Πολιτισμός Κουκουτένι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιτισμός Κουκουτένι

Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπολί (παραδοσιακά ρουμανικά-ρωσικά: Cucuteni-Tripolye, γνωστός επίσης στη Ρουμανία ως μόνο Cucuteni και στην Ουκρανία ως Трипільська) είναι ένας Νεολιθικός-Χαλκολιθικός αρχαιολογικός πολιτισμός (5.200 ως 3.500 π.Χ.) στην Ανατολική Ευρώπη.

Εκτεινόταν από τα Καρπάθια Όρη μέχρι τις περιοχές του Δνείστερου και του Δνείπερου, με επίκεντρο τη σημερινή Μολδαβία και κάλυπτε σημαντικά τμήματα της δυτικής Ουκρανίας και της βορειοανατολικής Ρουμανίας, καταλαμβάνοντας έκταση 350.000 τ.χλμ. με διάμετρο 500 χλμ., χονδρικά από το Κίεβο στα βορειοανατολικά μέχρι το Μπρασόβ στα νοτιοδυτικά.

Οι περισσότεροι οικισμοί του Κουκουτένι-Τριπολί ήταν μικροί και μεγάλης πυκνότητας (σε απόσταση 3 έως 4 χιλιομέτρων), συγκεντρωμένοι κυρίως στις κοιλάδες των ποταμών Σερέτη, Προύθου και Δνείστερου . Κατά τη φάση του Μέσου Τριπολί (περίπου 4000 έως 3500 π.Χ.), οι πληθυσμοί που ανήκαν στον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπολί έχτισαν τους μεγαλύτερους οικισμούς στη Νεολιθική Ευρώπη, μερικοί από τους οποίους περιείχαν ως 3.000 κτίρια και ενδεχομένως κατοικούντο από 20.000 έως 46.000 άτομα.

Ενα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού ήταν η περιοδική καταστροφή των οικισμών, όπου κάθε θέση συγκεκριμένης κατοίκησης είχε διάρκεια ζωής περίπου 60 έως 80 χρόνια. Ο σκοπός της καύσης αυτών των οικισμών είναι ένα θέμα συζήτησης μεταξύ των μελετητών. Ορισμένοι από τους οικισμούς ανακατασκευάστηκαν πολλές φορές πάνω από προηγούμενα επίπεδα κατοίκησης, διατηρώντας το σχήμα και τον προσανατολισμό των παλαιότερων κτιρίων. Μια συγκεκριμένη τοποθεσία, το Ποντούρι στη Ρουμανία, αποκάλυψε δεκατρία επίπεδα κατοίκησης που κατασκευάστηκαν το ένα πάνω από το άλλο στη διάρκεια πολλών ετών.

Έγινε γνωστός το 1884 και οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1909. Οι πρώτες εγκαταστάσεις ανακαλύφθηκαν στη βόρεια Ρουμανία, και για αρκετό καιρό ήταν γνωστός με το όνομα του ρουμανικού χωριού Κουκουτένι. Ωστόσο τεχνουργήματα που ανακαλύφθηκαν μεταγενέστερα υποδεικνύουν ότι το γεωγραφικό κέντρο αυτού του πολιτισμού ήταν πιθανώς βορειότερα, στην περιοχή της Μολδαβίας. Οι Ουκρανοί αρχαιολόγοι κυρίως υποστηρίζουν ότι το κέντρο του πολιτισμού ήταν η περιοχή κοντά στο χωριό Τριπολί.

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πολιτισμός πήρε αρχικά το όνομά του από το χωριό Κουκουτένι στην επαρχία του Ιασίου της Ρουμανίας. Το 1884 ο Tέοντορ Τ. Μπουράντα, όταν είδε κεραμικά θραύσματα στο χαλίκι που χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση του δρόμου από το Tίργκου Φρούμος στο Ιάσιο, διερεύνησε το λατομείο στο Κουκουτένι από όπου εξορυσσόταν το υλικό, όπου βρήκε θραύσματα κεραμικής και ειδωλίων από τερακότα. Ο Μπουράντα και άλλοι μελετητές από το Ιάσιο, συμπεριλαμβανομένου του ποιητή Νικολάε Μπελντιτσεάνου και των αρχαιολόγων Γκριγκόρε Μπουτουρεάνου, Ντιμίτριε Μπουτουλέσκου και Γκεόργκε Ντιαμάντι, ξεκίνησαν στη συνέχεια τις πρώτες ανασκαφές στο Κουκουτένι την άνοιξη του 1885. Τα ευρήματά τους δημοσιεύθηκαν το 1885 και το 1889 και παρουσιάστηκαν σε δύο διεθνή συνέδρια το 1889 στο Παρίσι: στη Διεθνή Ένωση Προϊστορικών και Πρωτοϊστορικών Επιστημών από το Μπουτουρεάνου και σε μια συνάντηση της Ανθρωπολογικής Εταιρείας του Παρισιού από το Ντιαμάντι.

Συγχρόνως οι πρώτες ουκρανικές θέσεις που αποδόθηκαν στον πολιτισμό ανακαλύφθηκαν από τον Τσέχο ερασιτέχνη αρχαιολόγο Βίντσεντ Τσβόικα. Το έτος των ανακαλύψεών του έχει υποστηριχθεί ως το 1893, το 1896 και το 1887. Στη συνέχεια ο Τσβόικα παρουσίασε τα ευρήματά του στο 11ο συνέδριο αρχαιολόγων το 1897, που θεωρείται η επίσημη ημερομηνία ανακάλυψης του πολιτισμού Τριπολί στην Ουκρανία. Την ίδια χρονιά ανασκάφηκαν παρόμοια αντικείμενα στο χωριό Τριπιλία (Ουκρανικά: Трипiлля), στην περιφέρεια του Κιέβου της Ουκρανίας. Ετσι ο πολιτισμός αυτός αναγνωρίστηκε στις ουκρανικές δημοσιεύσεις (και αργότερα στη Σοβιετική Ρωσία), ως πολιτισμός Τριπολί (από την αντίστοιχη Ρωσική ονομασία).

Ανθρωπομορφική πήλινη μορφή του Κουκουτένι-Τριπολί

Σήμερα τα ευρήματα τόσο από τη Ρουμανία όσο και από την Ουκρανία, καθώς και από τη Μολδαβία, αναγνωρίζονται ως ανήκοντα στο ίδιο πολιτιστικό σύνολο. Ονομάζεται γενικά πολιτισμός Κουκουτένι στη Ρουμανία και πολιτισμός Τριπολί στην Ουκρανία. Ο όρος "πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπολί" χρησιμοποιείται συνηθέστερα για να αναφέρεται στο σύνολονο με τον προερχόμενο από τα ουκρανικά όρο "πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπλίαν" που κερδίζει εδαφος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοπίο του Δνείστερου στην Περιφέρεια Τέρνοπιλ, Δυτική Ουκρανία.

Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπολί άκμασε στην περιοχή της σημερινής Μολδαβίας, της βορειοανατολικής Ρουμανίας και ορισμένων περιοχών της δυτικής, κεντρικής και νότιας Ουκρανίας.

Ο πολιτισμός επεκτάθηκε έτσι βορειοανατολικά από τη λεκάνη του ποταμού Δούναβη γύρω από τις Σιδηρές Πύλες προς τη Μαύρη Θάλασσα και το Δνείπερο. Περιλάμβανε τα κεντρικά Καρπάθια Όρη καθώς και τις πεδιάδες, τη στέπα και τη δασωμένη στέπαεκατέρωθεν της οροσειράς. Ο ιστορικός πυρήνας του βρισκόταν γύρω από το μέσο ως το άνω Δνείστερο (το Ποδολιανό Υψίπεδο). Κατά τη Ατλαντική και την Υποβόρεια κλιματολογική περίοδο, οπότε η καλλιέργεια άκμασε, η Ευρώπη βίωσε τη θερμότερη και υγρότερη περίοδό της από το τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τη γεωργία στην περιοχή αυτή.

Από το 2003 έχουν εντοπιστεί περίπου 3.000 θέσεις του πολιτισμού, από μικρά χωριά μέχρι "τεράστιους οικισμούς που αποτελούνται από εκατοντάδες κατοικίες που περιβάλλονταν από πολλαπλές τάφρους".

