Α΄ Σταυροφορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πρώτη Σταυροφορία)
Α΄ Σταυροφορία
Σταυροφορίες
Οι Σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ
Χρονολογία1096 - 1099
ΤόποςΆγιοι Τόποι
ΑίτιαΚλείσιμο της πρόσβασης στους Αγίους Τόπους (1078)
ΈκβασηΚατάληψη της Ιερουσαλήμ και ίδρυση των σταυροφορικών κρατών
Εδαφικές
μεταβολές
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις

Σταυροφόροι:
35.000

  • 30.000 πεζικό
  • 5.000 ιππικό

Βυζαντινοί:

2.000[1]
40.000 άνδρες
Απολογισμός
5.000 άνδρες
20.000 άνδρες

Η Πρώτη Σταυροφορία (1096-1099) ήταν η πρώτη από μία σειρά σταυροφοριών που προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τους Αγίους Τόπους, κλήθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Β΄ στη Σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Ο Ουρβανός κάλεσε μία στρατιωτική εκστρατεία για να βοηθήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε χάσει πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους. Η προκύπτουσα στρατιωτική εκστρατεία κυρίως Φράγκων ευγενών όχι μόνο επανέκτησε τη Μικρά Ασία αλλά συνέχισε στην κατάκτηση των Αγίων Τόπων, οι οποίοι είχαν κατακτηθεί κατά την ισλαμική επέκταση ήδη από τον 7ο αιώνα και κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1099 με την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ και την ίδρυση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.

Η κατάσταση στην Ανατολή πριν την Α΄ Σταυροφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1060, περίπου, στις περιοχές από τη Μικρά Ασία ως την Αίγυπτο επικρατούσε σχετική ηρεμία, και οι Φατιμίδες Άραβες που κατείχαν τους Αγίους Τόπους ήταν αρκετά ανεκτικοί με τους χριστιανούς προσκυνητές που έφταναν εκεί.

Εκείνη όμως την εποχή ξεκίνησε η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων στη Μέση Ανατολή. Οι Σελτζούκοι εξορμώντας από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, τη Χωρασμία και την Υπερωξιανή, κατέκτησαν την Περσία και τη Μεσοποταμία, καθιστώντας τους Αβασίδες Χαλίφες της Βαγδάτης ηγεμόνες-ανδρείκελα με θρησκευτική και συμβολική εξουσία μόνο.

Το 1064 ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων, Αλπ Αρσλάν, εισέβαλε στη Γεωργία και την Αρμενία και τις κατέλαβε, ενώ ξεκίνησε επιδρομές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει αλλά ηττήθηκε ταπεινωτικά από αυτόν το 1071 στη μάχη του Μαντζικέρτ. Αυτή η ήττα επέτρεψε στους Σελτζούκους να εισβάλουν στη Μικρά Ασία και να την καταλάβουν σχεδόν ολόκληρη. Λίγο αργότερα συγκρούστηκαν με τους Φατιμίδες και κατέλαβαν τη Συρία και το 1076 την Ιερουσαλήμ. Όμως, μετά το 1092 και το θάνατο του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ Α΄, το κράτος τους διασπάστηκε, και οι κατά τόπους ηγεμόνες άρχισαν να πολεμούν και μεταξύ τους. Έτσι η πιθανότητα συνεννόησής τους εναντίον ενός κοινού εχθρού ελαχιστοποιήθηκε. Οι Σελτζούκοι, μουσουλμάνοι σουνίτες, φανατικοί εχθροί με τους σιίτες Φατιμίδες και νεοφώτιστοι στο Ισλάμ, άρχισαν να φέρνουν μεγάλα εμπόδια σε όλους τους προσκυνητές που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ. Ένας από αυτούς τους προσκυνητές που κακομεταχειρίστηκαν ήταν ο Πέτρος ο Ερημίτης. Αυτός ο φανατικός και φαινομενικά ανίσχυρος καλόγερος θα ξεσήκωνε με τα κηρύγματά του ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα στη Δύση για να εκδικηθεί την προσβολή που του έγινε.

