Νεκυία (Πολύγνωτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νεκυία ή "Νεκύα" ή Κατάβασις Οδυσσέως
προσπάθεια αναπαράστασης της τοιχογραφίας, βασισμένη στη λεπτομερή περιγραφή του Παυσανία και σε επί μέρους εικόνες από αρχαίες ελληνικές αγγειογραφίες
ΟνομασίαΝεκυία ή "Νεκύα" ή Κατάβασις Οδυσσέως
ΔημιουργόςQ182855
Έτος δημιουργίας5ος αιώνας π.Χ.
ΕίδοςΤοιχογραφία
ΠόληΔελφοί
ΜουσείοΛέσχη των Κνιδίων
δεδομένα

Η Νεκυία ή κατάβασις Οδυσσέως είναι φημισμένο έργο ζωγραφικής του αρχαίου Έλληνα ζωγράφου Πολύγνωτου. Κοσμούσε την Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πίνακας ήταν εμπνευσμένος από την Ραψωδία λ' της Οδύσσειας [1] και είχε ως θέμα την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, που πήγε για να ζητήσει χρησμό από τη σκιά του μάντη Τειρεσία. Μια λεπτομερή περιγραφή του μας δίνει ο Παυσανίας [2].

Εικονίζει έναν χείμαρρο, προφανώς τον Αχέροντα ποταμό, με καλαμιές και σκιές από ψάρια που κολυμπούν. Μέσα σε μια βάρκα ο γέρος βαρκάρης Χάρων κωπηλατεί καθιστός. Επιβάτες του πλοιάριου είναι ο ηλικιωμένος προπάππος του Αρχίλοχου Τέλλις και η νεαρή Κλεόβοια, με μια μικρή στρογγυλή πυξίδα στα γόνατά της. Στην όχθη του Αχέροντα δύο σκηνές τιμωρίας παρατίθενται από τον καλλιτέχνη: ένας πατέρας στραγγαλίζει με μανία τον άτιμο γιο του, ενώ πιο πέρα ένας ιερόσυλος ετοιμάζεται να τιμωρηθεί από την ιέρεια.

Ο γυαλιστερός μελανόμορφος δαίμονας Ευρύνομος που γδέρνει τις σάρκες από τον σκελετό των πεθαμένων κάθεται επάνω σε δορά αγριόγατας και προτείνει τα κοφτερά του δόντια. Πίσω του ακολουθούν η Αρκάδια Αύγη και η Ιφιμέδεια.

Πιο πάνω, δύο σύντροφοι του Οδυσσέα, ο Περιμήδης και ο Ευρύλοχος οδηγούνε δύο μαύρους τράγους για την θυσία. Δίπλα τους ο Όκνος καθισμένος γνέθει ένα σχοινί κορδόνι, το οποίο καταλήγει στο στόμα μιας γαϊδουρίτσας που κρυφά του το τρώει εκδηλώνοντας αλληγορικά την ματαιότητα του κόπου του. Ο Τιτυός εικονίζεται τανυσμένος να μαρτυράει για το αμάρτημα που έκανε. Η Αριάδνη κάθεται επάνω σε ένα βράχο κοιτώντας την έντρομη αδελφή της, τη Φαίδρα που αιωρείται σε ιλιγγιώδη ύψη κάνοντας κούνια. Από κάτω η Χλωρίδα αναπαύεται ξαπλωμένη στα γόνατα της Θυίας. Δίπλα στη Θυία ίστανται η θυγατέρα του Ερεχθέα, Πρόκρις μαζί με την Κλυμένη. Ακολουθεί η Θηβαία Μεγάρα. Σε ψηλότερο σημείο ακριβώς επάνω από τις γυναίκες αυτές εικονίζεται η θυγατέρα του Σαλμωνέα, η Τυρώ καθιστή σε βράχο, και δίπλα της στέκει η Εριφύλη. Με το ένα χέρι ανασηκώνει το ένδυμά της, στο οποίο κρύβει μια αλυσίδα.