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιοδολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακά έχουν χρησιμοποιηθεί ξεχωριστά συστήματα περιοδολόγησης για την ουκρανική Τριπιλίαν και τη ρουμανική Κουκουτένι μορφή του πολιτισμού. Το σύστημα για τον Κουκουτένι, που προτάθηκε από το γερμανό αρχαιολόγο Χούμπερτ Σμιτ το 1932, διακρίνει τρεις πολιτισμούς: τον Προ-Κουκουτένι, τον Κουκουτένι και το Χοροντίστεα-Φολτέστι, που διαιρέθηκαν περαιτέρω σε φάσεις (Προ-Κουκουτένι I-III και Κουκουτένι Α και Β). Το ουκρανικό σύστημα αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από την Τατιάνα Σεργκέγεβνα Πάσεκ το 1949 και διαιρούσε τον πολιτισμό Τριπιλίαν σε τρεις κύριες φάσεις (Α, Β και Γ) με περαιτέρω υπο-φάσεις (BI-II και ΓI-II). Αρχικά βασισμένα στην ανεπίσημη κεραμική χρονολόγηση, και τα δύο συστήματα έχουν επεκταθεί και αναθεωρηθεί από τότε που προτάθηκαν για πρώτη φορά, ενσωματώνοντας νέα δεδομένα και τυποποιημένες μαθηματικές τεχνικές για τη χρονολόγηση με βάση τα τεχνουργήματα.

Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπολί διαιρείται συνήθως σε μια πρώιμη, μέση και ύστερη περίοδο, με ποικίλες μικρότερες υποδιαιρέσεις που χαρακτηρίζονται από αλλαγές στους οικισμούς και στον υλικό Ένα βασικό σημείο διαμάχης είναι το πώς αυτές οι φάσεις αντιστοιχούν στα δεδομένα ραδιοχρονολόγησης. Ο παρακάτω πίνακας αντιπροσωπεύει αυτή την πιο πρόσφατη ερμηνεία:

• Πρώιμη (Προ-Κουκουτένι I-III έως Κουκουτένι A-B, Τριπιλίαν A έως Τριπιλίαν BI-II): 4800 ως 4000 π.Χ.
• Μέση (Κουκουτένι B, Τριπιλίαν BII έως CI-II):    4000 ως 3500 π.Χ.
• Υστερη (Χοροντίστεα-Φολτέστι, Τριπιλίαν CII):    3500 ως 3000 π.Χ.

Πρώιμη περίοδος (4800–4000 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προ-Κουκουτένι Πήλινες Μορφές 4900-4750 π.Χ., που ανακαλύφθηκαν στη Μπάλτα Πόπιι της Ρουμανίας

Οι ρίζες του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν μπορούν να βρεθούν στους πολιτισμούς Στάρτσεβο-Κόρος-Κρις και Βίντσα της 6ης έως 5ης χιλιετίας π.Χ., με επιπρόσθετη επιρροή από τον πολιτισμό των Μπουγκ-Δνείστερου (6500-5000 π.Χ.) Κατά την πρώιμη περίοδο της ύπαρξής του (την 5η χιλιετία π.Χ.) ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν επηρεάστηκε επίσης από τον πολιτισμό της Γραμμικής Ταινιωτής κεραμικής από το βορρά και από τον πολιτισμό Μπόιαν-Γκιουλέστι από το νότο. Μέσω του αποικισμού και της αφομοίωσης από αυτούς τους άλλους πολιτισμούς, διαμορφώθηκε ο πολιτισμός Προ-Κουκουτένι/Τριπιλίαν Α. Κατά τη διάρκεια της πέμπτης χιλιετίας ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν επεκτάθηκε από την «πατρίδα» του στην περιοχή Προύθου-Σερέτη κατά μήκος των ανατολικών προπόδων των Καρπαθίων στα λεκανοπέδια και τις πεδιάδες των ποταμών Δνείπερου και Νότιου Μπουγκ της κεντρικής Ουκρανίας. Οικισμοί αναπτύχθηκαν επίσης στα νοτιοανατολικά τμήματα των Καρπαθίων, με τα ευρήματά τους γνωστά τοπικά ως πολιτισμός Αριουσντ. Οι περισσότεροι από τους οικισμούς βρίσκονταν κοντά σε ποτάμια, ενώ λιγότεροι στα οροπέδια. Οι περισσότερες πρώιμες κατοικίες είχαν τη μορφή σπιτιών-λάκων αν και συνοδεύονταν από μια ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα σπιτιών από άργιλο πάνω από το έδαφος. Τα δάπεδα και οι εστίες αυτών των κατασκευών ήταν από πηλό και οι τοίχοι από ξύλο ή καλαμιές με πηλό. Η στέγη ήταν φτιαγμένη από άχυρο ή καλάμια.

Τμήμα του χάλκινου "Θησαυρού " Κουκουτένι-Τριπιλίαν, που βρέθηκε στο Τσίρμπουνα

Οι κάτοικοι ασχολούντο με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την αλιεία και την τροφοσυλλογή. Καλλιεργούσαν σιτάρι, σίκαλη και αρακά. Τα εργαλεία περιλάμβαναν άροτρα κατασκευασμένα από κέρατα, πέτρες, κόκκαλα και ακονισμένα ραβδιά. Η συγκομιδή γινόταν με δρεπάνια με ένθετες λεπίδες από πυρόλιθο. Τα σιτηρά αλέθονταν σε αλεύρι με πέτρινους τροχούς. Οι γυναίκες ασχολούντο με την αγγειοπλαστική, την υφαντουργία και την κατασκευή ενδυμάτων και διαδραμάτιζαν ηγετικό ρόλο στη ζωή της κοινότητας. Οι άνδρες κυνηγούσαν, έβοσκαν τα εκτρεφόμενα ζώα και έφτιαχναν εργαλεία από πυρόλιθο, κόκκαλα και πέτρες. Από το ζωικό κεφάλαιο τους σημαντικότερα ήταν τα βοοειδή, με τους χοίρους, τα πρόβατα και τις κατσίκες να παίζουν μικρότερο ρόλο. Το ζήτημα άν το άλογο ήταν εξημερωμένο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν αμφισβητείται από τους ιστορικούς. Λείψανα αλόγων έχουν βρεθεί σε μερικούς από τους οικισμούς του, αλλά δεν είναι σαφές άν αυτά τα λείψανα ήταν από άγρια ​​άλογα ή εξημερωμένα.

Εχουν βρεθεί πήλινα αγαλματίδια γυναικών και φυλαχτά, που χρονολογούνται από αυτή την περίοδο. Επίσης βρίσκονται περιστασιακά χάλκινα αντικείμενα, κυρίως βραχιόλια, τα δαχτυλίδια και τα άγκιστρα. Στο χωριό Τσίρμπουνα της Μολδαβίας ανακαλύφθηκε ένα σύνολο μεγάλου αριθμού χάλκινων αντικειμένων (ένα Θησαυρό - βλέπε εικόνα) που αποτελείται κυρίως από κοσμήματα που χρονολογούνται από τις αρχές της 5ης χιλιετίας π.Χ. Κάποιοι ιστορικοί έχουν χρησιμοποιήσει αυτά τα στοιχεία για να υποστηρίξουν τη θεωρία ότι στον πρώιμο πολιτισμό Κουκουτένι υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση, αλλά αυτό αμφισβητείται από άλλους.

Πολύ σπάνια ανακαλύπτονται υπολείμματα αγγειοπλαστικής από αυτήν την πρώιμη περίοδο, . Τα υπολείμματα που έχουν βρεθεί υποδεικνύουν ότι τα κεραμικά χρησιμοποιήθηκαν αφού είχαν ψηθεί σε φούρνο. Το εξωτερικό χρώμα των κεραμεικών είναι καπνιστό γκρι, με ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία. Προς το τέλος αυτής της πρώιμης περιόδου του Κουκουτένι-Τριπιλίαν τα κεραμεικά αρχίζουν να ζωγραφίζονται πριν το ψήσιμο. Η τεχνική της λευκής ζωγραφικής που βρέθηκε σε κάποια κεραμικά αυτής της περιόδου εισήχθη από τον αρχαιότερο και σύγχρονο (5η χιλιετία) πολιτισμό Γκουμέλνιτσα-Καρανόβο (εκτεινόταν από τη Θράκη μέχρι τη νότια Μολδαβία). Οι ιστορικοί υποδεικνύουν αυτή τη μετάβαση στην κεραμική ψημένη στο φούρνο με λευκή βαφή, ως το τέλος του πολιτισμού Προ-Κουκουτένι και την έναρξη της Φάσης Κουκουτένι (ή Πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν).

Ο πολιτισμός Κουκουτένι και ο γειτονικός Γκουμέλνιτσα-Καρανόβο φαίνεται να ήταν σε μεγάλο βαθμό σύγχρονοι. "Η φάση Κουκουτένι A φαίνεται να ηταν πολύ μακρά (4600-4050) και καλύπτει την όλη εξέλιξη των πολιτισμών Γκουμέλνιτσα Α1, Α2, Β2 (ίσως 4650-4050)."