Η κατάσταση στη Δύση - Κήρυξη της Α΄ Σταυροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθολικοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι είχαν πολεμήσει μεταξύ τους και πριν το 1095 στην Ιβηρική χερσόνησο όπου, πλέον, ξεκινούσε η μεγάλη αντεπίθεση των χριστιανών ηγεμόνων, η περίφημη Ρεκονκίστα, η Ανάκτηση των από αιώνες χαμένων εδαφών από τους μουσουλμάνους. Σε αυτούς τους πολέμους συμμετείχαν κατά των μουσουλμάνων πολεμιστές και από άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πολιορκία του Μπαρμπάστρο το 1064. Αλλά και σε άλλα μέρη είχαν σημειωθεί συγκρούσεις μεταξύ τους, όπως στη νότιο Ιταλία και Σικελία. Το 1072 ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατάφερε να καταλάβει το Παλέρμο από τους Άραβες τερματίζοντας την εποχή της αραβικής κυριαρχίας στη Σικελία.

Για τον απλό κάτοικο της Δύσης στον Μεσαίωνα, η Ανατολή φάνταζε ως κάτι το πολύ μακρινό και εξωτικό. Ελάχιστοι γνώριζαν για τις μεγάλες προόδους των Αράβων στις επιστήμες, στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική και στις καλές τέχνες, αλλά πολλοί είχαν ακούσει ιστορίες για τα παλάτια και για τα πλούτη τους. Συνήθως αυτές τις ιστορίες τις θεωρούσαν μυθοπλασίες και τίποτα παραπάνω αλλά μετά από την κατάκτηση μερικών αραβικών εδαφών στην Ισπανία, οι Δυτικοί είδαν από πρώτο χέρι ότι πολλές από αυτές τις διαδόσεις ήταν αληθινές. Αυτό έκανε πολύ κόσμο να ονειρεύεται όλο και περισσότερο την Ανατολή.

Το 1088, ο Ουρβανός Β΄ έγινε πάπας. Την ίδια εποχή, όλο και περισσότεροι κύκλοι στη Ρώμη έβλεπαν θετικά την ιδέα της διεξαγωγής μίας Σταυροφορίας. Ένας προηγούμενος πάπας, τον οποίο είχε γνωρίσει ο Ουρβανός, ο Γρηγόριος Η΄, είχε προσπαθήσει προς αυτή την κατεύθυνση ήδη από το 1074, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ιδέα όμως των Σταυροφοριών υπήρχε και παλαιότερα και μάλιστα συνδεόταν και με μεσαιωνικούς δυτικοευρωπαϊκούς θρύλους για την εμφάνιση του Χριστού ως πάνοπλου ιππότη να καταδιώκει τους απίστους στη Δευτέρα Παρουσία, για την οποία πολλοί πίστευαν ότι θα γινόταν το έτος 1000 (βλέπε χιλιασμός). Η πραγματοποίηση, όμως, των ιδεών αυτών ήταν ένα άλλο θέμα.

Σύμφωνα με τους περισσότερους δυτικούς ιστορικούς η αφορμή για το ξεκίνημα της Α΄ Σταυροφορίας ήρθε απροσδόκητα από τη Βυζαντινή Ανατολή, καθώς από το 1054 υπήρχε το Σχίσμα των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έστειλε μία επιστολή στον πάπα, στην οποία τού ζητούσε να στείλει μισθοφόρους από τη Δύση για να καταφέρει να νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μικρά Ασία (βλ. σχετικά τελευταίο κεφάλαιο του παρόντος «Η έκκληση του Αλεξίου Α΄Κομνηνού»). Ο πάπας άδραξε την ευκαιρία για επέκταση της επιρροής του στην Ανατολή και για αναθέρμανση του θρησκευτικού αισθήματος στη Δύση και έστειλε αγγελιοφόρους σε όλους τους σημαντικούς ηγεμόνες και κόμητες να πάψουν τους μεταξύ τους πολέμους και να πάνε στους Αγίους Τόπους για να πολεμήσουν και να τους απελευθερώσουν. Όσοι δέχονταν έραβαν στον ώμο τους έναν κόκκινο σταυρό. Έτσι ονομάστηκαν «σταυροφόροι», αυτοί που φέρουν σταυρό.

