοί και τα τάγματα ιερομονάχων (Canonici Regulares). Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών ιδρύθηκαν τα στρατιωτικά τάγματα των Ιωαννιτών Ιπποτών και των Ναϊτών Ιπποτών, και τέλος οι Δομινικανοί και οι Αυγουστινιανοί.

Τα μοναστήρια, των οποίων ο κεντρικός ναός λειτουργούσε κάποιες φορές ως Καθεδρικός Ναός, και οι καθεδρικοί ναοί που είχαν σώματα κοσμικών κληρικών που συχνά ζούσαν ως κοινόβιο, αποτελούσαν σημαντική πηγή ισχύος στην Ευρώπη. Οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι των σημαντικότερων μοναστηριών ζούσαν και λειτουργούσαν σαν πρίγκιπες. Τα μοναστήρια ήταν οι κύριες έδρες μαθήσεως κάθε είδους. Ο Βενέδικτος είχε διατάξει να διδάσκονται και να ασκούνται όλες οι τέχνες στα μοναστήρια. Μέσα στα μοναστήρια τα βιβλία μεταγράφονταν με το χέρι, και λίγοι άνθρωποι εκτός των μονών μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν.[1]

Στη Γαλλία το κέντρο του μοναχισμού ήταν η Βουργουνδία. Το τεράστιο και ισχυρό μοναστήρι (Αββαείο) του Κλυνύ επρόκειτο να έχει μακρόχρονη επίδραση στη διαμόρφωση άλλων μοναστηριών και στον σχεδιασμό των ναών τους. Δυστυχώς, μικρό μέρος από τον κεντρικό ναό στο Κλυνύ έχει απομείνει. Η ανοικοδόμηση του 963 μ.Χ. («Cluny II») και μετά έχει εξαφανισθεί εντελώς, αλλά έχουμε μια καλή ιδέα για το σχέδιο της φάσεως «Cluny III», που διάρκεσε από το 1088 έως το 1130 και της οποίας ο ναός παρέμενε μέχρι την Αναγέννηση το μεγαλύτερο κτίριο στην Ευρώπη μετά την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, η Βασιλική του Αγίου Σερνίνου στην Τουλούζη (1080-1120) έχει παραμείνει ανέπαφη και καταδεικνύει την κανονικότητα του ρομανικού σχεδιασμού με τη σπονδυλωτή μορφή της, την ογκώδη εμφάνισή της και την επανάληψη του απλού τοξωτού μοτίβου των παραθύρων.[10]

Σταυροφορίες και προσκυνήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των επιδράσεων των Σταυροφοριών ήταν η αναμόχλευση μεγάλου θρησκευτικού ζήλου, ο οποίος με τη σειρά του ενέπνευσε μεγάλα προγράμματα θρησκευτικής αρχιτεκτονικής. Οι ευγενείς της Δύσεως, μόλις επέστρεφαν σώοι στα μέρη τους, ευχαριστούσαν τον Θεό με την ανέγερση ενός νέου ναού, ή με την επέκταση ενός παλαιού. Αλλά και η μνήμη των όσων δεν επέστρεψαν από τις Σταυροφορίες μπορούσε να τιμηθεί ταιριαστά από την οικογένεια του καθενός με την ανέγερση ενός μικρού έστω παρεκκλησίου ή μνημείου θρηκευτικού χαρακτήρα.

Οι Σταυροφορίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στη Δύση, μεταξύ άλλων, μεγάλου αριθμού Ιερών Λειψάνων αγίων και αποστόλων του Χριστιανισμού. Πολλοί ναοί, όπως ο Καθεδρικός Ναός του Περιγκέ, είχαν τον δικό τους άγιο (στην περίπτωση αυτή τον Άγιο Φρόντο), ενώ άλλοι, όπως ο Καθεδρικός του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, διεξεδίκησαν τα λείψανα και την προστασία ενός ισχυρού αγίου, σε αυτή την περίπτωση ενός από τους Δώδεκα Αποστόλους. Η πόλη Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στο τότε Βασίλειο της Γαλικίας (στη σημερινή Ισπανία) έγινε ένας από τους σημαντικότερους προορισμούς προσκυνήματος στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι από τους προσκυνητές ταξίδευαν στην «οδό του Αγίου Ιακώβου» με τα πόδια, πολλοί από αυτούς ξυπόλητοι ως ένδειξη μετάνοιας. Ακολουθούσαν μια από τις 4 κύριες διαδρομές που περνούσαν από τη Γαλλία, συγκεντρωνόμενοι για το ταξίδι σε συγκεκριμένες πόλεις. Διέσχιζαν δύο περάσματα στα Πυρηναία και συνέκλιναν σε ενιαίο ρεύμα για να διασχίσουν τη βορειοδυτική Ισπανία. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τους ενθάρρυναν προσκυνητές που επέστρεφαν από το ταξίδι. Σε καθεμία από τις διαδρομές λοιπόν, αββαεία όπως εκείνα του Μουασάκ, της Τουλούζης, του Ρονθεσβάλες, του Κονκ, της Λιμόζ και του Μπούργος φρόντιζαν τα σμάρια αυτά των ανθρώπων. Το Σαν-Μπενουά-ντυ-Σω, στην επαρχία Μπερύ, διασώζει χαρακτηριστικό ναό από όσους ιδρύθηκαν στη διαδρομή του προσκυνήματος.[1][10]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γενική εντύπωση που δίνει η ρομανική αρχιτεκτονική, τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοσμικά κτήρια, είναι μια ογκώδης στιβαρότητα και δύναμη. Σε αντίθεση τόσο με την προηγούμενη ρωμαϊκή όσο και με τη μεταγενέστερη γοτθική αρχιτεκτονική, στην οποία τα φέροντα δομικά μέλη είναι, ή φαίνονται να είναι, στύλοι, παραστάδες και αψίδες, η ρομανική αρχιτεκτονική, όπως και η βυζαντινή, βασίζεται στους τοίχους της ή σε τμήματα των τοίχων που ονομάζονται πρόβολοι.

Η ρομανική αρχιτεκτονική συχνά χωρίζεται σε δύο περιόδους γνωστές ως «πρώτο-ρομανικός» και απλώς «ρομανικός» ρυθμός. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στην τεχνογνωσία με την οποία κατασκευάστηκαν τα κτίρια. Ο πρώτο-ρομανικός είχε τοίχους από τεμάχια παλαιότερων κτισμάτων, μικρότερα παράθυρα και στέγες χωρίς θόλους. Μια μεγαλύτερη «φινέτσα» οριοθετεί τον κυρίως ρομανικό ρυθμό, μαζί με την αυξημένη χρήση θόλων και της πέτρας.

Τοιχοποιία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τοίχοι των ρομανικών κτηρίων είναι συχνά τεράστιου πάχους και με λίγα και σχετικώς μικρά ανοίγματα. Συχνά είναι διπλοί, με το ενδιάμεσο γεμισμένο με μπάζα. Το οικοδομικό υλικό διαφέρει πολύ στην Ευρώπη, ανάλογα με την τοπικώς διαθέσιμη πέτρα και τις οικοδομικές παραδόσεις. Στην Ιταλία, την Πολωνία, μεγάλο μέρος της Γερμανίας και μέρη της Ολλανδίας, το τούβλο χρησιμοποιείται γενικά. Σε άλλες περιοχές χρησιμοποιήθηκε πολύ ο ασβεστόλιθος, ο γρανίτης και ο πυριτόλιθος. Η οικοδομική πέτρα χρησιμοποιήθηκε συχνά σε σχετικώς μικρά και ακανόνιστα τεμάχια, περιβαλλόμενα από χονδρό κονίαμα. Η λεία τοιχοποιία δεν ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της τεχνοτροπίας, ιδιαίτερα στο παλαιότερο τμήμα της περιόδου, αλλά εμφανιζόταν κυρίως εκεί όπου ήταν διαθέσιμος εύκολα επεξεργαζόμενος ασβεστόλιθος.[21]

Αντηρίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαιτίας της ογκώδους φύσεως των ρομανικών τοίχων, οι αντηρίδες δεν αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό, όπως είναι στη γοτθική αρχιτεκτονική. Οι ρομανικές αντηρίδες είναι γενικώς επίπεδου τετράγωνου προφίλ και δεν προεξέχουν πολύ πέρα από τον τοίχο. Στην περίπτωση των ναών με κλίτη, οι αψίδες ή οι ημικυλινδρικοί θόλοι πάνω από τα κλίτη βοηθούσαν στη στήριξη του κυρίως ναού, εάν αυτός ήταν θολωτός.

Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκαν οι ημικυλινδρικοί θόλοι, ουσιαστικά δομήθηκαν σαν επίστεγες αντηρίδες. Συχνά τα κλίτη εκτείνονταν σε δύο ορόφους, αντί του συνηθισμένου ενός στη γοτθική αρχιτεκτονική, έτσι ώστε να υποστηρίζουν καλύτερα το βάρος ενός θολωτού κυρίως ναού. Στην περίπτωση του Καθεδρικού ναού του Ντέραμ έχουν χρησιμοποιηθεί επίστεγες αντηρίδες, αλλά είναι κρυμμένες μέσα στη στοά του τριφόρου.[18]

Αψίδες και ανοίγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αψίδες (καμάρες) που χρησιμοποιούνται στη ρομανική αρχιτεκτονική είναι σχεδόν πάντοτε ημικυκλικές, για ανοίγματα όπως πόρτες και παράθυρα, για θόλους και για περίστυλες στοές. Οι πλατιές θύρες συνήθως υπερκαλύπτονται από ημικυκλική αψίδα ή τόξο, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μια πόρτα με ανώφλιο τοποθετείται σε μια μεγάλη τοξωτή εσοχή και επιστεγάζεται από ένα ημικυκλικό lunette με διακοσμητικό σκάλισμα.[10] Αυτές οι θύρες έχουν μερικές φορές έναν σκαλισμένο κεντρικό στύλο.

Οι στενές θύρες και τα μικρά παράθυρα μπορεί να επιστεγάζονται από ένα συμπαγές λίθινο υπέρθυρο. Τα μεγαλύτερα ανοίγματα επιστεγάζονται σχεδόν πάντοτε από αψίδες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρομανικής αρχιτεκτονικής, εκκλησιαστικής και μη, είναι το ζευγάρωμα δύο τοξωτών (αψιδωτών) παραθύρων ή ανοιγμάτων στοάς, που χωρίζονται από έναν πυλώνα ή μια κιονοστοιχία και συχνά τοποθετούνται μέσα σε μια μεγαλύτερη αψίδα. Τα «οφθαλμικά» παράθυρα είναι κοινά στην Ιταλία, ιδιαίτερα στο αέτωμα της προσόψεως και εμφανίζονται επίσης στη Γερμανία. Οι μεταγενέστερες ρομανικές εκκλησιές μπορεί να έχουν παράθυρα με τροχούς ή παράθυρα-ρόδακες, χωρισμένα σε δισκοειδή τμήματα.

Υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός κτηρίων σε ρομανικό ρυθμό, όπως ο καθεδρικός ναός του Ωτέν στη Γαλλία και ο Καθεδρικός Ναός του Μονρεάλε στη Σικελία, όπου αιχμηρές αψίδες έχουν χρησιμοποιηθεί εκτενώς, προφανώς για στιλιστικούς λόγους. Πιστεύεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει άμεση μίμηση της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Σε άλλους ναούς της ύστερης ρομανικής εποχής, όπως ο καθεδρικός ναός του Ντέραμ και ο Καθεδρικός Ναός της Τσεφαλού, η οξυκόρυφη αψίδα εισήχθη ως δομική διάταξη σε ραβδωτούς θόλους. Η αυξανόμενη εφαρμογή του ήταν θεμελιώδης για την ανάπτυξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής.