Mέση περίοδος (4000-3500 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μέση περίοδο ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν εξαπλώθηκε σε μια ευρεία περιοχή από την Ανατολική Τρανσυλβανία στα δυτικά μέχρι τον ποταμό Δνείπερο στα ανατολικά. Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στις περιοχές δυτικά του ανω και μέσυ Δνείπερου Ποταμού, στην σημερινή Ουκρανία. Ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με αποτέλεσμα να ιδρύονται οικισμοί σε οροπέδια, κοντά σε μεγάλα ποτάμια και πηγές.

Αρχαιολογικά ευρήματα, που ανακαλύφθηκαν στη Μολδαβία, περίπου από το 3650 π.Χ.

Κατασκεύαζαν τις κατοικίες τουςτοποθετώντας κάθετους πασσάλους σε σχήμα κυκλικό ή ωοειδές. Οι τεχνικές κατασκευής ενσωμάτωναν ξύλινα δάπεδα καλυμμένα με πηλό, τοιχώματα από εύκαμπτα κλαδιά καλυμμένα με πηλό και πήλινο φούρνο που βρισκόταν στο κέντρο της κατοικίας. Καθώς ο πληθυσμός σε αυτή την περιοχή αυξανόταν, περισσότερα εδάφη χρησιμοποιούνταν για καλλιέργεια. Το κυνήγι συμπλήρωσε την πρακτική της κτηνοτροφίας κατοικίδιων ζώων.

Εργαλεία από πυρόλιθο, πέτρα, πηλό, ξύλο και οστά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια και άλλες δουλειές. Πολύ πιο ασυνήθιστα από άλλα υλικά, έχουν ανακαλυφθεί χάλκινα τσεκούρια και άλλα εργαλεία που κατασκευάστηκαν από ορυχεία εξόρυξης στο Βολίν της Ουκρανίας, καθώς και αποθέσεις κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου. Η αγγειοπλαστική την εποχή αυτή είχε εξελιχθεί, ωστόσο βασιζόταν ακόμη σε τεχνικές με το χέρι (ο τροχός του αγγειοπλάστη δεν είχε εφευρεθεί). Ενα από τα χαρακτηριστικά της κεραμικής Κουκουτένι-Τριπιλίαν περιελάμβανε ένα μονοχρωματικό σπειροειδές σχέδιο, βαμμένο με μαύρη βαφή σε κίτρινη και κόκκινη βάση. Ηταν επίσης διαδεδομένα μεγάλα αχλαδόσχημα αγγεία για την αποθήκευση σιτηρών, πιατικών και άλλων προϊόντων. Επιπρόσθετα ανακαλύφθηκαν και κεραμικά αγάλματα θηλυκών "θείκών" μορφών, καθώς και ειδώλια ζώων και μοντέλα σπιτιών που χρονολογούνται από αυτή την περίοδο.

Κάποιοι μελετητές χρησιμοποίησαν την αφθονία αυτών των πήλινων φετιχ αγαλματίδων για να στηρίξουν τη θεωρία ότι αυτός ο πολιτισμός ήταν μητριαρχικός. Πράγματι ήταν εν μέρει και τα αρχαιολογικά στοιχεία από τον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν, που ενέπνευσαν τη Μαρίγια Γκιμπούτας, το Τζόζεφ Κάμπελ και μερικές φεμινίστριες του ύστερου 20ου αιώνα να διατυπώσουν τη δημοφιλή θεωρία ενός Παλαιού Ευρωπαϊκού πολιτισμού ειρηνικών, εξισωτικών (σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση, όχι μητριαρχικού) με επίκεντρο θεές νεολιθικών ευρωπαϊκών κοινωνιών που εξαλείφθηκαν από πατριαρχικές, λατρευτικές του Ουρανού-Πατέρα, πολεμοχαρείς, πρωτοινδοευρωπαϊκές φυλές της Εποχής του Χαλκού που ξεχύθηκαν από τις στέπες ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας.

Υστερη περίοδος (3500-3000 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την τελευταία περίοδο, η περιοχή του Κουκουτένι-Τριπιλίαν επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την περιοχή του Βολίν στη βορειοδυτική Ουκρανία, τους ποταμούς Σλουτς και Χορίν στη βόρεια Ουκρανία και εκατέρωθεν του ποταμού Δνείπερου κοντά στο Κίεβο. Ατομα του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν που ζούσαν κατά μήκος των παράκτιων περιοχών κοντά στη Μαύρη Θάλασσα έρχονταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς. Η κτηνοτροφία αυξήθηκε σημαντικά, καθώς το κυνήγι μειώθηκε. Τα άλογα απέκτησαν επίσης μεγαλύτερη σημασία. Η κοινότητα μετατράπηκε σε μια πατριαρχική δομή. Απομακρυσμένες κοινότητες ιδρύθηκαν στους ποταμούς Ντον και Βόλγα στη σημερινή Ρωσία. Οι κατοικίες κατασκευάζονταν διαφορετικά από τις προηγούμενες περιόδους και ένα νέο σχοινόμορφο σχέδιο αντικατέστησε τα παλαιότερα σπειροειδή σχέδια στην αγγειοπλαστική. Αναπτύχθηκαν διαφορετικές μορφές ταφικών τελετών, όπου ο νεκρός ενταφιαζόταν στο έδαφος με περίτεχνα ταφικά τελετουργικά. Αυξανόμενος αριθμός αντικειμένων της Εποχής του Χαλκού, προερχόμενα από άλλες χώρες, βρέθηκαν από την εποχή που ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν έφτανε στο τέλος του.

Παρακμή και τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μελετητών σχετικά με τον τρόπο που συνέβη το τέλος του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν .

Σύμφωνα με ορισμένους υποστηρικτές της Υπόθεσης Κουργκάν για την προέλευση των Πρωτοϊνδοευρωπαίων, και ειδικότερα της αρχαιολόγου Μαρίγια Γκιμπούτας, στο βιβλίο της "Σημειώσεις για τη χρονολόγηση και την εξάπλωση του Πολιτισμού των Λακοειδών Τάφων" (1961, που αργότερα συμληρώθηκε από την ίδια και άλλους), ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν καταστράφηκε βίαια. Με βάση αρχαιολογικά και γλωσσικά στοιχεία η Γκιμπούτας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο λαός του πολιτισμού Κουργκάν (όρος που ομαδοποιεί τον πολιτισμό Γιάμνα και τους προκατόχους του) της στέπας μεταξύ και βορείως του Πόντου και της Κασπίας, που πιθανότατα μιλούσε την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα, κατέστρεψε τελικά τον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν με μια σειρά εισβολών κατά τη διάρκεια της επέκτασής του προς τα δυτικά. Με βάση αυτά τα αρχαιολογικά στοιχεία, η Γκιμπούτας είδε διακριτές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ του πατριαρχικού, πολεμικού πολιτισμού Κουργκάν και του πιο ειρηνικού μητριαρχικού πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν, που υποστήριξε ότι ήταν σημαντικό συστατικό των «παλαιών ευρωπαϊκών πολιτισμών» που τελικά εξαφανίστηκαν με μια διαδικασία ορατή στην προϊούσα εμφάνιση οχυρωμένων οικισμών, οχυρών-λόφων και τάφων πολεμάρχων, καθώς και τη θρησκευτική μετατροπή από τη μητριαρχία στην πατριαρχία, σε μια σχετική κίνηση από ανατολικά προς δυτικά. Οπως αναφέρει η Γκιμπούτας «η διαδικασία του Ινδοευρωπαϊκοποίησης ήταν πολιτιστικός, όχι φυσικός, μετασχηματισμός και πρέπει να νοηθεί ως στρατιωτική νίκη όσον αφορά την επιτυχή επιβολή ενός νέου διοικητικού συστήματος, γλώσσας και θρησκείας στις αυτόχθονες ομάδες. Ετσι αυτοί οι υποστηρικτές της Υπόθεσης Κουργκάν υποστηρίζουν ότι αυτή η εισβολή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του τρίτου κύματος της επέκτασης των Κουργκάν μεταξύ 3000-2800 π.Χ., θέτοντας οριστικό τέλος στον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν.

