Προγραμματική μουσική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Η προγραμματική μουσική είναι μουσική αφηγηματικού, περιγραφικού ή αναπαραστατικού είδους. Η ύπαρξη εξωμουσικών ιδεών και περιεχομένων σε μια μουσική σύνθεση, που προέρχονται από άλλες μορφές όπως η ποίηση, η ζωγραφική και η λογοτεχνία ή από προσωπικά βιώματα του συνθέτη, δίχως να γίνεται χρήση τραγουδιού, δημιουργεί τον όρο προγραμματική μουσική. Ο συνθέτης προσπαθεί να περιγράψει κάτι συγκεκριμένο, π.χ. ένα ιστορικό συμβάν, ένα φιλολογικό κείμενο, μια εικόνα ή μια καθορισμένη ψυχική κατάσταση.

Συνήθης, αλλά όχι αναγκαία, είναι η παρουσίαση του προγράμματος στην έναρξη της συνθέσεως, προκειμένου αυτό να καθοδηγήσει τον ακροατή στην ορθή ερμηνεία της εξωμουσικής ιδέας. Θεωρείται το αντίθετο της απόλυτης μουσικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προγραμματική μουσική ήκμασε και κατέστη εξαιρετικά δημοφιλής κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος, παρότι ίχνη της μπορούν να εντοπισθούν ήδη στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνος. Μετά τη λήξη του ρομαντικού κινήματος παρήκμασε μάλλον γρήγορα, πρωτίστως επειδή το στοιχείο της αναπαράστασης αντικαταστάθηκε από εκείνο της έκφρασης και, κατά συνέπειαν, οι συνθέτες επέλεξαν να εκθέσουν την έμπνευσή τους κατά τρόπον πιο εσωτερικό και αφηρημένο.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λαζαρίδου-Ελμαλόγλου, Ιουλία (2007). «Ζητήματα προγραμματικής μουσικής». Μουσικολογία (19). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-03-10. https://web.archive.org/web/20160310000138/http://musicology.gr/issue019/lazaridougr.html. Ανακτήθηκε στις 2019-11-30.