Ο ίδιος ο πάπας στη σύνοδο του Κλερμόν (1095) θα κηρύξει επίσημα τη Σταυροφορία, τον ιερό πόλεμο κατά των απίστων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Η Σταυροφορία παρουσιάστηκε ως «Θέλημα Θεού» (Λατ. Deus vult)[2]. Όσοι συμμετείχαν έπαιρναν άφεση αμαρτιών [3] και αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για πολλούς, πέρα από την προοπτική των νέων εδαφών, της λαφυραγωγίας και της περιπέτειας.

Μετά τη Σύνοδο, ο Πέτρος ο Ερημίτης άρχισε να περιοδεύει βγάζοντας πύρινους λόγους και ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά των μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Αν και ο Πέτρος είχε μεγάλη απήχηση στον απλό λαό, πολλά μέλη του κλήρου θεωρούσαν ότι ήταν μία ανοργάνωτη προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία. Όμως, δεν ήταν μόνο ο Πέτρος που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Μέσα στο 1096 έγιναν σφαγές Εβραίων που κατοικούσαν στη Γαλλία και στη Γερμανία και λεηλασίες των περιουσιών τους.

Η Σταυροφορία του λαού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 1096, ο Πέτρος ο Ερημίτης, έχοντας περιοδεύσει στη Γαλλία και στη Γερμανία, έφτασε στην Κολωνία. Από εκεί, έχοντας μαζέψει χιλιάδες λαού γύρω του, άρχισε την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο καλά όσο έδειχναν. Η σταυροφορία του λαού, όπως ονομάστηκε αλλιώς η σταυροφορία του, ήταν στην ουσία σταυροφορία απλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν πολεμήσει ξανά, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, μερικοί φτωχοί ιππότες και αρκετοί τυχοδιώκτες. Όλοι αυτοί νόμιζαν ότι η πορεία στην Ιερουσαλήμ θα ήταν εύκολη, σύντομη και ότι στη Γη της Επαγγελίας θα πλούτιζαν σε μικρό χρονικό διάστημα.

Όταν αυτές οι ψευδαισθήσεις άρχισαν να διαλύονται άρχισε να διαλύεται η πίστη τους στο πρόσωπο του Πέτρου και μαζί η όποια συνοχή μπορούσε να έχει αυτός ο συρφετός. Στην Ουγγαρία και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λεηλάτησαν και έκαψαν πόλεις, σκότωσαν και τρομοκράτησαν τον τοπικό πληθυσμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός τους πρόλαβε, τους σταμάτησε και τους οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο αυτοκράτορας Αλέξιος συναντήθηκε με τον Πέτρο και τον συμβούλευσε να μην περάσει αμέσως στην Ασία αλλά να περιμένει και τους υπόλοιπους σταυροφόρους που θα ήταν πιο καλά οπλισμένοι και οργανωμένοι. Όμως πολύ σύντομα το πλήθος που ακολουθούσε τον Πέτρο άρχισε να θυμώνει και να κατηγορεί τον αυτοκράτορα που δεν τους άφηνε να περάσουν απέναντι, στη Μικρά Ασία, ενώ οι επιδρομές στα προάστια της Κωνσταντινούπολης ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Ο Αλέξιος μετά από αυτά βιάστηκε να τους μεταφέρει απέναντι με πλοία όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες περισσότερο εναντίον των ντόπιων χριστιανών παρά εναντίον των μουσουλμάνων. Πλέον, όμως, ο Πέτρος δεν ασκούσε καμία εξουσία πάνω στον όχλο και παρά τις αρχικές τους επιτυχίες οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν σε ενέδρα των Σελτζούκων υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Α' ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ελάχιστοι γλίτωσαν και μεταφέρθηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και σε άσχημη κατάσταση.

Άφιξη των υπόλοιπων Σταυροφόρων-Νίκαια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταυροφορίες
Σταυροφορία του Μπαρμπάστρο
Α΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία του λαού
Γερμανική Σταυροφορία, 1096
Σταυροφορία του 1101
Β΄ Σταυροφορία
Γ΄ Σταυροφορία
Δ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των Αλβιγηνών
Σταυροφορία των παιδιών
Ε΄ Σταυροφορία
ΣΤ΄ Σταυροφορία
Ζ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των βοσκών
Η΄ Σταυροφορία
Θ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία της Αραγωνίας
Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας
Σταυροφορία της Νικόπολης
Σταυροφορία των Χουσσιτών
Σταυροφορία της Βάρνας
Βόρειες Σταυροφορίες
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού.