Στο βιβλίο του του 1989 Ερευνώντας τους Ινδοευρωπαίους, ο Ιρλανδοαμερικανός αρχαιολόγος Τ. Π. Μάλορυ, συνοψίζοντας τις τρεις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με το τέλος του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν, αναφέρει ότι αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή υποδηλώνουν ότι οικισμοί Κουργκάν (δηλ. του πολιτισμού Γιάμνα) στο ανατολικό τμήμα της περιοχής Κουκουτένι-Τριπιλίαν, συνυπήρχαν για κάποιο διάστημα με εκείνους του Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Τέχνεργα και από τους δύο πολιτισμούς που βρέθηκαν σε κάθε έναν από τους αντίστοιχους αρχαιολογικούς χώρους τους μαρτυρούν ένα ανοικτό μεταξύ τους εμπόριο αγαθών για μια περίοδο, αν και επισημαίνει ότι τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν σαφώς αυτό που ονομάζεται «σκοτεινή εποχή», με τον πληθυσμό να αναζητά καταφύγιο προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από την ανατολή. Αναφέρει μαρτυρίες ότι οι πρόσφυγες χρησιμοποίησαν σπηλιές, νησιά και λόφους (εγκαταλείποντας έτσι600-700 οικισμούς) για να υποστηρίξει την πιθανότητα μιας σταδιακής μεταμόρφωσης και όχι μιας ένοπλης επίθεσης που προκάλεσε εξαφάνιση του πολιτισμού. Το προφανές πρόβλημα με αυτή τη θεωρία είναι ο περιορισμένος κοινός ιστορικός χρόνος ζωής μεταξύ του Κουκουτένι-Τριπιλίαν (4800-3000 π.Χ.) και του Γιάμνα (3600-2300 π.Χ.). Δεδομένου ότι τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα του πολιτισμού Γιάμνα (3600-3200 π.Χ.) βρίσκονται στη λεκάνη Βόλγα-Ντον και όχι στην περιοχή του Δνείστερου και του Δνείπερου, όπου οι πολιτισμοί ήρθαν σε επαφή, ενώ ο πολιτισμός Γιάμνα έφθασε στην πλήρη εξάπλωσή στη στέπα του Πόντου το νωρίτερο γύρω στο 3000 π.Χ., την εποχή του τέλους του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν, εμφανίζεται έτσι μια εξαιρετικά σύντομη επιβίωση μετά την επαφή με τον πολιτισμό Γιάμνα. Μια άλλη αντιφατική ένδειξη είναι ότι οι τύμβοι (κουργκάν), που αντικατέστησαν τους παραδοσιακούς οριζόντιους τάφους στην περιοχή περιέχουν τώρα ανθρώπινα υπολείμματα ενός αρκετά διαφοροποιημένου σκελετικού τύπου κατά προσέγγιση δέκα εκατοστά υψηλότερου κατά μέσο όρο από τον προηγούμενο πληθυσμό.

Στη δεκαετία του 1990 και του 2000 προέκυψε μια άλλη θεωρία σχετικά με το τέλος του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν, με βάση τις κλιματικές αλλαγές που συνέφησαν στο τέλος της ύπαρξης του πολιτισμού τους, που είναι γνωστή ως "Υποβόρεια φάση Μπλιτ-Σερναντέρ". Μετά το 3200 π.Χ. περίπου το κλίμα της γης έγινε ψυχρότερο και ξηρότερο, όσο ποτέ μέχρι τότε από το τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, με αποτέλεσμα τη χειρότερη ξηρασία στην ιστορία της Ευρώπης από την εμφάνιση της γεωργίας. Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν στηριζόταν κυρίως στη γεωργία, που θα κατέρρεε υπό αυτές τις κλιματολογικές συνθήκες. Σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωγραφική Ένωση,

Η μετάβαση στο σημερινό ξηρό κλίμα δεν ήταν βαθμιαία αλλά συνέβη σε δύο συγκεκριμένες φάσεις. Η πρώτη, που ήταν λιγότερο δριμεία, συνέβη πριν από 6.700 ως 5.500 χρόνια. Η δεύτερη, που ήταν βίαια, διήρκεσε πριν από 4.000 ως 3.600 χρόνια. Οι θερινές θερμοκρασίες αυξήθηκαν απότομα και οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν, σύμφωνα με τη χρονολόγηση άνθρακα-14. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία οι γειτονικοί λαοί του πολιτισμού Γιάμνα ήταν ποιμενικοί και ήταν σε θέση να διατηρήσουν την επιβίωσή τους πολύ πιο αποτελεσματικά σε συνθήκες ξηρασίας. Αυτό οδήγησε ορισμένους μελετητές να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν δεν τερματίστηκε με βίαιο τρόπο, αλλά για λόγους επιβίωσης, μετατρέποντας την οικονομία του από γεωργική σε ποιμενική και ενσωματούμενος στον πολιτισμό Γιάμνα

Ωστόσο η προσέγγιση "Μπλιτ-Σερναντέρ" ως μέθοδος για τον προσδιορισμό των τεχνολογικών σταδίων στην Ευρώπη με συγκεκριμένες κλιματκές περιόδους είναι μια υπεραπλούστευση μη γενικά αποδεκτή. Αυτή η θεωρητική πιθανότητα έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της θερμής Ατλαντικής περιόδου, η Δανία καταλήφθηκε από Μεσολιθικούς πολιτισμούς μάλλον παρά από Νεολιθικούς, παρά τα κλιματικά στοιχεία. Επιπλέον, τα στάδια της τεχνολογίας διέφεραν πολύ σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι η πρώτη περίοδος του μετασχηματισμού του κλίματος τελείωσε 500 χρόνια πριν από το τέλος του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν και η δεύτερη περίπου 1400 χρόνια μετά.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των 2.750 χρόνων ύπαρξής του, ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν ήταν αρκετά σταθερός και στατικός, ωστόσο συνέβησαν αλλαγές. Αυτό το άρθρο εξετάζει μερικές από αυτές τις αλλαγές που έχουν να κάνουν με τις οικονομικές πτυχές. Αυτές περιλαμβάνουν τις βασικές οικονομικές συνθήκες του πολιτισμού, την ανάπτυξη του εμπορίου, την αλληλεπίδραση με άλλους πολιτισμούς και την προφανή χρήση ανταλλακτικών μαρκών, ένος πρώιμου είδους χρήματος.

Τα άτομα του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν έχουν κοινά χαρακτηριστικά με άλλες νεολιθικές κοινωνίες, όπως:

Οι παλαιότερες κοινωνίες φυλών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών δεν είχαν κοινωνική διαστρωμάτωση, ενώ οι μεταγενέστερες κοινωνίες της Εποχής του Χαλκού είχαν αισθητή κοινωνική διαστρωμάτωση, με τη δημιουργία του καταμερισμού της εργασίας, του κράτους και των κοινωνικών τάξεων ατόμων που ανήκαν στις τάξεις της άρχουσα ή θρησκευτικής ελίτ, στους μόνιμους πολεμιστές και τους πλούσιους έμπορους, σε αντίθεση με εκείνα τα άτομα στο άλλο άκρο του οικονομικού φάσματος που ήταν φτωχοί, υποδουλωμένοι και πεινασμένοι. Ανάμεσα στα δύο αυτά οικονομικά μοντέλα (τις φυλές των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και τους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού) βρίσκουμε τις νεώτερες νεολιθικές και χαλκολιθικές κοινωνίες, όπως ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν, όπου άρχισαν να εντοπίζονται οι πρώτες ενδείξεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Ωστόσο θα ήταν λάθος να υπογραμμίσουμε υπερβολικά τον αντίκτυπο της κοινωνικής στρωματοποίησης στον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν, δεδομένου ότι εξακολουθούσε (ακόμα και στις μεταγενέστερες φάσεις του) να είναι μια ισότιμη κοινωνία. Και ,φυσικά, η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν μόνο μία από τις πολλές πτυχές της θεωρούμενης ως μιας πλήρως καθιερωμένης πολιτισμένης κοινωνίας, που άρχισε να εμφανίζεται την Εποχή του Χαλκού.

Όπως και άλλες νεολιθικές κοινωνίες, ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν δεν είχε σχεδόν κανένα καταμερισμό εργασίας. Αν και οι οικισμοί του πολιτισμού αυτού αναπτύχθηκαν σε μερικές περιπτώσεις ώστε έγιναν οι μεγαλύτεροι στη Γη την εποχή εκείνη (έως και 15.000 άτομα ο μεγαλύτερος), δεν υπάρχουν στοιχεία που να έχουν ανακαλυφθεί για εξειδίκευση της εργασίας. Κάθε νοικοκυριό είχε πιθανώς μέλη της εκτεταμένης οικογένειας που δούλευαν στα χωράφια για να καλλιεργούν, στο δάσος για να κυνηγήσουν το παιχνίδι και να φέρουν καυσόξυλα, που εργάζονταν δίπλα στον ποταμό για να φέρουν πηλό ή ψάρια και έκαναν ότι άλλο αναγκαίο για να επιβιώσουν. Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη, οι Νεολιθικοί άνθρωποι γνώρισαν σημαντική αφθονία τροφίμων και άλλων πόρων.

