Πολιτικό σύστημα της Ελλάδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πολιτικό σύστημα Ελλάδας)

Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επικεφαλής του κράτους, τον Πρωθυπουργό ως πρόεδρο της κυβέρνησης μέσα σε ένα πολυκομματικό σύστημα, και με τις εξουσίες διακεκριμένες. Η νομοθετική εξουσία ανήκει στη Βουλή των Ελλήνων. Από τις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1974 μέχρι τις εκλογές του 2012, οπότε και αποδυναμώθηκε ουσιαστικά ο δικομματισμός, κυριαρχούσαν δύο πολιτικά κόμματα: η συντηρητική Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και το σοσιαλδημοκρατικό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Από το 2012, αναδείχθηκε ως νέος δυνατός πολιτικός πόλος το κεντροαριστερό κόμμα Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), το οποίο τελικώς κατάφερε να κυβερνήσει τη χώρα, από το 2015 εώς τα μέσα του 2019.

Το Σύνταγμα του 1975 περιλαμβάνει εκτενείς πολιτικές ελευθερίες και ορίζει ως αρχηγό κράτους τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που εκλέγεται από τη Βουλή. Η δομή της ελληνικής κυβέρνησης είναι παρόμοια με αυτή πολλών δυτικών δημοκρατιών, και περιγράφεται ως συμβιβασμός μεταξύ του γαλλικού και του γερμανικού μοντέλου. Ο Πρωθυπουργός και το Υπουργικό Συμβούλιο διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην πολιτική διαδικασία, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει κυρίως τελετουργικό ρόλο, με κάποιες (περιορισμένες) νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες. Η ψήφος στην Ελλάδα είναι υποχρεωτική, αλλά στην πράξη, η παράλειψη της ψήφου δε διώκεται.

Εκτελεστική εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το ισχύον Σύνταγμα, η εκτελεστική λειτουργία του κράτους ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, που περιλαμβάνει τον Πρωθυπουργό ως Πρόεδρό της και όλους τους Υπουργούς, οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού και αποτελούν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας της λειτουργίας του πολιτεύματος και του κράτους, ως ο συμβολικός Ανώτατος Άρχων. Εκλέγεται από τη Βουλή με πενταετή θητεία, μπορεί να επανεκλεγεί μόνον μία φορά. Όταν λήγει η προεδρική θητεία, η Βουλή ψηφίζει για να εκλέξει νέο Πρόεδρο. Κατά το άρθρο 32 του Συντάγματος γίνονται 5 ψηφοφορίες: στις δύο πρώτες απαιτούνται 200 ψήφοι για την εκλογή προέδρου και στην τρίτη 180 ενώ, σε περίπτωση που μετά από 3 ψηφοφορίες δεν εκλεγεί ο πρόεδρος, στην τέταρτη απαιτούνται 151 ψήφοι στη πιθανή περίπτωση πέμπτου γύρου η εκλογή του/της γίνεται κατά πλειοψηφία.[1] Το σύστημα έχει σχεδιαστεί έτσι, ώστε να προωθεί με συναίνεση υποψήφιους Προέδρους από τα κύρια πολιτικά κόμματα.

Το πρόσωπο του Προέδρου είναι ανεύθυνο για τις πράξεις, που υπογράφει, καθώς την ευθύνη φέρει ακέραια ο αρμόδιος προσυπογράφων υπουργός (ή υπουργοί). Με την υπογραφή του εκδίδονται και δημοσιεύονται τα προβλεπόμενα διατάγματα και οι νόμοι του κράτους. Μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη δύναμη να διορίζει και να απαλλάσσει Υπουργούς και Κυβερνήσεις, να συγκαλεί και να διαλύει τη Βουλή, να διορίζει και να παύει τους δημόσιους υπαλλήλους, να διορίζει, να προάγει και να τοποθετεί τους δικαστικούς λειτουργούς, να άρχει των ενόπλων δυνάμεων, να κηρύττει πόλεμο, να δίνει χάρη σε καταδικασμένο και να υπογράφει σύμφωνα ειρήνης, συμμαχίας ή συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς. Τέτοιες ενέργειες ή συμφωνίες επικυρώνονται με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Κυβέρνησης, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί απόλυτη πλειοψηφία ή πλειοψηφία των 3/5 όλων των βουλευτών (π.χ. η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούσε πλειοψηφία 3/5).