Τοξοστοιχίες (arcades)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σειρές αψίδων που στηρίζονται σε πρόβολους ή κολόνες εμφανίζονται στο εσωτερικό μεγάλων ναών, χωρίζοντας τον κυρίως ναό από τα κλίτη, και σε μεγάλους εσωτερικούς χώρους μη θρησκευτικών κτηρίων, όπως η μεγάλη αίθουσα ενός κάστρου. Αυτές οι κιονοστοιχίες στηρίζουν τα ξύλα μιας στέγης ή επάνω ορόφου. Στοές εμφανίζονται επίσης σε μοναστήρια και αίθρια, περικλείουσες έναν ανοικτό χώρο.

Οι τοξοστοιχίες μπορούν να εμφανισθούν σε ορόφους ή στάδια. Ενώ η στοά ενός μοναστηριού είναι συνήθως ενός σταδίου, η στοά που χωρίζει τον σηκό από τα κλίτη σε μια εκκλησιά είναι συνήθως δύο σταδίων, με ένα τρίτο στάδιο ανοιγμάτων παραθύρων που είναι γνωστό ως «υπερόροφο» (γαλλ. Claire-voie) να υψώνεται από πάνω τους. Η τοξοστοιχία σε μεγάλη κλίμακα εκπληρώνει γενικά έναν δομικό σκοπό, αλλά χρησιμοποιείται επίσης, γενικά σε μικρότερη κλίμακα, ως διακοσμητικό χαρακτηριστικό, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, όπου συχνά είναι «τυφλή», με μόνο έναν τοίχο ή ένα στενό πέρασμα πίσω της.

Πρόβολοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη ρομανική αρχιτεκτονική οι πρόβολοι χρησιμοποιούνταν συχνά για τη στήριξη αψίδων (τόξων). Ήταν κτισμένοι με τοιχοποιία και είχαν τετράγωνη ή ορθογώνια διατομή, με οριζόντιο διάζωμα που παριστάνει κιονόκρανο στις βάσεις της αψίδας. Μερικές φορές οι πρόβολοι έχουν κάθετους άξονες συνδεδεμένους σε αυτούς και μπορεί επίσης να έχουν οριζόντια καλούπια στο επίπεδο της βάσεως. Αν και βασικά ορθογώνιοι, οι πρόβολοι μπορεί συχνά να έχουν πολύ περίπλοκη μορφή, με μισά τμήματα μεγάλων κιόνων κοίλου πυρήνα στην εσωτερική επιφάνεια που στηρίζουν το τόξο ή μια ομάδα μικρότερων αξόνων που οδηγούν στα καλούπια του τόξου.

Οι πρόβολοι που εμφανίζονται στη διασταύρωση δύο μεγάλων τόξων, όπως αυτοί κάτω από τη διασταύρωση του κυρίως ναού και του εγκάρσιου κλίτους, έχουν συνήθως σταυροειδές σχήμα. Κάθε τόξο έχει τον δικό του ορθογώνιο πρόβολο στηρίξεως σε ορθή γωνία με τον άλλο.[1][10]

Κίονες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κίονες (κολόνες) αποτελούν σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό της ρομανικής αρχιτεκτονικής. Οι κιονοστοιχίες και οι προσαρτημένοι άξονες χρησιμοποιούνται επίσης δομικά και διακοσμητικά. Μονολιθικοί κίονες κομμένοι από ένα μόνο τεμάχιο λίθου χρησιμοποιούνταν συχνά στην Ιταλία, όπως και στη ρωμαϊκή και την παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική.[19] Χρησιμοποιήθηκαν επίσης, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όταν εναλλάσσονταν μεταξύ πιο ογκωδών προβόλων.[19] Οι τοξοστοιχίες που σμιλεύονται από μεμονωμένα τεμάχια είναι επίσης κοινές σε κατασκευές που δεν φέρουν μεγάλα βάρη τοιχοποιίας, όπως στα μοναστήρια, όπου μερικές φορές συναντώνται σε ζεύγη.[1]

Στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια της περιόδου του ρομανικού ρυθμού, μεγάλος αριθμός αρχαίων ρωμαϊκών κιόνων διασώθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν στους εσωτερικούς χώρους και στις στοές των ναών. Οι πιο ανθεκτικές από αυτές τις κολόνες είναι μαρμάρινες και έχουν την πέτρα οριζόντια στρωμένη. Η πλειονότητα είναι κάθετα κλινοστρωμένη και μερικές φορές έχει ποικιλία χρωμάτων. Μπορεί να διατήρησαν τα αρχικά ρωμαϊκά κιονόκρανα, γενικά κορινθιακού ή ρωμαϊκού σύνθετου ρυθμού.[19] Ορισμένα κτήρια, όπως η Σάντα Μαρία ιν Κοσμεντίν (που απεικονίζεται παραπάνω) και το αίθριο στον Άγιο Κλήμεντα του Λατερανού στη Ρώμη, μπορεί να έχουν μια αταίριαστη ποικιλία κιόνων, στους οποίους μεγάλα κιονόκρανα τοποθετούνται σε κοντούς κίονες και μικρά κιονόκρανα τοποθετούνται σε ψηλότερους κίονες, ώστε να εξισώνεται το ύψος. Αρχιτεκτονικοί συμβιβασμοί αυτού του τύπου παρατηρούνται όπου έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά από άλλα, παλαιότερα κτήρια. Ανακυκλωμένοι κίονες χρησιμοποιήθηκαν επίσης σε μικρότερο βαθμό στη Γαλλία.

Στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης, οι ρομανικοί κίονες ήταν ογκώδεις, καθώς στήριζαν χονδρούς επάνω τοίχους με μικρά παράθυρα και μερικές φορές βαρείς θόλους. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος κατασκευής ήταν από λίθινους κυλίνδρους που ονομάζονται τύμπανα, όπως στην κρύπτη στον Καθεδρικό ναό του Σπάυερ.[19]

Εκεί όπου απαιτούνταν πραγματικά τεράστιοι κίονες, όπως στον Καθεδρικό ναό του Ντέραμ, κατασκευάστηκαν από τοιχοποιία και με κοίλο πυρήνα, ο οποίος γεμίστηκε με μπάζα. Αυτές οι τεράστιες κολόνες, ανοικτές στην κορυφή είναι μερικές φορές διακοσμημένες με εγχάρακτες διακοσμήσεις.[18]

Εναλλαγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοινό χαρακτηριστικό των ρομανικών κτηρίων, που απαντάται τόσο στους ναούς όσο και στις τοξοστοιχίες που χωρίζουν μεγάλους εσωτερικούς χώρους των κάστρων, είναι η εναλλαγή προβόλων και κιόνων. Η πιο απλή μορφή που παίρνει αυτό είναι να υπάρχει ένας κίονας ανάμεσα σε κάθε γειτονικό πρόβολο. Μερικές φορές οι κολόνες είναι σε ομάδες των δύο ή τριών. Στον Ναός του Αγίου Μιχαήλ του Χίλντεσχαϊμ εμφανίζεται μια εναλλαγή A-B-B-A στον κυρίως ναό, ενώ μια εναλλαγή A-B-A μπορεί να παρατηρηθεί στο εγκάρσιο κλίτος.

Στο Αββαείο του Ζυμιέζ υπάρχουν ψηλοί κίονες με τύμπανα μεταξύ των προβόλων, καθένας από τους οποίους έχει έναν ημικίονα που στηρίζει την αψίδα. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές σε αυτό το θέμα, κυρίως στον Καθεδρικό ναό του Ντέραμ, όπου οι καλουπώσεις και οι άξονες των προβόλων είναι πλουσίως διακοσμημένες, και οι τεράστιες κτιστές κολόνες είναι βαθιά χαραγμένες με γεωμετρικά σχέδια.[19]

Συχνά η διάταξη γινόταν πιο περίπλοκη από την πολυπλοκότητα των ίδιων των προβόλων, έτσι ώστε δεν εναλλάσσονταν προβλήτες με κίονες, αλλά πρόβολοι τελείως διαφορετικής μορφής μεταξύ τους, όπως αυτοί του Αγίου Αμβροσίου του Μιλάνου, όπου η φύση του θόλου υπαγόρευε ότι οι εναλλακτικοί πρόβολοι έφεραν πολύ μεγαλύτερο βάρος από τους ενδιάμεσους και επομένως είναι πολύ μεγαλύτεροι.[10]

Κιονόκρανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φυλλώδης κορινθιακός ρυθμός παρέσχε την έμπνευση για πολλά ρωμανικά κιονόκρανα και η ακρίβεια με την οποία ήταν σκαλισμένα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα αυθεντικών μοντέλων. Σε ιταλικούς ναούς, όπως ο Καθεδρικός ναός της Πίζας ή ο ναός του Αγίου Αλεξάνδρου στη Λούκκα, και στη νότια Γαλλία, τα κιονόκρανα είναι πολύ πιο κοντά στα αρχαία κλασικά από αυτά στην Αγγλία.[1][19] Το κορινθιακό κιονόκρανο είναι ουσιαστικά κυκλικό στο κάτω μέρος, όπου επικάθεται σε κυλινδρικό κίονα, και τετράγωνο στην κορυφή, όπου στηρίζει τον τοίχο ή την αψίδα. Αυτή η μορφή κιονόκρανου διατηρήθηκε στις γενικές της αναλογίες και περίγραμμα στο ρομανικό κιονόκρανο. Αυτό επιτεύχθηκε πολύ απλά κόβοντας ένα ορθογώνιο μπλοκ και αφαιρώντας τις τέσσερις κάτω γωνίες υπό γωνία, έτσι ώστε το μπλοκ να είναι τετράγωνο στην κορυφή, αλλά οκταγωνικό στο κάτω μέρος, όπως φαίνεται στον Άγιο Μιχαήλ του Χίλντεσχαϊμ.[19] Αυτό το σχήμα προσφέρθηκε για μια μεγάλη ποικιλία επιφανειακών επεξεργασιών, μερικές φορές φυλλώδεις σε μίμηση της πηγής, αλλά συχνά απεικονιστικές. Στη Βόρεια Ευρώπη τα κιονόκρανα με φυλλώδη διακόσμηση γενικά μοιάζουν πολύ περισσότερο με τις περιπλοκές των εικονογραφημένων χειρογράφων, παρά με τις κλασικές πηγές. Σε μέρη της Γαλλίας και της Ιταλίας υπάρχουν ισχυροί δεσμοί με τα κιονόκρανα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στα απεικονιστικά κεφαλαία διακρίνουμε τη μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Ενώ μερικά εξαρτώνται από εικονογραφήσεις χειρογράφων με βιβλικές σκηνές και απεικονίσεις θηρίων και τεράτων, άλλα απεικονίζουν ζωντανές σκηνές των θρύλων των τοπικών αγίων.[11] Τα κιονόκρανα, ενώ διατηρούσαν τη μορφή τετράγωνης κορυφής και κυκλικού κάτω μέρους, συχνά συμπιέζονταν σε κάτι περισσότερο από ένα διογκωμένο σχήμα μαξιλαριού. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε μεγάλους κίονες.

Θόλοι και οροφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλειονότητα των ρομανικών κτηρίων φέρει ξύλινες στέγες, γενικά απλής δοκού, προσδεδεμένης δοκού ή βασιλικού στύλου. Στην περίπτωση των οροφών με απλές δοκούς, μερικές φορές επενδύονται/αποκρύπτονται με ξύλινα ταβάνια σε τρία τμήματα, όπως αυτά που σώζονται στους καθεδρικούς ναούς του Έλυ και του Πίτερμπρο στην Αγγλία. Στους ναούς τα πλευρικά κλίτη είναι συνήθως θολωτά, αλλά το κεντρικό κλίτος στον κυρίως ναό είναι στεγασμένο με ξυλεία, όπως συμβαίνει και στο Πίτερμπρο και στο Έλυ.[18] Στην Ιταλία, όπου οι ανοιχτές ξύλινες στέγες είναι συνηθισμένες, και οι προσδεδεμένες δοκοί υπάρχουν συχνά σε συνδυασμό με θόλους, τα ξύλα έχουν συχνά διακοσμηθεί, όπως στον Σαν Μινιάτο αλ Μόντε της Φλωρεντίας.[1] Οι θόλοι από πέτρα ή τούβλα πήραν πολλές διαφορετικές μορφές και παρουσίασαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της περιόδου, εξελισσόμενοι στην οξυκόρυφη αψίδα που χαρακτηρίζει τη γοτθική αρχιτεκτονική.