Δεδομένου ότι κάθε νοικοκυριό ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτάρκες, υπήρχε ελάχιστη ανάγκη για εμπόριο. Ωστόσο, υπήρχαν ορισμένοι ορυκτοί πόροι που, εξαιτίας των περιορισμών που οφείλονταν στην απόσταση και τη γενίκευσή τους, αποτέλεσαν το στοιχειώδες υπόβαθρο για ένα εμπορικό δίκτυο, που προς το τέλος του πολιτισμού άρχισε να εξελίσσεται σε ένα πιο περίπλοκο σύστημα, όπως επιβεβαιώνεται από ένα αυξανόμενο αριθμό αντικειμένων από άλλους πολιτισμούς, που έχουν χρονολογηθεί στην τελευταία περίοδο.

Προς το τέλος της ύπαρξης του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν (από το 3000 περίπου π.Χ. έως το 2750 π.Χ.) άρχισε να εμφανίζεται χαλκός, εμπορευόμενος από άλλες κοινωνίες (κυρίως από ταΒαλκάνια) σε όλη την περιοχή και τα μέλη του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν άρχισαν να αποκτούν τις δεξιότητες που απαιτούντο για τη χρήση του για τη δημιουργία διαφόρων αντικειμένων. Μαζί με το ακατέργαστο μετάλλευμα χαλκού εισήγοντο από άλλους πολιτισμούς εργαλεία χαλκού, όπλα κυνηγιού και άλλα αντικείμενα. Αυτό σημάδεψε τη μετάβαση από τη Νεολιθική στη Χαλκολιθική και την Εποχή του Χαλκού. Τα χάλκινα αντικείμενα αρχίζουν να εμφανίζονται σε αρχαιολογικούς χώρους προς το τέλος του πολιτισμού. Το πρωτόγονο δίκτυο εμπορίου αυτής της κοινωνίας, που έγινε σιγά σιγά πιο σύνθετο, αντικαταστάθηκε από το πιο πολύπλοκο εμπορικό δίκτυο του Πρωτοϊνδοευρωπαϊκού πολιτισμού που αντικατέστησε τελικά τον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν.

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν ήταν μια κοινωνία γεωργίας επιβίωσης. Η καλλιέργεια του εδάφους (χρησιμοποιώντας άροτρο), η συγκομιδή καλλιεργειών και η εκτροφή ζώων ήταν πιθανώς η κύρια απασχόληση για τους περισσότερους ανθρώπους. Τυπικά, για ένα νεολιθικό πολιτισμό, το πολύ μεγαλύτερο της διατροφής αποτελείτο από σπόρους δημητριακών. Καλλιεργούσαν μαλακό σιτάρι, βρώμη, σίκαλη, κεχρί, κριθάρι και κάνναβη, που πιθανότατα αλέθονταν και ψήνονταν ως άζυμο ψωμί σε πήλινους φούρνους ή σε θερμαινόμενες πέτρες στο σπίτι. Παρήγαν επίσης αρακά και φασόλια, βερίκοκα, κορόμηλα, δαμάσκηνα και κρασοστάφυλα - αν και δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι έκαναν πραγματικά κρασί. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι μπορεί να είχαν μελίσσια.

Η ζωοαρχαιολογία των περιοχών του Κουκουτένι-Τριπιλίαν δείχνει ότι οι κάτοικοι ασχολούντο με την κτηνοτροφία. Το εξημερωμένο τους ζωικό κεφάλαιο συνίστατο κυρίως σε βοοειδή, αλλά περιελάμβανε και μικρότερους αριθμούς χοίρων, προβάτων και αιγών. Υπάρχουν στοιχεία, που βασίζονται σε μερικές από τις σωζώμενες καλλιτεχνικές απεικονίσεις ζώων σε περιοχές του Κουκουτένι-Τριπιλίαν, ότι το βόδι χρησιμοποιείτο στις αγροτικές εργασίες. Τόσο λείψανα όσο και καλλιτεχνικές απεικονίσεις αλόγων έχουν ανακαλυφθεί σε θέσεις του Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Ωστόσο αμφισβητείται αν αυτά τα ευρήματα προέρχονται από εξημερωμένα ή άγρια ​​άλογα. Πριν εξημερωθούν, οι άνθρωποι κυνηγούσαν άγρια ​​άλογα για το κρέας τους. Από την άλλη πλευρά, μια υπόθεση εξημέρωσης των αλόγων την τοποθετεί στην περιοχή της στέπας δίπλα στον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν περίπου την ίδια εποχή (4000-3500 π.Χ.), οπότε είναι δυνατόν ο πολιτισμός να ήταν εξοικειωμένος με το εξημερωμένο άλογο. Την εποχή εκείνη μπορεί να διατηρούσαν τα άλογα τόσο για κρέας όσο και για ζώα εργασίας. Δεν υπάρχουν πάντως άμεσες σαφείς αποδείξεις.

Τη διατροφή των Κουκουτένι-Τριπιλίαν συμπλήρωνε το κυνήγι. Χρησιμοποιούσαν παγίδες για να πιάνουν τη λεία τους, καθώς και διάφορα όπλα, όπως τόξο και βέλος, δόρυ και ρόπαλο. Για να βοηθηθούν στο κυνήγι μερικές φορές καμουφλάρονταν. Κατάλοιπα ειδών θηραμάτων που εντοπίζονται στις θέσεις του Κουκουτένι-Τριπιλίαν είναι κόκκινων ελαφιών, ζαρκαδιών, πρωτόγονων βοδιών, αγριόχοιρων, αλεπούδων και καφέ αρκούδων.

Αλάτι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχαιότερα γνωστά αλατωρυχεία στον κόσμο είναι στην Ποϊάνα Σλατινέι, κοντά στο χωριό Λούντσα στο Βανιτόρι-Νέαμτς της Ρουμανίας. Χρησιμοποιήθηκαν αρχικά στην πρώιμη νεολιθική εποχή, γύρω στο 6050 π.Χ., από τον πολιτισμό Στάρτσεβο και αργότερα από τον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν στην περίοδο πριν από την Κουκουτένι. Τα στοιχεία από εκεί και άλλες τοποθεσίες υποδηλώνουν ότι ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν εξήγε αλάτι από αλατούχο νερό πηγών. Αρχικά το υφάλμυρο νερό από την πηγή βραζόταν σε μεγάλα κεραμικά αγγεία, δημιουργώντας πυκνή άλμη. Η άλμη στη συνέχεια θερμαινόταν σε μικρότερο κεραμικό δοχείο μέχρις ότου εξατμιστεί όλη η υγρασία, ενώ το υπόλοιπο κρυσταλλικό άλας προσκολλιόταν στα εσωτερικά τοιχώματα του δοχείου. Στη συνέχεια έσπαζαν το μικρό δοχείο και το αλάτι αποξεόταν από τα θραύσματα.

Η προμήθεια αλατιού ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα εφοδιασμού για τους μεγαλύτερους οικισμούς των Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Καθώς βασίζονταν στις τροφές με δημητριακά πάνω από αλατισμένο κρέας και ψάρια, οι νεολιθικοί πολιτισμοί έπρεπε να ενσωματώνουν συμπληρωματικές πηγές αλατιού στη διατροφή τους. Ομοίως τα κατοικίδια βοοειδή έπρεπε να διαθέτουν επιπλέον πηγές αλατιού πέρα ​​από τη συνήθη διατροφή τους, αλλιώς μειωνόταν η παραγωγή γάλακτος. Οι μεγαλύτεροι οικισμοί Κουκουτένι-Τριπιλίαν, με πληθυσμό πιθανώς χιλιάδων ανθρώπων και ζώων, εκτιμάται ότι χρειάζονταν 36.000 ως 100.000 kg αλάτι ετησίως. Αυτό δεν ήταν διαθέσιμο σε τοπικό επίπεδο και έπρεπε να μεταφερθεί από μακρινές πηγές στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας και στα Καρπάθια Όρη, πιθανόν μέσω ποταμών.

Τεχνολογία και υλικός πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπιλίαν είναι γνωστός για τους ξεχωριστούς οικισμούς του, την αρχιτεκτονική, τα περίτεχνα διακοσμημένα κεραμικά και τα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια που σώζονται στα αρχαιολογικά ευρήματα. Στην ακμή του ήταν μια από τις πιο τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες στον κόσμο την εποχή εκείνη, αναπτύσσοντας νέες τεχνικές για την παραγωγή κεραμικών, την κατασκευή κατοικιών και τη γεωργία και την παραγωγή υφασμένων υφασμάτων (αν και αυτά δεν έχουν σωθεί και είναι έμμεσα γνωστά).

Οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαράσταση του Ταλιάνκι, μεγάλης Τριπιλίαν πόλης.