Μέχρι να τελειώσει έτσι άδοξα η σταυροφορία του λαού, νέες ομάδες σταυροφόρων έφταναν σταδιακά στην Κωνσταντινούπολη, προξενώντας και αυτοί προβλήματα από όπου περνούσαν. Οι νέοι σταυροφόροι είχαν εμπειροπόλεμους αρχηγούς και όλοι ήταν καλά εξοπλισμένοι. Αρχηγοί τους ήταν, ο αντιπρόσωπος του πάπα, Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος Β΄ της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Ο τελευταίος είχε εισβάλει μαζί με τον πατέρα του, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, στην αυτοκρατορία πριν από 15 χρόνια, χωρίς επιτυχία. Αυτόν, ειδικά, οι Βυζαντινοί τον έβλεπαν με καχυποψία, αν όχι με μίσος. Ο Αλέξιος, με συνετή πολιτική και συνεχείς διαπραγματεύσεις με όλους τους αρχηγούς των Σταυροφόρων, κατάφερε να τους υποχρεώσει να υποσχεθούν να επιστρέψουν όλα τα εδάφη που θα καταλάμβαναν μέχρι την Αντιόχεια στην αυτοκρατορία, και σε αντάλλαγμα τους μετέφερε με καράβια στη Μικρά Ασία και τους έδωσε οδηγούς και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα μέχρι την Αντιόχεια.

Η πρώτη πόλη που χτύπησαν οι σταυροφόροι για να εκδικηθούν τη σφαγή των ομοεθνών τους ήταν η Νίκαια της Βιθυνίας στις αρχές του 1097. Ο Κιλίτζ Αρσλάν, που πίστευε ότι οι καινούριοι πολεμιστές που έρχονταν δε θα ήταν κάτι διαφορετικό από αυτούς που είχε νικήσει μερικούς μήνες πριν, βρέθηκε να πολεμά με οργανωμένους και εμπειροπόλεμους πολεμιστές με πανοπλίες. Ηττήθηκε και αποσύρθηκε στα βουνά εγκαταλείποντας την πρωτεύουσά του στην τύχη της. Οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Νίκαια, η οποία μετά από λίγο καιρό ήταν έτοιμη να πέσει στα χέρια τους. Η φρουρά της Νίκαιας, όμως, προχώρησε σε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς και συμφώνησε να παραδώσει την πόλη μόνο σε αυτούς. Οι Βυζαντινοί μπήκαν μέσα στην πόλη νύχτα από τη μεριά της λίμνης και κρυφά από τους σταυροφόρους. Αυτό το γεγονός, καθώς και η απώλεια των λαφύρων εξόργισε τους σταυροφόρους αλλά συνέχισαν χωρίς φασαρίες την πορεία τους προς την Αντιόχεια. Στο δρόμο για την Αντιόχεια ο Κιλίτζ Αρσλάν τους επιτέθηκε στο Δορύλαιο αλλά κατάφεραν να τον νικήσουν. Ο Κιλίτζ Αρσλάν δεν τους ενόχλησε ξανά και ο δρόμος μέχρι την Αντιόχεια ήταν ανοικτός, όμως η πορεία τους ήταν μαρτυρική και πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες.

Αντιόχεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν φτάσουν στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης, αδερφός του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, και ο Ταγκρέδος, ανιψιός του Βοημούνδου του Τάραντα, αποσπάσθηκαν από το κύριο σώμα των σταυροφόρων και εισέβαλαν στην Κιλικία. Ο Ταγκρέδος συνάντησε τους σταυροφόρους μπροστά στην Αντιόχεια. Ο Βαλδουίνος, όμως, δεν ενώθηκε ποτέ ξανά με το κύριο σώμα του στρατού των σταυροφόρων. Προσκαλεσμένος από τον Τορός, τον ηγεμόνα της Έδεσσας της Συρίας, εγκαταστάθηκε εκεί για να προστατεύει την περιοχή, που κατοικούνταν κυρίως από Αρμενίους, από τους Τούρκους. Λίγους μήνες αργότερα ο Τορός δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο Βαλδουίνος ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Έδεσσας (1098). Ήταν ο πρώτος από τους σταυροφόρους που ίδρυσε κράτος στην περιοχή.

