Νικήτας (ξάδελφος του Ηρακλείου)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικήτας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση570
Θάνατος7ος αιώνας
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΓρηγορία
Γρηγόριος ο Πατρίκιος
ΓονείςΓρηγοράς
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΒυζαντινός στρατός

Ο Νικήτας ξάδελφος του μέγιστου αυτοκράτορα Ηρακλείου ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές που βοήθηασαν να ανατραπεί ο Φωκάς και να ανέβει στον θρόνο ο ξάδελφος του, κυρίευσε την Αίγυπτο για λογαριασμό του Ηρακλείου. Παρέμεινε στην Αλεξάνδρεια σαν κυβερνήτης στο Εξαρχάτο της Αφρικής μάλλον μέχρι τον θάνατο του, όταν ξέσπασε ο Βυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος 602-628 απέτυχε να εμποδίσει την κατάκτηση της Αιγύπτου από την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών (618-619) και να ανακόψει την επέλαση του Χοσρόη.

Επανάσταση εναντίον Φωκά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικήτας ήταν γιος του Πατρίκιου Γρηγόριου, αδελφού του Ηρακλείου, εξάρχου της Καρχηδόνας, υπό τις διαταγές του υπηρέτησε σαν στρατιωτικός αρχηγός στην Αφρική.[1][2] Όταν ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος κήρυξε την επανάσταση εναντίον του αυτοκράτορα Φωκά είχε στο πλευρό του τον Νικήτα και τον πατέρα του.[3] Ο γιος του ηλικιωμένου έξαρχου επίσης Ηράκλειος ήταν ο κύριος υποψήφιος να αντικαταστήσει τον Φωκά, έπλευσε με στόλο στην Κωνσταντινούπολη που την κατέλαβε (5 Οκτωβρίου 610).[4] Την ίδια εποχή ο Νικήτας με τη βοήθεια Βερβέρων κατέλαβε την Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο. Ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄ Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 9ο αιώνα αναφέρει ότι τα δύο ξαδέλφια ήθελαν ξεχωριστά τον θρόνο για τον εαυτό τους, αυτό πιθανότατα είναι ψευδές.[5][6] Τον Νικήτα βοήθησε ο Θεόδωρος πρώην διοικητής της Αιγύπτου και οι γιοι του, η ισχυρή Αιγυπτιακή οικογένεια των Απιών και πολλοί ακόμα Άγιοι που ήθελαν που ήθελαν την ανατροπή του τυράννου Φωκά.[7] Η Κυρηναϊκή έπεσε εύκολα, ο στρατηγός του Νικήτα Μπονάκης έστειλε στρατό στην Αίγυπτο με 3.000 Βυζαντινούς και πολλούς Βερβέρους μισθοφόρους. Ο Ιωάννης Νικίου γράφει ότι ο νομάρχης της Μαρεώτιδας δωροδοκήθηκε από τον Φωκά αλλά οι δυνάμεις του Νικήτα τον πλησίασαν στην Αλεξάνδρεια και τον δολοφόνησαν. Ο λαός της πόλης υποστήριξε τις προσπάθειες του Νικήτα και του πατριάρχη που έσπευσαν να ανακηρύξουν νέο αυτοκράτορα τον Ηράκλειο.[8] Ο Μπονάκης έσπευσε να κατακτήσει το Δέλτα του Νείλου αλλά δύο φρουρές αντιστάθηκαν, ο Φωκάς έστειλε έναν στρατηγό τον Μπονόσις να ανακτήσει την Αίγυπτο. Ο Μπονόσις στην αρχή είχε επιτυχίες, νίκησε, συνέλαβε, εκτέλεσε τον Μπονάκη και κατέλαβε το Νικίου στο οποίο εκτέλεσε πολλούς επαναστάτες. Στην Αλεξάνδρεια ξέσπασε κατόπιν εμφύλιος ανάμεσα στους Βένετους που υποστήριζαν τον Φωκά και τους Πράσινους που υποστήριζαν την επανάσταση, όταν οι Βένετοι αποστάτησαν ο Νικήτας εμπόδισε τον Μπονόσις να καταλάβει την πόλη. Ο Μπονόσις βρέθηκε σε αδιέξοδο και δραπέτευσε στην Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 610 οι επαναστάτες ολοκλήρωσαν την ανάκτηση της Αιγύπτου.[9]