Όσον αφορά το συνολικό μέγεθος ορισμένοι οικισμοί Κουκουτένι-Τριπιλίαν, όπως το Ταλιάνκι (με πληθυσμό 15.000 και έκταση 335 εκταρίων) στην επαρχία Ουμάν της Ουκρανίας, είναι τόσο μεγάλοι όσο (ή ίσως ακόμη και μεγαλύτεροι) και οι πόλεις-κράτη των Σουμερίων στη Γόνιμη Ημισέληνο και αυτοί οι ανατολικοευρωπαϊκοί οικισμοί προηγήθηκαν πάνω από μισή χιλιετία από τις πόλεις του Σουμέριων.

Οι αρχαιολόγοι έχουν αποκαλύψει μεγάλο αριθμό τέχνεργων από αυτά τα αρχαία ερείπια. Οι μεγαλύτερες συλλογές τέχνεργων Κουκουτένι-Τριπιλίαν βρίσκονται σε μουσεία στη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Ρουμανία, όπως το Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πιάτρα Νέαμτς στη Ρουμανία. Ωστόσο σε πολλά τοπικά μουσεία που υπάρχουν διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή διατηρούνται μικρότερες συλλογές αντικειμένων.

Αυτοί οι οικισμοί υφίσταντο περιοδικές φάσεις καταστροφής και αναδημιουργίας, καθώς καίγονταν και στη συνέχεια ανοικοδομύντο κάθε 60-80 χρόνια. Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι οι κάτοικοι αυτών των οικισμών πίστευαν ότι κάθε σπίτι συμβόλιζε μια οργανική, σχεδόν ζωντανή οντότητα. Κάθε σπίτι, συμπεριλαμβανομένων των κεραμικών αγγείων, φούρνων, ειδωλίων και αναρίθμητων αντικειμένων από φθαρτά υλικά, μοιράζονταν τον ίδιο κύκλο ζωής και όλα τα κτίρια του οικισμού συνδέονταν με φυσικό τρόπο μεταξύ τους ως μια μεγαλύτερη συμβολική οντότητα. Όπως και με τα ζωντανά όντα, οι οικισμοί μπορεί να θεωρείτο ότι έχουν επίσης ένα κύκλο ζωής θανάτου και αναγέννησης.

Τα σπίτια των οικισμών Κουκουτένι-Τριπιλίαν κατασκευάζονταν με διάφορους γενικούς τρόπους:

  • Σπίτια με ξυλοδεσιές και πηλό..
  • Ξύλινα σπίτια (Ουκρανικά: площадки ploščadki).
  • Ημιυπόγεια σπίτια, ονομαζόμενα "Bordei".

Ορισμένα σπίτια Κουκουτένι-Τριπιλίαν ήταν διόροφα και τα στοιχεία δείχνουν ότι τα άτομα αυτού του πολιτισμού μερικές φορές διακοσμούσαν το εξωτερικό των σπιτιών τους με πολλά από τα ίδια κόκκινοωχρα σύνθετα σπειροειδή σχέδια που βρίσκονται στην αγγειοπλαστική τους. Τα περισσότερα σπίτια είχαν αχυρένιες οροφές και ξύλινα δάπεδα καλυμμένα με πηλό.

Κεραμική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διακοσμημένο αγγείο Κουκουτένι-Τριπιλίαν
Ειδώλιο, μουσείο Τριπύλλια

Η κεραμική είναι η ιδιαίτερη τέχνη που έχει να επιδείξει ο πολιτισμός Κουκουτένι, ιδιαίτερα η ζωγραφισμένη. Με τα διακριτά σχήματά της και τα διακοσμητικά της μοτίβα αντιπροσωπεύει πιθανώς το απόγειο της ευρωπαϊκής προϊστορικής κεραμικής και συγκρίνεται συχνά με ανάλογες δημιουργίες μεταγενέστερων πολιτισμών. Κεραμική, βέβαια, που προϋποθέτει τη χρήση φωτιάς και την ύπαρξη προϊστορικών κλιβάνων, που βρέθηκαν εν αφθονία μαζί με χειρόμυλους και οργανικά υπολείμματα, τα οποία συνηγορούν στην υπόθεση πως οι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού εκτός του ότι έψηναν τα κεραμικά τους, μαγείρευαν επίσης την τροφή τους.

Το μεγαλύτερο μέρος της κεραμικής Κουκουτένι-Τριπιλίαν κατασκευαζόταν από τοπικό πηλό. Επιμήκεις κουλούρες πηλού τοποθετούντο σε κύκλους για να σχηματίσουν πρώτα τη βάση και έπειτα τα τοιχώματα του αγγείου. Μόλις δημιουργείτο το επιθυμητό σχήμα και ύψος του τελικού προϊόντος, οι πλευρές εξομαλύνονταν για να δημιουργήσουν μια λεία επιφάνεια. Αυτή η τεχνική ήταν η αρχαιότερη μορφή της διαμόρφωσης κεραμικών και η πιο κοινή στη Νεολιθική εποχή. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι χρησιμοποίησαν επίσης έναν πρωτόγονο τύπο βραδυκίνητου αγγειοπλαστικού τροχού, καινοτομία που δεν έγινε κοινή στην Ευρώπη μέχρι την Εποχή του Σιδήρου.

Χαρακτηριστικά τα αγγεία ήταν περίτεχνα διακοσμημένα με σπειροειδή σχέδια. Μερικές φορές πρόσθεταν διακοσμητικές εγκοπές πριν από το ψήσιμο, που ενίοτε γεμίζονταν με έγχρωμη βαφή για να παράγουν τρισδιάστατη εντύπωση. Κατά την πρώιμη περίοδο τα χρώματα που χρησιμοποιούντο για τη διακόσμηση αγγειοπλαστικής περιορίζονταν σε κόκκινο της σκουριάς και λευκό. Αργότερα οι αγγειοπλάστες πρόσθεσαν επιπλέον χρώματα στα προϊόντα τους και πειραματίστηκαν με πιο προηγμένες κεραμικές τεχνικές. Οι χρωστικές που χρησιμοποιούσαν για τη διακόσμηση κεραμικών βασίζονταν σε οξείδιο του σιδήρου για κόκκινες αποχρώσεις, ανθρακικό ασβέστιο, μαγνητίτη και σιδηρούχο οξείδιο του μαγγανίου για μαύρο και πυριτικό ασβέστιο για λευκό. Η μαύρη χρωστική ουσία, που εισήχθη κατά τη μεταγενέστερη περιόδου του πολιτισμού, ήταν ένα σπάνιο εμπόρευμα, από λίγες πηγές και κυκλοφορούσε (σε περιορισμένο βαθμό) σε όλη την περιοχή. Οι πιθανές πηγές αυτών των χρωστικών ήταν το Ιακομπένι στη Ρουμανία για το μαγνητίτη και η Νικόπολη στην Ουκρανία για το σιδηρούχο οξείδιο του μαγγανίου. Κανένα ίχνος της χρωστικής μαγνητίτη που εξορυσσόταν στο ανατολικότερο άκρο της περιοχής Κουκουτένι-Τριπιλίαν δεν έχει βρεθεί να χρησιμοποιείτο σε κεραμικά των δυτικών οικισμών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανταλλαγή σε ολόκληρο τον πολιτιστικό χώρο ήταν περιορισμένη. Εκτός από τις ορυκτές πηγές χρησιμοποιούντο χρωστικές που προέρχονταν από οργανικά υλικά (συμπεριλαμβανομένων οστών και ξύλου) για τη δημιουργία διαφόρων χρωμάτων.

Στα τέλη της περιόδου του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν για την παραγωγή κεραμικής χρησιμοποιήθηκαν κλίβανοι με ελεγχόμενη θερμοκρασία. Αυτοί οι κλίβανοι κατασκευάζονταν με δύο ξεχωριστούς θαλάμους - τον θάλαμο καύσης και τον θάλαμο πλήρωσης - που χωρίστηκαν από μια σχάρα. Οι θερμοκρασίες στο θάλαμο καύσης μπορούσαν να φθάσουν τους 1000-1100 ° C, αλλά συνήθως διατηρούντο περίπου στους 900 ° C για να επιτευχθεί ομοιόμορφ και πλήρες ψήσιμο των αγγείων.

Προς το τέλος του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν, καθώς ο χαλκός έγινε ευκολότερα διαθέσιμος, η πρόοδος στην κεραμική τεχνολογία σταμάτησε, καθώς δόθηκε περισσότερη έμφαση στην ανάπτυξη μεταλλουργικών τεχνικών.

