Παραλογοτεχνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος Παραλογοτεχνία (paraliterature) πρωτοεμφανίστηκε το 1967 σε ένα συνέδριο στο Παρίσι (Cerisy 1-10 Σεπτεμβρίου 1967) και συνδέεται με πλήθος εμπειριών και εντυπώσεων: με τον 19ο αιώνα, τη δικτατορία στην Ελλάδα και τη δυναμική παρουσία της νεολαίας.

Ο όρος λαϊκή λογοτεχνία δε δημιουργούσε προβλήματα, αφού θεωρούνταν συνδεδεμένος με την ελληνική παράδοση, η οποία ήταν και είναι αποδεκτή απ’ όλους. Παράλληλα, παρέπεμπε στην αγροτική ύπαιθρο και την προφορικότητα (:προφορικό πολιτισμό/κουλτούρα). Απεναντίας ο όρος παραλογοτεχνία ηχούσε παράφωνα ήταν και είναι terra incognita˙ ένας ξένος απρόσιτος ή/και αδιάφορος «χώρος», που, ωστόσο, παρουσίαζε ενδιαφέρον για τους δημοσιογράφους, τους μελετητές-θαυμαστές, τους ερασιτέχνες, τους κοινωνιολόγους και, βέβαια, τους κριτικούς.

Η παραλογοτεχνία, τέκνο του 19ου αιώνα, των έντυπων και του Τύπου , συνδέεται άμεσα με τα δρώμενα των τελευταίων δύο αιώνων την αστική επιβολή, την αστικοποίηση, υποχώρηση του αναλφαβητισμού, την κυριαρχία της αγοράς και των πόλεων.

Με δυο λόγια, τα κύρια αίτια εμφάνισης της παραλογοτεχνίας μπορούν να αναζητηθούν: α)στο βιομηχανοποιημένο 19ο αιώνα, β) στην οικονομία της αγοράς και γ)στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των πόλεων.

1.1 Η «προϊστορία» της παραλογοτεχνίας και της εμφάνισής της

Η ιστορία του όρου παραλογοτεχνία ανακύπτει μέσα από διάφορα τεκμήρια που υπάρχουν, λέξεις ή εκφράσεις που αναφέρονται στον όρο λαϊκή λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία. Γυρνώντας πίσω στο 1810 στη Γαλλία θα συναντήσουμε όρους-χαρακτηρισμούς όπως: μυθιστόρημα για καμαριέρες, για μαγείρισσες, για θυρωρίνες που μας υποδεικνύει ότι οι αναγνώστες αυτών των βιβλίων είναι πάντα γυναίκες και συγκεκριμένα των λαϊκών στρωμάτων. Λίγο αργότερα το 1830 οι όροι γίνονται όλο και περισσότεροι. Και εκεί αρχίζει να φαίνεται η εξέλιξη της μορφής της παραλογοτεχνίας στο πέρασμα του χρόνου. Μερικοί από αυτούς είναι: Λογοτεχνία για δυο πεντάρες, Φθηνή λογοτεχνία, Εμπορική λογοτεχνία, Ελαφρά λογοτεχνία, Λογοτεχνία για έξι πεντάρες, εύκολη λογοτεχνία, Εύκολο μυθιστόρημα, Βιομηχανική λογοτεχνία, Νόθα λογοτεχνία. Και οι οροί πληθαίνουν ως τους καιρούς μας και πλουτίζονται με νέες παραλλαγές όπως Λογοτεχνία ικανοποίησης, Περιθωριακή λογοτεχνία, Μυθιστόρημα-παρίας, Υπολογοτεχνία, Τυποποιημένη λογοτεχνία. Αλλά και στη Γερμάνια δεκάδες εκφράσεις χρησιμοποιούνται: Λαϊκά αναγνώσματα, Λογοτεχνία για τους πολλούς, Μυθιστορήματα για κατώτερα στρώματα, Λογοτεχνία για τρέχουσα χρήση, Διασκεδαστική λογοτεχνία, Λογοτεχνία για πέταμα. Ανάλογες εκφράσεις όμως βρίσκουμε και στη γλώσσα μας: διασκεδαστική τέχνη, λαϊκή λογοτεχνία, λαϊκό ρομάντζο, παραλογοτεχνία, παραφιλολογία. Μέσ’ απ’ αυτούς τους όρους φανερώνεται ότι οι εν λόγω χαρακτηρισμοί –που σχεδόν στην πλειοψηφία τους αντιστοιχούν σε αξιολογήσεις αυτού του, υπό μία έννοια, ιδιότυπου και διαφορετικής υφής, λογοτεχνικού είδους- καθορίζονται από διαφόρους παράγοντες όπως α)ο όγκος παράγωγης, β)ο σκοπός παράγωγης γ)ο τρόπος δημοσίευσης, δ)ο τρόπος διανομής, ε)το χρησιμοποιούμενο υλικό, στ)η χαμηλή τιμή, ζ)η ιδιότητα του αναγνώστη και η)η φύση της ανάγνωσης.