Ο απλούστερος τύπος θολωτής στέγης είναι ο ημικυλινδρικός ή «βαρελοειδής», στον οποίο εκτείνεται μια ενιαία ημικυκλική επιφάνεια από τοίχο σε τοίχο, κατά το μήκος του χώρου που πρόκειται να θολωθεί, για παράδειγμα, του κυρίως ναού. Ένα σημαντικό παράδειγμα, που διατηρεί και μεσαιωνικές ζωγραφιές, είναι ο θόλος του Ναού του Σαιν-Σαβέν στη Γαλλία, των αρχών του 12ου αιώνα. Ωστόσο, ο ημικυλινδρικός θόλος απαιτούσε γενικώς τη στήριξη συμπαγών τοίχων, ή έστω τοίχων στους οποίους τα παράθυρα ήταν πολύ μικρά.[19]

Υπάρχουν επίσης οι σταυροειδείς κυρτοί θόλοι (βλ. εικόνες), που εμφανίζονται σε πρώιμα ρομανικά κτήρια, ιδιαίτερα στον Καθεδρικό Ναό του Σπάυερ, όπου ο ψηλός θόλος του 1060 περίπου είναι η πρώτη χρήση στη ρομανική αρχιτεκτονική αυτού του τύπου θόλου για έναν πλατύ κυρίως ναό.[19] Σε μεταγενέστερα κτήρια που χρησιμοποιούν θόλους με ραβδώσεις, οι σταυροειδείς κυρτοί θόλοι χρησιμοποιούνται συχνότερα για τους λιγότερο ορατούς και μικρότερους θόλους, ιδιαίτερα σε κρύπτες και διαδρόμους. Ένας σταυροειδής κυρτός θόλος είναι σχεδόν πάντοτε τετράγωνος σε κάτοψη και αποτελείται από δύο ημικυλινδρικούς θόλους που τέμνονται σε ορθή γωνία. Σε αντίθεση με έναν ραβδωτό θόλο, ολόκληρη η αψίδα είναι ένα δομικό μέλος. Οι σταυροειδείς κυρτοί θόλοι συχνά χωρίζονται από εγκάρσιες τοξωτές νευρώσεις, όπως για παράδειγμα στους καθεδρικούς ναούς του Σπάυερ και του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Στη Βασιλική της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής του Βεζελαί, ναό παλαιού αββαείου, οι νευρώσεις είναι τετραγωνικής διατομής, έντονα προεξέχουσες και πολύχρωμες.[22]

Οι θόλοι με ραβδώσεις άρχισαν να χρησιμοποιούνται γενικά τον 12ο αιώνα. Στον ραβδωτό θόλο όχι μόνο υπάρχουν ραβδώσεις που εκτείνονται εγκάρσια στη θολωτή περιοχή, αλλά κάθε θολωτό κοίλο έχει διαγώνιες νευρώσεις, ακολουθώντας την ίδια πορεία με τις διασταυρώσεις σε έναν σταυροειδή κυρτό θόλο. Ωστόσο, ενώ σε έναν σταυροειδή θόλο ο ίδιος ο θόλος είναι το δομικό μέλος, σε ένα ραβδωτό θόλο, είναι οι νευρώσεις που αποτελούν τα δομικά μέλη και οι χώροι μεταξύ τους μπορούν να γεμιστούν με ελαφρύτερο, μη δομικό υλικό.[23]

Επειδή οι ρομανικές αψίδες είναι σχεδόν πάντοτε ημικυκλικές, το δομικό και σχεδιαστικό πρόβλημα που είναι εγγενές στον ραβδωτό θόλο είναι ότι το διαγώνιο άνοιγμα είναι μεγαλύτερο και επομένως υψηλότερα από το εγκάρσιο άνοιγμα.[23] Οι ρομανικοί οικοδόμοι χρησιμοποίησαν μια σειρά από λύσεις σε αυτό το πρόβλημα. Το ένα ήταν να έχει το κεντρικό σημείο όπου συναντώνται οι διαγώνιες νευρώσεις ως το υψηλότερο σημείο, με το γέμισμα όλων των επιφανειών να έχει κλίση προς τα πάνω προς αυτό, με κεντρικό τρόπο. Αυτή η λύση χρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στη βασιλική Σαν Μικέλε Ματζόρε της Πάβιας, και στη Βασιλική του Αγίου Αμβροσίου στο Μιλάνο.[19]

Η λύση που χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία ήταν να στηριχτούν οι εγκάρσιες νευρώσεις, διατηρώντας μια οριζόντια κεντρική γραμμή στην οροφή, όπως αυτή ενός θόλου. Οι διαγώνιες νευρώσεις θα μπορούσαν επίσης να συμπιεστούν, μια λύση που χρησιμοποιήθηκε στα θησαυροφυλάκια του φύλου τόσο στο Αββαείο του Αγίου Στεφάνου στην πόλη Καέν, όσο και στο Αββαείο της Αγίας Τριάδας στην ίδια πόλη, στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα.[23]

Θόλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θόλοι στη ρομανική αρχιτεκτονική δεν είναι τρούλοι (ορατοί από έξω), όπως στη βυζαντινή παράδοση, αλλά βρίσκονται γενικά μέσα σε πύργους στη διασταύρωση του κυρίως ναού (κεντρικού κλίτους) και του εγκάρσιου κλίτους ενός ναού, και οι πύργοι αυτοί κρύβουν τους θόλους εξωτερικά.[24] Η δομή αυτή ονομάζεται tiburio στη λατινική και έχει συχνά μια τυφλή τοξοστοιχία κοντά στην οροφή.[25] Οι ρομανικοί θόλοι είναι τυπικά οκταγωνικοί στην κάτοψη και χρησιμοποιούν γωνιακά «σφαιρικά τρίγωνα» για να «περάσουν» από μια τετράγωνη κοιλότητα σε μια κατάλληλη οκταγωνική βάση.[1] Οι οκταγωνικοί θόλοι σε μοναστήρια εμφανίζονται «σε σχέση με βασιλικές σχεδόν σε όλη την Ευρώπη» μεταξύ[26] 1050 και 1100. Η ακριβής μορφή διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.[24]

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές ενοριακοί ναοί, ναοί αββαείων και καθεδρικοί ναοί είναι σε ρομανικό ρυθμό ή κτίστηκαν αρχικά σε ρομανικό ρυθμό και στη συνέχεια υπέστησαν αλλαγές. Οι απλούστεροι από αυτούς είναι αίθουσες χωρίς διαδρόμους με προεξέχουσα αψίδα στο άκρο του ιερού, ή μερικές φορές, ιδιαίτερα στην Αγγλία, προεξέχον ορθογώνιο τέμπλο με καμάρα που μπορεί να διακοσμηθεί με καλούπια. Οι πιο φιλόδοξες εκκλησίες έχουν διαδρόμους που χωρίζονται από το σηκό με στοές.

Οι εκκλησίες του αβαείου και των καθεδρικών ναών ακολουθούν γενικά το σχέδιο του Λατινικού Σταυρού . Στην Αγγλία, η προέκταση προς τα ανατολικά μπορεί να είναι μεγάλη, ενώ στην Ιταλία είναι συχνά μικρή ή ανύπαρκτη, καθώς ο ναός είναι κάτοψης Τ, μερικές φορές με αψίδες στα εγκάρσια άκρα καθώς και στα ανατολικά. Στη Γαλλία, η εκκλησία του St Front, Périgueux, φαίνεται να έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία, ή τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και είναι ελληνικής κάτοψης σταυρού με πέντε τρούλους. Στην ίδια περιοχή, ο καθεδρικός ναός της Ανγκουλέμ είναι μια άκλιτη εκκλησία λατινικού σταυρού, πιο συνηθισμένη στη Γαλλία, αλλά είναι επίσης στεγασμένη με τρούλους. Στη Γερμανία, οι ρωμανικές εκκλησίες είναι συχνά χαρακτηριστικής μορφής, με αψίδες τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό άκρο, με την κύρια είσοδο να είναι κεντρική στη μία πλευρά. Πιθανολογείται ότι αυτή η μορφή ήρθε για να φιλοξενήσει ένα βαπτιστήριο στο δυτικό άκρο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παρακάτω σχέδια δεν δείχνουν τα κτίρια στην τρέχουσα κατάστασή τους.

Η εκκλησία Abbey του St. Gall, στην Ελβετία, δείχνει το σχέδιο που επρόκειτο να γίνει κοινό σε όλη τη γερμανική Ευρώπη. Είναι ένας λατινικός σταυρός με σχετικά μακρύ κλίτος και κοντά εγκάρσια και ανατολικό άκρο, το οποίο είναι αψιδωτό. Ο σηκός είναι κλίτος, αλλά το πρόναο και τα εγκάρσια όχι. Έχει ένα αψιδωτό δυτικό άκρο, το οποίο επρόκειτο να γίνει χαρακτηριστικό των Εκκλησιών της Γερμανίας, όπως ο Καθεδρικός Ναός Worms . Ο καθεδρικός ναός του Speyer, στη Γερμανία, έχει επίσης αδιάβατο διάδρομο και πρόθυρο. Έχει μια εμφανώς αρθρωτή εμφάνιση. Χαρακτηριστικό γερμανικό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία πύργων που πλαισιώνουν το ιερό και το δυτικό άκρο. Δίνεται έντονη έμφαση στη δυτική είσοδο, που ονομάζεται Westwerk, η οποία φαίνεται σε πολλές άλλες εκκλησίες. Κάθε θόλος καλύπτει δύο στενούς κόλπους του ναού.

At Autun Cathedral, France, the pattern of the nave bays and aisles extends beyond the crossing and into the chancel, each aisle terminating in an apse. Each nave bay is separated at the vault by a transverse rib. Each transept projects to the width of two nave bays. The entrance has a narthex which screens the main portal. This type of entrance was to be elaborated in the Gothic period on the transepts at Chartres. Angoulême Cathedral, France, is one of several instances in which the Byzantine churches of Constantinople seem to have been influential in the design in which the main spaces are roofed by domes. This structure has necessitated the use of very thick walls, and massive piers from which the domes spring. There are radiating chapels around the apse, which is a typically French feature and was to evolve into the chevet.

Όπως συνέβαινε συνήθως στην Αγγλία, ο Καθεδρικός Ναός του Ely ήταν ένα μοναστήρι των Βενεδικτίνων, που εξυπηρετούσε τόσο μοναστική όσο και κοσμική λειτουργία. Για να διευκολυνθεί αυτό, το ιερό ή «πρεσβυτέριο» είναι μεγαλύτερο από ό,τι συνήθως βρίσκεται στην Ευρώπη, όπως και τα εγκάρσια κλίτη που περιείχαν παρεκκλήσια. Στην Αγγλία δόθηκε έμφαση στον προσανατολισμό των παρεκκλησιών προς τα ανατολικά. Οι πολύ μεγάλες προβλήτες στη διάβαση υποδηλώνουν ότι κάποτε υπήρχε πύργος. Το δυτικό άκρο με δύο στρογγυλούς πύργους που πλαισιώνουν έναν ψηλό κεντρικό πύργο ήταν μοναδικό στη Βρετανία. Ο καθεδρικός ναός Ely δεν ήταν ποτέ θολωτός και διατηρεί μια ξύλινη οροφή πάνω από τον σηκό.