Κεραμικά ειδώλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1942 ανακαλύφθηκε σε μια αρχαιολογική ανασκαφή στο λόφο Τσετατούια κοντά στο Μποντέστι, στο Νομό Νέαμτς της Ρουμανίας, ένα ανθρωπομορφικό κεραμικό τεχνούργημα, που έγινε γνωστό ως "Χορός Κουκουτένι της Φρουμούσιτσα ( από το ομώνυμο κοντινό χωριό). Χρησιμοποιείτο ως στήριγμα και κατά την ανακάλυψή του χαιρετίστηκε ως ένα συμβολικό αριστούργημα του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Πιστεύεται ότι οι τέσσερις στυλιζαρισμένες γυναικείες σιλουέτες που βλέπουν προς τα μέσα σε ένα αλληλένδετο κύκλο παριστάνουν ένα τελετουργικό χορό. Παρόμοια αντικείμενα εντοπίστηκαν αργότερα στο Μπερέστι και στο Ντριγκουσένι.

Τα εκτεταμένα ειδώλια που ανασκάφηκαν στις θέσεις Κουκουτένι πιστεύεται ότι αποτελούν θρησκευτικά τέχνεργα, αλλά η σημασία τους ή η χρήση τους είναι ακόμα άγνωστη. Μερικοί ιστορικοί όπως η Γκιμπούτας ισχυρίζονται ότι:

... το άκαμπτο γυμνό είναι αντιπροσωπευτικό του θανάτου με βάση το ότι το λευκό χρώμα συνδέεται με το οστό (αυτό που φαίνεται μετά το θάνατο). Τα άκαμπτα γυμνά βρίσκονται στους πολιτισμούς Χαμάντζια, Καράνοβο και Κουκουτένι

Υφάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαράσταση αργαλειού Κουκουτένι-Τριπιλίαν

Δεν έχουν βρεθεί ακόμη παραδείγματα υφασμάτων Κουκουτένι-Τριπιλίαν - η διατήρηση προϊστορικών υφασμάτων σπανίζει και η περιοχή δεν έχει το κατάλληλο κλίμα. Ωστόσο αποτυπώσεις υφασμάτων εντοπίζονται στις θέσεις όπου ο πηλός τοποθετήείτο πριν ψηθεί). Αυτά δείχνουν ότι τα υφάσματα ήταν συνηθισμένα στην κοινωνία Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Τα ευρήματα των κεραμικών βαρών με διανοιγμένες οπές υποδηλώνουν ότι αυτά κατασκευάζονταν με αργαλειό. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι αυτά τα βάρη, ειδικά τα "αναλώσιμα" που κατασκευάστηκαν από πηλό κακής ποιότητας και που δεν είχαν ψηθεί επαρκώς, χρησιμοποιήθηκαν για τη ζύγιση αλιευτικών διχτυών. Αυτά πιθανώς θα χάνονταν συχνά, λόγω της κατώτερης ποιότητάς τους.

Άλλα κεραμίδια με αποτυπώσεις υφασμάτων, που βρέθηκαν στη Φρουμούσιτσα και στο Κουκουτένι, υποδηλώνουν ότι υφάσματα επίσης πλέκονταν, με μια πρωτόγονη τεχνική.

Οπλα και εργαλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείγμα πυριτόλιθου Μιορκάνι. Μια από τις πιο χρησιμοποιούμενες πρώτες λιθικές ύλες στους οικισμούς Κουκουτένι-Τριπιλίαν (πλάτος περίπου 7.5 cm)
Λίθινα αντικείμενα του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν

Τα εργαλεία Κουκουτένι-Τριπιλίαν φτιάχνονταν από πελεκημένη και στιλβωμένη πέτρα, οργανικά υλικά (οστά και κέρατα) και, αργότερα, χαλκό. Ο τοπικός πυριτόλιθος Μιορκάνι ήταν το πιο συνηθισμένο υλικό για εργαλεία πέτρας, αλλά είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούντο και άλλα υλικά, όπως ίασπις και οψιδιανός. Πιθανότατα αυτά τα εργαλεία είχαν ξύλινες λαβές, που όμως δεν έχουν διατηρηθεί. Τα όπλα ήταν σπάνια αλλά όχι άγνωστα, πράγμα που δείχνει ότι ο πολιτισμός ήταν σχετικά ειρηνικός.

Τα παρακάτω είδη εργαλείων έχουν ανακαλυφθεί στους οικισμούς Κουκουτένι-Τριπιλίαν :

Εργαλεία Χαρακτηριστικά υλικά
Ξυλογλυπτική Σκεπάρνια Πέτρα, πυριτόλιθος, χαλκός
Γλυφές
Ξύστρες
Σουβλιά Πέτρα, κέρατο, χαλκός
Σκαρπέλα/σμίλες Πέτρα, οστό
Κατεργασία της πέτρας εργαλεία απολέπισης, π.χ. λειαντικά, έμβολα, εργαλεία πίεσης και επεξεργασίας Πέτρα
Αμόνια
Κροκάλες
Μαλακά σφυριά Κέρατο
Εργαλεία στίλβωσης Οστο, πέτρα
Υφάσματα Βελόνες πλεξίματος Οστό
Σαίτες
Βελόνες ραψίματος Οστό, χαλκός
Ατρακτοι και σφοντύλια Πηλός
Υφαντικά βάρη
Γεωργία Αξίνες Κέρατο
άροτρα
Μυλόπετρες και αλεστικές πλάκες Πέτρα
Δρεπάνια Κομμάτια πυριτόλιθου ένθετα σε κεράτινες ή ξύλινες λεπίδες
Ψάρεμα Καμάκια Οστό
Αγκίστρια ψαρέματος Οστό, χαλκός
Αλλα/πολλαπλών χρήσεων Τσεκούρια, όπως τσεκούρια διπλής κεφαλής, τσεκούρια-σφυριά και πολεμικά τσεκούρια Πέτρα, χαλκός
Ρόπαλα Πέτρα
Μαχαίρια και στιλέτα Πυριτόλιθος, οστό, χαλκός
Ακρα βελών Πυριτόλιθος, οστό
Λαβές
Σπάτουλες

Τροχοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολύ λίγοι ερευνητές, π.χ. ο Ασκο Πάρπολα, Ινδολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι στη Φινλανδία, πιστεύουν ότι ο πολιτισμός ΚΤ χρησιμοποιούσε τον τροχό σε κάρα. Ωστόσο έχουν βρεθεί μόνο μικροσκοπικά μοντέλα ζώων σε 4 τροχούς, που χρονολογούνται στο πρώτο μισό της τέταρτης χιλιετίας π.Χ. Τέτοια μοντέλα θεωρούνται συχνά παιδικά παιχνίδια. Παρ 'όλα αυτά προκαλούν την ιδέα ότι αντικείμενα μπορεί να μεταφέρονταν πάνω σε τροχούς. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τροχοί χρησιμοποιούντο σε πραγματικά κάρα.

Τελετουργίες και θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικό πήλινο φετίχ "θεάς" Κουκουτένι-Τριπιλίαν

Κάποιες κοινότητες Κουκουτένι-Τριπιλίαν έχει βρεθεί ότι είχαν ένα ειδικό κτίριο που βρισκόταν στο κέντρο του οικισμού και οι αρχαιολόγοι το έχουν αναγνωρίσει ως θρησκευτικό ιερό. Στο εσωτερικό αυτών των ιερών έχουν βρεθεί τέχνεργα, μερικά από τα οποία έχουν θαφτεί σκόπιμα στο έδαφος μέσα στο ιερό, που έχουν σαφώς θρησκευτικό χαρακτήρα και μας έχουν παράσχει γνώσεις για μερικές από τις πεποιθήσεις και ίσως μερικές από τις τελετουργίες και τα ιερά των μελών αυτής της κοινωνίας. Επιπλέον αντικείμενα με εμφανώς θρησκευτική φύση έχουν επίσης βρεθεί σε πολλά σπίτια Κουκουτένι-Τριπιλίαν.

Πολλά από αυτά τα αντικείμενα είναι πήλινα ειδώλια ή αγάλματα. Οι αρχαιολόγοι έχουν αναγνωρίσει πολλά από αυτά ως φετίχ ή τοτέμ, που πιστεύεται ότι τους αποδίδονταν δυνάμεις που μπορούσαν να βοηθήσουν και να προστατεύσουν τους ανθρώπους που τα φρόντιζαν. Αυτά τα ειδώλια Κουκουτένι-Τριπιλίαν έχουν γίνει γνωστά ως θεές. Ωστόσο, αυτός ο όρος δεν είναι απαραιτήτως ακριβής για όλα τα γυναικεία ανθρωπόμορφα ειδώλια από πηλό, καθώς τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι διαφορετικά ειδώλια χρησιμοποιήθηκαν για διαφορετικούς σκοπούς (όπως για προστασία) και έτσι δεν είναι όλα αντιπροσωπευτικά μιας θεάς. Υπάρχουν τόσα πολλά από αυτά τα ειδώλια που ανακαλύφθηκαν στις τοποθεσίες Κουκουτένι-Τριπιλίαν, έτσι πολλά μουσεία στην Ανατολική Ευρώπη έχουν σημαντικές συλλογές από αυτά και ως εκ τούτου έχουν καταλήξει να αντιπροσωπεύουν για πολλούς ένα από τα ευκολότερα αναγνωρίσιμα οπτικά σύμβολα αυτού του πολιτισμού.

