Πόλεμος των Έξι Ημερών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πόλεμος των έξι ημερών)
Πόλεμος των Έξι Ημερών
Μέρος της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης
Έδαφος που κατείχε το Ισραήλ πριν και μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Τα Στενά του Τιράν είναι κυκλωμένα, μεταξύ του κόλπου της Άκαμπα προς τα βόρεια και της Ερυθράς Θάλασσας προς τα νότια.
Χρονολογία5 Ιουνίου - 10 Ιουνίου 1967
ΤόποςΜέση Ανατολή
ΈκβασηΤο Ισραήλ καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, τη Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ) από την Ιορδανία, και τα Υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία.
Αντιμαχόμενοι
Ισραήλ
Αίγυπτος
Συρία
Ιορδανία
Ιράκ[1]
Υποστηριζόμενοι από

Λίβανος[2]
PLO
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
50.000 στρατιώτες
214.000 έφεδροι
300 μαχητικά αεροσκάφη
800 άρματα μάχης[3]

Σύνολο στρατιωτών: 264.000
Αναπτύχθηκαν 100.000
Αίγυπτος: 240.000 στρ.
Συρία, Ιορδανία και Ιράκ: 307.000 στρ.
957 μαχητικά αεροσκάφη
2.504 άρματα μάχης
Λίβανος: 2 μαχητικά αεροσκάφη[4]

Σύνολο στρατιωτών: 547.000
Αναπτύχθηκαν 240.000
Απώλειες
776–983[5] νεκροί
4.517 τραυματίες
15 αιχμάλωτοι
400 κατεστραμμένα άρματα μάχης
46 κατεστραμμένα αεροπλάνα
Αίγυπτος: 10.000[6]–15.000[7] νεκροί ή αγνοούμενοι
4.338 αιχμάλωτοι
Ιορδανία: 6.000 νεκροί ή αγνοούμενοι
533 αιχμάλωτοι
Συρία: 2.500 νεκροί[8][9][10]
591 αιχμάλωτοι
Ιράκ: 10 νεκροί
30 τραυματίες
Λίβανος: 1 αεροσκάφος
----------
Εκατοντάδες άρματα μάχης κατεστραμμένα
452+ αεροπλάνα κατεστραμμένα
20 Ισραηλινοί πολίτες νεκροί
34 Αμερικανοί ναύτες νεκροί

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, γνωστός και ως Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος του 1967 ή Τρίτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, ξέσπασε μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τη Συρία. Το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και η Αλγερία συνεισέφεραν με άντρες και οπλισμό στις αραβικές δυνάμεις.

Τον Μάιο του 1967 η Αίγυπτος εκδίωξε τις δυνάμεις του Ο.Η.Ε. (UNEF) από τη χερσόνησο του Σινά, οι οποίες στάθμευαν εκεί από το 1957 (ως συνέπεια της εισβολής του Ισραήλ στο Σινά το 1956) για να παρέχουν μία ειρηνευτική νεκρή ζώνη. Μετά τις απειλές του Ισραήλ εναντίον της συμμάχου της Συρίας, η Αίγυπτος συγκέντρωσε 1000 τεθωρακισμένα και 100.000 στρατιώτες στα σύνορα, έκλεισε τα στενά του Τιράν σε όλα τα πλοία που έφεραν ισραηλινή σημαία ή μετέφεραν υλικά στρατηγικής σημασίας και έκανε πρόσκληση για ενωμένη αραβική απάντηση στο Ισραήλ. Στις 5 Ιουνίου 1967 το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των αεροπορικών δυνάμεων της Αιγύπτου, φοβούμενο, όπως υποστήριξε, άμεση εισβολή από την Αίγυπτο. Η υπεροχή στον αέρα (κατέστρεψε τα περισσότερα αιγυπτιακά αεροσκάφη) υπήρξε το καθοριστικό ισραηλινό όπλο.

Σε απάντηση η Ιορδανία επιτέθηκε στη δυτική Ιερουσαλήμ και τη Νετάνια, αλλά η ισραηλινή απάντηση ήταν άμεση. Στο τέλος του πολέμου το Ισραήλ είχε κερδίσει τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των υψιπέδων του Γκολάν και της χερσονήσου του Σινά.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Κρίση του Σουέζ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κρίση του Σουέζ το 1956 τερματίστηκε με στρατιωτική ήττα αλλά πολιτική νίκη για την Αίγυπτο. Ήταν ένα ζωτικής σημασίας γεγονός στην πορεία προς τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Σε μία ομιλία του στην Κνέσετ (το ισραηλινό κοινοβούλιο), ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν δήλωσε πως η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του 1949 με την Αίγυπτο ήταν νεκρή και θαμμένη και πως οι γραμμές ανακωχής δεν ίσχυαν πλέον και δεν μπορούσαν να επανορθωθούν. Το Ισραήλ υπό καμία περίσταση δεν θα συμφωνούσε στην παραμονή δυνάμεων του Ο.Η.Ε. στο έδαφός του ή σε περιοχή που κατείχε. Οι εντονότατες διπλωματικές πιέσεις από τις Η.Π.Α. και την Ε.Σ.Σ.Δ. ανάγκασαν το Ισραήλ σε μία υπό όρους απόσυρση των στρατευμάτων του από τη χερσόνησο του Σινά, μόνο αφότου έγιναν ικανοποιητικοί γι’ αυτό διακανονισμοί με τη διεθνή δύναμη, πως θα έμπαινε στη ζώνη της διώρυγας.

Μετά τον πόλεμο του 1956, η Αίγυπτος συμφώνησε στην παραμονή μιας ειρηνευτικές δύναμης του Ο.Η.Ε. στο Σινά, της έκτακτης δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Emergency Force, UNEF), για να κρατήσει αυτή τη συνοριακή περιοχή αποστρατικοποιημένη, και ν’ αποτρέψει τους Παλαιστίνιους Φενταγίν αντάρτες να περάσουν τα σύνορα και να μπουν στο Ισραήλ.

Η Αίγυπτος συμφώνησε επίσης να ανοίξει ξανά τα Στενά του Τιράν για την ισραηλινή ναυσιπλοΐα, της οποίας το κλείσιμο ήταν σημαντικός καταλύτης για τη συμμετοχή του στην κρίση του Σουέζ. Ως αποτέλεσμα, τα σύνορα Αιγύπτου και Ισραήλ έμειναν ήσυχα για ένα διάστημα.

Μετά τον πόλεμο του 1956, η περιοχή επέστρεψε σε μια ασταθή ισορροπία χωρίς τη λύση κανενός από τα θεμελιώδη ζητήματα. Εκείνη τη στιγμή, κανένα αραβικό κράτος δεν είχε αναγνωρίσει το Ισραήλ. Η Συρία, ευθυγραμμισμένη με το σοβιετικό μπλοκ, άρχισε να χρηματοδοτεί αντάρτικες επιδρομές στο Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ως μέρος του «λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου», σχεδιασμένου για ν’ αντικρούει την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος Μπάαθ. Ακόμα και μετά από δύο δεκαετίες ύπαρξης του Ισραήλ, κανένα γειτονικό αραβικό κράτος δεν ήταν πρόθυμο να διαπραγματευτεί συμφωνία ειρήνης ή να αποδεχτεί την ύπαρξη του. Όταν ο Τυνήσιος πρόεδρος Χαμπίμπ Μπουργκίμπα πρότεινε σε μια ομιλία του στην Ιεριχώ το 1965 πως ο αραβικός κόσμος έπρεπε να δει την πραγματικότητα και να διαπραγματευτεί με το Ισραήλ, είδε την πρόταση του να απορρίπτεται απ’ όλες τις άλλες αραβικές χώρες.

Η διαμάχη για το νερό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1964, το Ισραήλ άρχισε να μεταφέρει νερό από τον Ιορδάνη ποταμό για τον δικό του εθνικό κομιστή νερού. Το επόμενο έτος τα αραβικά κράτη άρχισαν την κατασκευή του σχεδίου εκτροπής νερού, το οποίο, μόλις θα ολοκληρωνόταν, θα μετέφερε νερό από τον χείμαρρο Μπανιάς, πριν να φτάσει στο Ισραήλ και τη θάλασσα της Γαλιλαίας, σε ένα φράγμα στο Mukhaiba για χρήση μόνο από την Ιορδανία και τη Συρία, και να εκτρέπει νερά από τον ποταμό Χασπανί στον ποταμό Λιτανί, στο Λίβανο. Τα έργα κατασκευής της εκτροπής θα μείωναν τα εγκατεστημένα αποθέματα νερού του Ισραήλ περίπου 35%, και το σύνολο απόθεμα νερού του Ισραήλ περίπου σε 11%.

Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις επιτέθηκαν στις εργασίες εκτροπής στη Συρία, τον Μάρτιο, Μάιο και Αύγουστο του 1965, ξεκινώντας μια παρατεταμένη αλυσίδα συνοριακών συγκρούσεων που συνδέεται άμεσα με τις αφορμές του πολέμου.

Ισραήλ και Ιορδανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλη συνοριακή γραμμή μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ βρίσκονταν σε ένταση από την έναρξη των αντάρτικων επιχειρήσεων της Φατάχ τον Ιανουάριο του 1965. Παρ' όλο που ο βασικός υποστηρικτής αυτών των επιχειρήσεων ήταν η Συρία, το Ισραήλ έβλεπε ως υπεύθυνη τη χώρα από την οποία εξορμούσαν αυτές οι επιχειρήσεις. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν, ο Χασεμίτης ηγέτης της χώρας, είχε τα χέρια του δεμένα καθώς, αν εμφανιζόταν πως συνεργάζεται με το Ισραήλ, θα διακινδύνευε τις σχέσεις της κυβέρνησής τους με την πλειοψηφία του Παλαιστινιακού πληθυσμού της Ιορδανίας. Γι'αυτό και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν περιορισμένες και αποτελεσματικότητά τους μερική. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966 συνέβησαν πολλά γεγονότα που περιλάμβαναν Ισραηλινούς πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό. Τα γεγονότα αυτά κορυφώθηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1966, όταν μια ισραηλινή συνοριακή περίπολος έπεσε σε νάρκη, με αποτέλεσμα το θάνατο τριών στρατιωτών και τον τραυματισμό έξι. Το Ισραήλ πίστευε πως η νάρκη τοποθετήθηκε από στρατιωτικούς από το Ες Σαμού, ένα χωριό στη βόρεια Δυτική Όχθη, κοντά στο σημείο όπου έγινε το περιστατικό, και το οποίο ήταν οχυρό της Φατάχ. Αυτό οδήγησε το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο να εγκρίνει μίας μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με τ’ όνομα “Σρέντερ”. Στις 12 Νοεμβρίου, ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, φοβούμενος ισραηλινά αντίποινα, εξέδωσε γράμμα συλλυπητηρίων στο Ισραήλ μέσω της αμερικανικής πρεσβείας, αλλά ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Ουώλγουερθ Μπάλμπουρ, το παρέδωσε πολύ αργότερα.

Το πρωί της 13ης Νοεμβρίου, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κινητοποιήθηκαν, πέρασαν τα σύνορα της Δυτικής Όχθης και εξαπέλυσαν επίθεση κατά του μεγάλου παραμεθόριου ιορδανικού χωριού Σαμού. Η επιθετική δύναμη αποτελούνταν από 3.000-4.000 στρατιώτες με κάλυψη τεθωρακισμένων και αεροπορίας. Μοιράστηκαν σε εφεδρεία, που παρέμεινε στην ισραηλινή πλευρά των συνόρων, και δύο ομάδες εφόδου, που πέρασαν τη Δυτική Όχθη, την οποία κατείχε η Ιορδανία.

Η μεγαλύτερη δύναμη από οκτώ τεθωρακισμένα Centurion και 400 αλεξιπτωτιστές επιτέθηκε σε 40 ανοιχτής οροφής ήμι-ερπυστριοφόρα και 60 μηχανικούς σε ακόμα 10 ήμι-ερπυστριοφόρα, με κατεύθυνση το Σαμού· ενώ μία μικρότερη δύναμη τριών τεθωρακισμένων και 100 αλεξιπτωτιστών κατευθύνθηκαν σε δύο μικρότερα χωριά: το Κιρμπέτ Ελ-Μαρκάς και το Κιρμπέτ Τζίμπα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Τέρενς Πρίτι, Eshkol: The Man and the Nation, καταστράφηκαν 50 σπίτια, αλλά οι κάτοικοί τους τα είχαν εγκαταλείψει ώρες πριν.

Προς έκπληξη του Ισραήλ, επενέβη ο ιορδανικός στρατός. Το ΜΗ’ (48ο) τάγμα Πεζικού του ιορδανικού στρατού συγκρούστηκε με τις ισραηλινές δυνάμεις βορειοδυτικά του Σαμού και δύο λόχοι που πλησίαζαν από βορειοανατολικά αναχαιτίστηκαν από τους Ισραηλινούς, ενώ μία διμοιρία Ιορδανών οπλισμένων με δύο ΠΑΟ (Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως) των 106 χιλιοστών μπήκε στο Σαμού. Η ιορδανική αεροπορία επενέβη με τη σειρά της και ένα ιορδανικό μαχητικό Hunter καταρρίφθηκε εν υπηρεσία. Στις μάχες που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν τρεις Ιορδανοί πολίτες και 15 στρατιώτες· τραυματίστηκαν 54 στρατιώτες και 96 πολίτες. Ο διοικητής του ισραηλινού τάγματος αλεξιπτωτιστών, συνταγματάρχης Γιοάβ Σαχάμ, σκοτώθηκε και 10 άλλοι Ισραηλινοί στρατιώτες τραυματίστηκαν.

Σύμφωνα με την ισραηλινή κυβέρνηση, σκοτώθηκαν 50 Ιορδανοί, αλλά ο πραγματικός αριθμός δεν αποκαλύφθηκε ποτέ από τους Ιορδανούς, με σκοπό να κρατήσουν ψηλά το ηθικό και την πίστη στο καθεστώς του βασιλιά Χουσεΐν. Η μάχη ήταν σύντομη: οι ισραηλινές δυνάμεις πέρασαν τα σύνορα στις 6:00 π.μ. ως τις 22:00 μ.μ.

Ο Χουσεΐν ένιωσε προδομένος απ’ αυτήν την επιχείρηση. Είχε μυστικές συναντήσεις για τρία χρόνια με τους ισραηλινούς υπουργούς εξωτερικών Άμπα Εμπάν και Γκόλντα Μέιρ. Σύμφωνα με τον ίδιο έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσεις τις αντάρτικες επιθέσεις από την Ιορδανία. «Τους είπα πως δεν μπορούσα να απορροφήσω μια σοβαρή (ισραηλινή) επίθεση αντιποίνων, και δέχτηκαν τη λογική αυτού του δεδομένου και υποσχέθηκαν πως δεν θα πραγματοποιούσαν ποτέ».

Δύο μέρες αργότερα, σ’ ένα μνημόνιο του προέδρου των Η.Π.Α. Λύντον Τζόνσον, ο ειδικός βοηθός του, Ουώλτ Ρόστοου, έγραψε: «τα αντίποινα δεν είναι η ουσία της υπόθεσης. Αυτή η επιδρομή των 3.000 ανδρών με άρματα και αεροπλάνα ξεπέρασε κάθε ισορροπία σε αναλογία με την πρόκληση και ήταν στραμμένη σε λάθος στόχο», και συνέχισε περιγράφοντας τη ζημιά που είχε γίνει στα αμερικανικά και ισραηλινά συμφέροντα: «βύθισαν ένα καλό σύστημα σιωπηρής συνεργασίας μεταξύ του Χουσεΐν και των Ισραηλινών... Υπέσκαψαν τον Χουσεΐν. Έχουμε ξοδέψει $500 εκατομμύρια για να τον στηρίξουμε ως παράγοντα σταθερότητας στα πιο επιμήκη ισραηλινά σύνορα και απέναντι από τη Συρία και το Ιράκ. Η επίθεση του Ισραήλ αυξάνει την πίεση πάνω του να αντεπιτεθεί όχι μόνο από τις ριζοσπαστικότερες αραβικές κυβερνήσεις και από τους Παλαιστινίους της Ιορδανίας αλλά επίσης και από το στρατό, που είναι το κύριο στήριγμά του και ίσως τώρα να πιέσει για μία αποζημίωση των απωλειών της Κυριακής... έχουν εμποδίσει την πρόοδο σ’ ένα μεγάλης διάρκειας διακανονισμό με τους Άραβες... Ίσως να έχουν πείσει τους Σύριους πως το Ισραήλ δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στην προστατευόμενη από τους Σοβιετικούς Συρία αλλά μπορούσαν να επιτεθούν στη στηριζόμενη από τις Η.Π.Α. Ιορδανία ατιμώρητα».

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα το ψήφισμα 228, εκφράζοντας τη βαθειά θλίψη του για την «απώλεια ζωών και τις σοβαρές ζημιές σε περιουσίες από την ενέργεια της κυβέρνησης του Ισραήλ στις 13 Νοεμβρίου 1966», αποδοκιμάζοντας το «Ισραήλ για τη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση σε παραβίαση της Χάρτας του ΟΗΕ και της Γενικής Συμφωνίας Κατάπαυσης του Πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας» και τονίζοντας πως οι πράξεις στρατιωτικών αντιποίνων δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές και πως, αν επαναληφθούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να σκεφτεί περαιτέρω και πιο αποτελεσματικά βήματα όπως τα οραματίστηκε ο Χάρτης για να διασφαλίσει πως τέτοιες ενέργειες δεν θα επαναληφθούν.

Στο Αμμάν οι Παλαιστίνιοι οργάνωσαν αμέσως μεγάλες διαδηλώσεις κατά του βασιλιά Χουσεΐν, τον οποίο κατηγορούσαν ότι αρνήθηκε να στείλει ενισχύσεις στο Σαμού. Αντιμετωπίζοντας καταιγίδα κριτικής από Ιορδανούς, Παλαιστίνιους και τους Άραβες γείτονες τους για την αποτυχία του να υπερασπίσει το Σαμού, ο Χουσεΐν διέταξε μια πανεθνική επιστράτευση στις 20 Νοεμβρίου. Ο Χουσεΐν παραπονέθηκε πως η Αίγυπτος είχε αποτύχει να υπερασπίσει τη Δυτική Όχθη, ενώ «κρυβόταν πίσω από τις φούστες της UNEF»· αυτή η κατηγορία ήταν ίσως ένας παράγοντας στην απόφαση του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ να απαλλάξει τη χώρα του από τη δύναμη της UNEF στην έναρξη του πολέμου.

Η επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη στην οποία αναμείχθηκε το Ισραήλ από την Κρίση του Σουέζ. Ενώ οι διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν ακριβώς οι αναμενόμενες για το Ισραήλ, μετά την επιχείρηση ο Χουσεΐν δούλεψε σκληρά για ν’ αποφύγει περαιτέρω συγκρούσεις αποτρέποντας αντάρτικες επιχειρήσεις από την Ιορδανία.

Κάποιοι είδαν την επιδρομή στο Σαμού ως την έναρξη της κλιμάκωσης των εντάσεων που οδήγησαν στον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Μόσε Σεμές, ένα ιστορικό και πρώην αξιωματικό της αντικατασκοπίας του Ισραηλινού στρατού, ο στρατός της Ιορδανίας και οι πολιτικοί ηγέτες υπολόγιζαν πως ο βασικός στόχος του Ισραήλ ήταν να κατακτήσει τη Δυτική Όχθη. Ένιωθαν πως το Ισραήλ προσπαθούσε να παρασύρει όλες τις Αραβικές χώρες σε πόλεμο. Μετά την επιδρομή στο Σαμού, αυτοί οι φόβοι έγιναν αποφασιστικός παράγοντας στην απόφαση της Ιορδανίας να μπει στον πόλεμο. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν ήταν πεπεισμένος πως το Ισραήλ θα προσπαθούσε να καταλάβει τη Δυτική Όχθη, είτε έμπαινε σε πόλεμο η Ιορδανία, είτε όχι.

Ισραήλ και Συρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μοσέ Νταγιάν

Μαζί με τη χρηματοδότηση επιθέσεων εναντίον του Ισραήλ (συχνά μέσω της Ιορδανικής επικράτειας, προς θλίψη του Βασιλιά Χουσεΐν), η Συρία άρχισε επίσης να βομβαρδίζει Ισραηλινές κοινότητες στη βορειοανατολική Γαλιλαία από θέσεις στα Υψώματα Γκολάν, ως μέρος του ζητήματος για τον έλεγχο στις Αποστρατικοποιημένες Ζώνες, μικρά κομμάτια γης που τα διεκδικούσαν Ισραήλ και Συρία. Έχοντας υπ’ όψιν επιθέσεις στο έδαφος του Ισραήλ, η Συρία ισχυριζόταν πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις δραστηριότητες της Ελ-Φατάχ και της Ελ-Ασέφα, ούτε για την άνοδο Παλαιστινιακών οργανώσεων των οποίων ο διακηρυγμένος στόχος ήταν ν’ απελευθερώσουν την κατακτημένη και κατεχόμενη τους περιοχή.