Ο Πρόεδρος έχει στη διάθεσή του επίσης κάποιες έκτακτες εξουσίες, οι οποίες πρέπει να υπογραφούν από τον αντίστοιχο Υπουργό ή να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο. Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 περιόρισε σημαντικά τις προεδρικές αρμοδιότητες χωρίς προσυπογραφή. Συνεπώς, ο Πρόεδρος δεν μπορεί πλέον να παύει την Κυβέρνηση, να συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο, να συγκαλεί το Συμβούλιο της Δημοκρατίας και να κυρώνει τους νόμους, που ψηφίζει η Βουλή. Επίσης, δεν μπορεί πλέον να διαλύει το Κοινοβούλιο και να απευθύνει διαγγέλματα προς το λαό, χωρίς την προσυπογραφή του Πρωθυπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου. Ακόμη, δεν μπορεί πλέον να προκηρύσσει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό ζήτημα, να χορηγεί αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα, να αναστέλλει την ισχύ άρθρων του Συντάγματος ή να κηρύξει κατάσταση πολιορκίας χωρίς την έγκριση της Βουλής.

Η Κυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πρωθυπουργός είναι συνήθως ο αρχηγός του κόμματος που ελέγχει την απόλυτη πλειοψηφία των Βουλευτών. Αν κανένα κόμμα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής, ο Πρόεδρος δίνει στον αρχηγό του κόμματος με τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή, δηλαδή του δίνει εντολή να εξετάσει αν σε συνεργασία με άλλα κόμματα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση, που να μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρωθυπουργός διαφυλάττει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις δραστηριότητες αυτής. Είναι το ισχυρότερο πρόσωπο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το διορισμό ή την παύση των Υπουργών και των Υφυπουργών. Έτσι, η κυβέρνηση διατηρείται ακόμη και εάν ο Πρωθυπουργός ανανεώσει όλα τα κυβερνητικά μέλη, ενώ ακόμη και εάν διατηρηθούν στην εξουσία τα ίδια κυβερνητικά πρόσωπα, η κυβέρνηση αλλάζει, όταν αλλάζει το πρόσωπο του Πρωθυπουργού.

Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός βασίζεται στην αρχή της δεδηλωμένης, που αφορά στη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής στην Κυβέρνηση. Συνεπώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να διορίσει για Πρωθυπουργό πρόσωπο, που θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα το όλου αριθμού αυτών (δηλ. τουλάχιστον 120 ψήφους υπέρ, παρουσία 239 βουλευτών). Η Κυβέρνηση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Και αντιστρόφως, ένας αριθμός Βουλευτών, όχι μικρότερος του ενός έκτου αυτών (δηλ. τουλάχιστον 50 βουλευτές) και όχι νωρίτερα από έξι μήνες αφότου η Βουλή απέρριψε μια πρόταση δυσπιστίας, εκτός εάν υπογραφεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού αυτών (τουλάχιστον 151 βουλευτές), μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένα ψήφο δυσπιστίας (πρόταση μομφής), η οποία, για να περάσει, πρέπει να συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφους κατά της κυβέρνησης). Η ανομοιομορφία στις ζητούμενες πλειοψηφίες εξηγείται από το γεγονός, ότι ορισμένες φορές οι κυβερνήσεις μπορούν να στηρίζονται χάρη στην αποχή ορισμένων βουλευτών, οι οποίοι δε στηρίζουν φανερά την κυβέρνηση, ενώ αντίθετα η συνθήκη ανατροπής μια κυβέρνησης θα πρέπει να είναι πιο αυστηρή από εκείνη της συντήρησής της.