Την Αντιόχεια κυβερνούσε ένας Τούρκος, ο Γιαγκί Σιγιάν, πρώην σκλάβος του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που τον είχε διορίσει κυβερνήτη της πόλης περίπου το 1090. Αυτός ζήτησε βοήθεια από όλους τους γειτονικούς ηγεμόνες για να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους. Μπροστά στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι λιμοκτονούσαν αλλά ξεκίνησαν και συνέχισαν την πολιορκία. Νίκησαν στρατούς που στάλθηκαν από το Χαλέπι και τη Δαμασκό για να βοηθήσουν την Αντιόχεια. Τελικά τον Ιούνιο του 1098 η πόλη έπεσε στα χέρια τους μετά από προδοσία ενός Αρμένιου φρουρού, του Φιρούζ, που σε συνεννόηση με τον Βοημούνδο επέτρεψε σε ένα σώμα σταυροφόρων να μπουν νύχτα στην πόλη. Σχεδόν αμέσως, οι σταυροφόροι χρειάστηκε να την υπερασπιστούν από την επίθεση του αταμπέγ των Σελτζούκων της Μοσούλης, του Κερμπογκά, και των συμμάχων του. Τις κρίσιμες ημέρες της πολιορκίας από τον Κερβογά, ένας άσημος προκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτολομύ, άρχισε να μιλά για οράματα που είχε για την Αγία Λόγχη (τη λόγχη με την οποία τρύπησαν τον Χριστό στο σταυρό), ότι δηλαδή βρισκόταν στην Αντιόχεια. Πολλοί τον πίστεψαν, και όταν πράγματι βρήκε μία λόγχη σκάβοντας σε μία εκκλησία, οι σταυροφόροι πήραν θάρρος, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν σημάδι ότι ο Θεός ήταν μαζί τους.Υπήρχαν και πολλοί που δεν τον πίστεψαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τελικά οι σταυροφόροι να βρουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν τον Κερβογά σε μάχη έξω από τα τείχη, στην οποία και νίκησαν. Η νίκη τους, όμως, οφειλόταν εν μέρει στις φιλονικίες που είχαν ξεσπάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους. Σύντομα ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα (ο οποίος πριν ακόμη πέσει η Αντιόχεια είχε καταφέρει με δόλο να απομακρύνει τους βυζαντινούς αντιπροσώπους από το στρατόπεδο, και στη συνέχεια είχε αποκηρύξει τη συμφωνία με τον Αλέξιο) φιλονίκησαν για την κυριαρχία της πόλης. Οι σταυροφόροι έμειναν για αρκετούς μήνες άπρακτοι στην Αντιόχεια και το γεγονός αυτό έκανε τους στρατιώτες και τους απλούς προσκυνητές να απειλήσουν να προχωρήσουν χωρίς τους αρχηγούς τους στην Ιερουσαλήμ. Μετά από αυτό ο Ραϋμόνδος υποχώρησε και ο Βοημούνδος έμεινε στην Αντιόχεια ως ηγεμόνας.

Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σταυροφόροι συνέχισαν προς το νότο για την Ιερουσαλήμ στις αρχές του 1099, την οποία είχαν ανακαταλάβει οι Άραβες Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 από τους Τούρκους. Οι Φατιμίδες είχαν παρεξηγήσει τους σκοπούς των σταυροφόρων, νόμιζαν ότι ήταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών και ότι δε θα τους επιτίθεντο, καθώς είχαν κοινούς εχθρούς τους σουνίτες Σελτζούκους Τούρκους της Συρίας. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης στις 7 Ιουνίου, αλλά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Η ζέστη ήταν αφόρητη, το νερό ελάχιστο και ένα άλλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πολιορκητικών μηχανών. Για άλλη μία φορά ένας από τους σταυροφόρους, ο Πέτρος Ντεζιντέριους, είδε ένα όραμα που θα επηρέαζε τη σταυροφορία. Είδε σε όραμα τον Αντεμάρ του Πουί, που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες, να του υπόσχεται την πτώση της πόλης μετά από εννέα ημέρες αν οι σταυροφόροι έκαναν μία λιτανεία με γυμνά πόδια γύρω από αυτήν. Η λιτανεία πραγματοποιήθηκε. Στο πλήθος μίλησε και ο Πέτρος ο Ερημίτης και τους εμψύχωσε. Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Ιουλίου οι σταυροφόροι άρχισαν την επίθεση και γρήγορα βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Ο Ραϋμόνδος συμφώνησε με τον Άραβα επικεφαλής της φρουράς να τον αφήσει να φύγει με τους σωματοφύλακές του. Όμως η πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των σταυροφόρων συνοδεύθηκε από ένα λουτρό αίματος, καθώς οι σταυροφόροι σκότωσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μουσουλμάνους, εβραίους ή χριστιανούς.

