Νομιναλισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Νομιναλισμός (Nominalismus) ή ονοματοκρατία αποκαλείται το φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν την ουσία, την αλήθεια ή την αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων[1], αλλά την ύπαρξη και τις ιδιότητές τους[2]. Στην ουσία ο νομιναλισμός, αποτελεί το αντίρροπο φιλοσοφικό σύστημα του ρεαλισμού (πραγματοκρατία). Πήρε την ονομασία του κατά την εποχή του σχολαστικισμού, όμως σήμερα ο προσδιορισμός νομιναλιστικό αποδίδεται σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα αρνείται ότι οι έννοιες, οι ιδέες, οι νοητικές κατασκευές έχουν αντικειμενικότητα ή αντικειμενική (ή γενική, ή καθολική) ύπαρξη ανεξάρτητη από την ύπαρξη τους στο νου του υποκειμένου που σχηματίζει αυτές τις έννοιες.

Ο νομιναλισμός αρνείται την πραγματική ύπαρξη των "καθολικών εννοιών" (universalia) με το επιχείρημα ότι η χρήση μιας γενικής έννοιας δεν συνεπάγεται την ύπαρξη συγκεκριμένου πράγματος (π.χ. υγεία, ανθρωπότητα ή οποιοδήποτε αντικείμενο), χωρίς όμως και να αρνείται τη χρήση τους. Έτσι η εφαρμογή γενικών λέξεων για συγκεκριμένα πράγματα χαρακτηρίζονται εύλογα ως αυθαίρετες. Ο νομιναλισμός υποστηρίζει επίσης ότι η επιστημονική αλήθεια βρίσκεται στη μελέτη της φύσης και όχι στα δόγματα των αρχαίων ή τη θρησκεία. Η θεωρία αυτή, γνωστή και ως το ξυράφι του Όκκαμ πρότεινε την επιστημονική οικονομία, την προτίμηση δηλαδή της ευθείας, κατά το δυνατό πιο απλής εξήγησης των φυσικών φαινομένων. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης προέκρινε αυτό το είδος σκέψης, όμως τα χρόνια του Μεσαίωνα, το έργο του χρησιμοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε από λόγιους που κινούνταν στο πλαίσιο της παράδοσης του "σώζειν τα φαινόμενα", έχοντας ως αντικείμενο την εναρμόνιση της "εξ αποκαλύψεως αλήθειας" με τους κανόνες της λογικής. Σε αυτή την περίπτωση σημειώθηκε και η διαφωνία του σχολαστικισμού ( Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) και της ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με την πρώτη να ασπάζεται, όπως διαφαίνεται από τα έργα του μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Παλαμά (ησυχαστικές έριδες), τη νομιναλιστική θεώρηση.

Στη φιλοσοφία ο νομιναλισμός συχνά προσδιορίζεται ως ταυτόσημος με τον αντι-ρεαλισμό. Η αντιπαράθεση μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού στη δυτική φιλοσοφία έχει τις ρίζες της στην αντιπαράθεση μεταξύ του προβλήματος των καθόλου[3] ή καθολικών εννοιών του Αριστοτέλη (αγγλ. universals) και της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνα. Όμως κάποιες εκδοχές του νομιναλισμού, όπως εκφράστηκαν από σχολαστικούς φιλοσόφους του μεσαίωνα, αποτελούν θεωρήσεις που αποκλίνουν αρκετά από το μετριοπαθή ρεαλισμό του Αριστοτέλη. Δηλαδή ενώ ο Αριστοτέλης υποβαθμίζει τον ακραίο ιδεαλισμό προς όφελος μιας πιο φυσιοκρατικής άποψης και επιχειρηματολογεί κατά της ταύτισης των καθολικών εννοιών με την ουσία των πραγμάτων, οι νομιναλιστές ήταν εντελώς αντι-ρεαλιστές (απέρριπταν πλήρως την ύπαρξη των καθολικών εννοιών).

Οι επιπτώσεις μιας νομιναλιστικής θεώρησης στην ηθική φιλοσοφία μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικές. Αν δεν υπάρχει κοινή «φύση» για όλα τα άτομα, τότε δεν υπάρχει «φυσικός νόμος» που διέπει όλους τους ανθρώπους. Οι πράξεις είναι ηθικά σωστές ή λάθος μόνο και μόνο επειδή επιβάλλονται ή απαγορεύονται (από τον «Θεό» ή κάποια άλλη Αρχή).