Η Συρία κατηγορούσε το Ισραήλ πως παρενοχλούσε Άραβες αγρότες στην αποστρατικοποιημένη ζώνη και άνοιγε πυρ σε Συριακές στρατιωτικές θέσεις, ενώ τα Ισραηλινά θωρακισμένα τρακτέρ καλλιεργούσαν Αραβική γη στην Αποστρατικοποιημένη Ζώνη, υποστηριγμένα παράνομα από Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Εννιά χρόνια αργότερα, ο Μοσέ Νταγιάν, ο Ισραηλινός υπουργός άμυνας την περίοδο του πολέμου, δήλωσε πως η Ισραηλινή τακτική στα Συριακά σύνορα μεταξύ 1949 και 1967 αποτελούνταν από «ν’ αρπάζουμε κομμάτια περιοχής και να εξακολουθούμε να το κατέχουμε ώσπου ν’ απελπιστεί ο εχθρός και να μας τη δώσει». Περιέγραψε την κατάσταση με παρόμοιο τρόπο όπως την περιέγραψε η Συριακή κυβέρνηση:

«Μετά απ’ όλα αυτά, ξέρω πως άρχισε τουλάχιστον 80 τοις εκατό των συγκρούσεων. Κατά τη γνώμη μου, περισσότερο από το 80 τοις εκατό, αλλά ας μιλήσουμε περίπου για 80 τοις εκατό. Πήγαινε μ’ αυτό τον τρόπο: Στέλναμε ένα τρακτέρ για να οργώσει μια περιοχή που δεν ήταν δυνατόν να γίνει τίποτα, στην αποστρατικοποιημένη περιοχή, και ξέραμε προκαταβολικά πως οι Σύριοι θα ξεκινούσαν να πυροβολούν. Αν δεν πυροβολούσαν, θα λέγαμε στο τρακτέρ να προχωρήσει περισσότερο, ώσπου στο τέλος οι Σύριοι να εκνευριστούν και να πυροβολήσουν. Και μετά θα χρησιμοποιούσαμε το πυροβολικό μας και αργότερα την αεροπορία μας, και έτσι ήταν τα πράγματα. Το ‘κανα αυτό, και ο Λάσκοφ με τον Τσάρα το ‘καναν αυτό, και ο Γιτζάκ το ίδιο, αλλά μου φαινόταν πως αυτός που απολάμβανε περισσότερο αυτά τα παιχνίδια ήταν ο Ντάντο».

Στις 4 Νοεμβρίου του 1966, η Αίγυπτος και η Συρία υπέγραψαν αμυντική συμφωνία, βάσει της οποίας κάθε ισραηλινή επίθεση εναντίον της μιας θεωρείτο και θα αντιμετωπιζόταν ως επίθεση κατά αμφοτέρων, παρά τις τρομερές εσωτερικές έριδες των Αράβων και παρά το ότι ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ είχε καταστήσει σαφές ότι ουδόλως επιθυμούσε έναν πόλεμο κατά του Ισραήλ, λόγω των σοβαρότατων εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων της Αιγύπτου. Σύμφωνα με τον Ιντάρ Τζιτ Ρίχιε, ο Αιγύπτιος υπουργός Εξωτερικών Μαχμούντ Ριάντ του είπε πως η Σοβιετική Ένωση είχε πείσει την Αίγυπτο να μπει στο σύμφωνο έχοντας δύο ιδέες στο μυαλό της: να μειώσει τις πιθανότητες μιας επίθεσης αντιποίνων στη Συρία από το Ισραήλ και να φέρει τους Συρίους υπό την επιρροή του μετριοπαθούς Αιγυπτίου προέδρου Νάσερ.

Το 1967 μπήκε με σειρά νέων μεθοριακών επεισοδίων Ισραήλ-Συρίας και τρομοκρατικών επιθέσεων κατά ισραηλινών στόχων σχεδόν επί καθημερινής βάσης, που ανάγκασε τον γενικό γραμματέα του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ, να απευθύνει στις δύο πλευρές "επείγουσα έκκληση" να σταματήσουν κάθε στρατιωτική ενέργεια και να έλθουν σε συνεννόηση. Πράγματι οργανώθηκαν δύο συναντήσεις της διμερούς "Κοινής Επιτροπής Εκεχειρίας", οι οποίες δεν είχαν ωστόσο το παραμικρό αποτέλεσμα.

Σε μία επίσκεψη του στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1967, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Αμπά Εμπάν ανέλυσε στους δημοσιογράφους τις «ελπίδες και τις ανησυχίες του Ισραήλ» εξηγώντας στους παρόντες πως αν και οι κυβερνήσεις του Λιβάνου, της Ιορδανίας και της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (το επίσημο όνομα της Αιγύπτου ως το 1971) φαίνονταν να έχουν αποφασίσει εναντίον της ενεργούς αντιπαράθεσης με το Ισραήλ φαινόταν να αποδειχτεί αν η Συρία μπορούσε να διατηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο περιορισμού στο οποίο οι εχθροπραξίες θα περιορίζονταν σε λεκτικό επίπεδο.

Οι καθημερινές επιθέσεις της Φατάχ συνεχίζονταν, εν τω μεταξύ, όπως και τα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ συριακών και ισραηλινών δυνάμεων, με επίκεντρο συνήθως την απόπειρα των Ισραηλινών να καλλιεργήσουν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη μεταξύ των δύο κρατών, με τεθωρακισμένα τρακτέρ. Το σοβαρότερο επεισόδιο σημειώθηκε στις 7 Απριλίου, όταν ένα μικρής σημασίας συνοριακό περιστατικό κλιμακώθηκε σε κανονική αερομαχία πάνω από τα υψώματα Γκολάν, με αποτέλεσμα την απώλεια έξι συριακών Μιγκ από Μιράζ ΙΙΙ της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας (IAF), και την πτήση των τελευταίων πάνω από τη Δαμασκό. Τεθωρακισμένα, βαριά ολμοβόλα και πυροβολικό χρησιμοποιήθηκαν σε πολλούς τομείς στα 76 χιλιόμετρα του μήκους των συνόρων σ’ αυτό που περιγράφηκε ως «μία διαμάχη για τα δικαιώματα καλλιέργειας στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη νοτιοανατολικά της λίμνης Τιβεριάδας». Νωρίτερα στην εβδομάδα εκείνη, η Συρία είχε επιτεθεί δυο φορές σε ισραηλινό τρακτέρ που δούλευε στην περιοχή και όταν εκείνο επέστρεψε το πρωινό της 7ης Απριλίου οι Σύριοι ξανάνοιξαν πυρ εναντίον του. Οι Ισραηλινοί απάντησαν στέλνοντας ένα θωρακισμένο με μέταλλο τρακτέρ για να συνεχίσει το όργωμα, με αποτέλεσμα περαιτέρω ανταλλαγή πυρών. Η ισραηλινή αεροπορία πραγματοποίησε κάθετο βομβαρδισμό συριακών θέσεων με βόμβες 250 και 500 κιλών. Οι Σύριοι απάντησαν με βαρύ βομβαρδισμό των ισραηλινών συνοριακών οικισμών, και τα ισραηλινά αεριωθούμενα απάντησαν με το βομβαρδισμό του χωριού Σκουφίγιε, καταστρέφοντας περίπου 40 σπίτια. Στις 15:19 οι συριακοί βομβαρδισμοί άρχισαν να πραγματοποιούνται στο κιμπούτς Γκαντότ· πάνω από 300 βόμβες έπεσαν στο κιμπούτς σε διάστημα 40 λεπτών. Ο Οργανισμός Εποπτείας Ανακωχής των Ηνωμένων Εθνών (UNTSO) προσπάθησε να διευθετήσει κατάπαυση του πυρός, αλλά η Συρία αρνήθηκε συνεργασία αν δεν σταματούσαν οι αγροτικές εργασίες του Ισραήλ.

Μιλώντας σε συγκέντρωση του κόμματος Μαπάι στην Ιερουσαλήμ στις 11 Μαΐου ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Λευί Εσκόλ προειδοποίησε πως το Ισραήλ δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει αεροπορική δύναμη στην κλίμακα της 7ης Απριλίου σε απάντηση της συνεχιζόμενης συνοριακής τρομοκρατίας και την ίδια μέρα ο Ισραηλινός απεσταλμένος Γιδεών Ράφαελ παρουσίασε ένα γράμμα στον πρόεδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας προειδοποιώντας πως το Ισραήλ «θα ενεργούσε για να αμυνθεί αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις». Γράφοντας από το Τελ Αβίβ στις 12 Μαΐου, ο Τζέιμς Φέρον ανέφερε πως κάποιοι Ισραηλινοί ηγέτες είχαν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον της Συρίας «μεγάλης ισχύος αλλά μικρής διάρκειας και σε περιορισμένη περιοχή» και παράθεσε «έναν αρμόδιο παρατηρητή» ο οποίος «είπε πως μάλλον ήταν απίθανο η Αίγυπτος, ο στενότερος σύμμαχος της Συρίας στον αραβικό κόσμο, να μπει σε εχθροπραξίες εκτός κι αν ήταν εκτεταμένη η ισραηλινή επίθεση». Στις αρχές Μαΐου το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο εξουσιοδότησε ένα περιορισμένο χτύπημα εναντίον της Συρίας, αλλά η επαναλαμβανόμενη απαίτηση του Ράμπιν για μεγάλης κλίμακας χτύπημα με σκοπό τη δυσφήμιση ή την ανατροπή του καθεστώτος του Μπάαθ βρήκε τον Εσκόλ να διαφωνεί. Ο δημοσιογράφος του BBC Τζέρεμι Μπόουεν ανέφερε:

Η μεγαλύτερη απειλή αναφέρθηκε από το πρακτορείο ειδήσεων United Press International (UPI) στις 12 Μαΐου: «Μια υψηλή Ισραηλινή πηγή είπε σήμερα πως το Ισραήλ θα αναλάμβανε περιορισμένη στρατιωτική δράση σχεδιασμένη για να πέσει το στρατιωτικό καθεστώς της Δαμασκού αν οι Σύριοι τρομοκράτες συνεχίσουν τις ηθελημένες τους επιδρομές μέσα στο Ισραήλ. Στρατιωτικοί παρατηρητές είπαν πως μια τέτοια επίθεση θα εξελισσόταν αμέσως σε ολοκληρωτικό πόλεμο αλλά θα μπορούσε να εξαπολύσει ένα αποδοτικό χτύπημα εναντίον της Συριακής κυβέρνησης». Στη Δύση όπως και στον αραβικό κόσμο η πρώτη υπόθεση ήταν πως η ανώνυμη πηγή ήταν ο Ράμπιν και πως μιλούσε σοβαρά. Στην πραγματικότητα, η πηγή ήταν ο ταξίαρχος Άχαρον Γιαρίβ, αρχηγός της στρατιωτικής αντικατασκοπίας, και η ιστορία μεταδόθηκε υπερβολικά. Ο Γιαρίβ ανέφερε «μια ολική εισβολή στη Συρία και κατάληψη της Δαμασκού» αλλά μόνο ως την πιο ακραία πιθανότητα. Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει. Η ένταση ανέβηκε τόσο πολύ ώστε ο περισσότερος κόσμος, και όχι μόνο οι Άραβες, υπέθεσαν πως κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα σχεδιαζόταν εναντίον της Συρίας.

Τα περιστατικά στα σύνορα πολλαπλασιάστηκαν και πολλοί Άραβες ηγέτες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, κάλεσαν για τον τερματισμό των Ισραηλινών αντιποίνων. Η Αίγυπτος, που τότε προσπαθούσε ήδη να πάρει μια κεντρική θέση στον Αραβικό κόσμο με τον Νάσσερ, συνόδευε τέτοιες διακηρύξεις με σχέδια επαναστρατικοποίησης του Σινά. Η Συρία μοιραζόταν αυτές τις απόψεις, αν και δεν προετοιμάστηκε για άμεση εισβολή. Η Σοβιετική Ένωση κάλυπτε ενεργά τις στρατιωτικές ανάγκες των Αραβικών κρατών. Αποκαλύφθηκε πως στις 13 Μαΐου μια σοβιετική έκθεση αντικατασκοπίας που δόθηκε από τον Σοβιετικό πρόεδρο Νικολάι Ποντγκόρνι στον Αιγύπτιο αντιπρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ ανέφερε λανθασμένα πως τα ισραηλινά στρατεύματα μετακινούνταν μαζικά στα σύνορα με τη Συρία. Τον Μάιο του 1967, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, αργότερα Υπουργός Άμυνας της Συρίας διακήρυξε: «Οι δυνάμεις μας είναι τώρα απολύτως έτοιμες όχι μόνο ν’ αποκρούσουν την επιθετικότητα, αλλά ν’ αρχίσουν την ίδια την πράξη της απελευθέρωσης, και ν’ ανατινάξουν τη Σιωνιστική παρουσία από την Αραβική πατρίδα. Ο συριακός στρατός, με το δάκτυλο στη σκανδάλη, είναι ενωμένος... Εγώ, ως στρατιωτικός, πιστεύω πως έχει έρθει η ώρα να μπούμε σε μια μάχη εκμηδένισης (του Ισραήλ)».

Απομάκρυνση των ειρηνευτών του ΟΗΕ από την Αίγυπτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ένταση κορυφώθηκε όταν από την καθιερωμένη παρέλαση της ισραηλινής Ημέρας της Ανεξαρτησίας στην Ιερουσαλήμ, στις 15 Μαΐου, απουσίαζαν τα άρματα μάχης. Ο Νάσερ ερμήνευσε την απουσία ως ένδειξη ότι το εβραϊκό κράτος ετοιμαζόταν για επίθεση κατά της Αιγύπτου και κήρυξε τις ένοπλες δυνάμεις του σε κατάσταση πλήρους πολεμικής ετοιμότητας. Σε γενικό συναγερμό τέθηκαν και οι δυνάμεις της Συρίας και της Ιορδανίας και λίγες ημέρες αργότερα του Ιράκ και του Κουβέιτ, ενώ ο Νάσερ ζήτησε από τον Ο.Η.Ε. να αποσύρει ορισμένες από τις δυνάμεις του στο Σινά, ώστε να τοποθετηθούν στη θέση του αιγυπτιακές μονάδες. Από τη Νέα Υόρκη τού διαμήνυσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει μερική απόσυρση.

Στις 22:00 της 16ης Μαΐου, ο διοικητής της Έκτακτης Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (UNEF), ο στρατηγός Ιντάρ Τζιτ Ρίχιε, πήρε γράμμα από τον στρατηγό Μοχάμεντ Φαουζί, αρχηγό του επιτελείου της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, το οποίο έγραφε: «Προς πληροφορία σας, έδωσα οδηγίες σε όλες τις ένοπλες δυνάμεις της ΗΑΔ να είναι έτοιμες για δράση εναντίον του Ισραήλ, από τη στιγμή που θα εκτελέσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίον κάθε αραβικής χώρας. Λόγω αυτών των οδηγιών τα στρατεύματά μας έχουν ήδη συγκεντρωθεί στο Σινά, στα ανατολικά μας σύνορα. Για χάριν της απόλυτης ασφάλειας όλων των στρατευμάτων του Ο.Η.Ε. τα οποία έχουν φυλάκια παρατήρησης παράλληλα των συνόρων μας, ζητώ όπως διατάξετε την απόσυρση τους άμεσα». Ο Ρίχιε απάντησε πως θα ενημέρωνε τον Γενικό Γραμματέα για να λάβει οδηγίες.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ, προσπάθησε να διαπραγματευτεί με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, αλλά στις 18 Μαΐου ο Αιγύπτιος υπουργός Εξωτερικών πληροφόρησε τα έθνη που είχαν στρατεύματα στην UNEF πως η αποστολή της UNEF στην Αίγυπτο και τη Λωρίδα της Γάζας έχει τερματιστεί και πως έπρεπε να φύγουν αμέσως, και οι αιγυπτιακές δυνάμεις απέτρεψαν τα στρατεύματα της UNEF να μπουν στα φυλάκιά τους. Οι κυβερνήσεις της Ινδίας και της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισαν ν’ αποσύρουν τα στρατεύματα τους από την UNEF, παρά την αντίθετη απόφαση του Ου Θαντ. Ενώ γινόταν αυτό, ο Ου Θαντ πρότεινε όπως η UNEF να ανασυνταχθεί στην ισραηλινή πλευρά των συνόρων, αλλά το Ισραήλ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως τμήματα της UNEF τα οποία ήταν από χώρες εχθρικές προς το Ισραήλ θα ήθελαν να εμποδίσουν μια ισραηλινή απάντηση στην αιγυπτιακή επιθετικότητα παρά να σταματήσουν εξ αρχής την επιθετικότητα. Η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Αιγύπτου ενημέρωσε ακολούθως τον Ου Θαντ πως η αιγυπτιακή κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τερματίσει την παρουσία της UNEF στο Σινά και τη Λωρίδα της Γάζας, και ζήτησε βήματα ώστε η δύναμη ν’ αποσυρθεί το γρηγορότερο δυνατόν, κάτι που ο Ου Θαντ υποχρεώθηκε να αποδεχθεί παρά τις έντονες αντιδράσεις από πολλές δυτικές πρωτεύουσες. Στις 19 Μαΐου ο διοικητής της UNEF πήρε διαταγή ν’ αποσυρθεί. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ άρχισε μετά την επαναστρατιωτικοποίηση του Σινά, και συγκέντρωσε στρατό και τεθωρακισμένα στα σύνορα με το Ισραήλ. Τις θέσεις των 3.400 Ινδών, Καναδών, Γιουγκοσλάβων, Σουηδών, Βραζιλιάνων, Νορβηγών και Δανών κυανοκράνων, οι οποίοι αποσύρθηκαν στην πόλη της Γάζας, κατέλαβαν αμέσως άνδρες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, οι οποίοι ανακοινώθηκε ότι είχαν ενσωματωθεί στον αιγυπτιακό στρατό. Από τη Δασμακό, ο Σύρος υπουργός Άμυνας, υποστράτηγος Χαφέζ Αλ Άσαντ δήλωσε ότι η χώρα του "είναι έτοιμη όχι μόνο να αποκρούσει την ισραηλινή επιθετικότητα αλλά και να αναλάβει την πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την καταστροφή της σιωνιστικής παρουσίας στην πατρίδα των Αράβων". Την ίδια ημέρα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση τόσο στην Αίγυπτο όσο και στο Ισραήλ.

Η απόσυρση των στρατευμάτων της UNEF θα κρατούσε για κάποιες εβδομάδες. Τα στρατεύματα που θ’ αποσύρονταν από αέρος και θαλάσσης μέσω του Πορτ Σαΐντ. Το σχέδιο απόσυρσης όριζε πως το τελευταίο προσωπικό της UNEF θα έφευγε από την περιοχή στις 30 Ιουνίου 1967. Το πρωί της 27ης Μαΐου, η Αίγυπτος απαίτησε από το καναδικό τμήμα να εκκενώσει την περιοχή μέσα σε 48 ώρες «εξαιτίας της στάσης που πήρε η κυβέρνηση του Καναδά σε σχέση με την UNEF και το αίτημα της κυβέρνησης της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας για την απόσυρσή της», και «να αποτρέψει κάθε πιθανή αντίδραση από τον λαό της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας εναντίον των καναδικών δυνάμεων στην UNEF». Η απόσυρση του καναδικού τμήματος επιταχύνθηκε και ολοκληρώθηκε στις 31 Μαΐου, με συνέπεια η UNEF να μείνει χωρίς τα τμήματα επιμελητείας της και της αεροπορικής υποστήριξής της. Στον ίδιο τον πόλεμο 15 μέλη της δύναμης που απέμεινε σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι έφυγαν μέσω Ισραήλ.