Ηγεμόνας της περιοχής αναγνωρίστηκε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο οποίος αρνήθηκε να στεφθεί βασιλιάς στα μέρη που έζησε ο Χριστός, αλλά πήρε τον τίτλο του προστάτη του Παναγίου Τάφου. Ακόμη εκλέχτηκε και ένας Λατίνος Πατριάρχης. Οι σταυροφόροι κατάφεραν να νικήσουν και τον αιγυπτιακό στρατό, που κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, στην Ασκαλώνα. Αρκετοί σταυροφόροι μετά από αυτήν την επιτυχία γύρισαν πίσω. Η θέση όμως των σταυροφόρων στην Ανατολή ήταν επισφαλής. Πολλά τουρκικά φρούρια και μεγάλα κέντρα έλεγχαν μεγάλο κομμάτι των περιοχών κοντά στις πόλεις των Σταυροφόρων κάνοντας ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Το Δεκέμβρη του 1099 έφτασε στην Ιερουσαλήμ ο επίσκοπος Δαϊμβέρτος, που κατάφερε να γίνει πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Τον Ιούλιο του 1100 ο Γοδεφρείδος πέθανε, και ο Δαϊμβέρτος προσπάθησε να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Όμως, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης έφτασε από την Έδεσσα και εμπόδισε τα σχέδια του Δαϊμβέρτου. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Δαϊμβέρτος τον έστεψε βασιλιά της Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ.

Άλλες προσπάθειες από τη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κράτη των σταυροφόρων το 1135.

Ο νέος πάπας, Πασχάλης Β΄, ζήτησε από τους ηγεμόνες της Δύσης να εκστρατεύσουν στην Ανατολή, αυτή τη φορά για να ενισχύσουν το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Πολλοί ξεκίνησαν, αλλά προξένησαν πάλι προβλήματα στο Βυζάντιο, ενώ οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους στο δρόμο προς την Αντιόχεια.

Ένας στρατός σταυροφόρων, στον οποίο συμμετείχε και ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης, επιτέθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για να ελευθερώσει το Βοημούνδο, που εν τω μεταξύ τον είχε πιάσει αιμάλωτο ο εμίρης της Σεβάστειας, αλλά ηττήθηκαν κοντά στην Αμάσεια και διαλύθηκαν. Ο Ραϋμόνδος τελικά πέθανε το 1105, προσπαθώντας να καταλάβει την Τρίπολη του Λιβάνου. Η πόλη συνέχισε να βρίσκεται σε πολιορκία από τον ανιψιό του Ραϋμόνδου, τον Γουλιέλμο-Ιορδάνη. Το 1109 παραγκωνίστηκε από το γιο του Ραϋμόνδου, Βερτράνδο, που με τη βοήθεια του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνου Α΄, κατάφερε να καταλάβει την πόλη τον ίδιο χρόνο.

