Προσωρινή μνήμη (υπολογιστές)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Με τον όρο προσωρινή μνήμη ή ενδιάμεση μνήμη (αγγλ.: buffer) αναφερόμαστε στη χρήση που κάνει ένα πρόγραμμα υπολογιστή (π.χ. το λειτουργικό σύστημα) μιας περιοχής της μνήμης για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων που μετακινούνται συνεχόμενα από και προς αυτήν. Έτσι μία εισερχόμενη ροή δεδομένων (π.χ. από κάποιο οπτικό μέσο αποθήκευσης) τοποθετείται εκεί μέχρι κάποιος «καταναλωτής» (π.χ. ένα πρόγραμμα) να τα προσπελάσει, οπότε αφαιρούνται από την προσωρινή μνήμη.

Η υλοποίηση της προσωρινής μνήμης συνήθως είναι ευθύνη του εκάστοτε σχεδιαστή λογισμικού (π.χ. των μηχανικών που αναπτύσσουν ένα λειτουργικό σύστημα) και γίνεται με κατάλληλη δέσμευση κύριας μνήμης, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μιλάμε και για προσωρινή μνήμη σε χαμηλότερο επίπεδο λειτουργίας (π.χ. στα κυκλώματα ελέγχου ενός σκληρού δίσκου), άρα η υλοποίησή της εμπίπτει στην αρμοδιότητα των σχεδιαστών του υλικού.