Πρόταση μομφής προς οποιοδήποτε μέλος της Κυβέρνησης συνεπάγεται πρόταση δυσπιστίας προς όλη την Κυβέρνηση, η οποία παραιτείται συνολικώς, εφόσον η μομφή γίνει δεκτή από τη Βουλή. Τότε, εφόσον υπάρχουν οι απαιτούμενες κοινοβουλευτικές ισορροπίες, μπορεί να σχηματιστεί δεύτερη κυβέρνηση από άλλα πρόσωπα. Καταψήφιση ή παραίτηση δεύτερης κυβέρνησης εντός της αυτής κοινοβουλευτικής περιόδου χωρίς σταθερές κοινοβουλευτικές ισορροπίες είναι οι αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες προς διάλυση της υφιστάμενης βουλής, σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και προκήρυξη εκλογών, για την ανανέωση της λαϊκής εντολής και την ανάδειξη νέων κοινοβουλευτικών συσχετισμών με δυνατότητα σχηματισμού μιας νέας, βιώσιμης κυβέρνησης. Αυτό το μέτρο προτείνεται, ώστε να προλαμβάνονται φαινόμενα διολίσθησης του πολιτεύματος, μέσω αλλεπάλληλων σχηματισμών κυβερνήσεων μειοψηφίας, που δεν μπορούν να απολαύουν μακροχρόνια την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Η παραίτηση του Πρωθυπουργού για προσωπικούς λόγους (π.χ. για λόγους υγείας) διαφέρει από την παραίτηση της Κυβέρνησης συνολικά, εντούτοις και οι δύο σηματοδοτούν τη λήξη της τρέχουσας και το σχηματισμό μιας νέας Κυβέρνησης. Όταν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί προσωπικά (ή εκλείψει), τότε το Σύνταγμα προβλέπει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης από το κόμμα του παραιτηθέντος ή εκλιπόντος Πρωθυπουργού χωρίς εκλογές, αφού η προηγούμενη Κυβέρνηση (ως κόμμα) δεν έχασε την εμπιστοσύνη της στη Βουλή. Εάν, όμως, ο Πρωθυπουργός οδηγήσει σε παραίτηση την Κυβέρνησή του ή αυτή καταψηφισθεί, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την απαλλάσσει από τα καθήκοντά της και αναθέτει εντολή σχηματισμού ή διερευνητική εντολή στο επόμενο κοινοβουλευτικά ισχυρότερο κόμμα της παρούσας Βουλής, όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Νομοθετική εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία όλων των πολιτών άνω των 17 ετών. Έχει 300 μέλη που εκλέγονται σε 4-ετή θητεία με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής σε 48 πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες, 8 μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και ένα ψηφοδέλτιο επικρατείας. 288 από τους 300 Βουλευτές εκλέγονται απευθείας από το λαό, καθώς οι πολίτες μπορούν να δηλώσουν την προτίμησή τους "σταυρώνοντας" το όνομα του Βουλευτή στο ψηφοδέλτιο. Οι υπόλοιπες 12 θέσεις εκλέγονται από ψηφοδέλτια επικρατείας ξεκινώντας από την κορυφή του κάθε ψηφοδελτίου και με βάση το ποσοστό της ψήφου που το αντίστοιχο κόμμα έλαβε στις εκλογές.