Τα Στενά του Τιράν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την άνοιξη του 1967, η Σοβιετική Ένωση έδωσε ψευδείς πληροφορίες στη συριακή κυβέρνηση πως το Ισραήλ σχεδίαζε να εισβάλει στη Συρία· οι Σύροι αξιωματικοί ενημέρωσαν την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Οι πιέσεις των Αράβων στον Νάσερ συνεχίστηκαν, συνδυαζόμενες πλέον με πιέσεις από μερίδα εθνικιστικών αξιωματικών του. Έτσι, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου αλλά και παλαιότερης διμερούς συνθήκης με το ίδιο το Ισραήλ, στις 22 Μαΐου η Αίγυπτος ανακοίνωσε, μαζί με την απόσυρση του Ο.Η.Ε., πως τα στενά του Τιράν θα έκλειναν «για κάθε πλοίο με ισραηλινή σημαία, ή κάθε πλοίο το οποίο μεταφέρει στρατηγικά υλικά, απόφαση που θα ίσχυε από τις 23 Μαΐου». Τα στενά του Τιράν αποτελούσαν την είσοδο του κρίσιμου για το Ισραήλ κόλπου της Άκαμπα (στην Ερυθρά Θάλασσα). Το κλείσιμο των στενών απέτρεπε, όπως ανακοινώθηκε, τη μεταφορά στο ισραηλινό λιμάνι του Εϊλάτ πολεμικού υλικού και, κυρίως, πετρελαίου. Το Ισραήλ απάντησε ότι θεωρεί τη ναρκοθέτηση των στενών και την επιτήρησή τους από παράκτιο πυροβολικό "εχθρική ενέργεια" και προειδοποίησε ότι εάν ο Ο.Η.Ε. και "οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις" -προφανώς Η.Π.Α. και Βρετανία- δεν ενεργούσαν για άμεση άρση του αποκλεισμού, θα ανέλαβε το ίδιο να ανοίξει τον κόλπο.

Τα δικαιώματα της Αιγύπτου που αφορούσαν τα στενά του Τιράν συζητήθηκαν στη Γενική Συνέλευση σε συμφωνία με την απόσυρση του Ισραήλ από το Σινά μετά την Κρίση του Σουέζ. Ένας αριθμός κρατών, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Δανία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Η.Π.Α. υποστήριξαν πως τα στενά ήταν διεθνή ύδατα, και, ως τέτοια, κάθε πλοίο είχε το δικαίωμα «ελεύθερης και ανεμπόδιστης διάβασης» μέσα απ’ αυτά. Η Ινδία, όμως, υποστήριξε πως η Αίγυπτος έπρεπε να δίνει την έγκρισή της σε κάθε πλοίο το οποίο έπρεπε να ζητά άδεια πριν να μπει στον κόλπο αφού τα χωρικά της ύδατα κάλυπταν τα στενά του Τιράν. Αναγνώρισε επίσης το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης» από τέτοια νερά, αλλά δήλωσε πως εξαρτιόταν από το παραθαλάσσιο κράτος ν’ αποφασίσει ποια διάβαση ήταν «ασφαλή». Ο Νάσερ δήλωσε, «Δεν θα επιτρέψουμε υπό καμία περίσταση στην Ισραηλινή σημαία να περάσει τον Κόλπο της Άκαμπα». Το μεγαλύτερο ποσοστό από το εμπόριο του Ισραήλ χρησιμοποιούσε τα λιμάνια της Μεσογείου, και, σύμφωνα με τον Τζον Κουίγκλι, κανένα πλοίο με Ισραηλινή σημαία δεν χρησιμοποίησε το λιμάνι του Εϊλάτ τα δύο χρόνια πριν τον Ιούνιο του 1967. Υπήρχαν, όμως, αμφιβολίες σχετικά με το πόσο αυστηρός ήταν ο αποκλεισμός, και κυρίως αν θα εφαρμοζόταν σε πλοία που δεν είχαν ισραηλινή σημαία. Επικαλούμενο το διεθνές Δίκαιο, το Ισραήλ θεωρούσε το κλείσιμο των στενών παράνομο, και είχε δηλώσει το 1957 πως τέτοιος αποκλεισμός ήταν casus belli όταν αποσύρθηκε από το Σινά και τη Γάζα. Η Αίγυπτος δήλωσε πως ο κόλπος της Άκαμπα ήταν πάντα εθνικά εσωτερικά χωρικά ύδατα υποκείμενα στην κυριαρχία μόνο των τριών νόμιμων παράκτιών της χωρών -της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου- που είχαν το δικαίωμα ν’ αποκλείουν εχθρικά πλοία. Ο αντιπρόσωπος της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας δήλωσε περαιτέρω πως «η αξίωση του Ισραήλ να έχει ένα λιμάνι στον κόλπο ήταν λανθασμένος, αφού το Ισραήλ ισχυριζόταν να έχει καταλάβει πολλά παράκτια μίλια στον κόλπο, μαζί με το Ουμ Ράσρας, παραβιάζοντας τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1948 και των Αιγύπτιο-Ισραηλινών Γενικών Συμφωνικών Κατάπαυσης του Πυρός».

Τα αραβικά κράτη αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Ισραήλ για δίοδο μέσω των στενών. Τόνισαν πως δεν είχαν υπογράψει τη Σύμβαση περί Χωρικών Υδάτων και Κοινής Συνοριακής Ζώνης κυρίως εξαιτίας του άρθρου 16 (4) το οποίο έδινε αυτό το δικαίωμα στο Ισραήλ. Όμως, εδώ και καιρό ήταν πρακτική των κρατών και του συνήθη διεθνούς δικαίου πως όλα τα πλοία έχουν ένα δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσω των χωρικών υδάτων. Συνεπώς γι’ αυτό η Αίγυπτος είχε επιτρέψει τη δίοδο ως ζήτημα κρατικής πρακτικής ώσπου αργότερα υπέβαλε πως η opinio juris της σ’ αυτό το θέμα ήταν σύμφωνη με την πρακτική της. Περαιτέρω, όταν η Αίγυπτος κατείχε τα Σαουδαραβικά νησιά του Σαναφίρ και του Τιράν το 1950, παρείχε εγγυήσεις στις ΗΠΑ πως η στρατιωτική κατοχή δεν θα χρησιμοποιούνταν για να εμποδίσει την ελεύθερη δίοδο, και πως η Αίγυπτος αναγνωρίζει πως τέτοια ελεύθερα περάσματα είναι «σε συμφωνία με τη διεθνή πρακτική και τις αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου». Το 1949 το Διεθνές Δικαστήριο κράτησε την Υπόθεση του Πορθμού της Κέρκυρας (Ηνωμένο Βασίλειο εναντίον Αλβανίας) όπου ένα στενό υπερκαλύφθηκε από ξένα πλοία σε χωρικά ύδατα, ακόμα και πολεμικά, τα οποία είχαν αναφαίρετο δικαίωμα αβλαβούς περάσματος μέσω τέτοιων στενών χρησιμοποιημένων για διεθνή ναυσιπλοΐα μεταξύ μερών ανοιχτής θάλασσας, αλλά καθόρισε όρο για το αθώο πέρασμα μέσω στενών μέσα σε χωρικά ύδατα ενός ξένους κράτους. Αυτά τα όρια δεν είχαν κωδικοποιηθεί ως τη Σύμβαση περί Χωρικών Υδάτων και Κοινής Συνοριακής Ζώνης.

Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μετά τον πόλεμο, τα Αραβικά κράτη και οι υποστηρικτές τους είπαν πως ακόμα κι αν το διεθνές δίκαιο έδινε το δικαίωμα περάσματος στο Ισραήλ, αυτό σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιούσε το Ισραήλ να το διεκδικήσει με επίθεση κατά της Αιγύπτου, επειδή το κλείσιμο δεν συνιστούσε «ένοπλη επίθεση» όπως προσδιορίζεται από το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Συμφώνως μ’ αυτό το σημείο, ο καθηγητής διεθνούς δικαίου Τζον Κουίγκλι υποστηρίζει πως υπό το δόγμα της αναλογικότητας, το Ισραήλ θα είχε τη νομιμοποίηση να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία μόνο αν ήταν απαραίτητο να εξασφαλίσει το δικαίωμα για δίοδο. Άλλοι διαφώνησαν: μετά την εκστρατεία του 1956 στην οποία το Ισραήλ κατέκτησε το Σαρμ ελ-Σέιχ και άνοιξε τα κλειστά Στενά, αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί και να επιστρέψει την περιοχή στην Αίγυπτο. Μέλη της διεθνούς κοινότητας ανέλαβαν τότε πρωτοβουλίες για να εξασφαλίσουν ότι το Ισραήλ δεν θα εμποδιστεί στη χρήση των Στενών του Τιράν. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, παραδείγματος χάριν, ανακοίνωσε πως μια απόπειρα ανάμειξης με την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά θα ήταν εναντίον του διεθνούς δικαίου, και ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ έφτασε στο σημείο να δηλώσει δημόσια πως μια νέα επιβολή ενός αποκλεισμού στα Στενά του Τιράν θα φαινόταν σαν επιθετική ενέργεια που θα υποχρέωνε το Ισραήλ να προστατέψει τα θαλάσσια δικαιώματα του σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Ου Θαντ πήγε επίσης στο Κάιρο για να βοηθήσει στη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας για ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση, αλλά μετά το κλείσιμο των Στενών του Τιράν, ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών, Αμπά Εμπάν, παρέμεινε στη δεδηλωμένη θέση του Ισραήλ ότι αυτή ενέργεια δικαιολογεί από μόνη της την πραγματοποίηση πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Εμπάν είπε, «Από τις 24 Μαΐου και μετά, το ζήτημα για το ποιος ξεκίνησε τον πόλεμο ή πιο έριξε την πρώτη σφαίρα έγινε βαρυσήμαντα άσχετο. Δεν υπάρχει διαφορά στο αστικό δίκαιο μεταξύ του φόνου ενός ατόμου με στραγγαλισμό ή με πυροβολισμό στο κεφάλι... Από τη στιγμή που εφαρμόστηκε ο αποκλεισμός, άρχισαν ενεργές εχθροπραξίες, και το Ισραήλ δεν όφειλε τίποτα στην Αίγυπτο από τα δικαιώματα του».

Το Ισραήλ έβλεπε το κλείσιμο των στενών με κάποιο φόβο και ζητήθηκε από τις Η.Π.Α. με το Ηνωμένο Βασίλειο ν’ ανοίξουν τα στενά του Τιράν, όπως εγγυήθηκαν πως θα έκαναν το 1957. Η πρόταση του Χάρολντ Ουίλσον για μία διεθνή ναυτική δύναμη για να αντιμετωπίσει την κρίση υιοθετήθηκε από τον πρόεδρο Τζόνσον, αλλά πήρε μικρή υποστήριξη, και μόνο η Βρετανία με την Ολλανδία προσφέρθηκαν να δώσουν πλοία.

Ο Γιτζάκ Ράμπιν ανέφερε πως το υπουργικό συμβούλιο βρισκόταν σε πλήρη αδιέξοδο σχετικά με το ζήτημα του αποκλεισμού. Ο υπουργός Εσωτερικών Μόσε Χάιμ Σαπίρα συγκεκριμένα είχε τονίσει πως τα στενά ήταν κλειστά από το 1951 ως το 1956 χωρίς εκείνη η κατάσταση να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ. Ωστόσο, στο Ισραήλ, η ένταση αύξανε την πολιτική ισχύ της φιλοπόλεμης μερίδας της πολιτικής σκηνής, με αιχμή του δόρατος τον ήρωα της κατάληψης του Σινά στον πόλεμο του 1956: τον μονόφθαλμο στρατηγό Μοσέ Νταγιάν, ο οποίος δεν έπαυε σε ολόκληρο το διάστημα αυτό να πιέζει για άμεση έναρξη εχθροπραξιών και την 1η Ιουνίου ανέλαβε το υπουργείο Άμυνας, χαρτοφυλάκιο που κρατούσε ο πρωθυπουργός Εσκόλ. Το κλείσιμο των στενών του Τιράν αποτελούσε άλλωστε για το Ισραήλ δεδηλωμένη αιτία πολέμου από το 1960. Πέραν αυτού και από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ήδη, ο ιστορικός ηγέτης του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, είχε καταστήσει θεμέλιο της ισραηλινής πολιτικής την αντίληψη ότι μόνο η δύναμη των όπλων εξασφαλίζει την ασφάλεια της χώρας και ότι συνεπώς, έστω και διά της βίας, οι Άραβες θα πρέπει να υποταχθούν στους όρους του Ισραήλ, στόχος που περιελάμβανε την κατάκτηση επιπλέον εδαφών.

Αίγυπτος και Ιορδανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Μάιο και Ιούνιο η Ισραηλινή κυβέρνηση είχε δουλέψει σκληρά για να κρατήσει την Ιορδανία έξω από κάθε πολεμική ανάμειξη· την ανησυχούσε το γεγονός πως θα είχε να δεχτεί επίθεση σε πολλά μέτωπα και δεν ήθελε ν’ αντιμετωπίσει τον Παλαιστινιακό πληθυσμό της Δυτικής Όχθης. Όμως, ο Βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν πιάστηκε στο κύμα του παναραβικού εθνικισμού που προηγήθηκε του πολέμου· και έτσι, στις 30 Μαΐου, η Ιορδανία υπέγραψε αμοιβαία αμυντική συμφωνία με την Αίγυπτο, και μ’ αυτό το τρόπο ενώθηκε στη στρατιωτική συμμαχία που υπήρχε ήδη μεταξύ Αιγύπτου και Συρίας. Η κίνηση εξέπληξε τους Αιγυπτίους και τους ξένους παρατηρητές, επειδή ο Πρόεδρος Νάσερ βρισκόταν γενικά σε ασυμφωνία με τον Χουσεΐν, αποκαλώντας τον ένα «ιμπεριαλιστικό δουλικό» λίγες μόνο μέρες πριν. Ο Νάσερ είπε πως όποιες διαφορές υπήρχαν μεταξύ του και του Χουσεΐν σβήστηκαν «σε ένα λεπτό» και διακήρυξε:

«Ο βασικός μας στόχος θα είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Ο Αραβικός λαός θέλει να πολεμήσει».

Στο τέλος Μαΐου 1967, οι Ιορδανικές δυνάμεις τέθηκαν υπό τις διαταγές ενός Αιγυπτίου στρατηγού, του Αμπντούλ Μουνίμ Ριάντ. Την ίδια μέρα, ο Νάσερ διακήρυξε: «Οι στρατιές της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας και του Λιβάνου βρίσκονται σε ετοιμότητα στα σύνορα του Ισραήλ... για ν’ αντιμετωπίσουν την πρόκληση, ενώ βρίσκονται πίσω μας οι στρατιές του Ιράκ, της Αλγερίας, του Κουβέιτ, του Σουδάν και όλου του Αραβικού έθνους. Αυτή η πράξη θα καταπλήξει τον κόσμο. Σήμερα θα ξέρουν πως οι Άραβες είναι έτοιμοι για μάχη, η κρίσιμη ώρα έχει φτάσει. Φτάσαμε στο στάδιο της σοβαρής πράξης και όχι των περισσότερων διακηρύξεων». Το Ισραήλ απαίτησε πολλές φορές από την Ιορδανία ν’ απέχει από τις εχθροπραξίες. Σύμφωνα με τον Μουτάουι, ο Χουσεΐν πιάστηκε σ’ ένα ταπεινωτικό δίλημμα: να επιτρέψει στην Ιορδανία να παρασυρθεί σε’ ένα πόλεμο και ν’ αντιμετωπίσει τη μέγιστη επιθετική αιχμή της απάντησης του Ισραήλ, ή να μείνει ουδέτερος και να ρισκάρει την πλήρη εξέγερση του λαού του. Ο αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων της Ιορδανίας Σαρίφ Ζάιντ μπεν Σακέρ προειδοποίησε σε μια συνέντευξη τύπου πως «αν η Ιορδανία δεν μπει στον πόλεμο, θα ξεσπάσει στη χώρα εμφύλιος πόλεμος». Όμως, σύμφωνα με τον Αβί Σλάιμ, οι πράξεις του Χουσεΐν καθοδηγήθηκαν από τα αραβικά εθνικιστικά του αισθήματα.

Στις 3 Ιουνίου, μέρες πριν τον πόλεμο, η Αίγυπτος μετακίνησε στο Αμμάν δύο τάγματα καταδρομέων με διαταγή να παρεισφρήσουν στα σύνορα του Ισραήλ, να συμπλακούν στις επιθέσεις και τους βομβαρδισμούς τόσο ώστε να τραβήξουν τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα Ιορδανικό μέτωπο και να χαλαρώσουν την πίεση που θα είχαν οι Αιγύπτιοι. Επίσης Σοβιετικό πυροβολικό και Αιγυπτιακές στρατιωτικές προμήθειες και πληρώματα μετακινήθηκαν στην Ιορδανία.

Η αίσθηση ανησυχίας του Ισραήλ όσον αφορούσε τον μελλοντικό ρόλο της Ιορδανίας πήγαζε από τον Ιορδανικό έλεγχο της Δυτικής Όχθης. Αυτό έβαζε τις Αραβικές δυνάμεις μόλις 17 χιλιόμετρα από τις ακτές του Ισραήλ, ένα σημείο εκκίνησης από το οποίο μια καλά συντονισμένη επίθεση τεθωρακισμένων θα έκοβε μέσα σε μισή ώρα το Ισραήλ στα δύο. Ο Χουσεΐν διπλασίασε το μέγεθος του Ιορδανικού στρατού την τελευταία δεκαετία και είχε πάρει Αμερικανικά όπλα και εκπαίδευση από τις αρχές του 1967, και υπήρχε ο φόβος πως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον του Ισραήλ· επομένως, επίθεση από τη Δυτική Όχθη πάντα φαινόταν από την Ισραηλινή ηγεσία ως μια απειλή για την ύπαρξη του Ισραήλ. Την ίδια ώρα πολλά Αραβικά κράτη που δεν είχαν σύνορα με το Ισραήλ, όπως το Ιράκ, το Σουδάν, το Κουβέιτ και η Αλγερία, άρχισαν να κινητοποιούν τις ένοπλες τους δυνάμεις.

Η πορεία προς τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ομιλία του σε Άραβες συνδικαλιστές στις 26 Μαΐου, ο Νάσερ ανακοίνωσε: «Αν το Ισραήλ μπει σε επίθεση εναντίον της Συρίας ή της Αιγύπτου, η μάχη εναντίον του Ισραήλ θα είναι γενική και δεν θα περιοριστεί σ’ ένα σημείο στα Συριακά ή τα Αιγυπτιακά σύνορα. Η μάχη θα είναι γενική και ο βασικός μας στόχος θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ».

Ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Αμπά Εμπάν έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως βρήκε «τη διαβεβαίωση του Νάσερ πως δεν σχεδίαζε μια ένοπλη επίθεση» πειστική, προσθέτοντας πως «Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο· ήθελε νίκη χωρίς πόλεμο». Γράφοντας από την Αίγυπτο στις 4 Ιουνίου 1967 ο δημοσιογράφος των New York Times Τζέιμς Ρέστον παρατηρούσε: «Το Κάιρο δεν θέλει πόλεμο και σίγουρα δεν είναι έτοιμο για πόλεμο. Αλλά έχει αποδεχτεί ήδη τη δυνατότητα, ακόμα και την πιθανότητα, του πολέμου, σαν να είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης».

Γράφοντας το 2002, ο Αμερικανός δημοσιογράφος του Εθνικού Δημόσιου Ραδιοφώνου Μάικ Σάστερ εξέφρασε μια οπτική που ήταν η επικρατούσα στο Ισραήλ πριν τον πόλεμο, πως η χώρα «ήταν περικυκλωμένη από Αραβικά κράτη αποφασισμένα να την ξεριζώσουν. Η Αίγυπτος κυβερνιόταν από τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, έναν υποκινητή του εθνικισμού του οποίο ο στρατός ήταν ο ισχυρότερος στην Αραβική Μέση Ανατολή. Η Συρία κυβερνιόταν από το ριζοσπαστικό κόμμα Μπάαθ, που συνέχεια εξέφραζε απειλές πως θα ρίξει το Ισραήλ στη θάλασσα».

Οι προκλητικές απέναντι στο Ισραήλ ενέργειες, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό των Στενών και την κινητοποίηση των δυνάμεων στο Σινά, δημιούργησαν ισχυρή στρατιωτική και οικονομική πίεση. Αν και εξεταζόταν το ενδεχόμενο διπλωματικής λύσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραδοσιακός σύμμαχος του Ισραήλ, έδιναν την εντύπωση πως προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο εξαιτίας των προβλημάτων που τους δημιουργούσε η εμπλοκή τους στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει σταδιακά στην πολιτική και στρατιωτική ελίτ του Ισραήλ η αντίληψη πως το να προλάβει το Ισραήλ τους αντιπάλους του δεν είναι απλά μια καλή στρατηγική αλλά η μόνη στρατηγική με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Διπλωματικές και κατασκοπευτικές αποτιμήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ισραηλινό Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε στις 23 Μαΐου και αποφάσισε να εξαπολύσει επίθεση αν τα Στενά του Τιράν δεν ξανάνοιγαν ως τις 25 Μαΐου. Μετά από μια προσέγγιση του Γιουτζίν Ρόστοου, του τρίτου στην ιεραρχία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, στην οποία ζήτησε να του δώσουν χρόνο να διαπραγματευτεί μια ειρηνική λύση, το Ισραήλ συμφώνησε να καθυστερήσει από δέκα μέρες μέχρι δύο εβδομάδες. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ, επισκέφθηκε το Κάιρο για να ανανεώσει τη διπλωματική προσπάθεια μεσολαβώντας μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Πρότεινε ένα μορατόριο (Δικαιοστάσιο) στα Στενά του Τιράν, το οποίο περιλάμβανε προσωρινή άρση του αποκλεισμού. Η Αίγυπτος συμφώνησε αλλά το Ισραήλ απέρριψε αυτές τις προτάσεις. Οι παραχωρήσεις του Νάσερ δεν συνηγορούσαν αναγκαία με μια από μέρους του προσπάθεια να αποφύγει τον πόλεμο, καθώς η απόφαση αυτή ισχυροποιούσε τη θέση του πολιτικά και στρατιωτικά. Από τη μία μεριά, συμφωνώντας στη διπλωματία κέρδισε διεθνή πολιτική υποστήριξη. Από την άλλη, κάθε καθυστέρηση έδινε χρόνο στην Αίγυπτο για να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες και να συντονιστεί με τις άλλες Αραβικές δυνάμεις. Γι' αυτούς τους λόγους, η απόρριψη από το Ισραήλ δεν οφειλόταν απαραίτητα σε μια επιθυμία για πόλεμο καθώς η συμφωνία αυτή δεν μείωνε την πίεση που ένιωθε ότι υφίσταται. Το Ισραήλ εκτιμούσε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ολική επιστράτευση για πολύ.