Η αρχαιολόγος Μαρίγια Γκιμπούτας βάσισε τουλάχιστον ένα μέρος της "Υπόθεσης Κουργκάν" και των θεωριών περί Παλαιοευρωπαϊκού πολιτισμού σε αυτά τα πήλινα ειδώλια Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Τα συμπεράσματά της, που ήταν πάντα αμφιλεγόμενα, σήμερα υποτιμώνται από πολλούς μελετητές, αλλά υπάρχουν ακόμη μερικοί που υποστηρίζουν τις θεωρίες της σχετικά με το πώς οι νεολιθικές κοινωνίες ήταν μητριαρχικές, μη πολεμικές και λατρεύονταν μια «γήινη» μητέρα θεά, αλλά εξαλείφθηκαν στη συνέχεια από εισβολές πατριαρχικών ινδοευρωπαϊκών φυλών που ξαχύθηκαν από τις στέπες της Ρωσίας και του Καζακστάν από το 2500 π.Χ. και μετά και λάτρευαν ένα φιλοπόλεμο Ουράνιο Θεό. Πάντως οι θεωρίες της Γκιμπούτας έχουν υποτιμηθεί εν μέρει από πιο πρόσφατες ανακαλύψεις και αναλύσεις. Σήμερα υπάρχουν πολλοί μελετητές που διαφωνούν με τη Γκιμπούτας, παρουσιάζοντας νέα στοιχεία που φανερώνουν μια πολύ πιο περίπλοκη κοινωνία κατά τη νεολιθική εποχή από ό, τι εκείνη είχε εκτιμήσει.

Ενα από τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν είναι ο μικρός αριθμός αντικειμένων που σχετίζονται με ταφικά τελετουργικά. Αν και οι αρχαιολόγοι έχουν διερευνήσει πολύ μεγάλοους οικισμούς, δεν βρέθηκαν στοιχεία ταφικής δραστηριότητας. Κάνοντας διάκριση μεταξύ της ανατολικής περιοχής (Τρυπιλίαν) και των δυτικών περιοχών Κουκουτένι του πολιτισμού, ο Αμερικανός αρχαιολόγος Ντάγκλας Μπέιλι γράφει: "Δεν υπάρχουν νεκροταφεία Κουκουτένι και τα Τριπιλίαν που έχουν ανακαλυφθεί είναι πολύ μεταγενέστερα."

Η ανακάλυψη κρανίων είναι πιο συχνή από άλλων μερών του σώματος ωστόσο, επειδή δεν έχει γίνει ακόμη μια ολοκληρωμένη στατιστική έρευνα για όλα τα σκελετικά υπολείμματα που ανακαλύφθηκαν στις θέσεις Κουκουτένι-Τριπιλίαν, η μεταανασκαφική ανάλυση αυτών των ευρημάτων δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια μέχρι σήμερα. Ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, καθώς και γιατί φαίνεται να μην έχουν βρεθεί καθόλου ανδρικά λείψανα. Το μόνο οριστικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι ότι στον πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπιλίαν, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, τα σώματα δεν τοποθετούνταν με κάποιο τυπικό στην περιοχή του οικισμού.

Γραφή Βίντσα-Τούρντας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κυρίαρχη ακαδημαϊκή θεωρία είναι ότι η γραφή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον πολιτισμό των Σουμερίων στη νότια Μεσοποταμία, γύρω στο 3300-3200 π.Χ., με τη μορφή της σφηνοειδούς γραφής. Αυτό το πρώτο σύστημα γραφής δεν εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά, αλλά αναπτύχθηκε σταδιακά από λιγότερο τυποποιημένα εικονογραφικά συστήματα που χρησιμοποιούσαν ιδεογραφικά και μνημονικά σύμβολα, που περιείχαν νόημα αλλά δεν είχαν τη γλωσσική ευελιξία του συστήματος γραφής της φυσικής γλώσσας, που οι αρχαίοι Σουμέριοι πρώτοι επινόησαν. Αυτά τα προγενέστερα συμβολικά συστήματα έχουν χαρακτηρισθεί ως "πρωτογραφικά" και παραδείγματά τους έχουν ανακαλυφθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου, μερικά από αυτά χρονολογούμενα την 7η χιλιετία π.Χ.

Ένα τέτοιο πρώιμο παράδειγμα πρωτογραφικού συστήματος είναι η γραφή Βίντσα, που είναι ένα σύνολο συμβόλων που απεικονίζονται σε πήλινα αντικείμενα που συνδέονται με τον πολιτισμό Βίντσα, που άκμασε κατά μήκος του Ποταμού Δούναβη στην Πεδιάδα της Παννονίας, μεταξύ 6000 και 4000 π.Χ. Η πρώτη ανακάλυψη αυτής της φραφής έγινε στον αρχαιολογικό χώρο του χωριού Τούρντας (Ρουμανία) και συνίστατο σε ένα σύνολο τέχνεργων, που είχαν κάτι που φαινόταν ως ένα άγνωστο σύστημα γραφής. Το 1908 ανακαλύφθηκαν περισσότερα τέτοιου είδους τέχνεργα σε μια τοποθεσία κοντά στο Βίντσα, έξω από την πόλη του Βελιγραδίου, στη Σερβία. Στη συνέχεια οι μελετητές ονόμασαν αυτή τη γραφή "γραφή Βίντσα" ή "γραφή Βίντσα-Τούρντας". Υπάρχει μια σημαντική διαμάχη γύρω από τη γραφή Βίντσα ως προς το πόσο παλιά είναι, καθώς και αν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα πραγματικό σύστημα γραφής, ένα παράδειγμα πρωτογραφής ή απλά ένα σύνολο σημαντικών συμβόλων. Πράγματι το όλο θέμα σχετικά με κάθε πτυχή της γραφής Βίντσα είναι αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης.

Από το 1875 μέχρι σήμερα οι αρχαιολόγοι έχουν βρει πάνω από χίλια πήλινα τέχνεργα της νεολιθικής εποχής, που έχουν παραδείγματα συμβόλων, παρόμοιων με τη γραφή Βίντσα, διάσπαρτα σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αυτό περιλαμβάνει τις ανακαλύψεις όσων φαίνεται να ήταν μάρκες ανταλλαγής, που χρησιμοποιούντο ως πρώιμη μορφή νομίσματος. Έτσι φαίνεται ότι η γραφή Βίντσα ή Βίντσα-Τούρντας δεν περιοριζόταν μόνο στην περιοχή γύρω από το Βελιγράδι, όπου υπήρχε ο πολιτισμός Βίντσα, αλλά εξαπλώθηκε σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκε σε όλη την γεωγραφική περιοχή του πολιτισμού Κουκουτένι-Τριπιλίαν. Αποτέλεσμα αυτής της ευρείας χρήσης αυτής της σειράς συμβολικών παραστάσεων ήταν ο ιστορικός Mάρκο Μερλίνι να προτείνει να της δοθεί ένα όνομα διαφορετικό από το "γραφή Βίντσα", δεδομένου ότι αυτό σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο στον πολιτισμό Βίντσα γύρω από την Πεδιάδα της Παννονίας, το δυτικότερο άκρο της εκτεταμένης περιοχής όπου έχουν ανακαλυφθεί παραδείγματα αυτού του συμβολικού συστήματος. Ο Μερλίνι πρότεινε να ονομάσουμε αυτό το σύστημα "Δουναβική Γραφή", πράγμα που ορισμένοι μελετητές έχουν αρχίσει να δέχονται. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η αλλαγή ονόματος δεν θα ήταν αρκετά εκτενής, αφού δεν καλύπτει την περιοχή στην Ουκρανία, αλλά και στα Βαλκάνια, όπου επίσης βρίσκονται παραδείγματα αυτών των συμβόλων. Όποια και αν είναι το όνομα που χρησιμοποιείται, ωστόσο (γραφή Βίντσα, γραφή Βίντσα-Τούρντας, σύμβολα Βίντσα, Δουναβική γραφή ή Παλαιοευρωπαϊκή γραφή), είναι πιθανό ότι είναι το ίδιο σύστημα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]