Ο καθεδρικός ναός του Santiago de Compostela μοιράζεται πολλά χαρακτηριστικά με τον Ely, αλλά είναι τυπικά ισπανικός στην εκτεταμένη του εμφάνιση. Το Σαντιάγο κρατούσε το σώμα του Αγίου Ιακώβου και ήταν ο πιο σημαντικός τόπος προσκυνήματος στην Ευρώπη. Αυτό αντικατοπτρίζουν ο νάρθηκας, τα κλίτη, τα μεγάλα κλίτη εγκάρσια και πολλά προεξέχοντα παρεκκλήσια. Το ιερό είναι σύντομο, σε σύγκριση με αυτό του Ely, και ο βωμός είναι τοποθετημένος έτσι ώστε να παρέχει καθαρή θέα σε μια τεράστια εκκλησία ταυτόχρονα.

Η βασιλική Saint-Sernin της Τουλούζης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα προσκυνηματικής εκκλησίας. Είναι πολύ μεγάλο και η εσωτερική του κάτοψη επέτρεπε την άμεση κίνηση. Με διπλούς πλευρικούς διαδρόμους και με κλίτος κλίτος και περιπατητικό που περιέβαλλε την αψίδα, οι προσκυνητές μπορούσαν να κάνουν το κύκλωμα γύρω από την εκκλησία και μπορούσαν να σταματήσουν για διαλογισμό και προσευχή στα αψιδοειδή παρεκκλήσια του εγκάρσιου και στα ακτινοβόλο παρεκκλήσια της χορωδίας.

Ο καθεδρικός ναός της Μόντενα δείχνει ένα τυπικά ιταλικό ρωμανικό σχέδιο, που συχνά ονομάζεται αρχιτεκτονικά «βασιλική», λόγω της ομοιότητάς του σε κάτοψη με μια ρωμαϊκή βασιλική.

Διατομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε τομή, ο τυπικός κλίτος ναός ή ο καθεδρικός ναός έχει σηκό με μονόκλιτο εκατέρωθεν. Ο σηκός και τα κλίτη χωρίζονται από μια στοά που φέρεται σε προβλήτες ή σε κολώνες. Η οροφή του κλίτους και οι εξωτερικοί τοίχοι βοηθούν στη στήριξη των άνω τοίχων και του θόλου του ναού, εάν υπάρχουν. Πάνω από την οροφή του διαδρόμου υπάρχει μια σειρά από παράθυρα γνωστά ως κληρωτός, τα οποία δίνουν φως στο σηκό. Κατά τη ρωμανική περίοδο υπήρξε μια εξέλιξη από αυτό το υψόμετρο δύο σταδίων σε ένα ύψωμα τριών σταδίων στο οποίο υπάρχει μια στοά, γνωστή ως τριφόριο, μεταξύ της στοάς και του κλήρου. Αυτό ποικίλλει από μια απλή τυφλή στοά που διακοσμεί τους τοίχους, σε ένα στενό τοξωτό πέρασμα, σε μια πλήρως ανεπτυγμένη δεύτερη ιστορία με μια σειρά από παράθυρα που φωτίζουν τη γκαλερί.

Οι ανατολικές πλευρές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανατολικό άκρο μιας ρωμανικής εκκλησίας είναι σχεδόν πάντα ημικυκλικό, είτε με ένα ψηλό τέμπλο που περιβάλλεται από ένα περιπατητικό όπως στη Γαλλία, είτε με ένα τετράγωνο άκρο από το οποίο προεξέχει μια αψίδα όπως στη Γερμανία και την Ιταλία. Όπου υπάρχουν τετράγωνα άκρα στις αγγλικές εκκλησίες, πιθανότατα επηρεάζονται από αγγλοσαξονικές εκκλησίες. Οι καθεδρικοί ναοί Peterborough και Norwich έχουν διατηρήσει τις ανατολικές άκρες σε γαλλικό στιλ. Ωστόσο, στη Γαλλία, απλές εκκλησίες χωρίς αψίδες και χωρίς διακοσμητικά στοιχεία χτίστηκαν από τους Κιστερκιανούς που ίδρυσαν επίσης πολλά σπίτια στην Αγγλία, συχνά σε απομακρυσμένες περιοχές.

Οι ρομανικές προσόψεις των εκκλησιών, γενικά στο δυτικό άκρο του κτιρίου, είναι συνήθως συμμετρικές, έχουν μια μεγάλη κεντρική πύλη που γίνεται σημαντική από τα καλούπια ή τη βεράντα της και μια διάταξη παραθύρων με τοξωτή κορυφή. Στην Ιταλία υπάρχει συχνά ένα κεντρικό οφθαλμικό παράθυρο ή ένα παράθυρο τροχού. Το κοινό διακοσμητικό χαρακτηριστικό είναι η αψίδα.

Οι μικρότερες εκκλησίες έχουν συχνά έναν ενιαίο πύργο που συνήθως τοποθετείται στο δυτικό άκρο στη Γαλλία ή την Αγγλία, είτε στο κέντρο είτε στη μία πλευρά, ενώ οι μεγαλύτερες εκκλησίες και οι καθεδρικοί ναοί έχουν συχνά δύο.

In France, Saint-Étienne, Caen, presents the model of a large French Romanesque facade. It is a symmetrical arrangement of nave flanked by two tall towers each with two buttresses of low flat profile that divide the facade into three vertical units. The lowest stage is marked by large doors, each set within an arch in each of the three vertical sections. The wider central section has two tiers of three identical windows, while in the outer sections there are two tiers of single windows, giving emphasis to the mass of the towers. The towers rise above the facade through three further tiers, the lowest of tall blind arcading, the next of arcading pierced by two narrow windows and the third of two large windows, divided into two lights by a colonnette.

Αυτή η πρόσοψη μπορεί να θεωρηθεί ως το θεμέλιο για πολλά άλλα κτίρια, συμπεριλαμβανομένων τόσο των γαλλικών όσο και των αγγλικών γοτθικών εκκλησιών. Ενώ η μορφή είναι χαρακτηριστική της βόρειας Γαλλίας, τα διάφορα στοιχεία της ήταν κοινά σε πολλές ρωμανικές εκκλησίες της περιόδου σε όλη την Ευρώπη. Παρόμοιες προσόψεις συναντάμε στην Πορτογαλία. Στην Αγγλία, ο καθεδρικός ναός Southwell έχει διατηρήσει αυτή τη μορφή, παρά την παρεμβολή ενός τεράστιου γοτθικού παραθύρου μεταξύ των πύργων. Ο Λίνκολν και ο Ντάραμ κάποτε πρέπει να έμοιαζαν έτσι. Στη Γερμανία, ο Καθεδρικός Ναός του Limburg έχει μια πλούσια ποικιλία ανοιγμάτων και στοών σε οριζόντιους ορόφους διαφορετικού ύψους.

Οι εκκλησίες του San Zeno Maggiore της Βερόνας και του San Michele της Παβίας παρουσιάζουν δύο τύπους πρόσοψης που είναι τυπικοί του ιταλικού ρωμανικού, αυτό που αποκαλύπτει την αρχιτεκτονική μορφή του κτιρίου και αυτό που το προβάλλει. Στο San Zeno, τα στοιχεία του σηκού και των διαδρόμων καθίστανται σαφή από τους κατακόρυφους άξονες που ανεβαίνουν στο επίπεδο του κεντρικού αετώματος και από τα διαφορετικά επίπεδα οροφής. Στο San Miniato al Monte, ο ορισμός των αρχιτεκτονικών μερών γίνεται ακόμη πιο σαφής από το πολυχρωμικό μάρμαρο, χαρακτηριστικό πολλών ιταλικών μεσαιωνικών προσόψεων, ιδιαίτερα στην Τοσκάνη. Στο San Michele ο κατακόρυφος ορισμός είναι παρών όπως και στο San Zeno, αλλά οι γραμμές της οροφής καλύπτονται πίσω από ένα ενιαίο μεγάλο αέτωμα διακοσμημένο με βαθμιδωτή τοξοστοιχία. Στο Santa Maria della Pieve, Arezzo, αυτή η προβολή μεταφέρεται ακόμη περισσότερο, καθώς η γραμμή οροφής είναι οριζόντια και το arcading ανεβαίνει σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, ενώ οι κολόνες που τις στηρίζουν έχουν μεγάλη ποικιλομορφία διακόσμησης.

Στη Ρηνανία και στις Κάτω Χώρες επικράτησε η καρολίγγεια μορφή δυτικού άκρου γνωστή ως westwerk . Οι πύργοι και η αψίδα του δυτικού άκρου ενσωματώνονται συχνά σε μια πολυώροφη κατασκευή που έχει μικρή δομική ή οπτική σχέση με το κτήριο πίσω της. Αυτά τα westwerks παίρνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών, όπως φαίνεται στο Maria Laach Abbey, St Gertrude, Nivelles και St Serviatius, aastricht.

Πύργοι ναών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πύργοι ήταν ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ρωμανικών εκκλησιών και ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς σώζονται ακόμη. Λαμβάνουν ποικίλες μορφές: τετράγωνο, κυκλικό και οκταγωνικό και τοποθετούνται διαφορετικά σε σχέση με το κτήριο της εκκλησίας σε διάφορες χώρες. Στη βόρεια Γαλλία, δύο μεγάλοι πύργοι, όπως αυτοί της Καέν, επρόκειτο να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της πρόσοψης οποιουδήποτε μεγάλου αβαείου ή καθεδρικού ναού. Στην κεντρική και νότια Γαλλία αυτό είναι πιο μεταβλητό και οι μεγάλες εκκλησίες μπορεί να έχουν έναν πύργο ή έναν κεντρικό πύργο. Οι μεγάλες εκκλησίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας έχουν συνήθως δύο πύργους.

Πολλά αβαεία της Γαλλίας, όπως αυτό στο Cluny, είχαν πολλούς πύργους ποικίλων μορφών. Αυτό είναι επίσης σύνηθες στη Γερμανία, όπου οι αψίδες μερικές φορές πλαισιώθηκαν με κυκλικούς πύργους και η διάβαση ξεπερνιόταν από έναν οκταγωνικό πύργο όπως στον καθεδρικό ναό Worms . Μεγάλοι ζευγαρωμένοι πύργοι τετράγωνης κάτοψης θα μπορούσαν επίσης να εμφανιστούν στα εγκάρσια άκρα, όπως αυτοί στον καθεδρικό ναό Tournai στο Βέλγιο. Στη Γερμανία, όπου εμφανίζονται συχνά τέσσερις πύργοι, έχουν συχνά κώνους που μπορεί να είναι τεσσάρων ή οκτώ πλευρών, ή το χαρακτηριστικό σχήμα του πηδαλίου του Ρηνανού που φαίνεται στους καθεδρικούς ναούς του Limburg ή του Speyer .

Στην Αγγλία, για μεγάλα αβαεία και κτίρια καθεδρικών ναών, ευνοήθηκαν τρεις πύργοι, με τον κεντρικό πύργο να είναι ο ψηλότερος. Αυτό συχνά δεν επιτεύχθηκε, μέσω της αργής διαδικασίας των σταδίων κατασκευής, και σε πολλές περιπτώσεις τα ανώτερα μέρη του πύργου δεν ολοκληρώθηκαν παρά μόνο αιώνες αργότερα, όπως στο Durham και στο Lincoln. Μεγάλοι νορμανδικοί πύργοι υπάρχουν στους καθεδρικούς ναούς του Durham, του Exeter, του Southwell, του Norwich και του Tewkesbury Abbey . Τέτοιοι πύργοι ολοκληρώνονταν συχνά κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο με ένα γοτθικό κωδωνοστάσιο ξύλινης κατασκευής καλυμμένο με μόλυβδο, χαλκό ή έρπητα ζωστήρα . Στην περίπτωση του καθεδρικού ναού του Νόργουιτς, ο τεράστιος, περίτεχνος πύργος διέλευσης του 12ου αιώνα έλαβε μια τοιχοποιία του 15ου αιώνα που υψωνόταν σε ύψος 320 ποδιών και παραμένει μέχρι σήμερα.

