Πράσινη στέγη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πράσινη στέγη στο δημαρχείο του Σικάγο

Οι πράσινες στέγες είναι κυριολεκτικά παλιές όσο κι άνθρωπος και χρησιμοποιούνταν πολύ πριν τη σύλληψη της ιδέας της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής. Ήδη από την αυγή της ανάπτυξης της αγροτικής κοινωνίας, στο πρώτο στάδιο του Πολιτισμού, γύρω στο 8.000 π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις σπηλιές και τα πρόχειρα καταφύγια και να εγκαθίστανται σε οικισμούς, οργανωμένοι σε ομάδες που είχαν ως βάση την εκτεταμένη οικογένεια.

Οι οικισμοί αυτοί, που είχαν το μέγεθος και τη δομή των σύγχρονων χωριών, χτίζονταν από υλικά που βρίσκονταν σε αφθονία στο φυσικό περιβάλλον, όπως το χώμα με τη μορφή πηλού και φυτικές ύλες. Ιδιαίτερα οι φυτικές ύλες, είτε στη ζωντανή είτε στην αποξηραμένη μορφή τους (φυτά και άχυρο) αποτελούσαν κυρίαρχα υλικά δόμησης καθώς πρόσφεραν πολλαπλά οφέλη στη θερμομόνωση, τη στεγανοποίηση, τη σταθερότητα και την αισθητική αυτών των πρώτων κατοικιών.

Από την αυγή του πολιτισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάπτυξη και οι άνθηση των αγροτικών κοινωνιών μεταμόρφωσε τα πρώτα χωριά σε κωμοπόλεις πολλών χιλιάδων κατοίκων, όπου η φύτευση των στεγών συνέχισε να είναι δημοφιλής με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ένα από αυτά είναι οι Κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, οι οποίοι μνημονεύονται μέχρι σήμερα ανάμεσα στα Επτά θαύματα του κόσμου.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι άνθρωποι εξακολούθησαν τις ίδιες πρακτικές δόμησης. Τα δείγματα κελτικής αρχιτεκτονικής που βλέπουμε στα Χάιλαντς της Σκωτίας, την Ουαλία και την Ιρλανδία, μας δίνουν μια καλή εικόνα για τη χρήση του φυτεμένου δώματος μέχρι και μετά την Αναγέννηση.

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της χρήσης φυτικών υλικών στις στέγες κατά τη διάρκεια της Ελισαβετιανής εποχής είναι οι κατοικίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και της συζύγου του, Αν Χάθαγουεϊ, στο Στράτφορντ. Και τα δύο κτήρια, που χρονολογούνται από τα μέσα του 1.500 μ.Χ. και βρίσκονται σε άψογη κατάσταση, είναι επισκέψιμα προσφέροντάς μας μια καθαρή εικόνα της αρχιτεκτονικής της εκείνης της περιόδου.

Στη σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βιομηχανική επανάσταση και όλο το δεύτερο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού επέφεραν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο ζωής σε όλον τον πλανήτη. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές αλλαγές ανάμεσα τους ήταν η ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων που εξυπηρετούσαν τον αστικοποιημένο νέο τρόπο ζωής και ειδικότερα τη διαμόρφωση μονάδων παραγωγής (εργοστασίων) και αγορών για την πώληση των προϊόντων της βιομηχανίας.

Τα εργοστάσια και οι αγορές χρειάζονταν εργάτες και καταναλωτές, οι οποίοι συγκεντρώνονταν σε αστικά κέντρα τα οποία είχαν τη μορφή σύγχρονων πόλεων. Η μαζική παραγωγή και η ευρεία κατανάλωση έφεραν μαζί τους την δυνατότητα και την αναγκαιότητα για την ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων σε ευρεία κλίμακα.

Νέα υλικά-νέα προβλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνεπώς, οι παραδοσιακές μέθοδοι δόμησης και τα παραδοσιακά υλικά αντικαταστάθηκαν από βιομηχανικές μεθόδους και υλικά. Η επεξεργασία των υλικών έγινε εφικτή και θεμιτή κι έτσι τα φυσικά δομικά υλικά εγκαταλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τούβλα, κεραμίδια, τσιμέντο και ατσάλι. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Καλκούτα κι από το Ρέικιαβικ μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ.