Το φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο της εμφάνισης του νομιναλισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τα τέλη του 10ου αιώνα στην Ευρώπη, εμφανίζεται στο φιλοσοφικό επίκεντρο του ενδιαφέροντος το πρόβλημα της σχέσεως του λόγου (ως ανώτερη λειτουργία της σκέψης) της πίστεως, στη βάση της Διαλεκτικής και της θεολογίας. Από τη μία πλευρά εμφανίζεται η τάση πως η λογική, ο νους δηλαδή, είναι η μόνη πηγή της γνώσεως ακόμα και στα ζητήματα θεολογίας, που την αντιπροσωπεύει κυρίως ο Berrenger de Tours, ενώ από την άλλη πλευρά εμφανίζεται η τάση της ancilla theologiae (θεραπαινίδα θεολογία), που την εκπροσωπούσε κυρίως ο Petrus Damiani, σύμφωνα με την οποία, η φιλοσοφία οφείλει να υποτάσσεται στη θεολογία. Σύντομα στη διαμάχη αυτή θα τοποθετεί ο πατέρας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Άνσελμος του Καντέρμπερι, ο οποίος κατά βάση θα προσπαθήσει να εξομαλύνει τη διάκριση αυτή, αναφέροντας πως σκοπός πλέον είναι να εννοηθούν ακόμα και τα δόγματα της εκκλησίας υπό το πρίσμα της λογικής (credo ut intelligam)[4]. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο πως επηρέασε και το κίνημα του αβερροϊσμού[5], το οποίο για την εποχή φαινόταν ως μία ισχυρή απειλή. Έτσι αναφέρει πως τα universalia, οι γενικές ή καθολικές έννοιες έχουν ύπαρξη και οντότητα χωριστή από τα ίδια τα πράγματα και πως είναι αιώνια μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Σύμφωνα με αυτές δημιουργήθηκαν τα πάντα στον κόσμο. Η θεωρία αυτή μάλιστα θυμίζει ισχυρά τα αρχέτυπα του Πλάτωνος.

Από το σημείο αυτό και μετά η διαμάχη θα παραμείνει στο προσκήνιο και δη στο κέντρο τη μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Έτσι θα αναπτυχθούν οι δύο γνωστές απόψεις, πως οι καθολικές έννοιες έχουν αντικειμενική ανεξάρτητα οντότητα (ρεαλισμός) ή πως αυτά έχουν λάβει απλώς ονόματα[6]. Η πρώτη άποψη είναι πιο κοντά στις πλατωνικές θεωρίες, ενώ ο Αριστοτέλης είχε εκφράσει μία ενδιάμεση άποψη σύμφωνα με την οποία οι γενικές-καθολικές έννοιες είναι μέσα στα πράγματα.

Η εμφάνιση του νομιναλισμού μέσα στην ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νομιναλισμός, όπως και ο ρεαλισμός, αποτελούν δύο φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία βρίσκουν την εκκίνησή τους στη βάση της φιλοσοφικής γνωσιολογίας και ιδίως στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει την αλήθεια των όντων και των πραγμάτων, υπό το πρίσμα του αντικειμενισμού ή του υποκειμενισμού, της μορφής ή τη ύλης[7]. Στηρίζεται δηλαδή πάνω στο μεταφυσικό οικοδόμημα της γνώσεως, που την αρχή του τη βρίσκει στην ελληνική αρχαιότητα. Κατά το μεσαίωνα όμως απέκτησε μία νέα προοπτική, που οδήγησε σε μία φιλοσοφική και θεολογική διαμάχη, η οποία έπαψε κατά τους χρόνους της αναγέννησης, όταν και άρχισε να εφαρμόζεται η νέα επιστήμη και δη η φυσική. Σημαντικός σταθμός μάλιστα στην πορεία αυτή υπήρξε ο πολιτικός και φιλόσοφος Γουλιέλμος του Όκαμ, ο οποίος κλόνισε το ρεαλιστικό σχολαστικό κατεστημένο το οποίο εφαρμοζόταν υπό την παπική έδρα, το οποίο είχε αποκτήσει μορφή δόγματος. Έτσι η αντίθεση μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού υπήρξε όχι μόνο φιλοσοφική αλλά και θεολογική.

