Οικονομική ψυχολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η οικονομική ψυχολογία συσχετίζεται με τη μελέτη της οικονομικής συμπεριφοράς, δηλαδή προσπαθεί να εξηγήσει την συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμενών απομακρυνόμενος από την βασική αρχή της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς. Η οικονομική συμπεριφορά είναι η συμπεριφορά των καταναλωτών, που περιλαμβάνει οικονομικές αποφάσεις και ό,τι έπεται των οικονομικών αποφάσεων. Αυτός ο κλάδος των οικονομικών είναι σχετικά νέος.

Η λήψη οικονομικών αποφάσεων συμπεριλαμβάνει το χρήμα, το χρόνο, και την προσπάθεια που καταβάλλεται για να αποκτηθούν υλικά αγαθά, υπηρεσίες, εργασία, ξεκούραση και την δυνατότητα επιλογής αναμέσα σε εναλλακτικά προϊόντα, π.χ. εξοικονόμηση χρημάτων ή σπατάλη. Στην πραγματικότητα όλες οι αποφάσεις που περιλαμβάνουν είτε την επιλογή είτε την εμπορία κάποιων υποκατάστατων προϊόντων ή μιας επενδυσης που θα αποφέρει μελλοντικά κέρδη ή οφέλη, καλούνται οικονομικές αποφάσεις.

Συντελεστές των οικονομικών αποφάσεων περιλαμβάνουν προσωπικούς, πολιτιστικούς, περιστασιακούς και εν γένει οικονομικούς παράγοντες που κινητοποιούν και επηρεάζουν την λήψη οικονομικών αποφάσεων.

Ορθολογική οικονομική συμπεριφορά είναι η οικονομική συμπεριφορά κατά την οποία το κάθε υποκείμενο παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ώστε να μεγιστοποιήσει την ικανοποίησή του με τους δεδομένους πόρους που κατέχει.

Ενω τα κλασικά οικονομικά ξεκινούν με την υπόθεση ότι οι παίκτες έχουν μια συνάρτηση οφέλους την οποία προσπαθούν συστηματικά να μεγιστοποιήσουν με ορθολογιστικό τρόπο, οι οικονομικοί ψυχολόγοι θεωρούν τους παίκτες όντα δεσμευμένα στις αρχές του ορθολογισμού, τα οποία χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους χωρίς να σκέφτονται ιδιαίτερα. Η οικονομική ψυχολογία δε στηρίζεται στην ύπαρξη του απλοποιημένου οικονομικού υποκειμένου και προσπαθούν να προτείνουν καλύτερα μοντέλα που πηγάζουν από την συμπεριφορά πραγματικών ανθρώπων όπως παρατηρείται σε επιστημονικά πειράματα. Ένα παράδειγμα είναι η "συμπεριφορά του κοπαδιού", σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο απλά ακολουθεί τις κινήσεις των άλλων.

Οι συνέπειες της λήψης οικονομικών αποφάσεων είναι η ικανοποίηση και η ευημερία των καταναλωτών, που πηγάζει από την ίδια την κατανάλωση. Η μη ικανοποίηση ενδέχεται να οδηγήσει σε παράπονα προς τον υπεύθυνο παραγωγό ή επιχείρηση. Οι συνέπειες των οικονομικών αποφάσεων παρέχουν κάποιος είδος εμπειρίας στους ανθρώπους που τους επηρεάζει σε μελλοντικές τους αποφάσεις.

Οι περισσότερες θεωρίες του κλάδου πηγάζουν από τα πειραματικά οικονομικά και την εξελικτική βιολογία, ενώ επηρεάζονται και από τη ψυχολογία. Μια πρόσφατη εξέλιξη είναι η χρήση της νευρολογίας (νευροοικονομικά=neuronomics) για τη μελέτη της λήψης αποφάσεων από τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου, η μικροοικονομία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ψυχολογία. Για παράδειγμα, ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) έγραψε το βιβλίο Η Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, όπου πρότεινε ψυχολογικές εξηγήσεις της ατομικής συμπεριφοράς και ο Τζέρεμυ Μπένθαμ (Jeremy Bentham) έγραψε εκτενώς για το ψυχολογικό υπόβαθρο της χρησιμότητας. Ωστόσο, κατά την ανάπτυξη των νεοκλασικών οικονομικών, οι οικονομολόγοι προσπάθησαν να αναμορφώσουν την επιστήμη των οικονομικών ως φυσική επιστήμη, αντλώντας υποθέσεις για την οικονομική συμπεριφορά από υποθέσεις για τη φύση των οικονομικών ατόμων. Ανέπτυξαν την έννοια του homo economicus, του οποίου η ψυχολογία ήταν ουσιαστικά ορθολογική. Αυτό οδήγησε σε ακούσια και απρόβλεπτα λάθη.

Ωστόσο, πολλές σημαντικοί νεοκλασικοί οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν πιο εξελιγμένες ψυχολογικές εξηγήσεις, συμπεριλαμβανομένων των Francis Edgeworth, Vilfredo Pareto, Irving Fisher και John Maynard Keynes. Η οικονομική ψυχολογία εμφανίστηκε τον 20ο αιώνα στα έργα του Gabriel Τarde, [1] George Katona [2] και Laszlo Garai. [3] Η θεωρία χρησιμότητας άρχισε να κερδίζει την αποδοχή, δημιουργώντας υποθέσεις που είναι δυνατόν να επαληθευτούν για τη λήψη αποφάσεων με δεδομένα την αβεβαιότητα και διαχρονική κατανάλωση αντίστοιχα. Παρατηρούμενες και επαναλαμβανόμενες ανωμαλίες αμφισβήτησαν τελικά αυτές τις υποθέσεις, καθώς γίνανε νέα βήματα από τον Νομπελίστα Maurice Allais, για παράδειγμα, στον καθορισμό του παραδόξου Allais, ένα πρόβλημα απόφασης που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την αναμενόμενη υπόθεση χρησιμότητας.

Στη δεκαετία του 1960 γνωστική ψυχολογία άρχισε να ρίχνει περισσότερο φως στον εγκέφαλο ως συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών (σε αντίθεση με τα συμπεριφορισικά μοντέλα). Ψυχολόγοι στον τομέα αυτό, όπως οι Ward Edwards, [5] Αμος Τβέρσκι και Daniel Kahneman άρχισαν να συγκρίνουν τα μοντέλα τους για τις γνωστικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων βάσει του κινδύνου και της αβεβαιότητας με τα οικονομικά μοντέλα της ορθολογικής συμπεριφοράς. Στη μαθηματική ψυχολογία, υπάρχει ένα μακροχρόνιο ενδιαφέρον για την μεταβατικότητα των προτιμήσεων και το είδος της κλίμακας μέτρησης της χρησιμότητας (Luce, 2000). [7]