Οι ΗΠΑ επίσης πρότειναν να μεσολαβήσουν, και ο Νάσερ συμφώνησε να στείλει τον αντιπρόεδρο του στην Ουάσιγκτον προς αναζήτηση διπλωματικού διακανονισμού. Η συνάντηση δεν έγινε επειδή το Ισραήλ εξαπέλυσε την επίθεση του. Κάποιοι αναλυτές υιοθετούν τη άποψη πως ο Νάσερ προέβη σε αυτές τις ενέργειες προκειμένου να εδραιώσει πολιτικά οφέλη, μια τακτική η οποία γνώριζε ότι κουβαλούσαν το υψηλό ρίσκο της επίσπευσης των στρατιωτικών εχθροπραξιών. Η προθυμία του Νάσερ να αναλάβει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο οφειλόταν στη βαθιά πεποίθησή του ότι το Ισραήλ είναι ανίκανο για ανεξάρτητη και αποτελεσματική στρατιωτική δράση, ότι εξαρτάται απόλυτα από την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Ο Αιγύπτιος στρατάρχης Abdel Hakim Amer κατάστρωσε ένα σχέδιο για να εξαπολύσει μια επίθεση στο Ισραήλ με στόχο να αποκόψει το Eilat την αυγή της 27ης Μαΐου. Στις 26 Μαΐου 1967, ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Abba Eban έφτασε στην Ουάσιγκτον με στόχο να εξακριβώσει από την Αμερικανική κυβέρνηση τη θέση της στο γεγονός της έκρηξης ενός πολέμου. Μόλις έφτασε ο Eban, κρατούσε ένα τηλεγράφημα από την Ισραηλινή κυβέρνηση. Το τηλεγράφημα έλεγε πως το Ισραήλ είχε μάθει την ύπαρξη ενός Αιγυπτιακού και Συριακού σχεδίου να εξαπολύσουν πόλεμο εκμηδένισης εναντίον του Ισραήλ στις επόμενες 48 ώρες. Ο Eban συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών Dean Rusk, τον Υπουργό Άμυνας Robert McNamara, και τελικά με τον Πρόεδρο Λύντον Τζόνσον. Οι Αμερικάνοι είπαν πως οι πηγές αντικατασκοπίας τους δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό· οι Αιγυπτιακές θέσεις στο Σινά παρέμεναν αμυντικές. Ο Eban έφυγε από τον Λευκό Οίκο αλλόφρων. Ο ιστορικός Michael Oren εξηγεί την αντίδραση του: «Ο Eban ήταν αναψοκοκκινισμένος. Αμετάπειστος πως ο Νάσερ ήταν είτε αποφασισμένος ή ακόμα έτοιμος να επιτεθεί, είδε τώρα Ισραηλινούς να φουσκώνουν την Αιγυπτιακή απειλή - και να φουσκώνουν την αδυναμία τους - με σκοπό να αποσπάσουν μια δέσμευση πως ο Πρόεδρος, δεσμευμένος απ’ το Κογκρέσο, δεν μπορούσε να κάνει. “Μια πράξη σοβαρής ανευθυνότητας... εκκεντρική...” ήταν οι λέξεις του για το τηλεγράφημα, το οποίο, έγραψε, ”στερούνταν σύνεσης, ειλικρίνειας και τακτικής κατανόησης. Τίποτα σ’ αυτό δεν ήταν σωστό”». Σε μια διάλεξη που έδωσε το 2002, ο Oren είπε, «Ο Τζόνσον κάθισε με τους συμβούλους του και είπε, “Τι θα ήταν το αποτέλεσμα αν οι πηγές αντικατασκοπίας τους είναι καλύτερες απ’ τις δικές μας;”. Ο Τζόνσον αποφάσισε να δώσει ένα μήνυμα μέσω της τηλεφωνικής γραμμής αμέσου δράσεως στον παράλληλο του στο Κρεμλίνο, Αλεξέι Κοσύγκιν, στον οποίο είπε, “Ακούσαμε από τους Ισραηλινούς, αλλά δεν μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε, πως οι πληρεξούσιοι σας στη Μέση Ανατολή, οι Αιγύπτιοι, σχεδιάζουν να επιτεθούν στο Ισραήλ μέσα στις επόμενες 48 ώρες. Αν δεν θέλετε να ξεκινήσετε μια παγκόσμια κρίση, αποτρέψτε τους να το κάνουν”. Στις 2:30 π.μ. της 27ης Μαΐου, ο Σοβιετικός Πρέσβης στην Αίγυπτο Dmitri Pojidaev χτύπησε την πόρτα του Νάσερ και του διάβασε ένα προσωπικό γράμμα από τον Κοσύγκιν το οποίο έγραφε, “Δεν θέλουμε να κατηγορηθεί η Αίγυπτος πως άρχισε έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Αν πραγματοποιήσετε αυτήν την επίθεση, δεν μπορούμε να σας υποστηρίξουμε”. Ο Amer συμβουλεύτηκε τις πηγές του στο Κρεμλίνο, οι οποίες επιβεβαίωσαν την υπόσταση του μηνύματος του Κοσύγκιν. Απελπισμένος, ο Amer είπε στον διοικητή της Αιγυπτιακής αεροπορίας, Υποπτέραρχο Mahmud Sidqi, πως η επιχείρηση ματαιώθηκε». Σύμφωνα με τον μετέπειτα Αιγύπτιο Αντιπρόεδρο Χουσεΐν el-Shafei, μόλις έμαθε τι σχεδίαζε ο Amer, ακύρωσε την επιχείρηση.

Στις 30 Μαΐου, ο Νάσερ απάντησε στο αίτημα του Τζόνσον που είχε γίνει 11 μέρες νωρίτερα και συμφώνησε να στείλει τον Αντιπρόεδρο του, Zakkariya Muhieddin, στην Ουάσιγκτον στις 7 Ιουνίου για ν’ αναζητήσει ένα διπλωματικό διακανονισμό στο «έπ’ ακριβώς άνοιγμα του Λευκού Οίκου που είχε επιζητήσει». Ο Υπουργός Εξωτερικών Rusk ήταν πικρά απογοητευμένος που το Ισραήλ επιτέθηκε στις 5 Ιουνίου, επειδή πίστεψε πως θα μπορούσε να βρει μια διπλωματική λύση αν ξεκινούσε η συνάντηση. Ο ιστορικός Michael Oren γράφει πως ο Rusk ήταν «απίστευτα εκνευρισμένος» και ο Τζόνσον αργότερα έγραψε «Δεν έκρυψε ποτέ τη λύπη μου που το Ισραήλ αποφάσισε να κινηθεί όταν κινήθηκε».

Μέσα στην πολιτική ηγεσία του Ισραήλ, αποφασίστηκε πως αν οι ΗΠΑ δεν ενεργούσαν, και αν ο ΟΗΕ δεν ενεργούσε, πως έπρεπε να ενεργήσει το Ισραήλ. Την 1η Ιουνίου, ο Μοσιέ Dayan έγινε ο νέος Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας, και στις 3 Ιουνίου η κυβέρνηση Τζόνσον πραγματοποίησε μια αμφίσημη δήλωση· το Ισραήλ συνέχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο. Η επίθεση του Ισραήλ εναντίον της Αιγύπτου στις 5 Ιουνίου άρχισε αυτό που θα ονομαζόταν Πόλεμος των Έξι Ημερών. Σύμφωνα με τον Martin van Creveld, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις πίεζαν για πόλεμο: «...η ιδέα των “υπερασπίσιμων συνόρων” δεν ήταν μέρος ούτε του λεξιλογίου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Οποιοσδήποτε θα έψαχνε τον όρο στη στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής θα ματαιοπονούσε. Αντιθέτως, οι διοικητές του Ισραήλ βάσιζαν τις σκέψεις τους στον πόλεμο του 1948 και, ειδικά, στον θρίαμβο τους το 1956 επί των Αιγυπτίων από τον οποίο, από τον τότε Αρχηγό του Επιτελείου Dayan και κάτω, είχαν κερδίσει την αναγνώριση τους. Όταν ξέσπασε η κρίση του 1967 ένιωσαν σίγουροι για την ικανότητα τους να κερδίσουν μια “αποφασιστική, γρήγορη και κομψή” νίκη, όπως το έθεσε ένας από τους δικούς τους, ο Στρατηγός Haim Bar Lev, και πίεζε την κυβέρνηση να ξεκινήσει τον πόλεμο το συντομότερο δυνατό». Κάποιοι από τους Ισραηλινούς πολιτικούς ηγέτες, ωστόσο, έλπιζαν για μια διπλωματική λύση.

Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Αραβικού συνασπισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην έναρξη του πολέμου, η Αίγυπτος είχε συγκεντρώσει περίπου 100.000 από τα 160.000 στρατεύματα της στο Σινά, τα οποία περιλάμβαναν το σύνολο των εφτά μεραρχιών της (τέσσερις πεζικάριες, δύο τεθωρακισμένες και μια μηχανοκίνητη), όπως και τέσσερις ανεξάρτητες ταξιαρχίες πεζικού και τέσσερις ανεξάρτητες ταξιαρχίες τεθωρακισμένων. Περισσότεροι από το ένα τρίτο τους ήταν βετεράνοι από την επέμβαση της Αιγύπτου στον Υεμενικό Εμφύλιο Πόλεμο και άλλο ένα τρίτο ήταν έφεδροι. Αυτές οι δυνάμεις είχαν 950 άρματα μάχης, 1 100 ΤΟΜΠ και περισσότερα από 1 000 πυροβόλα. Την ίδια εποχή κάποια Αιγυπτιακά στρατεύματα (15 000 - 20 000) πολεμούσαν ακόμα στην Υεμένη. Η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση του Νάσερ για τους σκοπούς του και τους στόχους του αντικατοπτρίζονταν στις διαταγές του στο στράτευμα. Το γενικό επιτελείο άλλαξε το επιχειρησιακό σχέδιο τέσσερις φορές τον Μάιο του 1967, κάθε φορά αναγκασμένο να αναδιαρθρώσει το στράτευμα, με τον αναπόφευκτο τίμημα ανδρών και οχημάτων. Προς το τέλος Μαΐου, ο Νάσερ επιτέλους απαγόρευσε στο γενικό επιτελείο να προχωρήσει με το Σχέδιο Qahir («Νίκη»), το οποίο απαιτούσε ένα προστατευτικό σώμα ελαφριού πεζικού στις προωθημένες οχυρώσεις με τον όγκο των δυνάμεων να μένουν πίσω για να πραγματοποιήσουν μια μαζική αντεπίθεση εναντίον της κύριες Ισραηλινής προέλασης όταν θα αναγνωριζόταν, και διέταξε μια προωθημένη άμυνα του Σινά. Εν τω μεταξύ, συνέχισε να παίρνει μέτρα με σκοπό την αύξηση του επιπέδου της κινητοποίησης της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, με σκοπό να πιέσει περισσότερο το Ισραήλ. Ο James Reston, γράφοντας στους New York Times στις 23 Μαΐου 1967 σημείωνε, «Σε πειθαρχία, εκπαίδευση, ηθικό, εξοπλισμό και γενική επάρκεια ο στρατός του (Νάσερ) και οι άλλες Αραβικές δυνάμεις, χωρίς την απευθείας βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους Ισραηλινούς... ακόμα και με τα 50.000 στρατεύματα του και τους καλύτερους στρατηγούς και την αεροπορία του στην Υεμένη, δεν μπόρεσε να κάνει το δικό του σ’ αυτή τη μικρή και πρωτόγονη χώρα (την Υεμένη), ακόμα και η προσπάθεια του να βοηθήσει τους επαναστάτες του Κονγκό ήταν παταγώδης αποτυχία».

Ο στρατός της Συρίας είχε συνολική δύναμη 75.000 ανδρών. Ο στρατός της Ιορδανίας είχε 55.000 στρατό, στον οποίο περιλαμβάνονταν 300 άρματα μάχης, από τα οποία τα 250 ήταν Αμερικανικά M48 Patton, αξιοσημείωτες ποσότητες από ΤΟΜΠ M113, ένα νέο τάγμα μηχανοκίνητου πεζικού, και ένα τάγμα αλεξιπτωτιστών εκπαιδευμένο στη νέα Αμερικανική σχολή εκπαίδευσης. Είχαν επίσης 12 μοίρες πυροβολικού και έξι πυροβολαρχίες από ολμοβόλα των 81 χιλιοστών και των 120 χιλιοστών.

Έγγραφα τα οποία έπιασαν οι Ισραηλινοί από διάφορα Ιορδανικά διοικητήρια καταγράφουν διαταγές από το τέλος Μαΐου για τη Χασεμίτικη Ταξιαρχία να καταλάβει το Ramot Burj Bir Mai'in σε νυχτερινή έφοδο, με τον κωδικό «Επιχείρηση Khaled». Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα προγεφύρωμα μαζί με θέσεις στο Latrun για την ένοπλη κατάληψη του Lod και του Ramle. Η κωδική λέξη έναρξης ήταν “Sa'ek” και λήξης “Nasser”. Οι Ιορδανοί σχεδίαζαν επίσης την κατάληψη του Motza και του Sha'alvim στον στρατηγικό Διάδρομο της Ιερουσαλήμ. Ο Motza είχε την αποστολή να στρατοπεδεύσει την ΚΖ’ (27η) Ταξιαρχία Πεζικού που στρατοπέδευε στο Ma'ale Adummim: «Η εφεδρική ταξιαρχία θα πραγματοποιήσει νυχτερινή διείσδυση στο Motza, θα το καταστρέψει εκ θεμελίων, και δεν θα αφήσει ούτε δείγμα πρόσφυγα ανάμεσα στους 800 της κατοίκους».

100 Ιρακινά τεθωρακισμένα και μια μεραρχία πεζικού βρίσκονταν σ’ ετοιμότητα κοντά στα Ιορδανικά σύνορα. Δύο σμήνη μαχητικών, Hawker Hunter και MiG 21, μετέφεραν τη βάση τους κοντά στα Ιορδανικά σύνορα.

Στις 2 Ιουνίου, η Ιορδανία συγκέντρωσε όλους τους έφεδρους αξιωματικούς της, και ο διοικητής της Δυτικής Όχθης συναντήθηκε με τους κοινοτάρχες στη Ramallah για να ζητήσει βοήθεια και συνεργασία για τα στρατεύματα του κατά τον πόλεμο, διαβεβαιώνοντας τους πως «σε τρεις μέρες θα είμαστε στο Τελ Αβίβ».

Οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ισραηλινός στρατός είχε συνολική δύναμη, μαζί με τους εφέδρους, 264 000 στράτευμα, αν και αυτός ο αριθμός δεν μπορούσε να διατηρηθεί, επειδή οι έφεδροι λειτουργούσαν την κοινωνία της χώρας.

Το απόγευμα της 1ης Ιουνίου, ο Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν κάλεσε τον Αρχηγό του Επιτελείου Γιτζάκ Ραμπίν και τον Ταξίαρχο Yeshayahu Gavish, διοικητή της Νότιας Διοίκησης, για να τους παρουσιάσει τα σχέδια εναντίον της Αιγύπτου. Ο Ραμπίν είχε καταστρώσει σχέδιο στο οποίο η Νότια Διοίκηση θα έφτανε στη Λωρίδα της Γάζας και ακολούθως θα κρατούσε την περιοχή και τους κατοίκους της ομήρους μέχρι η Αίγυπτος να συμφωνήσει στο άνοιγμα των Στενών του Tiran· ενώ ο Gavish είχε ένα πιο περιεκτικό σχέδιο που είχε στόχο την καταστροφή των Αιγυπτιακών δυνάμεων στο Σινά. Ο Ραμπίν ευνόησε το σχέδιο του Gavish, το οποίο επικυρώθηκε ακολούθως από τον Νταγιάν με την υπενθύμιση πως μια παρόμοια επίθεση εναντίον της Συρίας έπρεπε να αποφευχθεί.

Τα πολεμικά μέτωπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προληπτική αεροπορική επίθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη και αποφασιστικότερη κίνηση του Ισραήλ ήταν η προληπτική αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Αιγυπτιακής Αεροπορίας. Η Αίγυπτος είχε μακράν τη μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη πολεμική αεροπορία απ’ όλες τις Αραβικές δυνάμεις, την οποία αποτελούσαν 450 πολεμικά αεροσκάφη, όλα Σοβιετικά και μια μεγάλη αναλογία των κορυφαίων MiG-21, που μπορούσαν να πιάσουν ταχύτητα Mach 2.

Απασχολούσαν πολύ τους Ισραηλινούς τα 30 μεσαία βομβαρδιστικά Tupolev Tu-16 “Badger” («κουνάβι»), ικανά να προκαλέσουν βαριές απώλειες στον Ισραηλινό στρατό και τα αστικά κέντρα.

Στις 5 Ιουνίου στις 07:45 ώρα Ισραήλ, ήχησαν οι σειρήνες της πολιτικής άμυνας σ’ όλο το Ισραήλ, και ταυτόχρονα η ισραηλινή πολεμική αεροπορία εξαπέλυσε την επιχείρηση Moked (Εστία), μία γενική επίθεση εναντίον αιγυπτιακών, ιορδανικών και συριακών αεροδρομίων και της ιρακινής βάσης της Χαμπανίγια. Ήταν το προοίμιο ενός γενικότερου στρατιωτικού θριάμβου του Ισραήλ, που έμεινε στην ιστορία ως "Πόλεμος των Έξι Ημερών".

Τα ισραηλινά αεροσκάφη, τα γαλλικής κατασκευής Μιράζ ΙΙΙ και Μιστέρ, ήταν οπλισμένα με κατευθυνόμενες βόμβες, οι οποίες προκάλεσαν πραγματική καταστροφή στα παρατεταγμένα στις πίστες αραβικά αεροσκάφη, ενώ ο αιφνιδιασμός ήταν ακόμη μεγαλύτερος σε ό,τι αφορά την Αίγυπτο, καθώς οι Ισραηλινοί πιλότοι, διαγράφοντας ευρύ κύκλο σε χαμηλό ύψος υπεράνω της Μεσογείου, επιτέθηκαν εκ δυσμών χωρίς οι σχηματισμοί τους να γίνουν αντιληπτοί από τα αιγυπτιακά ραντάρ.[11]

Εκτός από 12 αεριωθούμενα, τα υπόλοιπα 188 της ισραηλινής αεροπορίας έφυγαν από το ισραηλινό FIR σε μία μαζική επίθεση στα αεροδρόμια της Αιγύπτου. Οι αιγυπτιακές αμυντικές υποδομές ήταν πολύ φτωχές και δεν υπήρχε αεροδρόμιο εξοπλισμένο με αντιαεροπορική άμυνα για να προστατέψει τα πολεμικά αεροπλάνα της Αιγύπτου. Τα ισραηλινά αεροπλάνα κατευθύνονταν πάνω από τη Μεσόγειο πριν να γυρίσουν προς την Αίγυπτο. Εν τω μεταξύ, οι Αιγύπτιοι παρακώλυσαν την ίδια τους την άμυνα με την αποτελεσματική παύση της λειτουργίας ολόκληρου του αεροπορικού αμυντικού συστήματος τους: ανησυχούσαν πως εξεγερμένες αιγυπτιακές δυνάμεις θα κατέρριπταν το αεροσκάφος που μετέφερε τον στρατάρχη Amer και τον αντιπτέραρχο Sidqi Mahmoud, που ήταν καθ' οδόν από το al Maza στο Bir Tamada στο Σινά για να συναντήσουν τους διοικητές των στρατευμάτων που βρίσκονταν εκεί.

