Ξυλογλυπτική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ξυλογλυπτική [1] είναι η τέχνη μορφοποίησης του ξύλου με ανάγλυφη απεικόνιση σχεδίων, αντικειμένων ή μορφών πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Αυτή η τέχνη εφαρμόζεται από έμπειρους τεχνίτες (ξυλογλύπτες) με τη χρήση ειδικών εργαλείων. Πρόκειται για διακοσμητική τέχνη, σπουδαίας ιστορικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής αξίας, με ρίζες βαθιά πίσω στην αρχαιότητα (Κίνα, Αίγυπτος, αρχαία Ελλάδα).

Ωστόσο, η ξυλογλυπτική σήμερα είναι δυνατό να υλοποιείται και με σύγχρονα μηχανήματα κατεργασίας (βλ. CNC) -με ειδικά σχεδιαστικά προγράμματα- τριών ή τεσσάρων αξόνων.

Ξυλογλυπτική στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 18ο αιώνα στην Ελλάδα, παράλληλα με την άνθηση της αρχιτεκτονικής και των άλλων κλάδων της λαϊκής τέχνης εμφανίζεται σε ολόκληρη την χώρα μεγάλη ανάπτυξη της ξυλοτεχνίας και ξυλογλυπτικής, που κατά το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της δεν εξελίχθηκε σε αυτόνομη τέχνη, αλλά σε οργανικό και διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Στην Ελλάδα δεν λειτούργησαν σχολές ξυλογλυπτικής, όπως έγινε και με άλλες μορφές της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Λόγοι γεωφυσικοί και οικονομικοί συνέβαλαν στο να δημιουργήσουν κέντρα που ανέδειξαν διάσημους, περιζήτητους και εκτός από τον τόπο καταγωγής τους "σκαλιστές" και "ταγιαδόρους", οι οποίοι εργάστηκαν και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων. Οι ξυλογλύπτες, όπως και οι λιθογλύπτες, ήταν πλανόδιοι καλλιτέχνες και μαζί με τα σύνεργα της τέχνης τους, μετέφεραν παντού τις ίδιες τεχνικές και τους ίδιους διακοσμητικούς και αισθητικούς κανόνες. Για αυτόν το λόγο η ξυλογλυπτική παρουσιάζει ενιαίο στυλ σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Παλιά συμφωνητικά ή κάποιες σκαλισμένες σε τέμπλα επιγραφές φωτίζουν αρκετές επώνυμες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες, ενώ ο πλούτος και η έκταση των έργων της ξυλογλυπτικής στη διακόσμηση των σπιτιών και των εκκλησιών δίνουν την εικόνα της ακμής της κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.

Οι περισσότεροι ξυλογλύπτες κατάγονταν από την Ήπειρο, τα Τζουμέρκα, το Μέτσοβο και τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, ιδιαίτερα τον Τύρναβο, κοντά στους πρόποδες του ποταμού Γράμμου. Ο Τύρναβος έβγαλε σπουδαίους σκαλιστές, που μάθαιναν την τέχνη ως κληρονομία, δηλαδή από πατέρα σε υιό, τόσο που οι λέξεις σκαλιστής και ταλιαδόρος έγιναν οικογενειακά ονόματα. Αλλά και από τα νησιά προέρχονται ονομαστοί ταλιαδόροι με οικογενειακή παράδοση στην τέχνη. Τηνιακοί ταλιαδόροι ταξίδευαν σε όλα τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, στα παράλια της Μικράς Ασίας και στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεναν για χρόνια, σκαλίζοντας ξύλινες διακοσμήσεις σε εκκλησίες. Ένα άλλο νησί που έβγαλε ονομαστούς ξυλογλύπτες είναι η Κρήτη. Κρητικό ταλιαδόρο συναντάμε στο Πήλιο και σπουδαίοι Κρητικοί ινταγιαδόροι δούλεψαν στη Ζάκυνθο, στη Κεφαλλονιά και γενικότερα στα Επτάνησα, ακόμη και πριν το 1669 οπότε, με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, σημειώνεται όπως είναι γνωστό μεγάλη μετανάστευση Κρητών καλλιτεχνών στα νησιά του Ιονίου. Υπάρχουν όμως και ντόπιοι Επτανήσιοι σκαλιστές. Ήδη στη Ζάκυνθο από το 1594 αναφέρεται συντεχνία ξυλουργών, ενώ σειρά από επώνυμους ξυλογλύπτες εμφανίζονται και στην Κεφαλλονιά στο διάστημα σχεδόν δύο αιώνων (1634 έως το 1823).