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί μαρτυρούν ότι υπάρχει μια δυσφορία, μια περιφρόνηση. Γίνεται φανερή μια διάκριση ανάμεσα σε δυο μορφές λογοτεχνικής παράγωγης. Όπως αναφέρει ο Μουλλάς, ο Michelet βλέπει έναν διχασμό «στη Γαλλία υπάρχουν δυο λαοί διαφορετικοί από πλευράς εκπαιδευτικής και πνευματικής» δυο κόσμοι: από τη μια η λόγια υψηλή νομιμοποιημένη και θεσμοθετημένη φιλολογία με καθοριστικό της πρωτείο την ποίηση και από την άλλη μεριά η πεζή ταπεινή ξενόφερτη μυθιστορηματική πρόζα η λεγόμενη ελαφρά φιλολογία (Μουλλάς, 1997, 10). Ωστόσο, αυτή η διαχρονική αντίθεση της λογιοσύνης προς ό,τι υπονομεύει (αισθητικά, γλωσσικά, ιδεολογικά) τις αξίες της, εκδηλώνεται πριν τον βιομηχανοποιημένο και εμπορευματοποιημένο 19ο αιώνα. (Ας θυμηθούμε π.χ. τις αντιδράσεις του Κοραή απέναντι στις λαϊκές εκδόσειςτης Βενετίας (λαϊκά αναγνώσματα της τουρκοκρατίας).) Παράλληλα, στην Ευρώπη ένα καινούργιο στοιχείο, οξύνει αυτές τις αντιθέσεις: το ιστορικό τοπίο· γιατί μέσα σε λίγες δεκαετίες οι μεταβάσεις από το ένα πολίτικο καθεστώς στο άλλο, από τους αγροτικούς πληθυσμούς στους αστικούς και από την προφορικότητα στη γραφή, είναι απανωτές. Οπότε, η εν λόγω αντίθεση, παραπέμπει –μ’ άλλα λόγια- στη διάσταση ανάμεσα στην αισθητική ποιότητα και τους στόχους της αγοράς δηλαδή στη βιομηχανοποίηση του πολιτισμού (βλ. την πολιτιστική βιομηχανία στην οποία αναφέρεται η Σχολή της Φραγκφούρτη).


Σε ακόμα μεγάλο βαθμό τον 19ο αιώνα το μυθιστόρημα παραμένει ένα είδος προβληματικό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στη Γαλλία του 1840 το μυθιστόρημα συνδέεται άρρηκτα με την ανάπτυξη του Τύπου και πολλοί συγγραφείς επιβιώνουν χάρη στην επιφυλλιδογραφία, ενώ λίγοι είναι αυτοί που έχουν αποσυνδέσει τα έργα τους από τον Τύπο (Stendhal, Flaubert, Proust).