Οι Ισραηλινοί πιλότοι ήρθαν κάτω από τη μύτη της αιγυπτιακής κάλυψης ραντάρ και πολύ πιο κάτω από το χαμηλότερο σημείο στο οποίο οι πύραυλοι εδάφους-αέρος SA-2 μπορούσαν να καταρρίψουν αεροσκάφος. Οι Ισραηλινοί ανέπτυξαν μια μεικτή επιθετική στρατηγική: με βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς εναντίον των εχθρικών αεροπλάνων, και με βόμβες διείσδυσης στην άσφαλτο των διαδρόμων των αεροδρομίων, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Το αποτέλεσμα ήταν πως όσα αεροπλάνα δεν υπέστησαν ζημιές, δεν μπορούσαν ν’ απογειωθούν και έτσι έγιναν στόχοι για να επόμενα κύματα της Ισραηλινής επίθεσης. Ήδη από το πρώτο κύμα της επίθεσης, δεκαέξι αιγυπτιακές βάσεις, από την περιοχή της διώρυγας του Σουέζ μέχρι το Κάιρο και από το Λούξορ μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα, τέθηκαν εκτός μάχης, ενώ άλλες εννέα καταστράφηκαν στις υπόλοιπες αραβικές χώρες.

Η επίθεση ήταν πιο επιτυχημένη ακόμα και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις των Ισραηλινών. Οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν απόλυτα, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ουσιαστικά ολόκληρη η αιγυπτιακή πολεμική αεροπορία χωρίς καν να προλάβει να απογειωθεί, με ελάχιστες ισραηλινές απώλειες. Πάνω από 300 αιγυπτιακά αεροσκάφη καταστράφηκαν και 100 Αιγύπτιοι πιλότοι σκοτώθηκαν. Ανάμεσα στα αιγυπτιακά αεροπλάνα που χάθηκαν ήταν και τα 30 βομβαρδιστικά Tupolev Tu-16, όπως και 27 από τα 40 βομβαρδιστικά Ilyushin Il-28, 12 Su-7 μαχητικά-βομβαρδιστικά, πάνω από 90 MiG-21, 20 MiG-19, 25 MiG-17 μαχητικά και γύρω στα 32 ταξινομημένα μεταγωγικά αεροπλάνα και ελικόπτερα. Οι Ισραηλινοί έχασαν 19 αεροπλάνα, κυρίως λόγω επιχειρησιακών απωλειών (μηχανική βλάβη, ατυχήματα, κτλ). Η επίθεση έδωσε στο Ισραήλ αεροπορική ανωτερότητα για το υπόλοιπο του πολέμου.

Πριν τον πόλεμο, οι Ισραηλινοί πιλότοι και τα επίγεια πληρώματα είχαν εκπαιδευτεί εντατικά στον άμεσο ανεφοδιασμό αεροσκάφους που επιστρέφει από εξόρμηση, επιτρέποντας σε ένα μόνο αεροσκάφος να πετάει τέσσερις φορές τη μέρα (σε αντίθεση με τον μέσο όρο των αραβικών αεροπορικών δυνάμεων με δύο εξορμήσεις τη μέρα). Αυτό επέτρεψε στην Ισραηλινή αεροπορία να στείλει πολλά επιθετικά κύματα εναντίον των αιγυπτιακών αεροδρομίων την πρώτη μέρα του πολέμου, συντρίβοντας την αιγυπτιακή πολεμική αεροπορία. Αυτό επίσης συνέβαλε στην πίστη των Αράβων πως η ισραηλινή αεροπορία είχε τη βοήθεια ξένων αεροπορικών δυνάμεων. Οι ίδιες οι αραβικές αεροπορικές δυνάμεις βοηθήθηκαν από πιλότους της πακιστανικής πολεμικής αεροπορίας, όπως και με κάποια αεροσκάφη από τη Λιβύη, την Αλγερία, το Μαρόκο, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβική για ν’ αντισταθμίσουν τις μαζικές απώλειες που δέχτηκαν την πρώτη μέρα του πολέμου.

Ισραηλινά στρατεύματα έχουν καταρρίψει αραβικό αεροπλάνο

Μετά την επιτυχία της πρώτων επιθετικών κυμάτων εναντίον των κυρίων αιγυπτιακών αεροδρομίων και των επακόλουθων επιδρομών, η ιορδανική, συριακή και ιρακινή πολεμική αεροπορία επιτέθηκαν στο Ισραήλ. Το Ισραήλ απάντησε κι εκείνο με δεύτερο γύρο αεροπορικών επιθέσεων στα αιγυπτιακά, ιορδανικά και συριακά αεροδρόμια, τα οποία αφάνισαν την πολεμική αεροπορία όλων αυτών των χωρών. Ως το απόγευμα της πρώτης μέρας, η ιορδανική πολεμική αεροπορία καταστράφηκε, χάνοντας πάνω από 20 μαχητικά Hawker Hunter, μαζί με έξι μεταγωγικά αεροσκάφη και δύο ελικόπτερα. Η συριακή πολεμική αεροπορία έχασε κοντά στα 32 MiG 21, και 23 MiG-15 και MiG-17 μαχητικά, και δύο βομβαρδιστικά Ilyushin Il-28. Καταστράφηκε επίσης ένας αριθμός ιρακινών αεροσκαφών στη βάση H3 στο δυτικό Ιράκ από ένα ισραηλινό αεροπορικό χτύπημα. Οι απώλειες περιλάμβαναν 12 από τα 20 MiG-21, δύο MiG-17, πέντε Hunter F6, και τρία βομβαρδιστικά Il-28. Επίσης καταρρίφθηκε και ένα ιρακινό βομβαρδιστικό Tu-16 αργότερα την ίδια μέρα από ισραηλινά αεροπορικά πυρά, την ώρα που προσπαθούσε να βομβαρδίσει το Τελ Αβίβ. Το πρωί της 6ης Ιουνίου 1967, ένα λιβανέζικο Hunter, ένα από τα 12 που είχε ο Λίβανος, καταρρίφθηκε στα σύνορα Λιβάνου/Ισραήλ από ένα ισραηλινό Mirage IIIJC με χειριστή τον Uri Even-Nir.

Το πρώτο ανακοινωθέν του αρχηγού του ισραηλινού γενικού επιτελείου, αντιστράτηγου Γιτζάκ Ράμπιν, ανέφερε την καταστροφή 300 αιγυπτιακών αεροσκαφών, ως επί το πλείστον στο έδαφος, και άλλων εβδομήντα και πλέον των υπόλοιπων Αράβων εμπολέμων. Το δεύτερο ανακοινωθέν ανέβασε τις απώλειες των Αράβων σε περισσότερα από τετρακόσια αεροσκάφη και κατά πάσα πιθανότητα προσέγγιζε περισσότερο την πραγματικότητα. Τα ανακοινωθέντα των αραβικών δυνάμεων περί κατάρριψης 160 ισραηλινών μαχητικών ήταν προφανές ότι δεν ευσταθούσαν. Συγκεκριμένα, ως τη δύση του ηλίου, το Ισραήλ ισχυρίστηκε πως είχε καταστρέψει 416 αραβικά αεροπλάνα, ενώ έχασε 26 από τα δικά του στις δύο πρώτες μέρες του πολέμου. Από την ισραηλινή αεροπορία καταρρίφθηκαν έξι από τα 72 της μαχητικά Mirage IIIC/J, τέσσερα από τα 24 της μαχητικά Super Mystère, έξι από τα 60 της αεροσκάφη επίθεσης εδάφους Mystère IVA, τέσσερα από τα 40 Ouragan αεροσκάφη επίθεσης εδάφους, και πέντε από τα 25 της μεσαία βομβαρδιστικά Vautour II. Ο αριθμός των αραβικών αεροσκαφών που υποστήριξαν πως κατέρριψαν οι Ισραηλινοί στην αρχή θεωρήθηκε «πολύ παρατραβηγμένος» από τον δυτικό Τύπο. Όμως, το γεγονός πως η αιγυπτιακή, ιορδανική και οι άλλες αραβικές πολεμικές αεροπορίες πρακτικά δεν εμφανίστηκαν στις επόμενες μέρες της σύγκρουσης απέδειξε πως οι αριθμοί στο μεγαλύτερο τους μέρος ήταν πραγματικοί. Σ’ όλο το διάστημα του πολέμου, η ισραηλινή αεροπορία συνέχισε να βομβαρδίζει τους διαδρόμους των αεροδρομίων για να αποτρέψει την επισκευή και την επαναχρησιμοποίηση τους. Εν τω μεταξύ, το αιγυπτιακό κρατικό ραδιόφωνο είχε αναφέρει μια αιγυπτιακή νίκη, υποστηρίζοντας ψευδώς πως καταρρίφθηκαν 70 ισραηλινά αεροπλάνα την πρώτη μέρα του πολέμου.

Αυτό το τόλμημα ήταν κάτι πρωτόγνωρο μέχρι τότε, που δεν είχε επιχειρήσει καμιά πολεμική αεροπορία του κόσμου, και ουσιαστικά καθόρισε την έκβαση του πολέμου από τις πρώτες ώρες διεξαγωγής του. Οι χερσαίες δυνάμεις του Ισραήλ επιτέθηκαν χωρίς να αντιμετωπίζουν αεροπορική απειλή, αντιθέτως μόνο εκείνες είχαν αεροπορική κάλυψη, με αποτέλεσμα να εκμηδενίσουν τους αντιπάλους τους.

Η Λωρίδα της Γάζας και η Χερσόνησος του Σινά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγυπτιακές δυνάμεις αποτελούνταν από εφτά μεραρχίες: τέσσερις τεθωρακισμένες, δύο πεζικάριες, και μια μηχανοκίνητου πεζικού. Συνολικά, η Αίγυπτος είχε περίπου 100.000 στράτευμα και 900-950 άρματα μάχης στο Σινά, τα οποία υποστηρίζονταν από 1.100 ΤΟΜΠ και 1.000 πυροβόλα. Αυτή η διευθέτηση ήταν βασισμένη στο σοβιετικό στρατηγικό δόγμα, όπου οι ευκίνητες τεθωρακισμένες μονάδες σε στρατηγικό βάθος παρείχαν μια δυναμική άμυνα ενώ οι μονάδες πεζικού συμπλέκονταν σε αμυντικές μάχες.

Οι ισραηλινές δυνάμεις συγκέντρωσαν στα σύνορα με την Αίγυπτο έξι τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, μια ταξιαρχία πεζικού, μια ταξιαρχία μηχανοκίνητου πεζικού, τρεις ταξιαρχίες αλεξιπτωτιστών και 700 άρματα μάχης, σύνολο 70.000 ανδρών, που ήταν οργανωμένη σε τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες. Το ισραηλινό σχέδιο είχε στόχο τον αιφνιδιασμό των αιγυπτιακών δυνάμεων και σε συγχρονισμό (επίθεση την ίδια ώρα με τους βομβαρδισμούς της ισραηλινής αεροπορίας στα αιγυπτιακά αεροδρόμια), και σε θέση (επίθεση μέσω των βορείων και κεντρικών οδών του Σινά, αντίθετα με τις αιγυπτιακές προβλέψεις για επανάληψη του πολέμου του 1956, όταν οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν από τις κεντρικές και νότιες οδούς) και σε μέθοδο (χρήση προσέγγισης με συνδυασμένη δύναμη υπερφαλάγγισης παρά κατά μέτωπο επίθεση με τεθωρακισμένα).

Η βορειότερη ισραηλινή μεραρχία, την οποία αποτελούσαν τρεις ταξιαρχίες και τις διοικούσε ο υποστράτηγος Ισραήλ Tal, ένας από τους πιο εξέχοντες διοικητές τεθωρακισμένων του Ισραήλ, προωθήθηκε αργά μέσω της Λωρίδας της Γάζας και του El-Arish, που δεν ήταν βαριά προστατευμένα.

Η κεντρική μεραρχία (υποστράτηγος Avraham Yoffe) και η νότια μεραρχία (υποστράτηγος Αριέλ Σαρόν), όμως, μπήκαν στη βαριά αμυνόμενη περιοχή Abu-Ageila-Kusseima, οδηγώντας στην έναρξη της μάχης του Αμπού-Αγκέιλα. Οι Αιγυπτιακές δυνάμεις εκεί αποτελούνταν από μια μεραρχία πεζικού (τη Β’), ένα τάγμα αντιαρματικών και ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων, σχηματισμένο από άρματα μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που περιλάμβαναν 90 άρματα T-34-85 (με πυροβόλα των 85 χιλιοστών), 22 αντιαρματικά SU-100 (με πυροβόλα των 100 χιλιοστών), και περίπου 16 000 άνδρες, ενώ οι Ισραηλινοί είχαν ανθρώπινο δυναμικό περίπου 14.000, και 150 αρμάτων μάχης τεχνολογίας νεότερης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με άρματα AMX-13 με πυροβόλα 90 χιλιοστών, Centurion, και Super Sherman (και οι δύο τύποι με πυροβόλα των 105 χιλιοστών).

Στο έδαφος οι ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες την πόλη Χαν Γιουνίς, περικυκλώνοντας πλήρως τη Λωρίδα της Γάζας, όπου ήταν εγκατεστημένο το αρχηγείο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και περίπου 400.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Αμέσως μετά, οι ισραηλινές δυνάμεις άρχισαν την προέλασή τους στη χερσόνησο του Σινά, όπου, όπως αναφέρθηκε, η συγκέντρωση αρμάτων ήταν μεγαλύτερη και από εκείνη στο Ελ Αλαμέιν.

Ο Σαρόν ξεκίνησε την επίθεση του, με ακρίβεια στον σχεδιασμό, στον συντονισμένο και στην εκτέλεση. Έστειλε δύο από τις ταξιαρχίες του βόρεια του Um-Katef, την πρώτη για να προκαλέσει ρήγμα στην άμυνα του Αμπού-Αγκέιλα στο νότο, και τη δεύτερη για να αποκλείσει το δρόμο προς το El-Arish και να κυκλώσει το Αμπού-Αγκέιλα από ανατολικά. Την ίδια ώρα, μια δύναμη αλεξιπτωτιστών έφτασε μ’ ελικόπτερα στην οπισθοφυλακή των αμυντικών θέσεων και κατέστρεψε το πυροβολικό, εμποδίζοντας το να συμπλακεί με το Ισραηλινό πεζικό και τα τεθωρακισμένα. Ακολούθως, συνδυασμένες δυνάμεις τεθωρακισμένων, αλεξιπτωτιστών, πεζικού, πυροβολικού και μηχανικού επιτέθηκαν στους Αιγυπτίους κατά μέτωπο, από τα πλάγια και από πίσω, απομονώνοντας τους. Οι επιθετικές προσπελάσεις, που γίνονταν σε αμμώδεις περιοχές και ναρκοπέδια, συνεχίστηκε για τρεις μέρες ώσπου το Αμπού-Αγκέιλα έπεσε.

Πολλές από τις αιγυπτιακές μονάδες παρέμειναν άθικτες και μπορούσαν να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους Ισραηλινούς να φτάσουν στη διώρυγα του Σουέζ ή να μπουν στις μάχες στην προσπάθεια των αντιπάλων τους να φτάσουν στη διώρυγα. Όμως, όταν ο Αιγύπτιος υπουργός Άμυνας, στρατάρχης Abdel Hakim Amer έμαθε την πτώση του Αμπού-Αγκέιλα, πανικοβλήθηκε και διέταξε σ’ όλες τις μονάδες στο Σινά υποχώρηση. Αποτελεσματικά αυτή η διαταγή σήμαινε την ήττα της Αιγύπτου.

Εξαιτίας της υποχώρησης των Αιγυπτίων, η ισραηλινή ανώτατη στρατιωτική διοίκηση αποφάσισε να μην καταδιώξει τις αιγυπτιακές μονάδες αλλά προτίμησε να τις παρακάμψει και να τις καταστρέψει στα ορεινά περάσματα του Δυτικού Σινά. Έτσι, στις επόμενες δύο μέρες (6 και 7 Ιουνίου), και οι τρεις ισραηλινές μεραρχίες (ο Σαρόν και ο Tal ενισχύθηκαν ο καθένας από μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων) εφόρμησαν δυτικά και έφτασαν στα περάσματα. Η δεύτερη ημέρα του πολέμου ανέτειλλε με τους ισραηλινούς σχηματισμούς να διεισδύουν βαθειά στη χερσόνησο του Σινά υπό συνεχή αεροπορική κάλυψη, κινούμενοι σε τέσσερις κύριους άξονες, ενώ, ανατολικότερα η πόλη της Γάζας καταλήφθηκε από το Ισραήλ ύστερα από πεισματώδη αρματομαχία. Στους αιχμαλώτους των ισραηλινών δυνάμεων περιλαμβάνεται και ο Αιγύπτιος στρατιωτικός διοικητής της λωρίδας. Κατά τη διάρκεια της μάχης έχασαν ωστόσο τη ζωή τους δεκατέσσερις Ινδοί και ένας Βραζιλιάνος κυανόκρανοι, ενώ τραυματίστηκαν άλλοι είκοσι πέντε, όταν ισραηλινά μαχητικά βομβάρδισαν το εκεί διοικητήριο του Ο.Η.Ε., στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί οι άνδρες του οργανισμού εν αναμονή του επαναπατρισμού τους. Την ίδια ημέρα η Αίγυπτος έκλεισε τη διώρυγα του Σουέζ.

Οι κινήσεις των ισραηλινών στρατευμάτων στις 7 (συμπαγή μπλε βέλη) και 8 Ιουνίου (ριγέ μπλε βέλη) για την κατάληψη του Σινά. Με κόκκινους κύκλους σημειώνονται οι περιοχές που παρουσιάστηκε ουσιαστική αντίσταση από τα αιγυπτιακά στρατεύματα

Στις 7 Ιουνίου, το αιγυπτιακό μέτωπο στο Σινά κατέρρευσε υπό το βάρος της ισραηλινής προέλασης και, κυρίως, των συνεχών επιθέσεων της ισραηλινής αεροπορίας η οποία συνέτριψε τους ανυπεράσπιστούς, μετά τα γεγονότα των πρώτων ωρών του πολέμου, βαρείς αιγυπτιακούς σχηματισμούς. Πραγματοποιώντας μία από τις ταχύτερες προελάσεις στην ιστορία των πολέμων, ένας ισραηλινός μηχανοκίνητος σχηματισμός διέσχισε εντός 18 ωρών σχεδόν ολόκληρη τη χερσόνησο. Από την περιοχή του Αμπού-Αγκέιλα κατέλαβε την Μπιρ Γκιφγκάφα, έδρα του στρατηγείου των αιγυπτιακών δυνάμεων στο Σινά και στη συνέχεια χωρίστησε σε δύο τμήματα, το ένα εκ των οποίων ενώθηκε με τις δυνάμεις που είχαν ήδη καταλάβει τη Ρουμάνα, στα παράλια της Μεσογείου, το δε άλλο προωθήθηκε σχεδόν μέχρι τη διώρυγα του Σουέζ, στο ύψος της Ισμαηλίας. Ένας δεύτερος σχηματισμός, ξεκινώντας από την έρημο του Νεγκέβ, κατέλαβε, ύστερα από 36 ώρες συνεχούς πορείας, το στρατηγικό πέρασμα Μίτλα, το "κλειδί" ολόκληρης της χερσονήσου. Τις πρώτες πρωινές ώρες, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν και το λιμάνι του Σαρμ ελ Σέιχ στην είσοδο του κόλπου της Άκαμπα, με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση δυνάμεων από τη θάλασσα, χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση, καθώς η αιγυπτιακή φρουρά είχε ήδη φροντίσει να αποχωρήσει.

Έτσι, στο τέλος της τρίτης ημέρας του πολέμου, οι ισραηλινές δυνάμεις, έχοντας εκτελέσει υποδειγματικά την κλασική κίνηση της λαβίδας, έλεγχαν πλέον πλήρως και τις τρεις φυσικές διόδους προς τη διώρυγα, υποχρεώνοντας παράλληλα τους Αιγύπτιους σε άτακτη υποχώρηση. Η αιγυπτιακή ανώτατη διοίκηση υποχρεώθηκε άλλωστε να ομολογήσει στο σημείο αυτό ότι οι δυνάμεις της "έχουν εγκαταλείψει τις προκεχωρημένες θέσεις τους" και έχουν ανασυνταχθεί στη "δεύτερη γραμμή αμύνης". Στην πραγματικότητα, όπως μετέδωσαν επί τόπου ξένοι ανταποκριτές, το βράδυ της 7ης Ιουνίου το αιγυπτιακό μέτωπο απλώς δεν υπήρχε πια και τίποτα, εκτός από τη φυσική κόπωση, δεν στεκόταν ανάμεσα στη διώρυγα και τους Ισραηλινούς.