Κυβέρνηση Αιγύπτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικήτας βάδισε από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη με στόχο να υποτάξει τους οπαδούς του Φωκά αλλά σύντομα επέστρεψε στην Αίγυπτο για να αναλάβει το αξίωμα του κυβερνήτη πιθανότατα μετά τον θάνατο του Ηράκλειου του Πρεσβύτερου, το όνομα του αξιώματος του παραμένει ασαφές.[10][11][12] Ο Γουόλτερ Κέγκι σημειώνει ότι η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον Ηράκλειο και τον Νικήτα ήταν τεράστια, η Αίγυπτος παρείχε το 1/3 των εσόδων της Ανατολής και "δεν επιθυμούσε να την παραχωρήσει σε πρόσωπο με φιλοδοξίες που θα δημιουργούσε ταραχές".[13] Με τη συμβολή του Νικήτα εξελέγη νέος πατριάρχης της Αλεξάνδρειας ο Ιωάννης ο Ελεήμων, αδελφοποιήθηκε με τον Νικήτα με τελετουργικό τρόπο.[14][15] Αργότερα συμφιλιώθηκε με τους Μονοφυσίτες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας αλλά δεν είναι γνωστό αν ο Νικήτας παρέμεινε στο αξίωμα του επειδή απουσίαζε πολύ χρόνο από την περιοχή.[16] Το καλοκαίρι του 612 έγινε δεκτός θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη από τον ξάδελφο του, σύμφωνα με το Πασχάλιο χρονικό μετέφερε τον Ιερό Σπόγκο και την Ιερή Λόγχη που παρέμειναν το φθινόπωρο στην πρωτεύουσα. Ο Ηράκλειος άφησε τη διοίκηση της πόλης στον Νικήτα και έσπευσε στα Μάζακα να βοηθήσει τον στρατηγό Πρίσκο που τον πολιορκούσαν οι Σασσανίδες. Σύμφωνα με την Αγιολογία που έγραψε ο Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης την περίοδο εκείνη αρρώστησε ο Νικήτας αλλά τον θεράπευσε ο Άγιος. Ο Πρίσκος τελικά ταπεινώθηκε (5 Δεκεμβρίου 612), τον διαδέχθηκε ο Νικήτας ως Κόμης των Εξκουβίτορων, διοικητής των αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων.[17][18][19]

Ο Νικήτας συνόδευσε τον αυτοκράτορα ξάδελφο του σε εκστρατεία κατά των Περσών αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Αντιόχειας (613) με αποτέλεσμα τη γρήγορη πτώση της Συρίας στους Πέρσες.[20] Την επόμενη χρονιά (614) νίκησε τους Πέρσες στην Έμεσα, για τη νίκη αυτή τιμήθηκε στην Κωνσταντινούπολη με πολλούς ανδριάντες.[21][22] Ο Περσικός κίνδυνος ανάγκασε τον Νικήτα να ζητήσει οικονομική βοήθεια από τον στενό του φίλο και πατριάρχη της Αλεξάνδρειας Ιωάννη.[23] Μετά την κατάκτηση της Παλαιστίνης και της Συρίας ο στρατηγός Σαρβαραζάς της Περσίας ξεκίνησε την πολιορκία της Αιγύπτου. Ο ρόλος του Νικήτα είναι άγνωστος , κάποια στιγμή δραπέτευσε με τον πατριάρχη στην Κύπρο και κατόπιν στη Ρόδο πριν πέσει στους Πέρσες.[24][25] Το βέβαιο είναι ότι παρέμεινε διοικητής της Αιγύπτου μέχρι τον θάνατο του, ο Κάρολος Ντηλ τον τοποθετεί τη διετία 628-629, άλλοι μελετητές θεωρούν την ημερομηνία αυτή απίθανη.[26][27]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδιά του Νικήτα ήταν :[28][29]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Martindale 1992, σσ. 546, 940
  2. Kaegi 2003, σ. 30
  3. Martindale 1992, σ. 940
  4. Kaegi 2003, σσ. 43, 45–51
  5. Kaegi 2003, σσ. 43–44
  6. Martindale 1992, σ. 941
  7. Kaegi 2003, σσ. 38, 44
  8. Kaegi 2003, σ. 44
  9. Kaegi 2003, σσ. 44–45
  10. Kaegi 1991, σ. 1480
  11. Kaegi 2003, σ. 53
  12. Martindale 1992, σ. 942
  13. Kaegi 2003, σ. 53
  14. Martindale 1992, σ. 942
  15. Kaegi 2003, σσ. 59, 87
  16. Martindale 1992, σ. 942
  17. Martindale 1992, σ. 941
  18. Kaegi 1991, σ. 1480
  19. Kaegi 2003, σσ. 70–72
  20. Kaegi 2003, σσ. 75–77
  21. Martindale 1992, σ. 942
  22. Kaegi 2003, σ. 78
  23. Kaegi 2003, σσ. 80–81
  24. Martindale 1992, σ. 942
  25. Kaegi 2003, σσ. 86–87, 91
  26. Kaegi 1991, σ. 1480
  27. Martindale 1992, σ. 943
  28. Martindale 1992, σ. 940
  29. Kaegi 1991, σ. 1480

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]