Στην Ιταλία, οι πύργοι είναι σχεδόν πάντα ελεύθεροι και η θέση συχνά υπαγορεύεται από τη μορφή της τοποθεσίας και όχι από την αισθητική. Αυτό συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις ιταλικές εκκλησίες, τόσο τις μεγάλες όσο και τις μικρές, εκτός από τη Σικελία όπου ένας αριθμός εκκλησιών ιδρύθηκαν από τους Νορμανδούς ηγεμόνες και είναι πιο γαλλικές στην εμφάνιση.

Κατά γενικό κανόνα, οι μεγάλοι ρωμανικοί πύργοι είναι τετράγωνοι με γωνιακά στηρίγματα χαμηλού προφίλ, που υψώνονται χωρίς να μειώνονται στα διάφορα στάδια. Οι πύργοι συνήθως επισημαίνονται σε σαφώς καθορισμένα στάδια με οριζόντιες διαδρομές. Καθώς οι πύργοι υψώνονται, ο αριθμός και το μέγεθος των ανοιγμάτων αυξάνονται, όπως φαίνεται στον δεξιό πύργο του εγκάρσιου διαδρόμου του καθεδρικού ναού Tournai όπου δύο στενές σχισμές στο τέταρτο επίπεδο από την κορυφή γίνονται ένα ενιαίο παράθυρο, μετά δύο παράθυρα και μετά τρία παράθυρα στο το ανώτατο επίπεδο. Αυτού του είδους η διάταξη είναι ιδιαίτερα αισθητή στους πύργους των ιταλικών εκκλησιών, οι οποίοι είναι συνήθως χτισμένοι από τούβλα και μπορεί να μην έχουν άλλο στολίδι. Δύο ωραία παραδείγματα συμβαίνουν στη Lucca, στην εκκλησία του San Frediano και στο Duomo . Βλέπεται επίσης στην Ισπανία.

Στην Ιταλία υπάρχει ένας αριθμός μεγάλων ανεξάρτητων πύργων που είναι κυκλικοί, ο πιο διάσημος από αυτούς είναι ο Πύργος της Πίζας . Σε άλλες χώρες όπου εμφανίζονται κυκλικοί πύργοι, όπως η Γερμανία, είναι συνήθως ζευγαρωμένοι και συχνά πλαισιώνουν μια αψίδα. Οι κυκλικοί πύργοι είναι ασυνήθιστοι στην Αγγλία, αλλά εμφανίζονται σε όλη την Πρώιμη Μεσαιωνική περίοδο στην Ιρλανδία.

Οι πολυγωνικοί πύργοι χρησιμοποιούνταν συχνά σε διασταυρώσεις και εμφανίζονται στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, όπως αυτός του Παλαιού Καθεδρικού Ναού της Σαλαμάνκα, ο οποίος καλύπτεται από έναν τρούλο που στηρίζεται σε ραβδωτό θόλο.

Οι μικρότερες εκκλησίες είχαν μερικές φορές αετώματα καμπαναριών αντί για πύργους, χαρακτηριστικό που, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, είναι χαρακτηριστικό της απλότητας πολλής αρχιτεκτονικής σε ρομανικό στυλ.

Πύλες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρωμανικές εκκλησίες έχουν γενικά μια ενιαία πύλη κεντρικά τοποθετημένη στο δυτικό μέτωπο, το επίκεντρο της διακόσμησης για την πρόσοψη του κτιρίου. Ορισμένες εκκλησίες όπως το Saint-Étienne, η Caen, (11ος αιώνας) και ο Καθεδρικός Ναός της Πίζας (τέλη 12ου αιώνα) είχαν τρεις δυτικές πύλες, με τον τρόπο των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Πολλές εκκλησίες, μεγάλες και μικρές, είχαν πλευρικές εισόδους που χρησιμοποιούνταν συνήθως από τους πιστούς.

Οι ρομανικές πόρτες έχουν μια μορφή χαρακτήρα, με τις θυρίδες να έχουν μια σειρά επιπέδων που υποχωρούν, σε καθένα από τα οποία είναι τοποθετημένος ένας κυκλικός άξονας, ο οποίος υπερκαλύπτεται από έναν συνεχή άβακα. Το ημικυκλικό τόξο που αναδύεται από τον άβακα έχει τα ίδια επίπεδα σειράς και κυκλικά καλούπια με τα δοκάρια. Υπάρχουν τυπικά τέσσερα επίπεδα που περιέχουν τρεις άξονες, αλλά μπορεί να υπάρχουν έως και δώδεκα άξονες, που συμβολίζουν τους αποστόλους.

Το άνοιγμα της πύλης μπορεί να είναι τοξωτό ή μπορεί να τοποθετηθεί με ένα υπέρθυρο που στηρίζει ένα τύμπανο, γενικά σκαλισμένο, αλλά στην Ιταλία μερικές φορές διακοσμείται με μωσαϊκό ή τοιχογραφία. Ένα λαξευμένο τύμπανο αποτελεί γενικά το σημαντικότερο γλυπτό έργο μιας ρωμανικής εκκλησίας. Το θέμα του σκαλίσματος σε μια μεγάλη πύλη μπορεί να είναι ο Χριστός στη Μεγαλειότητα ή η Τελευταία Κρίση. Οι πλευρικές πόρτες μπορεί να περιλαμβάνουν άλλα θέματα όπως τη Γέννηση του Χριστού . Η πύλη μπορεί να προστατεύεται από μια βεράντα, με απλές ανοιχτές βεράντες να είναι τυπικές της Ιταλίας και πιο περίτεχνες κατασκευές τυπικές της Γαλλίας και της Ισπανίας.

Εσωτερικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δομή των μεγάλων εκκλησιών διέφερε σε περιφερειακό επίπεδο και αναπτύχθηκε ανά τους αιώνες. Η χρήση αποβάθρων ορθογώνιας κάτοψης για τη στήριξη στοών ήταν κοινή, όπως στον καθεδρικό ναό του Mainz και την St Gertrude Nivelle, και παρέμεινε συνηθισμένη σε μικρότερες εκκλησίες σε όλη την Ευρώπη, με τις στοές να παίρνουν συχνά τη μορφή ανοιγμάτων στην επιφάνεια ενός τοίχου. Στην Ιταλία, όπου υπήρχε μια ισχυρή παράδοση στη χρήση μαρμάρινων στηλών, πλήρεις με κιονόκρανο, βάση και άβακα, αυτό παρέμεινε διαδεδομένο, συχνά επαναχρησιμοποιώντας υπάρχουσες αρχαίες στήλες, όπως στο San Miniato al Monte. Ορισμένες εκκλησίες του 11ου αιώνα έχουν ναούς που διακρίνονται από τεράστιες κυκλικές στήλες χωρίς κληρονομιά ή μια πολύ μικρή, όπως στο St Philibert, Tournus. Στην Αγγλία, εύσωμοι κίονες μεγάλης διαμέτρου στήριζαν διακοσμημένες καμάρες, γκαλερί και ιεροθήκη, όπως στο σηκό του αβαείου Malmesbury (βλ. «Πρόβλες και στήλες», παραπάνω). Στις αρχές του 12ου αιώνα είχαν εξελιχθεί σύνθετοι προβλήτες, στους οποίους οι προσαρτημένοι άξονες έσερναν προς τα πάνω σε ένα ραβδωτό θησαυροφυλάκιο ή συνεχίζονταν στα καλούπια της στοάς, όπως στο Αβαείο Vézelay, το Saint-Étienne, την Caen και τον καθεδρικό ναό Peterborough.

Η φύση της εσωτερικής στέγης διέφερε πολύ, από ανοιχτές ξύλινες στέγες και ξύλινες οροφές διαφορετικών τύπων, που παρέμεναν κοινές σε μικρότερες εκκλησίες, έως απλούς θόλους και θόλους στη βουβωνική χώρα και όλο και περισσότερο στη χρήση ραβδωτών θόλων στα τέλη του 11ου και 12ου αιώνα., που επρόκειτο να γίνουν κοινό χαρακτηριστικό των μεγαλύτερων εκκλησιών και καθεδρικών ναών της μονής. Ορισμένες ρωμανικές εκκλησίες στεγάζονται με μια σειρά από θόλους. Στο αβαείο Fontevrault ο ναός καλύπτεται από τέσσερις τρούλους, ενώ στην εκκλησία του Saint Front, Périgueux, ο ναός είναι ελληνικής σταυροειδής κάτοψης, με κεντρικό τρούλο που περιβάλλεται από τέσσερις μικρότερους τρούλους πάνω από τον σηκό, το τέμπλο και τα εγκάρσια κλίτη.

Η εσωτερική διακόσμηση ποικίλλει σε όλη την Ευρώπη. Όπου υπήρχαν ευρείες εκτάσεις τοίχων, συχνά σοβατίζονταν και βάφονταν. Ξύλινες οροφές και ξύλινα δοκάρια ήταν διακοσμημένα. Στην Ιταλία οι τοίχοι ήταν μερικές φορές αντιμέτωποι με πολύχρωμο μάρμαρο. Όπου τα κτίρια κατασκευάζονταν από πέτρα που ήταν κατάλληλη για σκάλισμα, εμφανίζονται πολλές διακοσμητικές λεπτομέρειες, συμπεριλαμβανομένων περίτεχνων κιονόκρανων και καλουπωμάτων.

Το αψιδωτό ανατολικό άκρο ήταν συχνά επίκεντρο της διακόσμησης, με αρχιτεκτονικές μορφές, όπως τοξοστοιχίες και εικονογραφικά χαρακτηριστικά, όπως σκαλιστές μορφές, τοιχογραφίες και ενίοτε ψηφιδωτά. Το βιτρό άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από τον 11ο αιώνα. Σε πολλές εκκλησίες το ανατολικό άκρο έχει ξαναχτιστεί σε μεταγενέστερο ρυθμό. Από τους νορμανδικούς καθεδρικούς ναούς της Αγγλίας, κανένα ανατολικό άκρο δεν παραμένει αμετάβλητο. Στη Γαλλία, οι ανατολικοί τερματικοί σταθμοί των σημαντικών αβαείων του Caen, του Vézelay και, κυρίως, της Βασιλικής του St Denis ανακατασκευάστηκαν πλήρως σε γοτθικό ρυθμό. Στη Γερμανία, μεγάλες ανακατασκευές του 19ου αιώνα προσπάθησαν να επαναφέρουν πολλά ρωμανικά κτίρια στην αρχική τους μορφή. Παραδείγματα απλών ρωμανικών αψίδων μπορούν να φανούν στις εικόνες της Αγίας Γερτρούδης, Nivelles. St Philibert, Tournus και San Miniato al Monte.

Περαιτέρω δομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των κατασκευών που σχετίζονται με τα εκκλησιαστικά κτίρια είναι κρύπτες, προστώες, σπίτια, μοναστήρια και βαπτιστήρια.

Οι κρύπτες υπάρχουν συχνά ως υποκείμενη δομή σε μια ουσιαστική εκκλησία και είναι γενικά ένας εντελώς διακριτός χώρος, αλλά περιστασιακά, όπως σε ορισμένες ιταλικές εκκλησίες, μπορεί να είναι ένας βυθισμένος χώρος κάτω από ένα υπερυψωμένο τέμπλο και να ανοίγει, μέσω σκαλοπατιών, στο σώμα του κύριος ναός. Οι ρωμανικές κρύπτες έχουν επιβιώσει σε πολλές περιπτώσεις, όπως ο καθεδρικός ναός του Καντέρμπουρυ, όταν η ίδια η εκκλησία έχει ξαναχτιστεί. Η συνήθης κατασκευή μιας ρωμανικής κρύπτης είναι με πολλές κοντές εύσωμες στήλες που φέρουν θόλους στη βουβωνική χώρα, όπως στον καθεδρικό ναό του Worcester .