Η τέταρτη ημέρα, 8 Ιουνίου, άρχισε με αιφνίδια και μαζική αντεπίθεση των αιγυπτιακών δυνάμεων στο Σινά, στο πέρασμα της Μίτλα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια της αιγυπτιακής ανώτατης διοίκησης να απεγκλωβίσει τις επτά μεραρχίες που είχαν περικυκλωθεί στο κέντρο της χερσονήσου. Η επίθεση αποκρούστηκε ύστερα από σκληρότατες συγκρούσεις και, το απόγευμα, το Τελ Αβίβ ανακοίνωσε ότι έλεγχε πλήρως το Σινά και προχώρησε στην τελική εκκαθάριση των αιγυπτιακών δυνάμεων που παρέμεναν εκεί. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η Αίγυπτος κατέθεσε τα όπλα και ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ υπέβαλλε (προς στιγμήν) την παραίτησή του.

Έτσι, σε τέσσερις μέρες επιχειρήσεων, το Ισραήλ νίκησε τον μεγαλύτερο και πιο βαριά εξοπλισμένο αραβικό στρατό, αφήνοντας πάρα πολλά σημεία στο Σινά ακατάστατα με εκατοντάδες καιγόμενα ή εγκαταλειμμένα αιγυπτιακά οχήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό. Πολλά τακτικά στοιχεία έκαναν την αστραπιαία ισραηλινή προέλαση δυνατή: πρώτον, η απόλυτη εναέρια ανωτερότητα της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας από την αιγυπτιακή αντίστοιχή της· δεύτερον, η αποφασισμένη υλοποίηση ενός καινοτόμου σχεδίου μάχης· και τρίτον, η έλλειψη συντονισμού στα αιγυπτιακά στρατεύματα. Αυτά θα αποδεικνύονταν αποφασιστικά στοιχεία και για τα άλλα μέτωπα του πολέμου, υπέρ του Ισραήλ.

Δυτική Όχθη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιορδανία ήταν απρόθυμη να μπει στον πόλεμο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Νάσερ χρησιμοποίησε την πολεμική ομίχλη των πρώτων ωρών της σύγκρουσης για να πείσει τον Χουσεΐν πως νικούσε· υποστήριξε ως απόδειξη ένα δείγμα από ραντάρ που έδειχνε ένα ισραηλινό σμήνος να επιστρέφει από επιδρομές βομβαρδισμών στην Αίγυπτο, το οποίο είπε πως ήταν αιγυπτιακά αεροσκάφη καθ' οδόν να επιτεθούν στο Ισραήλ. Μία από τις ιορδανικές ταξιαρχίες που στάθμευε στη Δυτική Όχθη στάλθηκε στην περιοχή της Χεβρώνας με σκοπό να συνδεθεί με τους Αιγυπτίους. Ο Χουσεΐν αποφάσισε να επιτεθεί.

Πριν τον πόλεμο, οι ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις περιλάμβαναν 11 ταξιαρχίες με σύνολο 55 000 άνδρες, εξοπλισμένες με 300 σύγχρονα δυτικά άρματα μάχης. Απ’ αυτές, οι εννιά ταξιαρχίες (45 000 στρατιώτες, 270 τεθωρακισμένα, 200 πυροβόλα) αναπτύχθηκαν στη Δυτική Όχθη, μαζί με την ελίτ τεθωρακισμένη Μ’ (40η), και 2 στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Η Αραβική Λεγεώνα ήταν σώμα μακράς διάρκειας υπηρεσίας, επαγγελματικός στρατός και σχετικά καλά εξοπλισμένος. Ακόμα, οι ισραηλινές πληροφορίες πριν τον πόλεμο ανέφεραν πως το ιορδανικό επιτελείο δούλευε κι αυτό επαγγελματικά, αλλά ήταν πάντα «μισό βήμα» πριν τους Ισραηλινούς. Η μικρή βασιλική ιορδανική πολεμική αεροπορία αποτελούνταν μόνο από 24 βρετανικά μαχητικά Hawker Hunter. Σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, τα βρετανικής κατασκευής Hawker Hunter ήταν βασικά ισάξια με τα γαλλικής κατασκευής Dassault Mirage III - των καλύτερων αεροσκαφών της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας.

Εναντίον των ιορδανικών δυνάμεων στη Δυτική Όχθη, το Ισραήλ ανέπτυξε περίπου 40.000 στρατιώτες και 200 άρματα μάχης (8 ταξιαρχίες). Η ισραηλινή διοίκηση κεντρικών δυνάμεων αποτελούνταν από 8 ταξιαρχίες. Οι δύο πρώτες βρίσκονταν μόνιμα κοντά στην Ιερουσαλήμ και ονομάζονταν Ταξιαρχία Ιερουσαλήμ και μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Harel. Η ΝΕ’ (55η) ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών του Mordechai Gur κλήθηκε από το μέτωπο του Σινά. Μία τεθωρακισμένη ταξιαρχία προσδιορίστηκε από τις εφεδρείες του Γενικού Επιτελείου και προωθήθηκε προς τη Ramallah, καταλαμβάνοντας στην εξέλιξη το Latrun. Η Ι’ (10η) τεθωρακισμένη ταξιαρχία στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης. Η ισραηλινή βόρεια διοίκηση έδωσε μία μεραρχία (3 ταξιαρχίες) υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Elad Peled, που στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης, στην κοιλάδα Jezreel.

Το στρατηγικό σχέδιο των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων ήταν να παραμείνουν σε αμυντική θέση παράλληλα με τα ιορδανικά σύνορα, να ενδυναμώσουν την εστίαση τους στην αναμενόμενη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. Όμως, το πρωινό της 5 Ιουνίου, η Ιορδανία άρχισε να βομβαρδίζει στόχους στη δυτική Ιερουσαλήμ, στη Νετάνια, και στα περίχωρα του Τελ Αβίβ. Η βασιλική ιορδανική πολεμική αεροπορία επιτέθηκε στα ισραηλινά αεροδρόμια. Παρά το γεγονός αυτό, και οι αεροπορικές επιθέσεις και οι επιθέσεις πυροβολικού προκάλεσαν μικρή ζημιά και το Ισραήλ έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο υποσχόταν να μην ξεκινήσει δράση εναντίον της Ιορδανίας αν η τελευταία έμενε έξω από τον πόλεμο. Ο Χουσεΐν απάντησε πως ήταν πολύ αργά, «ο κύβος ερρίφθη». Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε για ν’ αποφασίσει τι θα γίνει· ο Yigal Allon και ο Μεναχέμ Μπεγκίν υποστήριξαν πως αυτή ήταν μια ευκαιρία να πάρουν την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Εσκόλ αποφάσισε ν’ αναβάλει κάθε απόφαση ώσπου να συμβουλευτούν τον Μοσέ Νταγιάν και τον Γιτζάκ Ράμπιν. Ο Uzi Narkis έκανε έναν αριθμό προτάσεων για στρατιωτική δράση, όπως την κατάληψη του Latrun, αλλά το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να τον απορρίψει. Ο ισραηλινός στρατός ανέλαβε δράση μόνο αφότου οι ιορδανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν επιθέσεις στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και κατέλαβαν προς στιγμήν τον Προεδρικό Οίκο, που τον χρησιμοποιούσαν ως αρχηγείο οι παρατηρητές του Ο.Η.Ε. και μια αποστρατικοποιημένη ζώνη από τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός το 1949, που φαινόταν ως απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ[12]. Οι ιορδανικές μονάδες βομβάρδιζαν ανηλεώς τον ισραηλινό τομέα της πόλης προκαλώντας, όμως, περιορισμένες απώλειες μεταξύ των αμάχων. Λίγες ώρες αργότερα οι Ισραηλινοί ανακατέλαβαν το αρχηγείο των κυανοκράνων.


Στις 6 Ιουνίου, ισραηλινές μονάδες επιτέθηκαν στις ιορδανικές δυνάμεις στη Δυτική Όχθη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η ισραηλινή αεροπορία χτύπησε και κατέστρεψε τη βασιλική ιορδανική αεροπορία. Ως το απόγευμα εκείνης της μέρας, η ταξιαρχία πεζικού της Ιερουσαλήμ μετακινήθηκε νοτίως της πόλης, ενώ οι μηχανοκίνητοι αλεξιπτωτιστές του Harel και του Gur περικύκλωσαν την πόλη από το βορρά. Η εφεδρική ταξιαρχία των αλεξιπτωτιστών ολοκλήρωσε την περικύκλωση της Ιερουσαλήμ στην αιματηρή μάχη του του Λόφου Πυρομαχικών, παρά την πεισματώδη αντίσταση των Ιορδανών στρατιωτών οι οποίοι πολέμησαν με θάρρος, αλλά υπέφεραν από την παντελή έλλειψη αεροπορικής κάλυψης. Φοβούμενος ζημιές στους Αγίους Τόπους και έχοντας να πολεμήσει σε οικοδομημένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές, ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματά του να μην πάνε στην ίδια την πόλη.

Στις 7 Ιουνίου, οι βαριές μάχες συνεχίστηκαν. Η ταξιαρχία πεζικού επιτέθηκε στο φρούριο του Latrun, καταλαμβάνοντάς το τα ξημερώματα, και προωθήθηκε προς τη Ραμάλα. Η ταξιαρχία Harel συνέχισε την προώθησή της στη βορειοδυτική Ιερουσαλήμ, συνδέοντας την πανεπιστημιούπολη του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στο όρος Σκοπός με την πόλη της Ιερουσαλήμ. Ως το απόγευμα, η ταξιαρχία έφτασε στη Ραμάλα. Η ισραηλινή αεροπορία εντόπισε και κατέστρεψε την Χ’ (60η) ιορδανική ταξιαρχία ενώ βρισκόταν καθ' οδόν από την Ιεριχώ με σκοπό να ενισχύσει την Ιερουσαλήμ.

Στο βορρά, ένα τάγμα από τη μεραρχία του Peled στάλθηκε για να ελέγξει την ιορδανική γραμμή άμυνα στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Μία ταξιαρχία που ανήκε στη μεραρχία του Peled κατέλαβε το δυτικό μέρος της Δυτικής Όχθης, άλλη κατέλαβε το Jenin και η τρίτη (ενισχυμένη με γαλλικά ελαφρά τεθωρακισμένα AMX-13) εμπλάκηκε με τα ιορδανικά βασικά άρματα μάχης M48 Patton ανατολικά.

Ο Νταγιάν είχε διατάξει τα στρατεύματα του να μην μπουν στην Ιερουσαλήμ· όμως, μόλις μαθεύτηκε πως ο Ο.Η.Ε. ήταν έτοιμος να διακηρύξει κατάπαυση του πυρός, άλλαξε γνώμη, και χωρίς την άδεια του υπουργικού συμβουλίου, αποφάσισε να πάρει την πόλη. Οι αλεξιπτωτιστές του Gur μπήκαν στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ από την Πύλη του Λέοντος, και κατέλαβαν το Δυτικό Τείχος και το Όρος του Ναού. Η έντονη μάχη για την Παλαιά Πόλη έγινε κυρίως από αλεξιπτωτιστές, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν σκληρές οδομαχίες. Η ισραηλινή ανώτατη στρατιωτική διοίκηση είχε διατάξει τις ένοπλες δυνάμεις να μη χρησιμοποιήσουν βαρύ οπλισμό στην Παλαιά Πόλη -αφότου ήταν ιερή για τον Ιουδαϊσμό, η ισραηλινή κυβέρνηση ήθελε να την αφήσει άθικτη. Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα από τις πύλες του Αγίου Στεφάνου και της Σιών, παρά τις απώλειες των Ισραηλινών στην πεισματώδη μάχη δρόμο με δρόμο, σπίτι με σπίτι με τις καλά οχυρωμένες ιορδανικές δυνάμεις. Η παλαιά εκκλησία της Αγίας Άννης, από την εποχή των Σταυροφόρων, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το ισραηλινό πυροβολικό. Ακολούθως η ταξιαρχία Ιερουσαλήμ ενίσχυσε τους αλεξιπτωτιστές, και συνέχισε νότια, καταλαμβάνοντας την Ιουδαία και τη Χεβρώνα. Η ταξιαρχία Harel προωθήθηκε ανατολικά, κατεβαίνοντας στον Ιορδάνη ποταμό.

Την ίδια ώρα άλλες δυνάμεις μάχονταν για την κατάληψη της Ναμπλούς, οι Ιορδανοί υπερασπιστές της οποίας αντιστάθηκαν με σπάνιο θάρρος παρά την πλήρη έλλειψη αεροπορικής υποστήριξης, αλλά ύστερα από πολύωρο, πεισματώδη αγώνα η πόλη έπεσε. Με την πτώση της Ναμπλούς κατέρρευσε και η πολεμική προσπάθεια της Ιορδανίας.

Οι Ιορδανοί είχαν το πλεονέκτημα του ανώτερου εξοπλισμού και ήταν ίσοι σε αριθμό με τους Ισραηλινούς. Όμως, για μια ακόμη φορά, η αεροπορική ανωτερότητα του Ισραήλ αποδείχτηκε υπέρτερη, ακινητοποιώντας τον εχθρό, και οδηγώντας τον στην ήττα. Μία από τις ταξιαρχίες του Peled ενώθηκε με τις αντίστοιχές της στην Κεντρική Διοίκηση που έρχονταν από τη Ραμάλα, και οι εναπομείναντες δύο απέκλεισαν τις διαβάσεις του Ιορδάνη ποταμού μαζί με την Ι’ Ταξιαρχία της Κεντρικής Διοίκησης (η τελευταία πέρασε από τον Ιορδάνη Ποταμό προς την Ανατολική Όχθη για να παρέχει κάλυψη στα ισραηλινά σώματα μηχανικού ενώ ανατίναζαν τις γέφυρες Αμπντουλάχ και Χουσεΐν, αλλά γρήγορα υποχώρησε εξαιτίας της αμερικανικής πίεσης).

Δεν πάρθηκε καμιά σημαντική απόφαση για την κατάληψη οποιωνδήποτε άλλων περιοχών ελεγχόμενων από την Ιορδανία. Μετά την κατάληψη της Παλαιάς Πόλης, ο Νταγιάν είπε στα στρατεύματά του να σκάψουν αμυντικές τάφρους και να την κρατήσουν. Όταν ένας διοικητής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας μπήκε στη Δυτική Όχθη με δική του πρωτοβουλία, και είπε πως μπορούσε να δει την Ιεριχώ, ο Νταγιάν τον διέταξε να γυρίσει πίσω. Μόνο μετά από τις αναφορές της αντικατασκοπίας που έδειχναν πως ο Χουσεΐν είχε αποσύρει τις δυνάμεις του απέναντι από τον Ιορδάνη ποταμό, ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματά του να καταλάβουν τη Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με τον Narkis:

«Πρώτον, η Ισραηλινή κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να καταλάβει τη Δυτική Όχθη. Αντιθέτως, ήταν ενάντια σ’ αυτό. Δεύτερον, δεν υπήρχε καμιά πρόκληση εκ μέρους των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Τρίτον, τα ηνία ήταν χαλαρωμένα όταν εμφανίστηκε μια πραγματική απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ. Αυτά είναι πραγματικά τα γεγονότα όπως συνέβησαν στις 5 Ιουνίου, αν και είναι δύσκολα πιστευτό. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν είχε σχεδιάσει κανένας».

Στις 8 Ιουνίου το βράδυ, Τελ Αβίβ και Αμμάν αποδέχθηκαν την κατάπαυση πυρός που πρότεινε ο Ο.Η.Ε. Οι απώλειες των Ιορδανών ήταν βαρύτατες: υπολογίζεται ότι νεκροί και τραυματίες ανήλθαν σε 10.000-15.000 επί συνολικής δυνάμεως 55.000 ανδρών, ενώ χιλιάδες ήταν και οι αιχμάλωτοι, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της ιρακινής μονάδας που είχε τεθεί στη διάθεση της Ιορδανίας. Σχεδόν ολόκληρη η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, μαζί με την Ιεριχώ, τελεί υπό ισραηλινή κατοχή.

Τα Υψώματα Γκολάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λανθασμένες αιγυπτιακές αναφορές για συντριπτική νίκη εναντίον του ισραηλινού στρατού και οι προβλέψεις πως το αιγυπτιακό πυροβολικό σύντομα θα είχε στο βεληνεκές του το Τελ-Αβίβ επηρέασε την προθυμία της Συρίας να μπει στον πόλεμο[13]. Η συριακή ηγεσία, όμως, υιοθέτησε μια προσεκτικότερη προσέγγιση. Έτσι, το μέτωπο της Συρίας παρέμεινε σχετικά ήσυχο, με εξαίρεση τον βομβαρδισμό από το συριακό πυροβολικό των παραμεθόριων "κιμπούτζ" στο βόρειο Ισραήλ. Όταν η ισραηλινή αεροπορία είχε ολοκληρώσει την αποστολή της στην Αίγυπτο, και έκανε μεταβολή για να καταστρέψει την αιφνιδιασμένη συριακή πολεμική αεροπορία, η Συρία κατάλαβε πως τα νέα που είχαν φτάσει από την Αίγυπτο για τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του ισραηλινού στρατού δεν μπορούσαν να είναι αληθινά. Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, τα ισραηλινά αεροπορικά χτυπήματα κατέστρεψαν τα δύο τρίτα της συριακής αεροπορίας, και ανάγκασαν το εναπομείναντα ένα τρίτο να υποχωρήσει σε μακρινές βάσεις, χωρίς να παίξει περισσότερο ρόλο στον πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη. Μια μικρή συριακή δύναμη προσπάθησε να καταλάβει τις υδατικές εγκαταστάσεις στο Tel Dan (το αντικείμενο της έντονης κλιμάκωσης δύο χρόνια νωρίτερα). Αναφέρθηκε πως μερικά συριακά άρματα μάχης βούλιαξαν στον Ιορδάνη ποταμό. Σε κάθε περίπτωση, η συριακή διοίκηση εγκατέλειψε τις ελπίδες της για μια χερσαία επίθεση, και άρχισε μαζικούς βομβαρδισμούς στις ισραηλινές πόλεις στην κοιλάδα Hula.

Στις 6 Ιουνίου, οι συριακές δυνάμεις παρέμειναν ακίνητες, αρκούμενες στο βομβαρδισμό των κιμπούτζ. Στις 7 Ιουνίου, η Συρία παρέμεινε παθητικός θεατής. Στις 8 Ιουνίου, διεξαγόταν μια συζήτηση στην ισραηλινή ηγεσία για το αν τα Υψώματα Γκολάν θα προσβάλλονταν κι αυτά. Η στρατιωτική γνώμη ήταν πως μια επίθεση εναντίον τους θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, μια επίπονη μάχη εναντίον ενός αντιπάλου με ισχυρή οχύρωση. Η δυτική πλευρά των Υψωμάτων Γκολάν αποτελείται από ένα γκρεμό 500 μέτρων από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας και τον Ιορδάνη ποταμό, και κυλά κάτω σ’ ένα πιο ήμερα γυρτό υψίπεδο. Ο Μοσέ Νταγιάν πίστευε πως μία τέτοια επιχείρηση θα είχε απώλειες 30.000 ανδρών και ήταν κάθετα εναντίον της. Ο Λευί Εσκόλ, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο ανοιχτός στην πιθανότητα μίας επιχείρησης στα Υψώματα Γκολάν, όπως και η κεφαλή της βόρειας διοίκησης, Δαβίδ Elazar, του οποίου ο αχαλίνωτος ενθουσιασμός και η σιγουριά του για την επιχείρηση ίσως να λύγισαν την απροθυμία του Νταγιάν. Τελικά, ενώ ξεκαθάριζε η κατάσταση στα κεντρικά και τα νότια μέτωπα, ο Μοσέ Νταγιάν έγινε όλο και πιο ενθουσιώδης με την ιδέα και έδωσε την άδεια του για την επιχείρηση.

Ο συριακός στρατός αποτελούνταν από περίπου 75.000 άνδρες οργανωμένος σε εννέα ταξιαρχίες, υποστηριγμένος από ένα ικανοποιητικό αριθμό πυροβολικού και τεθωρακισμένων. Οι ισραηλινές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη αποτελούνταν από δύο ταξιαρχίες (μία τεθωρακισμένη υπό τη διοίκηση του Albert Mandler και την ταξιαρχία Golani) στο βόρειο μέρος του μετώπου, και ακόμα δύο (μία πεζικού και μία από τις ταξιαρχίες του Peled που κλήθηκαν από την Jenin) στο κεντρικό. Το μοναδικό ανάγλυφο των Υψωμάτων του Γκολάν (ορεινές πλαγιές τις οποίες διασχίζουν παράλληλοι χείμαρροι σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από ανατολικά στα δυτικά) και η γενική έλλειψη δρόμων στην περιοχή διοχέτευσε και τις δύο δυνάμεις παράλληλα με τους ανατολικούς-δυτικούς άξονες κίνησης και περιόριζε τη δυνατότητα των μονάδων να υποστηρίξουν και τις δύο πτέρυγες. Επομένως οι Σύριοι μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια μέσα στο υψίπεδο, και οι Ισραηλινοί μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια στη βάση του γκρεμού του Γκολάν. Ένα πλεονέκτημα που είχε το Ισραήλ ήταν οι ακριβείς του πληροφορίες που είχε συλλέξει ο πράκτορας της Μοσάντ Eli Cohen (ο οποίος είχε συλληφθεί και εκτελεστεί από τους Σύριους το 1965) που αφορούσαν τις συριακές θέσεις μάχης.