Σήμερα η μοναδική τεχνική σχολή που υπάρχει στην Ελλάδα είναι το ΕΠΑΣ Καλαμπάκας Ξυλογλυπτικής - Διακοσμητικής Επίπλου[2], που εδρεύει στον δήμο Μετεώρων του ν. Τρικάλων, στο οποίο φοιτούν παιδιά από όλη τη χώρα με στόχο να μυηθούν στην τέχνη της ξυλογλυπτικής.[3]

Το υλικό και τα έργα ξυλογλυπτικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τεχνίτες για τα έργα ξυλογλυπτικής χρησιμοποιούσαν διάφορα είδη ξύλου, ανάλογα με το αντικείμενο, αλλά και με την ξυλεία που παρήγαγε κάθε τόπος.

Ειδικότερα,για μικροτεχνικά έργα ξυλογλυπτικής (μικροξυλογλυπτική) χρησιμοποιούσαν κυρίως σφενδάμι (σφένδαμος ή κελεμπέκι), πυξάρι ή ελιά, ενώ για την κατασκευή τέμπλων ή επίπλων προτιμούσαν την καρυδιά, που ήταν εξαιρετική σε αντοχή, ή το κυπαρίσσι, το οποίο έχει χαρακτηριστική αρωματική οσμή και δεν προσβάλλεται εύκολα από έντομα ή μύκητες.

Ακόμη στην ξυλογλυπτική χρησιμοποιήθηκαν και άλλα είδη όπως είναι η λευκή δρυς, το φλαμούρι, το πουρνάρι, το ρείκι, ο κέδρος, η αχλαδιά και η μουριά.[4]

Προκειμένου να προμηθευτούν καλής ποιότητας ξύλο, που να είναι εύκολο στην επεξεργασία του, έπρεπε να εκπονήσουν παραδοσιακές διαδικασίες που ισχύουν μέχρι και σήμερα. Η πιο διαδεδομένη τεχνική ήταν το βράσιμο του ξύλου σε νερό ή αλλεπάλληλα βρεξίματα και αντίστοιχα στεγνώματα στον ήλιο για να αποβληθούν οι χυμοί του ξύλου και οι μικροοργανισμοί που θα μπορούσαν σε βάθος χρόνου να το καταστρέψουν. Αφού έδιναν μορφή στο ξύλο για να το λειάνουν, σχεδίαζαν διακοσμητικά θέματα και ξεκινούσε η διαδικασία του σκαλίσματος με τα αντίστοιχα εργαλεία χειρός, όπως οι σγάρπιες και τα κοπίδια.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ξυλογλυπτική παρουσιάζει κοινή τεχνική και αισθητική αντίληψη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τα έργα ανά είδος, δηλαδή, ανά εκκλησιαστική και κοσμική ξυλογλυπτική. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορία, που είναι και πιο μνημονική, περιλαμβάνει την ξυλόγλυπτη διακόσμηση και τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο των εκκλησιών (όπως είναι τα τέμπλα, οι άμβωνες, τα προσκυνητάρια, τα παγκάρια κ.α.). Σε αυτήν την κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε και την ιδιαίτερη μοναστηριακή ξυλογλυπτική, ακόμη και όταν τα έργα της δεν προορίζονται για θρησκευτική χρήση. Η δεύτερη κατηγορία μπορεί να χωριστεί σε τρεις υποδιαιρέσεις: την αστική, την ποιμενική και τη ναυτική ξυλογλυπτική. Από τις υποδιαιρέσεις αυτές η αστική περιλαμβάνει την ξυλόγλυπτη διακόσμηση και τα λιγοστά κινητά έπιπλα ενός αστικού σπιτιού. Η ποιμενική ξυλογλυπτική ασχολείται με την επεξεργασία οργάνων χειροτεχνίας και σκευών από την υπαίθρια ζωή, ενώ η ναυτική ασχολείται με το σκάλισμα ξύλινων ομοιωμάτων (π.χ καράβια, γυναικείες ή ανδρικές φιγούρες που παριστάνουν γοργόνες ή ιστορικά πρόσωπα κ.α.).

Διάφορες μορφές ξυλογλυπτικής τέχνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εκκλησιαστική ξυλογλυπτική
  • Μοναστηριακή ξυλογλυπτική
  • Αστική ξυλογλυπτική
  • Ποιμενική ξυλογλυπτική
  • Ναυτική ξυλογλυπτική
  • Παραγωγή ξύλινων κασελών

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πάπυρος Larousse Britannica. 1997. 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]