Οι βεράντες εμφανίζονται μερικές φορές ως μέρος του αρχικού σχεδιασμού μιας πρόσοψης. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην Ιταλία, όπου συνήθως έχουν βάθος μόνο ενός κόλπου και στηρίζονται σε δύο κολώνες, που συχνά στηρίζονται σε λιοντάρια, όπως στο St Zeno, στη Βερόνα. Βλέπε παραπάνω. Αλλού, πρόσθια διαφόρων χρονολογήσεων έχουν προστεθεί στην πρόσοψη ή στην πλαϊνή είσοδο των υφιστάμενων εκκλησιών και μπορεί να είναι μια αρκετά ουσιαστική κατασκευή, με αρκετούς όρμους θόλους να στηρίζονται σε ανοιχτή ή μερικώς ανοιχτή στοά και να σχηματίζουν ένα είδος νάρθηκα όπως στην Εκκλησία. της Αγίας Μαρίας, Λάαχ. Δείτε παραπάνω Στην Ισπανία, οι ρωμανικές εκκλησίες έχουν συχνά μεγάλες πλευρικές βεράντες, όπως λότζες.

Οι κατοικίες συχνά βρίσκονται δίπλα σε μοναστικές ή καθεδρικές εκκλησίες. Ελάχιστα έχουν διασωθεί άθικτα από τη ρωμανική περίοδο. Τα σπίτια των πρώιμων κεφαλαίων είχαν ορθογώνιο σχήμα, με τα μεγαλύτερα να έχουν μερικές φορές θόλους στη βουβωνική χώρα ή με ραβδώσεις που στηρίζονται σε κίονες. Οι μεταγενέστερες ρωμανικές κατοικίες είχαν μερικές φορές αψιδωτό ανατολικό άκρο. Το αρχαίο σπίτι στον καθεδρικό ναό του Durham είναι ένας ευρύς χώρος με ραβδωτό θόλο, που ανακαινίστηκε όπως αρχικά κατασκευάστηκε το 1130. Το κυκλικό σπίτι του κεφαλαίου στον καθεδρικό ναό του Worcester, που χτίστηκε από τον επίσκοπο Wulfstan (1062–95), ήταν το πρώτο κυκλικό αρχοντικό στην Ευρώπη και το μιμήθηκαν πολύ στην Αγγλία.

Τα μοναστήρια είναι γενικά μέρος οποιουδήποτε μοναστηριακού συγκροτήματος και εμφανίζονται επίσης σε καθεδρικούς ναούς και συλλογικές εκκλησίες. Ήταν απαραίτητα για τον κοινό τρόπο ζωής, ένα μέρος για εργασία κατά τη διάρκεια της ημέρας και χαλάρωση σε κακές καιρικές συνθήκες. Συνήθως εφάπτονται στο κτίριο της εκκλησίας και περικλείονται με τοίχους χωρίς παράθυρα εξωτερικά και ανοιχτή στοά εσωτερικά, που βλέπουν σε μια αυλή ή «γύρωμα μοναστηριού». Μπορεί να είναι θολωτές ή να έχουν ξύλινες στέγες. Οι στοές είναι συχνά πλούσια διακοσμημένες και φιλοξενούν μερικά από τα πιο φανταστικά σκαλιστά κιονόκρανα της ρωμανικής περιόδου, με αυτά του Άγιου Δομίνικο ντε Σιλός στην Ισπανία και το Αβαείο του St Pierre Moissac, να αποτελούν παραδείγματα. Πολλά ρωμανικά μοναστήρια έχουν επιβιώσει στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, μαζί με μερικά από τα σχετικά κτίριά τους.

Τα βαπτιστήρια εμφανίζονται συχνά στην Ιταλία ως μια ανεξάρτητη κατασκευή, που σχετίζεται με έναν καθεδρικό ναό. Είναι γενικά οκταγωνικά ή κυκλικά και θολωτά. Το εσωτερικό μπορεί να είναι τοξοδεμένο σε πολλά επίπεδα όπως στον καθεδρικό ναό της Πίζας . Άλλα αξιοσημείωτα ρωμανικά βαπτιστήρια είναι αυτό του καθεδρικού ναού της Πάρμα που είναι αξιοσημείωτο για το υπερώο του και το πολύχρωμο βαπτιστήριο του San Giovanni of Florence Cathedral, με ψηφιδωτά θόλου του 13ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Christ in Majesty, πιθανότατα έργο του σχεδόν θρυλικού Coppo di Marco.

Διακοσμήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Arcading είναι το μοναδικό πιο σημαντικό διακοσμητικό χαρακτηριστικό της ρωμανικής αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται σε διάφορες μορφές, από το Lombard band, το οποίο είναι μια σειρά μικρών τόξων που φαίνεται να υποστηρίζουν μια γραμμή οροφής ή πορεία, έως ρηχά τυφλά τοξοστοιχία που είναι συχνά χαρακτηριστικό της αγγλικής αρχιτεκτονικής και παρατηρούνται σε μεγάλη ποικιλία στον καθεδρικό ναό Ely, στην ανοιχτή γκαλερί νάνων, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον καθεδρικό ναό του Speyer και υιοθετήθηκε ευρέως στην Ιταλία, όπως φαίνεται τόσο στον καθεδρικό ναό της Πίζας όσο και στον περίφημο Πύργο της. Οι στοές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με εξαιρετικό αποτέλεσμα, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, όπως αποδεικνύεται από την εκκλησία της Santa Maria della Pieve, στο Arezzo.

Η ρωμανική περίοδος παρήγαγε μια αφθονία γλυπτικής διακόσμησης. Αυτό συνήθως έπαιρνε μια καθαρά γεωμετρική μορφή και εφαρμοζόταν ιδιαίτερα σε καλούπια, τόσο ευθείες όσο και καμπύλες καλούπια τόξων. Στη La Madeleine, στο Vezelay, για παράδειγμα, οι πολύχρωμες νευρώσεις του θησαυρού έχουν όλες τις άκρες με στενά φιλέτα από τρυπημένη πέτρα. Παρόμοια διακόσμηση εμφανίζεται γύρω από τις καμάρες του σηκού και κατά μήκος της οριζόντιας πορείας που χωρίζει την στοά και την κληρονομιά. Σε συνδυασμό με το διάτρητο σκάλισμα των κιονόκρανων, αυτό δίνει μια λεπτότητα και φινέτσα στο εσωτερικό.

Στην Αγγλία, μια τέτοια διακόσμηση θα μπορούσε να είναι διακριτική, όπως στους καθεδρικούς ναούς Hereford και Peterborough, ή να έχει μια αίσθηση τεράστιας ενέργειας όπως στο Durham, όπου οι διαγώνιες νευρώσεις των θόλων είναι όλες σκιαγραφημένες με σιρίτια, τα καλούπια της στοάς του ναού είναι σκαλισμένα με πολλά στρώματα. του ίδιου και οι τεράστιες κολώνες είναι βαθιά χαραγμένες με ποικίλα γεωμετρικά σχέδια δημιουργώντας μια εντύπωση κατευθυντικής κίνησης. Αυτά τα χαρακτηριστικά συνδυάζονται για να δημιουργήσουν έναν από τους πιο πλούσιους και δυναμικούς εσωτερικούς χώρους της ρωμανικής περιόδου.

Μολονότι μερικές φορές πολλά γλυπτά διακοσμητικά εφαρμόστηκαν στο εσωτερικό των εκκλησιών, το επίκεντρο αυτής της διακόσμησης ήταν γενικά το δυτικό μέτωπο και ειδικότερα οι πύλες. Τα σιρίτια και άλλα γεωμετρικά στολίδια, που αναφέρονται από τους συγγραφείς του 19ου αιώνα ως «βάρβαρο στολίδι», βρίσκονται πιο συχνά στα καλούπια της κεντρικής πόρτας. Συχνά εμφανίζεται στυλιζαρισμένο φύλλωμα, μερικές φορές βαθιά σκαλισμένο και κατσαρό προς τα έξω με τον τρόπο των φύλλων του άκανθου στα κορινθιακά κιονόκρανα, αλλά και λαξευμένο σε ρηχά ανάγλυφα και σπειροειδή μοτίβα, που μιμούνται τις περιπλοκές των χειρογράφων φωτισμών. Γενικά, το στυλ του στολιδιού ήταν πιο κλασικό στην Ιταλία, όπως αυτό που παρατηρείται γύρω από την πόρτα του San Giusto στη Λούκα, και πιο «βάρβαρο» στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία, όπως αυτό που παρατηρείται στους καθεδρικούς ναούς Lincoln και Speyer . Η Γαλλία παρήγαγε μια μεγάλη γκάμα στολιδιών, με ιδιαίτερα λεπτές πλεγμένες και σπειροειδείς κληματαριές σε στυλ «χειρογράφου» που εμφανίζονται στο Saint-Sernin της Τουλούζης.

Με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η παράδοση της λάξευσης μεγάλων έργων σε πέτρα και της γλυπτικής μορφών σε μπρούτζο έσβησε. Το πιο γνωστό σωζόμενο μεγάλο γλυπτό έργο της Πρωτο-Ρωμανικής Ευρώπης είναι ο ξύλινος Σταυρός σε φυσικό μέγεθος που παραγγέλθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Γέρο της Κολωνίας περίπου το 960–65. Κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, η εικονιστική γλυπτική άκμασε σε ένα ξεκάθαρα ρωμανικό στυλ που μπορεί να αναγνωριστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, αν και τα πιο εντυπωσιακά γλυπτικά έργα συγκεντρώνονται στη Νοτιοδυτική Γαλλία, τη Βόρεια Ισπανία και την Ιταλία.

Σημαντική εικονιστική διακόσμηση εμφανίζεται ιδιαίτερα γύρω από τις πύλες των καθεδρικών ναών και των εκκλησιών, διακοσμώντας το τύμπανο, τα υπέρθυρα, τις τάπες και τους κεντρικούς στύλους. Το τύμπανο είναι τυπικά διακοσμημένο με τις εικόνες του Χριστού σε Μεγαλειότητα με τα σύμβολα των Τεσσάρων Ευαγγελιστών, που προέρχονται απευθείας από τα επίχρυσα εξώφυλλα των μεσαιωνικών Ευαγγελικών Βιβλίων . Αυτό το στυλ της πόρτας εμφανίζεται σε πολλά μέρη και συνεχίστηκε στη γοτθική περίοδο. Μια σπάνια επιβίωση στην Αγγλία είναι αυτή της "Prior's Door" στον Καθεδρικό Ναό του Ely . Στη Γαλλία, πολλά έχουν διασωθεί, με εντυπωσιακά παραδείγματα στο Αβαείο του Saint-Pierre, στο Moissac, στο Αβαείο του Sainte-Marie, στο Souillac, και στο Αβαείο της la Madaleine, στο Vézelay. – όλα τα θυγατρικά σπίτια του Cluny, με εκτενή άλλα γλυπτά που παραμένουν σε μοναστήρια και άλλα κτίρια. Σε κοντινή απόσταση, ο καθεδρικός ναός Autun έχει μια Τελευταία Κρίση πολύ σπάνια, καθώς έχει υπογραφεί μοναδικά από τον δημιουργό του Giselbertus (ο οποίος ήταν ίσως ο προστάτης και όχι ο γλύπτης). Ο ίδιος καλλιτέχνης πιστεύεται ότι εργάστηκε στο la Madeleine Vezelay που έχει μοναδικά δύο περίτεχνα λαξευμένο τύμπανο, το πρώιμο εσωτερικό που αντιπροσωπεύει την Τελευταία Κρίση και αυτό στην εξωτερική πύλη του νάρθηκα που αναπαριστά τον Ιησού να στέλνει τους Αποστόλους για να κηρύξουν στα έθνη.