Παράλληλα, η ανάπτυξη των σύγχρονων αστικών κέντρων έφερε μαζί της ένα πλήθος σοβαρών προβλημάτων. Τα νέα υλικά και οι νέες μέθοδοι δόμησης σε συνδυασμό με την βιομηχανική και καταναλωτική δραστηριότητα για την εξυπηρέτηση των βιομηχανικών και καταναλωτικών αναγκών συγκρούονται με τις ανάγκες ισορροπίας της βιόσφαιρας σε πολλά επίπεδα. Έτσι, οι βιομηχανικές δραστηριότητες, ο υλικός καταναλωτισμός, τα υλικά και οι μέθοδοι δόμησης έχουν φέρει πλέον την ανθρωπότητα του 21ου αιώνα αντιμέτωπη με την υποβάθμιση τόσο της βιόσφαιρας, όσο και πολλών από τους μηχανισμούς υποστήριξης της ζωής από τους οποίους εξαρτιόμαστε και οι οποίοι απειλούνται.

Οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες πόλεις μπορούν να επικεντρωθούν στη δημιουργία των θερμικών νησίδων, στην υπερχείλιση των όμβριων υδάτων, στην ανησυχητική εξάπλωση σοβαρών σωματικών, ψυχικών και νευρικών παθήσεων με μορφή επιδημίας, στην απώλεια του φυσικού τοπίου ως καταφύγιο της πανίδας, στον περιορισμό της βιοποικιλότητας κ.ά. Όλα αυτά είναι σημαντικά ζητήματα που καλείται να λύσει η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα.

Επιστροφή στις φυσικές λύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα έγινε ιδιαίτερα επιτακτικό για τους πολεοδόμους του Δυτικού πολιτισμού στη δεκαετία του '60, με αποτέλεσμα την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις παραδοσιακές οικιστικές μεθόδους και υλικά. Η αναγκαιότητα για την εύρεση μιας βιώσιμης λύσης στον σχεδιασμό και την κατασκευή των κτιρίων οδήγησε στη δημιουργία της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής.

Οι πολεοδόμοι που ανταποκρίθηκαν πρώτοι προέρχονταν από τη Γερμανία και την Ελβετία. Αποτέλεσμα ήταν η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις φυτεμένες στέγες και στις δύο χώρες. Οι αρχικές προσπάθειες για πράσινες στέγες στη Γερμανία απέτυχαν για ένα πλήθος λόγων. Ένας από αυτούς ήταν η ακατάλληλη στεγανοποίηση, που δημιούργησε μια επιφύλαξη για τις φυτεμένες στέγες. Οι Γερμανοί πολεοδόμοι αντιμετώπισαν την πρόκληση με την εγκαθίδρυση της της Εταιρείας Έρευνας, Ανάπτυξης και Κατασκευής Γερμανικών Τοπίων το 1975 (German Landscape Research, Development and Construction Society - FLL).

Η FLL είναι ένας ανεξάρτητος μη-κερδοσκοπικός οργανισμός. Ιδρύθηκε από οκτώ επαγγελματικές ενώσεις για "την βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών μέσω της προώθησης και της διάδοσης της έρευνας πάνω στα φυτά και της μεθοδευμένης εφαρμογής της". Είναι μόνο μία από τις σαράντα επιτροπές που έχουν δημοσιεύσει μια εκτεταμένη λίστα οδηγιών και συμβουλών κατασκευής. Η συγκεκριμένη εταιρεία εργάζεται πάνω στις προδιαγραφές της τεχνολογίας των πράσινων στεγών για 25 χρόνια. Οι "Οδηγίες για τον Σχεδιασμό, την Εκτέλεση και τη Συντήρηση των Κτηρίων με Πράσινες Στέγες", που εξέδωσαν (γνωστών και ως FLL guidelines) αντανακλά τις τελευταίες εξελίξεις στην αναγνωρισμένη ως κορυφαία, γερμανική τεχνολογία. Παρότι οι Οδηγίες δεν προσφέρουν λύσεις σε όλα τα προβλήματα των φυτεμένων δωμάτων, είναι ένα βασικό εργαλείο για την κατασκευή αξιόπιστων πράσινων στεγών υψηλής ποιότητας.

Άμεσο αποτέλεσμα της δημιουργίας της FLL ήταν η ανάπτυξη της δημοτικότητας των πράσινων στεγών στη Γερμανία. Μέχρι στιγμής, εκτιμάται ότι το 10% των γερμανικών στεγών (35.000.000 τ.μ.) έχουν πρασινίσει. Στη Γερμανία η φύτευση δωμάτων χρησιμοποιείται κυρίως ως μέθοδος για την αντιμετώπιση της υπερχείλισης των ομβρίων υδάτων, γι' αυτό και έχουν εφαρμοστεί νόμοι που προσφέρουν κίνητρα, αλλά και ποινές για να ενθαρρύνουν την φύτευση των στεγών σε μεγάλη κλίμακα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]