Ο εν λόγω πράκτορας είχε διεισδύσει στα υψηλότερα κλιμάκια της συριακής κυβέρνησης, και σε κάποια στιγμή ήταν τρίτος στη σειρά διαδοχής του προέδρου της Συρίας. Ανακαλύφθηκε όταν ήρθαν Σοβιετικοί ειδήμονες στην αντικατασκοπεία και παρατήρησαν τη μεγάλη εκπομπή ραδιοσημάτων από το σπίτι του. Πράγματι, μετέδιδε όλα τα κρατικά μυστικά της Συρίας και όλες τις στρατιωτικές τις θέσεις στα σύνορα με το Ισραήλ. Εκτελέστηκε τελικά με απαγχονισμό σε δημόσια θέα και το λείψανό του λέγεται πως κάηκε τρεις φορές επειδή οι Σύριοι φοβόντουσαν πως το Ισραήλ θα πραγματοποιούσε ειδική επιχείρηση για να πάρει τη σορό του. Ο τόπος ταφής του, αν υπήρξε, παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.

Στις 9 Ιουνίου, η ισραηλινή πολεμική αεροπορία, η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις στο συριακό πυροβολικό για τέσσερις μέρες πριν την επίθεση, διατάχθηκε να επιτεθεί κατά των συριακών θέσεων στα υψώματα του Γκολάν, με κύριο στόχο τις φωλεές πυροβόλων από τις οποίες βομβαρδίζονταν συνεχώς τα ισραηλινά παραμεθόρια κιμπούτζ. Η μάχη αποδείχθηκε σκληρή καθώς οι Σύροι ήταν καλά οχυρωμένοι σε ένα τεράστιο δίκτυο ορυγμάτων, η κατάληψη των οποίων απαιτούσε μάχη σώμα με σώμα. Ενώ το καλά προστατευμένο πυροβολικό υπέστη ελάχιστες ζημιές, οι χερσαίες δυνάμεις στο υψίπεδο του Γκολάν (έξι από τις εννέα ταξιαρχίες) στάθηκαν ανίκανες να οργανώσουν άμυνα. Ως το απόγευμα της 9ης Ιουνίου, οι τέσσερις ισραηλινές ταξιαρχίες είχαν μπει στο υψίπεδο, όπου μπορούσαν να ενισχυθούν και ν’ αντικατασταθούν. Οι ισραηλινές δυνάμεις κατόρθωσαν να διασπάσουν το μέτωπο και να πραγματοποιήσουν βαθειές διεισδύσεις στα συριακά μετόπισθεν, ενώ περίπου 200 αεροσκάφη βομβάρδιζαν ασταμάτητα, συχνά με ναπάλμ, τις συριακές θέσεις.

Εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό όχημα σε συριακό φυλάκιο στο Tel Faher, πεδίο μάχης στον Πόλεμο των Έξι Ημερών

Παρά την αποδοχή από τις δύο πλευρές απόφασης του Ο.Η.Ε. για εκεχειρία, Ισραήλ και Συρία κατηγορούσαν αλλήλους ότι παραβίαζαν την εκεχειρία και η προέλαση των εβραϊκών δυνάμεων συνεχίστηκε με την ολοκληρωτική κατάληψη, το μεσημέρι της 10ης Ιουνίου, των υψωμάτων του Γκολάν, αλλά και της πόλης Κουνέιτρα, 65 μόλις χιλιόμετρα από τη Δαμασκό. Οι κεντρικές και βόρειες μονάδες του Ισραήλ ενώθηκαν σε μια κίνηση λαβίδας στο υψίπεδο, αλλά αυτό αποδείχθηκε μάταιο αφού οι συριακές δυνάμεις έφυγαν. Πολλές μονάδες που ενώθηκαν από τον Elad Peled αναρριχήθηκαν στο Γκολάν από το νότο, μόνο για να βρουν κι αυτοί κενές θέσεις. Στη διάρκεια εκείνης της μέρας, οι ισραηλινές μονάδες σταμάτησαν αφού κέρδισαν χώρο για ελιγμούς μεταξύ των θέσεών τους και μιας γραμμής ηφαιστειακών λόφων στα δυτικά. Ανατολικά, το έδαφος είναι μία ανοιχτή γυρτή πεδιάδα. Η θέση αυτή έγινε αργότερα η γραμμή κατάπαυσης του πυρός γνωστή ως η «Πορφυρή Γραμμή»[14].

Το περιοδικό Time ανέφερε: «Σε μια προσπάθεια να πιέσει τα Ηνωμένα Έθνη για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Δαμασκού υπονόμευσε τον ίδιο το συριακό στρατό μεταδίδοντας την πτώση της πόλης Κουνέιτρα τρεις ώρες πριν καταληφθεί. Αυτή η πρόωρη αναφορά της παράδοσης των αρχηγείων τους κατάστρεψε το ηθικό των συριακών στρατευμάτων που έμειναν στην περιοχή του Γκολάν».

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως τις 10 Ιουνίου, το Ισραήλ είχε ολοκληρώσει την τελική του επίθεση στα υψώματα Γκολάν, και την επόμενη μέρα υπογράφηκε κατάπαυση του πυρός. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών έχει τελειώσει. Το ισραηλινό Ντόλφιν πέρασε τα στενά του Τιράν και εισήλθε με προορισμό το λιμάνι του Εϊλάτ -το πρώτο ισραηλινό πλοίο που εισήλθε στον κόλπο της Άκαμπα, μετά το κλείσιμό του από την Αίγυπτο στις 23 Μαΐου. Το Ισραήλ είχε πάρει τη Λωρίδα της Γάζας, τη χερσόνησο του Σινά, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη ποταμού (μαζί με την ανατολική Ιερουσαλήμ), και τα υψώματα Γκολάν. Συνολικά, το έδαφος του Ισραήλ τριπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας περίπου ένα εκατομμύριο Άραβες υπό τον άμεσο έλεγχο του Ισραήλ στις νέο-κατακτηθείσες περιοχές. Το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ αυξήθηκε σε τουλάχιστον 300 χιλιόμετρα στον νότο, 60 χιλιόμετρα ανατολικά και 20 χιλιόμετρα εξαιρετικά ανώμαλου εδάφους στο βορρά, ένα πλεονέκτημα ασφαλείας που αποδείχτηκε χρήσιμο στον Άραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1973, έξι χρόνια αργότερα.

Η πολιτική σημασία του πολέμου του 1967 ήταν τεράστια· το Ισραήλ έδειξε πως δεν ήταν μόνο ικανό, αλλά και πρόθυμο να εξαπολύσει στρατηγικά χτυπήματα που μπορούσαν ν’ αλλάξουν την ισορροπία της περιοχής. Η Αίγυπτος και η Συρία διδάχτηκαν τακτικά μαθήματα και θα εξαπέλυαν επίθεση το 1973 με στόχο να ξαναπάρουν τις περιοχές που έχασαν.

Μιλώντας τρεις εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου, ενώ δεχόταν τιμητικό δίπλωμα από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, ο Γιτζάκ Ράμπιν έδωσε τη δική του εξήγηση πίσω από την επιτυχία του Ισραήλ:

«Οι αεροπόροι μας, που χτύπησαν τα αεροπλάνα των εχθρών μας με τόση ακρίβεια όση κανένας άλλος στον κόσμο καταλαβαίνουν πως έγινε και ο κόσμος ζητά τεχνολογικές επεξηγήσεις ή μυστικά όπλα· οι ένοπλες δυνάμεις μας που νίκησαν τον εχθρό ακόμα και όταν ο εξοπλισμός τους ήταν κατώτερος απ’ αυτόν· οι στρατιώτες μας σ’ όλους τους άλλους κλάδους... που κατέβαλαν τους εχθρούς μας παντού, παρά τους ανώτερους αριθμούς και τις οχυρώσεις των τελευταίων - όλα αυτά απέδειξαν όχι μόνο κρύο αίμα και κουράγιο στη μάχη αλλά... μια κατανόηση πως όχι μόνο η προσωπική τους στάση εναντίον των μεγαλύτερων κινδύνων θα έφερνε τη νίκη για τη χώρα τους και για τις οικογένειες τους, αλλά πως αν η νίκη δεν ήταν δική τους το εναλλακτικό ενδεχόμενο ήταν η εκμηδένιση».

Σύμφωνα με τον Chaim Herzog:

«Στις 19 Ιουνίου 1967, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (του Ισραήλ) ψήφισε ομόφωνα να επιστρέψουμε το Σινά στην Αίγυπτο και τα Υψώματα Γκολάν στη Συρία σε αντάλλαγμα για ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Τα Υψώματα Γκολάν θα αποστρατικοποιούνταν και ένας ειδικός διακανονισμός θα διαπραγματευόταν για τα Στενά του Tiran. Η κυβέρνηση επίσης αποφάσισε να ανοίξει διαπραγματεύσεις με τον Βασιλιά Χουσεΐν σχετικά με τα ανατολικά σύνορα».

Η Ισραηλινή απόφαση θα μεταβιβαζόταν στα Αραβικά κράτη από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ήταν πληροφορημένες για την απόφαση, αλλά όχι για το ότι θα το μεταβίβαζαν εκείνοι. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη παραλαβής του από την Αίγυπτο ή τη Συρία, και κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως δεν πήραν ποτέ την προσφορά.

Αργότερα, η Αραβική Σύνοδος Κορυφής στο Χαρτούμ αποφάσισε πως δεν θα υπήρχε «ούτε ειρήνη, ούτε αναγνώριση, ούτε διαπραγμάτευση με το Ισραήλ». Όμως, όπως σημειώνει ο Avraham Sela, η σύνοδος του Χαρτούμ είχε αποτέλεσμα μια αλλαγή πορείας όσον αφορά την αντίληψη της σύγκρουσης από τα Αραβικά κράτη μακριά από αυτήν που ήταν κεντραρισμένη στο ζήτημα της νομιμότητας του Ισραήλ, προς αυτήν που εστιαζόταν στις περιοχές και τα σύνορα, και αυτό ενισχύθηκε στις 22 Νοεμβρίου όταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία αποδέχτηκαν το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η απόφαση του ισραηλινού υπουργικού συμβουλίου στις 19 Ιουνίου δεν περιλάμβανε τη Λωρίδα της Γάζας, και άφησε ανοιχτή την πιθανότητα της μόνιμης προσάρτησης στο Ισραήλ μέρους της Δυτικής Όχθης. Στις 25-27 Ιουνίου, το Ισραήλ ενσωμάτωσε την Ανατολική Ιερουσαλήμ μαζί με περιοχές της Δυτικής Όχθης βόρεια και νότιας της πόλης στα νέα δημοτικά όρια της Ιερουσαλήμ.

Ακόμα άλλη οπτική γωνία του πολέμου αγγίζει τον πληθυσμό στις καταληφθείσες περιοχές: περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη, 300.000 (σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α.) έφυγαν στην Ιορδανία, όπου συνέβαλαν στην αυξανόμενη αναταραχή. Οι υπόλοιπες 600.000 παρέμειναν. Στα υψώματα Γκολάν, έφυγαν περίπου.80 000 Σύριοι. Μόνο στους κατοίκους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και των Υψωμάτων Γκολάν επιτράπηκε να πάρουν πλήρη Ισραηλινή υπηκοότητα, όταν το Ισραήλ προσάρτησε αυτές τις περιοχές στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Η Ιορδανία και η Αίγυπτος τελικά απέσυραν τις διεκδικήσεις τους στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αντίστοιχα (το Σινά επιστράφηκε στη βάση τις Συμφωνίες του Camp David το 1978 και το ζήτημα των Υψωμάτων Γκολάν ακόμα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη Συρία). Μετά την ισραηλινή κατάκτηση αυτών των νέων «περιοχών», ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια εποικισμού για ν’ ασφαλίσει το μόνιμο στήριγμα του Ισραήλ. υπήρχαν τώρα εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί έποικοι σ’ αυτές τις περιοχές, αν και οι ισραηλινοί οικισμοί στη Γάζα εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 2005 ως μέρος του μονομερούς σχεδίου του Ισραήλ για απεμπλοκή.

Επίσης ο πόλεμος του 1967 έθεσε τα θεμέλια για μελλοντική δυσαρμονία στην περιοχή -από τις 22 Νοεμβρίου 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το ψήφισμα 242, τη φόρμουλα «γη για ειρήνη», η οποία καλούσε την απομάκρυνση του Ισραήλ «από τις περιοχές που κατείχε» το 1967 ως αντάλλαγμα για «τον τερματισμό όλων των διεκδικήσεων ή των κρατών για πολεμική στάση».

Οι σχεδιαστές του ψηφίσματος 242 αναγνώριζαν πως κάποιες εδαφικές ρυθμίσεις ήταν πιθανές, και επομένως σκόπιμα δεν συμπεριέλαβαν τις λέξεις όλες ή τις στην επίσημη έκδοση του κειμένου στην Αγγλική γλώσσα όταν αναφερόταν στις «κατεχόμενες περιοχές» κατά τον πόλεμο, αν και είναι παρόν στις άλλες, ειδικά, στις Γαλλικές, Ισπανικές και Ρωσικές εκδόσεις. Αναγνώριζε το δικαίωμα «κάθε κράτους στην περιοχή» - επομένως και του Ισραήλ - «να ζει με ειρήνη μέσα σε ασφάλεια και αναγνωρισμένα σύνορα ελεύθερα από απειλές ή πράξεις βίας». Το Ισραήλ επέστρεψε το Σινά στην Αίγυπτο το 1978, μετά τις συμφωνίες του Camp David, και απαγκιστρώθηκε από τη Λωρίδα της Γάζας το καλοκαίρι του 2005, αν και ο στρατός του μπαίνει ξανά συχνά στη Γάζα για στρατιωτικές επιχειρήσεις και ακόμα διατηρεί τον έλεγχο των συνοριακών περασμάτων, των λιμανιών και των αεροδρομίων.

Τα επακόλουθα του πολέμου είχαν επίσης και θρησκευτική σημασία. Υπό την Ιορδανική κυριαρχία, οι Εβραίοι απαγορεύονταν να επισκεφθούν το Δυτικό Τείχος (ακόμα κι αν η Συμφωνία Κατάπαυσης του Πυρός έδινε για τους Ισραηλινούς Εβραίους πρόσβαση στο Δυτικό Τείχος). Οι Εβραϊκοί ιεροί τόποι δεν συντηρούνταν, και τα κοιμητήρια τους είχαν βεβηλωθεί. Μετά την προσάρτηση τους στο Ισραήλ, κάθε θρησκευτική ομάδα πήρε τον έλεγχο των δικών της αγίων τόπων. Παρά τη σημασία του Όρους του Ναού στην Εβραϊκή παράδοση, το Τζαμί του al-Aqsa βρίσκεται υπό την αποκλειστική διοίκηση ενός Μουσουλμανικού βακουφιού, και οι Εβραίοι απαγορεύεται να διακινούνται εκεί.

Πολεμική υποστήριξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του πολέμου είναι η καταγγελία από αραβικής πλευράς ότι καθ' όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, Η.Π.Α. και Μεγάλη Βρετανία ενίσχυαν τους Ισραηλινούς με ισχυρότατες αεροπορικές δυνάμεις[15]. Τα αεροσκάφη ήταν ισραηλινά, αλλά οι Ιορδανοί κατήγγειλαν ότι εξορμούσαν από αεροπλανοφόρα και εντός 24 ωρών όλες οι αραβικές κυβερνήσεις κατηγόρησαν τις Η.Π.Α. και τη Βρετανία.

Τη δεύτερη μέρα του πολέμου, τα αραβικά κρατικά ΜΜΕ ανέφεραν πως αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα πολεμούσαν στο πλευρό του Ισραήλ. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Καΐρου και η εφημερίδα της κυβέρνησης Al-Ahram προέβησαν σε αριθμό ισχυρισμών, ανάμεσα στους οποίους πως αμερικανικά και βρετανικά αεροσκάφη από αεροπλανοφόρα επιτέθηκαν εναντίον των Αιγυπτίων, αμερικανικά αεροπλάνα με βάση στη Λιβύη επιτέθηκαν στην Αίγυπτο και αμερικανικοί κατασκοπευτικοί δορυφόροι έδωσαν εικόνα στο Ισραήλ. Παρόμοιες αναφορές έγιναν και από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Δαμασκού και του Αμμάν. Τα αιγυπτιακά ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ακόμα πως ο βασιλιάς Χουσεΐν είχε δει προσωπικά τα ραντάρ που έδειχναν βρετανικά αεροσκάφη να απονηώνονται από αεροπλανοφόρα.

Οι ισχυρισμοί πως οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί επενέβησαν στρατιωτικά δεν λήφθηκαν στα σοβαρά έξω από τον αραβικό κόσμο. Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ αρνήθηκαν τέτοιους ισχυρισμούς. Στις 8 Ιουνίου, η αιγυπτιακή αξιοπιστία μειώθηκε περαιτέρω όταν το Ισραήλ έδωσε στον Τύπο μια ηχητική εγγραφή, η οποία υποστήριξε πως ήταν μια ραδιοτηλεφωνική συνομιλία η οποία υποκλάπηκε δύο μέρες νωρίτερα μεταξύ του Νάσερ και του βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας.

Νάσερ: «...Να περιλάβουμε επίσης τις ΗΠΑ; Το ξέρεις αυτό, να ανακοινώσουμε πως οι ΗΠΑ συνεργάζονται με το Ισραήλ;»

Χουσεΐν: «Εμπρός. Δεν ακούω, η σύνδεση είναι χάλια - η γραμμή μεταξύ εσένα και του Βασιλικού Παλατιού από την οποία μιλά ο Βασιλιάς είναι κακή.»

Νάσερ: «Εμπρός, θα πούμε τις ΗΠΑ και την Αγγλία, ή μόνο τις ΗΠΑ;»

Χουσεΐν: «Τις ΗΠΑ και την Αγγλία.»

Νάσερ: «Η Βρετανία έχει μεταγωγικά αεροπλάνα;»

Χουσεΐν: (Ακατάληπτη απάντηση).

Νάσερ: «Καλώς. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν θα κάνει μια ανακοίνωση κι εγώ θα κάνω μια ανακοίνωση. Σ’ ευχαριστώ... Η Μεγαλειότητα του θα κάνει μια ανακοίνωση για τη συμμετοχή των Αμερικανών και των Βρετανών;»

Χουσεΐν: (Ακατάληπτη απάντηση).

Νάσερ: «Μα τον Θεό, λέω πως θα κάνω μια ανακοίνωση και εσύ θα κάνεις μια ανακοίνωση και θα το δούμε αν κάνουν και οι Σύριοι μια ανακοίνωση πως Αμερικανικά και Βρετανικά αεροπλάνα παίρνουν μέρος εναντίον μας από μεταγωγικά. Θα εκδώσουμε μια ανακοίνωση, θα δώσουμε έμφαση στο ζήτημα και θα πάμε το νόημα εκεί που πρέπει».

Όμως οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν ότι ο αμερικανικός Έκτος Στόλος κινείτο σε απόσταση 400 μιλίων από την περιοχή των συγκρούσεων, τα δε δύο βρετανικά αεροπλανοφόρα ακόμα πιο μακριά: στη Μάλτα και το Άντεν.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν έγινε φανερό το μέγεθος της Αραβικής στρατιωτικής ήττας, οι Άραβες ηγέτες διαφώνησαν στο αν θα συνέχιζαν να ισχυρίζονται πως η Αμερικανική στρατιωτική δύναμη είχε βοηθήσει στη νίκη των Ισραηλινών. Στις 9 Ιουνίου του 1967, ο Νάσερ δήλωσε στον λόγο που έκανε στην παραίτησή του (η παραίτησή του δεν έγινε αποδεκτή):

«Αυτό που είναι τώρα επαληθευμένο είναι πως αμερικανικά και βρετανικά αεροπλανοφόρα βρίσκονταν στις ακτές του εχθρού βοηθώντας την πολεμική του προσπάθεια. Επίσης, επιτέθηκαν Βρετανικά αεροπλάνα, μέρα μεσημέρι, σε θέσεις του συριακού και του αιγυπτιακού μετώπου, επιπρόσθετα στις επιχειρήσεις αναγνώρισης κάποιων από τις θέσεις μας από έναν αριθμό αμερικανικών αεροσκαφών... Πραγματικά, μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή πως ο εχθρός πολεμούσε με μια αεροπορική δύναμη τρεις φορές ισχυρότερη από την πραγματική του δύναμη».