Είναι χαρακτηριστικό της ρωμανικής τέχνης, τόσο στον χειρόγραφο φωτισμό όσο και στη γλυπτική διακόσμηση, ότι οι φιγούρες συστρέφονται για να ταιριάζουν στον χώρο που καταλαμβάνουν. Ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα που υπάρχουν, ένα από τα ωραιότερα είναι η μορφή του Προφήτη Ιερεμία από τον πυλώνα της πύλης του Αβαείου του Saint-Pierre, Moissac, Γαλλία, από το 1130 περίπου Ένα σημαντικό μοτίβο του ρομανικού σχεδιασμού είναι η σπείρα, μια μορφή που εφαρμόζεται τόσο σε φυτικά μοτίβα όσο και σε κουρτίνες στη ρωμανική γλυπτική. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα χρήσης του στην κουρτίνα είναι αυτό της κεντρικής μορφής του Χριστού στην εξωτερική πύλη στο La Madaleine, Vezelay.


Πολλά από τα μικρότερα γλυπτά έργα, ιδιαίτερα τα κιονόκρανα, έχουν θέμα Βιβλικό και περιλαμβάνουν σκηνές της Δημιουργίας και της Πτώσης του Ανθρώπου, επεισόδια από τη ζωή του Χριστού και εκείνες τις σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης που προϊδεάζουν για το Θάνατο και την Ανάστασή του, όπως ο Ιωνάς και η Φάλαινα και Ο Ντάνιελ στο λάκκο των λιονταριών . Συμβαίνουν πολλές σκηνές Γέννησης, με το θέμα των Τριών Βασιλέων να είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Τα μοναστήρια του Santo Domingo de Silos Abbey στη Βόρεια Ισπανία και το Moissac είναι εξαιρετικά παραδείγματα που σώζονται ολοκληρωμένα.

Οι μεγάλες επιφάνειες τοίχων και οι απλοί καμπυλωτοί θόλοι της ρωμανικής περιόδου προσέφεραν τοιχογραφική διακόσμηση. Δυστυχώς, πολλές από αυτές τις πρώιμες τοιχογραφίες έχουν καταστραφεί από την υγρασία ή οι τοίχοι έχουν ξανασοβατιστεί και βαφτεί. Στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ευρώπης τέτοιες εικόνες καταστράφηκαν συστηματικά σε περιόδους εικονομαχίας της Μεταρρύθμισης . Σε άλλες χώρες έχουν υποφέρει από τον πόλεμο, την παραμέληση και την αλλαγή της μόδας.

Ένα κλασικό σχέδιο για την πλήρη ζωγραφική διακόσμηση μιας εκκλησίας, που προέρχεται από προηγούμενα παραδείγματα συχνά σε ψηφιδωτό, είχε, ως επίκεντρο του ημιτρούλου της αψίδας, τον Χριστό με το μεγαλείο ή τον Χριστό τον Λυτρωτή ενθρονισμένο μέσα σε μια μαντόρλα και πλαισιωμένο από το τέσσερα φτερωτά θηρία, σύμβολα των Τεσσάρων Ευαγγελιστών, σε σύγκριση απευθείας με παραδείγματα από τα επίχρυσα εξώφυλλα ή τους φωτισμούς των Ευαγγελικών Βιβλίων της περιόδου. Αν η Παναγία ήταν η αφιερωμένη της εκκλησίας, θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Χριστό εδώ. Στους τοίχους της αψίδας από κάτω θα υπήρχαν άγιοι και απόστολοι, ίσως και αφηγηματικές σκηνές, για παράδειγμα του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένη η εκκλησία. Στην αψίδα του ιερού υπήρχαν μορφές αποστόλων, προφητών ή των είκοσι τεσσάρων « πρεσβυτέρων της Αποκάλυψης », που κοιτούσαν προς μια προτομή του Χριστού ή το σύμβολο του το Αρνί, στην κορυφή της αψίδας. Ο βόρειος τοίχος του ναού θα περιέχει αφηγηματικές σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη και ο νότιος τοίχος από την Καινή Διαθήκη. Στον πίσω δυτικό τοίχο θα υπήρχε ένας πίνακας Doom ή Last Judgment, με έναν ένθρονο και κρίσιμο Χριστό στην κορυφή.

Ένα από τα πιο άθικτα σχέδια που υπάρχουν είναι αυτό στο Saint-Savin-sur-Gartempe στη Γαλλία. (Δείτε την παραπάνω εικόνα κάτω από το "Vault") Ο μακρύς θόλος του ναού παρέχει μια εξαιρετική επιφάνεια για νωπογραφία και είναι διακοσμημένος με σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης, που δείχνουν τη Δημιουργία, την Πτώση του Ανθρώπου και άλλες ιστορίες, συμπεριλαμβανομένης μιας ζωντανής απεικόνισης του Νώε Η Κιβωτός, με μια τρομερή κεφαλή και πολλά παράθυρα, διακρίνονται ο Νώε και η οικογένειά του στο επάνω κατάστρωμα, πουλιά στο μεσαίο κατάστρωμα, ενώ στο κάτω τα ζευγάρια των ζώων. Μια άλλη σκηνή δείχνει με μεγάλο σθένος το βάλτο του στρατού του Φαραώ από την Ερυθρά Θάλασσα. Το σχέδιο επεκτείνεται και σε άλλα σημεία της εκκλησίας, με το μαρτύριο των ντόπιων αγίων να εμφανίζεται στην κρύπτη και την Αποκάλυψη στο νάρθηκα και τον Χριστό στη Μεγαλειότητα. Η γκάμα των χρωμάτων που χρησιμοποιείται περιορίζεται σε γαλαζοπράσινο, κίτρινο ώχρα, κοκκινωπό καφέ και μαύρο. Παρόμοιοι πίνακες υπάρχουν στη Σερβία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού στη Γαλλία.


Τα παλαιότερα γνωστά θραύσματα μεσαιωνικών εικονογραφικών βιτρό φαίνονται να χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα. Οι παλαιότερες άθικτες μορφές είναι πέντε προφητικά παράθυρα στο Άουγκσμπουργκ, που χρονολογούνται από τα τέλη του 11ου αιώνα. Οι φιγούρες, αν και άκαμπτες και επισημοποιημένες, επιδεικνύουν σημαντική ικανότητα στο σχεδιασμό, τόσο εικαστικά όσο και στη λειτουργική χρήση του γυαλιού, υποδεικνύοντας ότι ο κατασκευαστής τους ήταν καλά συνηθισμένος στο μέσο. Στους καθεδρικούς ναούς του Καντέρμπουρυ και του Σαρτρ, έχουν διασωθεί διάφορα πάνελ του 12ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου, στο Καντέρμπουρυ, μιας φιγούρας του Αδάμ που σκάβει και ενός άλλου γιου του Σεθ από μια σειρά Προγόνων του Χριστού . Ο Αδάμ αντιπροσωπεύει μια άκρως νατουραλιστική και ζωντανή απεικόνιση, ενώ στη φιγούρα του Σεθ, οι ρόμπες έχουν χρησιμοποιηθεί με εξαιρετικό διακοσμητικό αποτέλεσμα, παρόμοιο με την καλύτερη λιθοτεχνία της περιόδου.

Πολλά από τα υπέροχα βιτρό της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένων των διάσημων παραθύρων της Σαρτρ, χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα. Πολύ λιγότερα μεγάλα παράθυρα παραμένουν ανέπαφα από τον 12ο αιώνα. Ένα τέτοιο είναι η Σταύρωση του Πουατιέ, μια αξιοσημείωτη σύνθεση που υψώνεται σε τρία στάδια, το χαμηλότερο με τετράφυλλο που απεικονίζει το μαρτύριο του Αγίου Πέτρου, τη μεγαλύτερη κεντρική σκηνή όπου κυριαρχεί η σταύρωση και την επάνω σκηνή που δείχνει την Ανάληψη του Χριστού σε μαντόρλα. Η μορφή του σταυρωμένου Χριστού δείχνει ήδη τη γοτθική καμπύλη. Το παράθυρο περιγράφεται από τον George Seddon ως "αξέχαστης ομορφιάς".

Κατά τον 12ο αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται χαρακτηριστικά που επρόκειτο να γίνουν τυπικά της γοτθικής αρχιτεκτονικής . Δεν είναι ασυνήθιστο, για παράδειγμα, για ένα τμήμα του κτιρίου που έχει κατασκευαστεί για μια μακρά περίοδο που εκτείνεται μέχρι τον 12ο αιώνα, να έχει παρόμοια τοξοστοιχία τόσο ημικυκλικού όσο και μυτερού σχήματος ή παράθυρα που είναι πανομοιότυπα σε ύψος και πλάτος, στο οποίο όμως επισημαίνονται τα μεταγενέστερα. Αυτό φαίνεται στους πύργους του καθεδρικού ναού Tournai και στους δυτικούς πύργους και στην πρόσοψη στον καθεδρικό ναό Ely. Συμβαίνουν και άλλες παραλλαγές που φαίνεται να αιωρούνται μεταξύ ρωμανικού και γοτθικού, όπως η πρόσοψη που σχεδίασε ο Abbot Suger στο Αβαείο του Saint-Denis, το οποίο διατηρεί πολύ ρομανικό στην εμφάνισή του, και η πρόσοψη του καθεδρικού ναού Laon, η οποία, παρά τη γοτθική μορφή, έχει στρογγυλές καμάρες.

Η καινοτόμος χορωδία του Abbot Suger στο Αβαείο του Saint-Denis, 1140–44, οδήγησε στην υιοθέτηση του γοτθικού ρυθμού από το Παρίσι και τη γύρω περιοχή, αλλά άλλα μέρη της Γαλλίας άργησαν να το υιοθετήσουν και επαρχιακές εκκλησίες συνέχισαν να χτίζονται με τον βαρύ τρόπο και τα μπάζα της ρωμανικής, ακόμα κι όταν τα ανοίγματα επεξεργάζονταν τη μοντέρνα μυτερή καμάρα.

Στην Αγγλία, η ρωμανική κάτοψη, η οποία στη χώρα αυτή είχε συνήθως πολύ μακρύ σηκό, συνέχισε να επηρεάζει το ύφος της κατασκευής των καθεδρικών ναών και εκείνων των μεγάλων εκκλησιών αβαείων που επρόκειτο επίσης να γίνουν καθεδρικοί ναοί κατά τη διάλυση των μοναστηριών τον 16ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι οι αγγλικοί καθεδρικοί ναοί χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν σε πολλά στάδια, σημαντικές περιοχές του νορμανδικού κτιρίου διακρίνονται σε πολλά από αυτά, ιδιαίτερα στις στοές του ναού. Στην περίπτωση του καθεδρικού ναού του Winchester, οι γοτθικές καμάρες ήταν κυριολεκτικά λαξευμένες από τις υπάρχουσες Norman προβλήτες. Άλλοι καθεδρικοί ναοί έχουν τμήματα του κτιρίου τους που είναι σαφώς ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ του νορμανδικού και του γοτθικού, όπως οι δυτικοί πύργοι του καθεδρικού ναού Ely και μέρος του ναού στον καθεδρικό ναό του Worcester . Το πρώτο πραγματικά γοτθικό κτίριο στην Αγγλία είναι το μακρύ ανατολικό άκρο του καθεδρικού ναού του Καντέρμπουρυ που ξεκίνησε το 1175.

Στην Ιταλία, αν και πολλές εκκλησίες όπως ο καθεδρικός ναός της Φλωρεντίας και η Santa Maria Novella χτίστηκαν σε γοτθικό στιλ, ή χρησιμοποιώντας την οξυκόρυφη αψίδα και τα παράθυρα, ρομανικά χαρακτηριστικά προέρχονται από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική κληρονομιά, όπως στιβαρές κολώνες με κιονόκρανα τροποποιημένης κορινθιακής μορφής, συνέχισε να χρησιμοποιείται. Το οξυκόρυφο θησαυροφυλάκιο χρησιμοποιήθηκε όπου ήταν βολικό, αλλά είναι συνήθως διάσπαρτο με ημικυκλικές καμάρες και θόλους όπου χωρούν βολικά. Οι προσόψεις των γοτθικών εκκλησιών στην Ιταλία δεν διακρίνονται πάντα εύκολα από τις ρωμανικές.