Ο παρών εκλογικός νόμος ορίζει ένα πολύπλοκο σύστημα ενισχυμένης αναλογικής εκπροσώπησης, που δεν ευνοεί την είσοδο μικρών κομμάτων, αλλά επιτρέπει κοινοβουλευτική πλειοψηφία ακόμη και αν το πρώτο σε ψήφους κόμμα δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου. Το κάθε κόμμα πρέπει να λάβει τουλάχιστον το 3% των συνολικών, έγκυρων ψήφων για να εκλέξει βουλευτές. Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες μπορούν να μεταβληθούν μόνο με νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος ψηφίζεται είτε με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, είτε με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των Βουλευτών (200 υπέρ), οπότε τίθεται άμεσα σε ισχύ από τις επόμενες εκλογές. Αυτή η δικλείδα τίθεται, ώστε να αποτρέπει την εκάστοτε κυβέρνηση να περάσει εύκολα έναν ευνοϊκό για εκείνη εκλογικό νόμο χωρίς τη σύμπραξη της εκάστοτε αντιπολίτευσης, κάθε (ισχυρό) κόμμα της οποίας εποφθαλμιά τη νίκη στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, οπότε δεν έχει συμφέρον να συμπράξει.

Δικαστική εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δικαστική εξουσία στην Ελλάδα ασκείται από τακτικά δικαστήρια, τα οποία διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά (αστικά) και ποινικά. Τα δικαστήρια αυτά αποτελούνται από ισόβιους δικαστές, που έχουν αποφοιτήσει από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Στην ελληνική δικαιοσύνη, οι δικαστικές υποθέσεις μπορούν να εξετάζονται σε δύο βαθμούς: πρωτόδικα και κατ' έφεσιν, ενώ αμφιβολίες και ενστάσεις επί της διαδικασίας επιλύονται τελεσίδικα από το αντίστοιχο ανώτατο δικαστήριο. Έτσι, υπάρχουν τρία ανώτατα δικαστήρια: το Συμβούλιο της Επικρατείας (διοικητικό), ο Άρειος Πάγος (πολιτικό και ποινικό) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ειδικό). Δικαστές των τριών αυτών δικαστηρίων συνθέτουν και άλλα ειδικά δικαστήρια, όπως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

Σε αντίθεση με τις άλλες εξουσίες, η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη της εκτελεστικής και της νομοθετικής, ακόμη και της ίδιας της δικαστικής, αφού οι αποφάσεις κάθε δικαστηρίου δε δεσμεύονται από εκείνες άλλων ή ανώτερων δικαστηρίων. Ωστόσο, αυτές μπορούν αργότερα να ανατραπούν ή να αναιρεθούν από ανώτερο δικαστήριο. Επίσης, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, οι προαγωγές, οι τοποθετήσεις, οι μεταθέσεις, οι αποσπάσεις και οι μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από κληρωτά μέλη του ίδιου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Ωστόσο, οι Πρόεδροι και Αντιπρόεδροι των τριών ανώτατων δικαστηρίων επιλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο μεταξύ των εν ενεργεία μελών του κάθε ανώτατου δικαστηρίου και διορίζονται με προεδρικό διάταγμα. Παρόμοια, επιλέγονται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, ο Γενικός Επίτροπος των διοικητικών δικαστηρίων μεταξύ των μελών της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας και των προέδρων εφετών των διοικητικών δικαστηρίων και ο Γενικός Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μεταξύ των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας, όπως νόμος ορίζει.

Τοπική αυτοδιοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαίρεση της χώρας διαμορφώθηκε από το Πρόγραμμα Κλεισθένης Ι[2] και ισχύει από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Σύμφωνα με αυτή, η χώρα διαιρείται σε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, δεκατρείς περιφέρειες και 332 δήμους, οι οποίοι με τη σειρά τους σε 4783 Κοινότητες. Οι περιφέρειες και οι δήμοι είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα, δηλαδή οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από τους εγγεγραμμένους δημότες και με τη σειρά τους διαιρούνται σε 74 Περιφερειακές ενότητες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. eretikos.gr (25 Νοεμβρίου 2019). «Πώς θα εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας». eretikos.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2019. 
  2. ν.4555/2018 ΦΕΚ 133/Α/19-7-2018