Ο Βοημούνδος απελευθερώθηκε με λύτρα που πληρώθηκαν το 1103 και συνέχισε να πολεμά τους Σελτζούκους στη Συρία προσπαθώντας να αυξήσει τη δύναμη και τα εδάφη του πριγκηπάτου του. Ηττήθηκε, όμως, στη μάχη της Χαρράν το 1104 από τους Σελτζούκους. Παράλληλα, αρνιόταν να παραδώσει την Αντιόχεια στους Βυζαντινούς. Αυτή του η άρνηση προκάλεσε την επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία. Ο Βοημούνδος βρέθηκε γρήγορα σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ιταλία. Εκεί, μαζί με άλλους σταυροφόρους που είχαν παράπονα από τους Βυζαντινούς και που πίστευαν πως τους είχαν προδώσει στους Τούρκους πήραν την άδεια του πάπα Πασχάλη Β΄ για σταυροφορία κατά των Βυζαντινών. Ακόμη, πέτυχε το 1106 να παντρευτεί την Κωνσταντία, κόρη του βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου Α΄, και να εξασφαλίσει και τη δική του βοήθεια. Το 1107 ο Βοημούνδος με 34.000 άνδρες αποβιβάστηκε στην Αυλώνα, και λίγο αργότερα άρχισε να πολιορκεί το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος τον απέκλεισε γρήγορα και μετά από κάποιους μήνες άκαρπων προσπαθειών από τον Βοημούνδο για την κατάληψη του Δυρραχίου, ο Βοημούνδος αναγνώρισε την εξουσία του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια και έγινε υποτελής του με τη συνθήκη της Δεαβόλεως.

Η Α΄ Σταυροφορία είχε πετύχει το σκοπό της, την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, και όχι μόνο: εξ αιτίας της ιδρύθηκαν Λατινικές ηγεμονίες στην περιοχή, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η Κομητεία της Έδεσσας, η Κομητεία της Τριπόλεως, το Πριγκηπάτο της Αντιοχείας και το Αρμενικό Βασίλειο της Μικρής Αρμενίας της Κιλικίας. Είχε καταφέρει ακόμη να χαλαρώσει την πίεση των Τούρκων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όμως μεταξύ των σταυροφόρων και των Βυζαντινών υπήρχε ψυχρότητα και αμοιβαία καχυποψία.

Τέλος, με την ίδρυση των σταυροφορικών κρατών η Α΄ Σταυροφορία είχε και άλλες συνέπειες. Η παρουσία των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη ήταν προκλητική για τους μουσουλμάνους. Η οργή για τις σφαγές που είχαν κάνει και για την απώλεια της Ιερουσαλήμ ήταν τεράστια. Στα χρόνια που έρχονταν οι φωνές για ενότητα στον μουσουλμανικό κόσμο θα πολλαπλασιάζονταν και οι σταυροφόροι θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο αγώνα για να διατηρήσουν τα εδάφη τους.

Η έκκληση του Αλεξίου Α΄Κομνηνού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη μάλλον διαδεδομένη σήμερα άποψη, η Πρώτη Σταυροφορία έγινε κατόπιν αιτήσεως του αυτοκράτορα προς τη Δύση, διατυπωμένη σε επιστολή του προς τον κόμη της Φλάνδρας Ροβέρτο Β΄, καθώς και σε παρομοίου περιεχομένου επιστολές και πρεσβεία του προς τον Ουρβανό Β΄ στη σύνοδο της Πλακεντίας (Piacenza) το 1095.

Κατά της άποψης αυτής επιχειρηματολογεί εκτενώς ο Παπαρρηγόπουλος στο Δωδέκατο Βιβλίο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του (Κεφ. Γ΄, υποκεφ. Α΄ «Ο μύθος των ικετηρίων επιστολών του Αλεξίου»). Αναφέρει τους ευρωπαίους συγγραφείς που θεωρούν την -δημοσιευμένη σε τρεις εκδοχές- επιστολή προς τον Ροβέρτο υποβολιμαία και βασίζει τα επιχειρήματά του μεταξύ άλλων και στο απίθανο του περιεχομένου της επιστολής που υπόσχεται στους Δυτικούς τα πλούτη της αυτοκρατορίας και την απόλαυση των γυναικών της! Παρόμοια αμφισβητεί και τις εκκλήσεις προς τον πάπα.