Η Γερμανία δεν έσπευσε να υιοθετήσει το γοτθικό στυλ, και όταν το έκανε στη δεκαετία του 1230, τα κτίρια συχνά διαμορφώνονταν πολύ άμεσα από τους γαλλικούς καθεδρικούς ναούς, όπως ο καθεδρικός ναός της Κολωνίας είχε το πρότυπο της Αμιένης. Οι μικρότερες εκκλησίες και τα αβαεία συνέχισαν να κατασκευάζονται με πιο επαρχιακό ρωμανικό τρόπο, με την ημερομηνία να καταγράφεται μόνο από τα μυτερά ανοίγματα των παραθύρων.

Ρομανικά κάστρα, σπίτια και άλλα κτίρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ρωμανική περίοδος ήταν μια εποχή μεγάλης ανάπτυξης στο σχεδιασμό και την κατασκευή αμυντικής αρχιτεκτονικής. Μετά τις εκκλησίες και τα μοναστηριακά κτίρια με τα οποία συνδέονται συχνά, τα κάστρα είναι το πολυπληθέστερο είδος κτιρίου της περιόδου. Ενώ τα περισσότερα είναι ερείπια λόγω της δράσης του πολέμου και της πολιτικής, άλλα, όπως ο Λευκός Πύργος του Γουίλιαμ του Κατακτητή στον Πύργο του Λονδίνου, έχουν παραμείνει σχεδόν άθικτος.

Σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα στη Γερμανία, χτίστηκαν μεγάλα ανάκτορα για ηγεμόνες και επισκόπους. Οι ντόπιοι άρχοντες έχτισαν μεγάλες αίθουσες στην ύπαιθρο, ενώ πλούσιοι έμποροι έχτισαν μεγάλα αρχοντικά . Στην Ιταλία, τα δημοτικά συμβούλια κατασκεύασαν δημαρχεία, ενώ οι πλούσιες πόλεις της Βόρειας Ευρώπης προστάτευαν τα εμπορικά τους συμφέροντα με αποθήκες και εμπορικούς χώρους. Σε όλη την Ευρώπη, οι κάτοικοι της πόλης και της εξοχής έχτισαν σπίτια για να ζήσουν, μερικά από τα οποία, στιβαρά κατασκευασμένα από πέτρα, έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα με επαρκή μορφή και λεπτομέρειες ανέπαφα για να δώσουν μια εικόνα του στυλ της εγχώριας αρχιτεκτονικής που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή.

Παραδείγματα όλων αυτών των τύπων κτιρίων μπορούν να βρεθούν διάσπαρτα σε όλη την Ευρώπη, μερικές φορές ως απομονωμένες κατοικίες όπως τα σπίτια των δύο εμπόρων στις απέναντι πλευρές του Steep Hill στο Λίνκολν της Αγγλίας και μερικές φορές δίνουν μορφή σε μια ολόκληρη μεσαιωνική πόλη όπως το San Gimignano στην Τοσκάνη. Ιταλία.

Ο νεορομανικός ρυθμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 19ο αιώνα, όταν η γοτθική αρχιτεκτονική της αναγέννησης ήταν της μόδας, τα κτίρια σχεδιάζονταν περιστασιακά σε ρομανικό στυλ. Υπάρχουν πολλές εκκλησίες της ρωμανικής αναγέννησης, που χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1830 και συνεχίζονται στον 20ο αιώνα, όπου εκτιμήθηκε η τεράστια και «βάναυση» ποιότητα του ρωμανικού στυλ και σχεδιάστηκε σε τούβλα.

Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, σχεδιασμένο από τον Alfred Waterhouse, το 1879, από την άλλη πλευρά, είναι ένα ρωμανικό κτήριο αναβίωσης που αξιοποιεί πλήρως τις διακοσμητικές δυνατότητες της ρομανικής τοξοπλαστικής και της αρχιτεκτονικής γλυπτικής. Η ρομανική εμφάνιση έχει επιτευχθεί ενώ προσαρμόζεται ελεύθερα ένα συνολικό στυλ για να ταιριάζει στη λειτουργία του κτιρίου. Οι κολώνες του φουαγιέ, για παράδειγμα, δίνουν μια εντύπωση εγχάρακτου γεωμετρικού σχεδιασμού παρόμοια με εκείνα του καθεδρικού ναού του Durham. Ωστόσο, οι πηγές των εγχάρακτων σχεδίων είναι οι κορμοί των φοινίκων, των κυκλάδων και των τροπικών δέντρων φτέρες. Τα ζωικά μοτίβα, από τα οποία είναι πολλά, περιλαμβάνουν σπάνια και εξωτικά είδη.

Ο τύπος των σύγχρονων κτιρίων για τα οποία προσαρμόστηκε συχνότερα το ρομανικό στυλ ήταν η αποθήκη, όπου η έλλειψη μεγάλων παραθύρων και η εμφάνιση μεγάλης αντοχής και σταθερότητας ήταν επιθυμητά χαρακτηριστικά. Αυτά τα κτίρια, γενικά από τούβλα, έχουν συχνά πεπλατυσμένες αντηρίδες που υψώνονται σε φαρδιές καμάρες στα ανώτερα επίπεδα, σύμφωνα με τον τρόπο ορισμένων ιταλικών ρομανικών προσόψεων. Αυτό το στυλ προσαρμόστηκε για να ταιριάζει σε εμπορικά κτίρια ανοίγοντας τους χώρους μεταξύ των τόξων σε μεγάλα παράθυρα, οι τοίχοι από τούβλα έγιναν κέλυφος σε ένα κτίριο που ήταν ουσιαστικά μοντέρνας κατασκευής από χαλύβδινο σκελετό, ο αρχιτέκτονας Henry Hobson Richardson έδωσε το όνομά του στο στυλ, Ριτσαρσονιανό ρωμανικό . Καλά παραδείγματα του στυλ είναι το Marshall Field's Wholesale Store, Σικάγο, του HH Richardson, 1885, και το Chadwick Lead Works στη Βοστώνη, Ηνωμένες Πολιτείες, του William Preston, 1887. Το στυλ προσφέρθηκε επίσης για την κατασκευή υφασμάτων, χαλυβουργείων και ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Bannister Fletcher, A History of Architecture on the Comparative Method.
  2. Gidon, Ferdinand (1934). «L'invention de l'expression architecture romane par Gerville (1818) d'après quelques lettres de Gerville à Le Prévost» (στα γαλλικά). Bulletin de la Société des antiquaires de Normandie 42: 268-288. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5732066w/f284. 
  3. de Caumont, Arcisse (8 Μαΐου 1824): «Essai sur l'architecture religieuse du moyen-âge, particulièrement en Normandie» (στα γαλλικά), στο Mémoires de la Société des antiquaires de Normandie (Mancel), σσ. 535–677. Ανακτήθηκε στις 2012-06-24.
  4. Williams, Elizabeth (1 January 1985). «The Perception of Romanesque Art in the Romantic Period: Archaeological Attitudes in France in the 1820s and 1830s». Forum for Modern Language Studies XXI (4): 303-321. doi:10.1093/fmls/XXI.4.303. 
  5. Jean Hubert: Romanesque Art
  6. de Caumont 1824, σελ. 550
  7. Gunn, William (1819). An inquiry into the origin and influence of Gothic architecture. R. and A. Taylor. σελ. 6. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2012. 
  8. Andreas Hartmann-Virnich: Was ist Romanik, Darmstadt 2004, σσ. 28-30
  9. Rolf Toman: Romanesque: Architecture, Sculpture, Painting
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 Helen Gardner: Art through the Ages
  11. 11,0 11,1 George Holmes (επιμ.): The Oxford History of Medieval Europe
  12. Rolf Toman, σσ. 114-117
  13. Copplestone, σσ. 188-189
  14. Rolf Toman, σσ. 70-73
  15. Rolf Toman, σσ. 18, 177, 188
  16. Chronicle of Raoul Glaber, απόσπασμα που αναφέρεται από τον Jean Hubert στο Romanesque Art
  17. John Harvey: English Cathedrals
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Alec Clifton-Taylor: The Cathedrals of England
  19. 19,00 19,01 19,02 19,03 19,04 19,05 19,06 19,07 19,08 19,09 19,10 Rolf Toman: Romanesque
  20. «Architecture». National Tourism Organisation of Serbia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. 
  21. Rene Hyughe: Larousse Encyclopedia of Byzantine and Medieval Art
  22. Nikolaus Pevsner: An Outline of European Architecture
  23. 23,0 23,1 23,2 Banister Fletcher, σελ. 307
  24. 24,0 24,1 Stephenson, Hammond & Davi 2005, σελ. 172.
  25. Jones, Murray & Murray 2013, σελ. 512.
  26. Porter 1928, σελ. 48.
  27. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα GS.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Conant, Kenneth J. (1993). Carolingian and Romanesque Architecture: 800 to 1200Απαιτείται δωρεάν εγγραφή (4η, εικονογραφημένη, ανατύπωση έκδοση). Yale University Press. ISBN 978-0-300-05298-5. 
  • V.I. Atroshenko και Judith Collins: The Origins of the Romanesque, Lund Humphries, Λονδίνο 1985, ISBN 0-85331-487-X
  • Rolf Toman: Romanesque: Architecture, Sculpture, Painting, Könemann, 1997
  • Banister Fletcher: A History of Architecture on the Comparative method, Elsevier Science & Technology, 2001, ISBN 0-7506-2267-9
  • Alfred Clapham: Romanesque Architecture in England, British Council, 1950
  • Helen Gardner, Fred S. Kleiner και Christin J. Mamiya: Gardner's Art through the Ages, Thomson Wadsworth, 2004, ISBN 0-15-505090-7
  • George Holmes (επιμ.): The Oxford Illustrated History of Medieval Europe, Oxford University Press, 1992, ISBN 0-19-820073-0
  • René Huyghe: Larousse Encyclopedia of Byzantine and Medieval Art, εκδ. Paul Hamlyn, 1958
  • François Ischer: Building the Great Cathedrals, εκδ. Harry N. Abrams, 1998, ISBN 0-8109-4017-5
  • Conrad Rudolph (επιμ.): A Companion to Medieval Art: Romanesque and Gothic in Northern Europe, 2η έκδ., 2016
  • Jones, Tom Devonshire· Murray, Linda· Murray, Peter, επιμ. (2013). The Oxford Dictionary of Christian Art and Architecture (εικονογραφημένη έκδοση). Oxford University Press. ISBN 978-0-199-68027-6. 
  • Nikolaus Pevsner: An Outline of European Architecture, Pelican Books, 1964
  • Porter, Arthur Kingsley (1928). Spanish Romanesque Sculpture, Volume 1 (εικονογραφημένη έκδοση). Hacker Art Books. ISBN 9780878170333. 
  • John Beckwith: Early Medieval Art, Thames & Hudson, 1964
  • Peter Kidson: The Medieval World, εκδ. Paul Hamlyn, 1967
  • T. Francis Bumpus: The Cathedrals and Churches of Belgium, T. Werner Laurie, 1928
  • Alec Clifton-Taylor: The Cathedrals of England, Thames & Hudson, 1967
  • John Harvey: English Cathedrals, Batsford, 1961
  • Stephenson, Davis· Hammond, Victoria· Davi, Keith F. (2005). Visions of Heaven: the Dome in European Architecture (εικονογραφημένη έκδοση). Princeton Architectural Press. σελ. 174. ISBN 978-1-56898-549-7. 
  • Trewin Copplestone: World Architecture, and Illustrated History, εκδ. Paul Hamlyn, 1963
  • Tadhg O'Keefe: Archeology and the Pan-European Romanesque , Duckworth Publishers, 2007, ISBN 0715634348

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]