Η θεολογική διαμάχη οξύνθηκε ιδίως κατά τέλη του 11ου και αρχές 12ου αιώνα, μεταξύ της νομιναλιστικής θέσης του σχολαστικού Ροσλέν ντε Κομπιέν (Roscelin de Compiègne), γνωστού και ως Ροσελίνου, ο οποίος ήταν δάσκαλος και ιερέας στη Βρετάνη, και της ρεαλιστικής θέσης των σχολαστικών Μπερνάρ ντε Σαρτρ (Bernard de Chartres) και Γκιγιώμ ντε Σαμπώ (Guillaume de Champeaux). Ο Ροσελίνος υποστήριξε κατά την εποχή του, ότι οι καθολικές έννοιες (universalia) αποτελούσαν ένα φυσικό γεγονός, με αποτέλεσμα οι ονομασίες να μην εκφράζουν κάποια αλήθεια, αλλά να αποτελούν απλές λέξεις. Αυτό μάλιστα τον οδήγησε να υποστηρίξει (κάτι που όμως οι κύριοι συνεχιστές τού έργου του και ιδίως ο Αβελάρδος, αρνήθηκαν) ότι η Αγία Τριάδα (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα), που σύμφωνα με την παραδοσιακή θεολογία της Εκκλησίας αποτελεί μια ενότητα θεϊκής υπόστασης, δεν μπορεί να γίνει νοητή σύμφωνα με τη μέθοδο της εξατομίκευσης του νομιναλισμού, παρά ως τρεις διαφορετικοί και ξεχωριστοί θεοί, ένα δόγμα γνωστό ως τριθεϊσμός[8]. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να καταδικαστεί στη Σύνοδο του Σουασόν (1092) από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία που ήταν κάθετα αντίθετη με το νομιναλισμό.

Πηγαίνοντας βέβαια πίσω στο χρόνο, και δη στο Βυζάντιο, είναι χαρακτηριστικό πως η διαμάχη ονοματοκρατίας (νομιναλισμού) και πραγματοκρατίας (ρεαλισμού) σε θεολογικό επίπεδο είχε ήδη εξελιχθεί ανάμεσα στην εκκλησία και τον Αρειανισμό του Ευνομίου. Έτσι παρατηρούμε στη σύγκρουση του Μεγάλου Βασιλείου και του Ευνομίου, πως ο Βασίλειος ασπάζεται μία γνωσιολογία κατά την οποία αρνείται τη ρεαλιστική κατοχή γνώσης της τριάδας, όπως αυτή αποδίδεται από την πλευρά του Ευνομίου. Έτσι μέσα από την επιστολή του (PG 29, 524BC) διακρίνεται ένα λαγαρό φιλοσοφικά νομιναλιστικό πνεύμα, με αποτέλεσμα οι Καππαδόκες πατέρες να χαρακτηρίζονται κάλλιστα ως νομιναλιστές[9]. Η σύγκρουση μάλιστα μεταξύ ορθόδοξης ανατολικής και δυτικής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, εντάθηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες τον 14ο αιώνα, όπου η ορθόδοξη παράδοση διασαφήνισε πως ασπάζεται μία νομιναλιστική θεώρηση της θεογνωσίας και όχι μία πραγματοκρατική, η οποία είχε εισχωρήσει στο σχολαστικισμό[10]. Σκοπός ήταν να αποδειχτεί πως η Ουσία της Τριάδος είναι ανόμοια σε σχέση με τον άνθρωπο και κατ επέκταση πως η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορούσε με λογικούς συλλογισμούς να κατανοήσει την ουσία της ή να φτάσει σε αυτή. Ο λόγος (ως ανώτερη λειτουργία του νου) όμως, συμμετέχει στη γνώση του Θεού μέσω των ενεργειών Του, οι οποίες είναι και αυτές άκτιστες-ανόμοιες κατά την ουσία, μεθεκτές όμως από τους ανθρώπους μέσω της χάριτος.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές-σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ι. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, τ. Γ΄, σελ. 57
  2. Nominalism, Michael Dummett (Oct., 1956), pp. 491-505
  3. Αριστοτέλη Μεταφ. 1038b
  4. Ι. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, τ. Α΄, σελ. 293
  5. B. Russel, A history of Western Philosophy, New York 1945, 4th edition, σελ. 425-426
  6. Ι. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγής στη Φιλοσοφία, τ. Α΄, σελ. 293
  7. Ι. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, τ. Α΄, σελ. 170
  8. B. Russel, A history of Western Philosophy, New York 1945, 4th edition, σελ. 436
  9. Ν. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 599
  10. ο.π., σελ. 600

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεταξόπουλος Αιμίλιος, Η επίδραση του μεσαιωνικού νομιναλισμού και της αναγεννησιακής φυσικής φιλοσοφίας στη διαμόρφωση της νεώτερης μηχανιστικής επιστήμης». Δωδώνη 14/Γ΄ (1985), 87-111.
  • Νούτσος Παναγιώτης Χ, Ο νομιναλισμός : Οι κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις της υστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας, Κέδρος, 1980
  • Μπέγζος Μάριος, Ευρωπαϊκή φιλοσοφία της θρησκείας : Από το μεσαιωνικό εκχριστιανισμό στο νεωτερικό αποχριστιανισμό της Ευρώπης ,Γρηγόρη, 2004