Ο βασιλιάς Χουσεΐν, όμως, αργότερα αρνήθηκε τους ισχυρισμούς για αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη. Στις 30 Ιουνίου, ανακοίνωσε στη Νέα Υόρκη πως ήταν «πλήρως ικανοποιημένος» για τη «μη συμμετοχή αμερικανών και βρετανικών αεροπλάνων». Το Σεπτέμβριο, οι New York Times ανέφεραν πως ο Νάσερ είχε διαβεβαιώσει κατ’ ιδίαν τους Άραβες ηγέτες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σουδάν, να συζητήσουν το ψήφισμα του Χαρτούμ, πως οι προηγούμενοί του ισχυρισμοί ήταν λανθασμένοι.

Παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι ισχυρισμοί, πως οι Άραβες πολεμούσαν τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, παρά το Ισραήλ μόνο του, επικράτησαν στον αραβικό κόσμο. Όπως αναφέρθηκε από τον Βρετανό αντιπρόσωπο στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, μια χώρα σε ασυμφωνία με την Αίγυπτο εξαιτίας του πολέμου της Υεμένης:

«Οι ισχυρισμοί του προέδρου Αμπντέλ Νάσερ... γίνονται σταθερά πιστευτοί από σχεδόν ολόκληρο τον αραβικό πληθυσμό εδώ ο οποίος ακούει ραδιόφωνο ή διαβάζει τον Τύπο... Οι γνωστοποιήσεις των διαψεύσεων μας ακούγονται ελάχιστα και δεν γίνονται καθόλου πιστευτές. Οι διαψεύσεις που εκδώσαμε σε ραδιόφωνο, τηλεόραση και στον Τύπο δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Ακόμα και άτομα υψηλής μόρφωσης που είναι βασικά φιλικά προς εμάς φαίνονται πεπεισμένοι πως οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι του υπουργείου εξωτερικών που παρέλαβαν τις επίσημες γραπτές και προφορικές μου αρνήσεις προσποιούνται πως τις πιστεύουν αλλά παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται σκεπτικοί. Θεωρώ πως αυτός ο ισχυρισμός έβλαψε σοβαρά την υπόληψη μας στον Αραβικό κόσμο περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο και έχει προκαλέσει ένα κύμα καχυποψίας ή αισθήματος εναντίον μας το οποίο θα συνεχιστεί σε κάποια συνεπαγόμενη μορφή στο άμεσο μέλλον ... περαιτέρω διαψεύσεις ή προσπάθειες στην τοπική δημοσιότητα από την πλευρά μας δεν θα διασκορπίσουν αυτήν την πίστη και ίσως τώρα να προβοκάρουν περισσότερο το τοπικό συναίσθημα αφότου οι Άραβες είναι κατανοητά ευαίσθητοι για την ήττα τους με μια αίσθηση ταπείνωσης και φέρουν βαρέως την αυτό-συγχώρεση μας που στα μάτια τους βοήθησε τον εχθρό τους να νικήσει».

Αρκετά μετά το τέλος του πολέμου, η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και οι εφημερίδες της συνέχισαν να κάνουν ισχυρισμούς για μια συνωμοσία μεταξύ του Ισραήλ, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτοί περιελάμβαναν μια σειρά εβδομαδιαίων άρθρων στην Al-Ahram, παρόμοιες μεταδόσεις στον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Καΐρου από τον Μοχάμεντ Heikal. Ο Heikal προσπάθησε να ξεσκεπάσει τα «μυστικά» του πολέμου. Παρουσίασε ένα μείγμα γεγονότων, έγγραφα, και ερμηνείες. Το συμπέρασμα του Heikal ήταν σαφές: υπήρχε μια μυστική συνωμοσία ΗΠΑ-Ισραήλ εναντίον της Συρίας και της Αιγύπτου.

Σύμφωνα με τον Ισραηλινό ιστορικό Elie Podeh: «Όλα τα (Αιγυπτιακά) σχολικά βιβλία ιστορίας μετά το 1967 επαναλάμβαναν τον ισχυρισμό πως το Ισραήλ ξεκίνησε τον πόλεμο με την υποστήριξη της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Επίσης η αφήγηση επαλήθευε έναν απευθείας σύνδεσμο μεταξύ του πολέμου του 1967 και των πρώην ιμπεριαλιστικών προσπαθειών για τον έλεγχο του Αραβικού κόσμου, συνεπώς απεικόνιζε το Ισραήλ ως ένα ιμπεριαλιστικό ανδρείκελο. Η επανάληψη αυτής της κατασκευασμένης ιστορίας, με μόνο μικρές παραλλαγές, σε όλα τα σχολικά βιβλία ιστορίας σήμαινε πως οι Αιγύπτιοι μαθητές από το δημοτικό ήταν εκτεθειμένοι σε, και κατηχούμενοι με την ιστορία της συνομωσίας». Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι από το σχολικό βιβλίο Abdallah Ahmad Hamid al-Qusi, Al-Wisam fi at-Ta'rikh:

«Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών: Το Ισραήλ δεν ήταν μόνο του στον πόλεμο (του 1967). Εκατοντάδες εθελοντές, πιλότοι, και στρατιωτικοί αξιωματικοί με επιστημονικό Αμερικανικό κατασκοπευτικό εξοπλισμό του πιο εξελιγμένου τύπου φωτογράφισαν τις Αιγυπτιακές θέσεις γι’ αυτό (το Ισραήλ), μπλόκαραν τον Αιγυπτιακό αμυντικό εξοπλισμό, και μετέδιδαν σ’ αυτό (το Ισραήλ) τις διαταγές της Αιγυπτιακής διοίκησης».

Στο βιβλίο Six Days of War, ο ιστορικός Michael Oren υποστηρίζει πως η Αραβική ηγεσία διέδωσε ψευδείς ισχυρισμούς σχετικά με Αμερικανική ανάμειξη με σκοπό να εξασφαλίσει τη Σοβιετική υποστήριξη στην Αραβική πλευρά. Μετά τον πόλεμο, και όταν το μέγεθος της Ισραηλινής νίκης έγινε φανερό στον Αραβικό λαό, αυτοί οι ισχυρισμοί βοήθησαν να εξοστρακιστεί το φταίξιμο για την ήττα μακριά από τον Νάσσερ και τους άλλους Άραβες ηγέτες. Ως αντίδραση γι’ αυτές τις αξιώσεις, οι Αραβικές πετρελαϊκές χώρες ανακοίνωσαν πως θα προέβαιναν είτε σε πετρελαϊκό εμπάργκο στις ΗΠΑ και τη Βρετανία είτε την αναστολή εξαγωγών πετρελαίου καθ’ ολοκληρίαν. Έξι Αραβικές χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Λίβανος απέσυρε τον Πρέσβη του.

Ένα βρετανικό τηλεγράφημα καθοδήγησης στις πρεσβείες της Μέσης Ανατολής κατέληγε: «Η απροθυμία των Αράβων να δυσπιστούν σ’ όλες τις εκδοχές του μεγάλου ψέματος πηγάζει εκ μέρους από την ανάγκη να πιστέψουν πως οι Ισραηλινοί δεν μπορούσαν να τους νικήσουν πλήρως χωρίς εξωτερική βοήθεια».

Το κατεστραμμένο Λίμπερτι μία μέρα (9 Ιουνίου 1967) μετά την επίθεση.

Σε ένα χωριστό επεισόδιο, στις 8 Ιουνίου, το αμερικανικό ερευνητικό σκάφος Λίμπερτι, που χρησίμευε ως σταθμός αναμετάδοσης σημάτων μεταξύ των Η.Π.Α. και των αμερικανικών πρεσβειών στη Μέση Ανατολή, έπλεε 13 ναυτικά μίλια (24 χιλιόμετρα) από την Αρίς (ακριβώς έξω από τα αιγυπτιακά χωρικά ύδατα) όταν δέχτηκε επίθεση από ισραηλινά αεροσκάφη και τορπιλάκατους. Το πλοίο υπέστη βαριές ζημιές και παραλίγο να βυθιστεί. Συνολικά 31 μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους και 75 τραυματίστηκαν. Το Ισραήλ υποστήριξε πως αυτή η επίθεση ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης αναγνώρισης, απολογήθηκε για το σφάλμα και πλήρωσε αποζημίωση στα θύματα ή τις οικογένειές τους. Η ευστάθεια του ισραηλινού ισχυρισμού ακόμα αμφισβητείται αλλά η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αποδέχτηκε το γεγονός ως ατύχημα.

Μη πολεμική υποστήριξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πλευρό του Ισραήλ τάχθηκαν οι Η.Π.Α. και η Βρετανία, ενώ η Γαλλία (σημαντική πηγή όπλων για τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις) διακήρυξε την ουδετερότητά της. Σε μία συνέντευξη του 1993 για τα προφορικά αρχεία της Προεδρικής Βιβλιοθήκης Τζόνσον, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας την περίοδο του πολέμου, Robert McNamara αποκάλυψε πως μία ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου, από τον αμερικανικό 6ο Στόλο, σε μια εκπαιδευτική άσκηση κοντά στο Γιβραλτάρ επαναπροσδιορίστηκε προς την ανατολική Μεσόγειο για να μπορέσει να υπερασπιστεί το Ισραήλ. Η κυβέρνηση «θεώρησε πως η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη στο Ισραήλ πως ίσως οι Σύριοι, φοβούμενοι πως το Ισραήλ θα τους επιτεθεί, είτε οι Ρώσοι που υποστήριζαν τους Σύριους ίσως να επιθυμούσαν να επαναφέρουν την ισορροπία δυνάμεων και ίσως να πραγματοποιούσαν επίθεση εναντίον του Ισραήλ». Οι Σοβιετικοί έμαθαν γι’ αυτήν την ανάπτυξη, την οποία θεώρησαν εκ φύσεως επιθετική, και με ένα μήνυμα μέσω της ειδικής τηλεφωνικής γραμμής από τον Σοβιετικό ηγέτη Αλεξέι Kosygin απειλούσε τις ΗΠΑ με πόλεμο.

Η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε τους Άραβες συμμάχους της. Τον Μάιο του 1967, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν μια ξαφνική ανάπτυξη των ναυτικών τους δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Από τις αρχές της κρίσης άρχισαν να ακολουθούν κατά πόδας τα Αμερικανικά και Βρετανικά μεταγωγικά με αντιτορπιλικά και κατασκοπευτικά πλοία. Η Σοβιετική ναυτική μοίρα στη Μεσόγειο ήταν αρκετά δυνατή για να λειτουργήσει ως βασικός παράγοντας περιορισμού για το Αμερικανικό Ναυτικό. Σε μια συνέντευξη του το 1983 για την Boston Globe, ο McNamara είπε πως «Παραλίγο να ‘χαμε πόλεμο». Είπε πως ο Kosygin ήταν θυμωμένος που «είχαμε γυρίσει ένα μεταγωγικό μέσα στη Μεσόγειο».

Στο βιβλίο του Six Days, ο βετεράνος δημοσιογράφος του BBC Jeremy Bowen υποστηρίζει πως στις 4 Ιουνίου 1967, το ισραηλινό πλοίο Miryam έφυγε από το Felixstowe (λιμάνι στη νοτιοανατολική Αγγλία) με κιβώτια πολυβόλων, αντιαρματικά 105 χιλιοστών, και θωρακισμένα οχήματα στην «τελευταία από πολλές αποστολές φορτίων με όπλα που είχαν σταλεί μυστικά στο Ισραήλ από τις Βρετανικές και Αμερικανικές εφεδρείες αφότου άρχισε η κρίση» και πως «ισραηλινά πολιτικά αεροπλάνα λειτουργούσαν “συνεχή δρομολόγια” μέσα και έξω από τη βάση της RAF Waddington στο Lincolnshire». Ο Bowen υποστηρίζει πως ο Χάρολντ Ουίλσον είχε γράψει στον Εσκόλ λέγοντας πως με χαρά του βοηθούσε όσο διατηρούνταν η μέγιστη μυστικότητα.

Στο πλευρό των Αράβων τάχθηκαν, κάπως επιφυλακτικά, η Ε.Σ.Σ.Δ. (αλλά και το Πεκίνο, το οποίο ανακοίνωσε ότι "επτακόσια εκατομμύρια Κινέζοι, οπλισμένοι με τη σκέψη του Μάο Τσετούνγκ, τάσσονται στο πλευρό των Αράβων", ενώ "η σοβιετική ρεβιζιονιστική κλίκα -η υπ' αρ. 1 σύμμαχος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού- συνωμοτεί με τον αμερικανικό και βρετανικό ιμπεριαλισμό για να υπονομεύσει τον δίκαιο αγώνα του αραβικού λαού") και πιο ανοικτά η Ινδία και άλλες δυνάμεις του κινήματος των Αδεσμεύτων.

Απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το τελικό ισραηλινό πολεμικό ανακοινωθέν, οι νεκροί από αιγυπτιακής πλευράς ήταν μεταξύ επτά και δέκα χιλιάδων, οι τραυματίες "πολλές χιλιάδες" και οι αιχμάλωτοι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (οι απλοί οπλίτες ελευθερώθηκαν μετά τη λήξη των εχθροπραξιών) συνολικά τρεις χιλιάδες -μεταξύ αυτών και έξι στρατηγοί. Από τις επτά αιγυπτιακές μεραρχίες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις τέσσερις ισραηλινές, οι τέσσερις εξαλείφθηκαν πλήρως και τρεις απλώς "εξουδετερώθηκαν", ενώ εξακόσια άρματα μάχης κατεστράφησαν και εκατό κατελήφθησαν άθικτα από τους Ισραηλινούς. Για όλα τα μέτωπα του πολέμου, η ισραηλινή πλευρά παραδέχθηκε ότι είχε 679 νεκρούς και 2.563 τραυματίες, η Ιορδανία 6.000 νεκρούς, 762 τραυματίες και 463 αιχμαλώτους, ενώ η Αίγυπτος, ύστερα από μακρά σιγή, ανακοίνωσε στις 5 Ιουλίου του 1967 ότι οι νεκροί της έφτασαν τις 5.000.

Στην ίδια τη χερσόνησο του Σινά, τις ημέρες που ακολούθησαν την κατάπαυση του πυρός, εντοπίστηκαν χιλιάδες κατεστραμμένα αιγυπτιακά οχήματα αλλά και χιλιάδες εξαντλημένοι Αιγύπτιοι στρατιώτες που κατευθύνονταν πεζή προς τη διώρυγα, συχνά χωρίς ίχνος νερού ή τροφής, υποχρεώνοντας το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να εξαπολύσει μαζική επιχείρηση σωτηρίας τους.

Στους μήνες που ακολούθησαν τον πόλεμο, το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη διοικητική απορρόφηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των κατοίκων της, αλλά και της Ουάσινγκτον, η οποία τυπικά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την απόφαση της ισραηλινής κυβέρνησης. Παράλληλα, εγκατέστησε το κατοχικό καθεστώς στη Δυτική Όχθη και τη λωρίδα της Γάζας. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι κατέφυγαν από τη Δυτική Όχθη στην Ιορδανία (όπου η παρουσία τους πολλαπλάσιασε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του βασιλείου), αλλά σχεδόν 1.000.000 παρέμειναν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη. Στους 70.000 Άραβες της ανατολικής Ιερουσαλήμ δόθηκε η ισραηλινή υπηκοότητα, αλλά οι υπόλοιποι έζησαν υπό καθεστώς ημι-αιχμαλωσίας στα κατεχόμενα, όπου από τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους αναπόφευκτους εβραϊκούς εποικισμούς.

Σποραδικά, ωστόσο, σημειώθηκαν και συγκρούσεις με τις αιγυπτιακές δυνάμεις: αερομαχίες και, κυρίως, μονομαχίες πυροβολικού στη διώρυγα του Σουέζ, εξέλιξη που υποχρέωσε τον Ο.Η.Ε. να εγκαταστήσει, τον Ιούλιο, παρατηρητές και στις δύο όχθες. Το σοβαρότερο επεισόδιο ήταν η καταβύθιση του ισραηλινού αντιτορπιλικού Εϊλάτ από αιγυπτιακές πυραυλακάτους ανοικτά της χερσονήσου του Σινά στις 21 Οκτωβρίου, ενέργεια στην οποία το ισραηλινό πυροβολικό απάντησε τρεις ημέρες αργότερα με τον βομβαρδισμό δύο αιγυπτιακών διυλιστηρίων στην περιοχή του Σουέζ. Το πλήγμα για την αιγυπτιακή οικονομία ήταμ βαρύ καθώς τα διυλιστήρια αυτά κάλυπταν σχεδόν το 80% τηε εγχώριας ζήτησης καυίσμων, ενώ την κατάσταση επιδείνωσε ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της συναλλαγματοφόρας διώρυγας του Σουέζ.

Ο πόλεμος κατέληξε μεν στο στρατιωτικό θρίαμβο του Ισραήλ και την κατάκτηση αραβικών εδαφών, ταυτόχρονα όμως ο πόλεμος βύθισε στη βία και το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, κάνοντας την ειρήνη άπιαστο όνειρο[16].

Το 1968, ένα χρόνο μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών, η αντιπαράθεση Ισραηλινών και Αράβων είχε πάρει τη μορφή καθημερινού πλέον πολέμου με πολλά πρόσωπα. Συνεχής ήταν η ανταλλαγή πυρών στην Κοιλάδα του Ιορδάνη, συχνές οι επιδρομές της ισραηλινής αεροπορίας εναντίον βάσεων της Φατάχ στην Ιορδανία σε αντίποινα για τη δράση της παλαιστινιακής οργάνωσης στο ισραηλινό έδαφος και τα κατεχόμενα, συνεχείς και οι αψιμαχίες Ισραηλινών-Αιγυπτίων στην αποκλεισμένη στη διεθνή ναυσιπλοΐα διώρυγα του Σουέζ, που συχνά φλεγόταν από τους βομβαρδισμούς. Ιστορία χωρίς τέλος και αυτή των Παλαιστινίων αμάχων. Εγκλωβισμένοι στον ατέρμονα πόλεμο, προσπαθούσαν να διατηρήσουν φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής καθώς η Ιορδανία άρχισε να μην δέχεται άλλους πρόσφυγες[17].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Charles Krauthammer, Prelude to the Six Days, Washington Post
  2. Mordechai Bar-On, A Never-ending Conflict: A Guide to Israeli Military History, Greenwood Publishing Group (2006) ISBN 0-275-98158-4
  3. Spencer Tucker, Tanks: An Illustrated History of Their Impact, ABC-CLIO (2004) ISBN 1-57607-995-3
  4. David J. Griffin, Hawker Hunter 1951 to 2007, Lulu Enterprises (2007) ISBN 1-4303-0593-2
  5. George Walter Gawrych, The Albatross of Decisive Victory: War and Policy Between Egypt and Israel in the 1967 and 1973 Arab-Israeli Wars, Greenwood Press (2000) ISBN 0-313-31302-4
  6. Muḥammad ʻAbd al-Ghanī Jamasī, The October war: memoirs of Field Marshal El-Gamasy of Egypt, The American University in Cairo Press (1993) ISBN 977-424-316-1
  7. Chaim Herzog, The Arab-Israeli wars: war and peace in the Middle East, Arms & Armour Press (1982) ISBN 0-85368-367-0
  8. Spencer Tucker, Priscilla Mary Roberts, The Encyclopedia of Middle East Wars: The United States in the Persian Gulf, Afghanistan, and Iraq Conflicts, σελ. 1198, ABC-CLIO (2010) ISBN 9781851099474
  9. Alex Woolf, The Arab-Israeli War Since 1948, σελ. 27, Heinemann-Raintree (2012) ISBN 9781432960049
  10. Howard M. Sachar, A History of Israel: From the Rise of Zionism to Our Time, Random House (2013) ISBN 9780804150491
  11. Kenneth Pollack, Arabs at War: Military Effectiveness, 1948-1991, University of Nebraska Press (2004) ISBN 0-8032-8783-6
  12. Avi Shlaim, Lion of Jordan: The Life of King Hussein in War and Peace, Vintage Books (2007) ISBN 978-1-4000-7828-8
  13. The Mideast: A Century of Conflict National Public Radio
  14. Cease-Fire. Uneasy Truce In Mid-East Universal Newsreel
  15. Kamīl Manṣūr, Beyond Alliance: Israel in U.S. Foreign Policy, Columbia University Press (1994) ISBN 0-231-08492-7
  16. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, Ιστορικό Λεύκωμα 1967, σελ. 62-69, Καθημερινή (1997)
  17. Αντιπαράθεση δίχως τέλος στη Μέση Ανατολή, Ιστορικό Λεύκωμα 1968, σελ. 128-129, Καθημερινή (1998)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]