Ο Γκίμπον («History of the decline and fall of the Roman Empire», τ.Ε΄ chapter LVIII: The First Crusade.—Part II σημ. 31) αμφιβάλλει για την επιστολή προς Ροβέρτον: «In his genuine or fictitious letter to the count of Flanders, Alexius…»

Έντονη είναι η εν γένει αμφισβήτηση του Ρενέ Γκρουσέ («Ιστορία των Σταυροφοριών», μετάφρ. Ανδρ.Πάγκαλος, Γκοβόστης, χχ) : «Δεν είναι ανάγκη, για να εξηγήσουμε μια τέτοια απόφαση [της κήρυξης της Πρώτης Σταυροφορίας], να φανταστούμε μιαν άμεση έκκληση του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού».

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. David Nicolle, The First Crusade 1096–99: Conquest of the Holy Land, σελ. 21 και 32, Osprey Publishing (2003) ISBN 1-84176-515-5
  2. Ο Έντουαρντ Γκίμπον, στο έργο του Η Άνοδος και η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εξηγεί ότι η λατινική φράση «Deus lo volt» ή «Diex el volt» αποτελούσε παραφθορά από τους αγράμματους λαϊκούς αντί της ορθής φράσης «Deus vult» η οποία χρησιμοποιούνταν από τους κληρικούς που γνώριζαν Λατινικά. (Edward Gibbon, The Decline and Fall of the Roman Empire, Τόμ. 5ος, Κεφ. LVIII: Η Πρώτη Σταυροφορία, διαθέσιμο στο ίντερνετ εδώ, στον ιστότοπο fullbooks.com)
  3. «Το μέλλον της ιδέας των σταυροφοριών έλαβε μεγάλη ώθηση με την παροχή του πρώτου συγχωροχαρτιού το 1063 στους σταυροφόρους, ειδικά των Γάλλων σταυροφόρων κατά την «ανακατάκτηση» της Ισπανίας. Έτσι, οι στρατιωτικές ικανότητες συνδυασμένες σε έναν δίκαιο πόλεμο που διεξαγόταν για την άμυνα και διάδοση της χριστιανικής πίστης και την υποκίνηση σε υποταγή στη Ρώμη χρησιμοποιήθηκαν και ανταμείφθηκαν από τον παπισμό». (Philippe Levillain, The Papacy: An Encyclopedia, Taylor & Francis Publ., 2001, Τόμ. 1ος, σελ. 18) «Ο πάπας Ουρβανός Β΄ πίστευε ότι η στρατιωτική βοήθεια των Δυτικών ήταν απαραίτητη για να βοηθηθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία που δεχόταν επίθεση από τα ισλαμικά στρατεύματα. Το 1095 πήγε στη Σύνοδο του Κλερμόντ (Clermont) της Γαλλίας. Στο Κλερμόντ ο Πάπας ανακοίνωσε στο συγκεντρωμένο ακροατήριο ότι ένας συγκλονιστικός αριθμός κακομεταχειρίσεων [λάβαινε χώρα σε βάρος] των Ανατολικών Χριστιανών και των Χριστιανών στους άγιους τόπους [...] Για τους γενναίους και αφοσιωμένους Χριστιανούς που επιθυμούσαν να πάνε για να βοηθήσουν τους Ανατολικούς Χριστιανούς, ο Πάπας υποσχέθηκε πλήρη άφεση αμαρτιών». (Andrew Holt, Crusades-Encyclopedia, 2005, λήμμα «Pope Urban II») «Η ιδέα της διεξαγωγής πολέμου ως επιτίμιο [δηλ. εκκλησιαστική ποινή] ήταν επαναστατική [...] Η πρώτη ένδειξη για αυτό ήταν το "συγχωροχάρτι" που εξέδωσε ο Πάπας Αλέξανδρος Β΄ σε χριστιανούς στρατιώτες (ή/και προσκυνητές) οι οποίοι πήγαιναν να καταλάβουν το μουσουλμανικό φρούριο του Μπαρμπάστρο στην Ισπανία το 1063-1064». (Jonathan Riley-Smith, The Crusades: A History, Yale University Press, 2005, σελ. 9) Βλέπε επίσης The Crusades: A Very Short Introduction υπό Christopher Tyerman (Oxford University Press, 2005), σελ. 77.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. λήμμα Σταυροφορίες, στον τόμο Παγκόσμια Ιστορία Τόμος Β΄ της εγκυκλοπαίδειας που έχει εκδοθεί από την Εκδοτική Αθηνών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα First Crusade στο Wikimedia Commons