1.2 Η πρώτη, ιστορικά, εμφάνιση του όρου «παραλογοτεχνία»

Μια νέα λέξη, παραλογοτεχνία, παρουσιασμένη στη 10ετία του 1960, ανοίγει έναν δρόμο για προβληματισμό κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου (Cerisy 1-10 Σεπτεμβρίου 1967). Ο Jean Tortel υπερασπιζόταν τον όρο υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι στα γαλλικά η πρόθεση παρά σημαίνει ταυτόχρονα κοντά σε, γύρω και εναντία σε, ή εντελώς κοντά σε. Η παραλογοτεχνία διαφέρει ασφαλώς από τη λογοτεχνία. Μπορεί όμως να τοποθετηθεί εντελώς κοντά της, διπλά της· όχι όμως χαμηλότερά της ή εναντίον της. Στη σημερινή εποχή προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον έναν ή τον άλλο ορισμό, χωρίς να περιορίσουμε ή να αναδείξουμε το ποιόν του περιεχομένου στο οποίο αντιστοιχεί ο καθένας τους.Κανένα πολιτισμικό φαινόμενο δε γεννιέται εκ του μηδενός, αφού πάντα τα πολιτιστικά φαινόμενα παρουσιάζονται σε συγκριμένες στιγμές, για συγκεκριμένους λογούς και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται καταβολές, κίνητρα ή ρήξεις κ.ά.. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννιέται και ο όρος παραλογοτεχνία. Ο όρος αυτός καλύπτει μόνο τη λαϊκή λογοτεχνική παράγωγη των δύο τελευταίων αιώνων. Συνδέεται με γεγονότα και φαινόμενα κοσμοϊστορικής σημασίας, όπως η βιομηχανική επανάσταση, η κυριαρχία της αστικής τάξης, η διόγκωση των λαϊκών–εργατικών στρωμάτων, η υποχώρηση του αναλφαβητισμού, ο πρωτεύοντας ρόλος των πόλεων στην κοινωνικοοικονομική εξέλιξη, η εξάπλωση της γραφής που οφείλεται στην εντυπωσιακή ανάπτυξη του Τύπου και της τεχνολογίας που συνδέεται μ’ αυτόν και, τέλος, η εμφάνιση του ρομαντισμού.


Ο όρος παραλογοτεχνία χρησιμοποιείται, κυρίως από τους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους, για να περιγράψει ορισμένα είδη λογοτεχνίας που απευθύνονται κυρίως στο πλατύ κοινό και, ορισμένες φορές, δεν έχουν ιδιαίτερες αξιώσεις από πλευράς ποιότητας, μα στοχεύουν κυρίως στη μαζική κατανάλωση.

Ως παραλογοτεχνία κατά καιρούς έχουν χαρακτηριστεί το αστυνομικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, τα κόμικς, τα γουέστερν και οι αισθηματικές ιστορίες, χωρίς αυτός ο χαρακτηρισμός να εμποδίσει ορισμένα από αυτά τα είδη να καθιερωθούν ως "σοβαρή" λογοτεχνία και να αναδείξουν αξιόλογους συγγραφείς και έργα. Ο όρος επομένως έχει επικρατήσει περισσότερο ως αρνητικός προσδιορισμός παρά ως σημαίνων χαρακτηρισμός του λογοτεχνικού έργου και των διαστάσεών του, καθώς φαίνεται από την ιστορία έργων που στην εμφάνισή τους χαρακτηρίστηκαν ως "παραλογοτεχνικά" αλλά τελικώς έγιναν αποδεκτά ως κατάκτηση της ελληνικής γλώσσας ή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παραλογοτεχνία επομένως είναι ένας αρνητικός (έως υβριστικός) προσδιορισμός, για τα έργα των άλλων όσων δεν είναι στο οικείο λογοτεχνικό περιβάλλον, και δεν αποτελούν μέλη μιας λογοτεχνικής συντροφιάς.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιατί αρέσει η παραλογοτεχνία;, Διαβάζω, τχ. 514 (2011), σ. 73-83
  • Μαρτινίδης, Πέτρος, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας. Αθήνα: Υποδομή, 1994.
  • Μουλλάς, Πάνος, «Λογοτεχνία και παραλογοτεχνία», Κονδυλοφόρος 1(2002), σελ. 27-40
  • Μουλλάς, Πάνος, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, εκδ.Σοκόλη, Αθήνα, 2007
  • Παραλογοτεχνία: αφιέρωμα, Διαβάζω, τχ. 354 (1995), σ. 181-207
  • Πλατανίτης, Δημήτρης, Εμμονές αναγνωστών για τις απλές αφηγηματικές δομές, Κ, τχ. 17 (Δεκ. 2008), σ. 139-149