Πιο ψηλά από τον Οδυσσέα κάθεται σε πολυθρόνα ο Θησέας με δύο σπαθιά στο χέρι μαζί με τον Πειρίθοο, τον βασιλιά των Λαπίθων.

Εικονίζονται επίσης οι κόρες του Πανδάρεως. Είναι οι νεαρές ανθοστεφανωμένες Κάμιρο και Κλυτία που παίζουν αστραγάλους. Ακολουθεί ο Αντίλοχος με το ένα πόδι σε βράχο και το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. Ο Αγαμέμνων στηρίζεται στο σκήπτρο του και κρατάει στα χέρια άλλο ένα ραβδί. Ο Πρωτεσίλαος καθιστός κοιτάει προς τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.

Ο Φώκος εικονίζεται σε παιδική ηλικία να δίνει ένα δαχτυλίδι στον Ιασέα που κρατάει ψηλά ένα κλαδί ελιάς. Η Μαίρα κάθεται σε έναν βράχο. Ο Ακταίωνας και η μητέρα του, η Αυτονόη είναι καθιστοί επάνω σε δέρας ελαφιού και κρατούν ένα μικρό ελαφάκι στα χέρια τους. Ένα κυνηγόσκυλο κάθεται ξαπλωμένο στα πόδια τους.

Δίπλα στον Πάτροκλο εικονίζεται ο τυφλός Ορφέας καθιστός σε ένα λοφάκι. Κρατάει λύρα στο αριστερό, ενώ με το δεξί ψηλαφεί την βλάστηση του λιβαδιού. Ακουμπάει την πλάτη του στον κορμό ενός δέντρου που υπονοεί το άλσος, στο οποίο αρπάχτηκε η Περσεφόνη. Στο ίδιο δέντρο από την άλλη μεριά αναπαύεται ο Προμέδων. Ο στεφανωμένος Σχεδίος με σπαθί στο χέρι κοιτάει προς τον Ορφέα, και πιο πίσω ο Πελίας σε μεγάλη ηλικία να κάθεται σε πολυθρόνα. Κοντά στον Πελία κάθεται ο τυφλωμένος Θάμυρις με την λύρα του σπασμένη στα πόδια. Ο Μαρσύας καθιστός σε βράχο διδάσκει αυλό στον όμορφο νεαρό Όλυμπο.

Πιο ψηλά στον πίνακα δίπλα στον Ακταίο εικονίζεται ο ηλιοκαμένος ναυαγός Σαλαμίνιος Αίαντας κοιτάει τον Παλαμήδη και τον Θερσίτη που παίζουν ζάρια. Πιο ψηλά ο Μελέαγρος κοιτάει προς τον Αίαντα.

Στο κάτω μέρος του πίνακα βλέπουμε τον Έκτωρα να θρηνεί. Δίπλα του ο Μέμνων κάθεται σε βράχο μαζί με τον Σαρπηδόνα. Στο ρούχο του Μέμωνα είναι υφασμένες οι Μεμνονίδες όρνιθες[3]. Δίπλα στον Μέμνωνα στέκει ένα γυμνό Αιθιοπάκι. Ο Πάρις προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή της νεαρής Πενθεσίλειας, η οποία τον αγνοεί επιδεικτικά κρατώντας σκυθικό τόξο στο χέρι. Δύο «αμύητες» γυναίκες, η μια νεαρή και η άλλη γριά, κουβαλούν νερό σε σπασμένες στάμνες. Η Καλλιστώ κάθεται σε δορά αρκούδας και ακουμπάει τα πόδια της στα γόνατα της Νύμφης Νομίας[4], δίπλα στην θυγατέρα του Νηλέα, την Περώ.

Εικονίζονται επίσης ο Σίσυφος, μια ομάδα γυναικών, ένα βαρέλι με τον Τάνταλο από κάτω, ένας γέρος, ένα παιδί και δύο γυναίκες.

Ερμηνεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για ασύμμετρο πίνακα ζωγραφικής χωρίς κεντρική σκηνή μα με πολύπλοκη σύνθεση. Χωρίζεται σε δύο άνισα τμήματα. Το μικρότερο αριστερό τμήμα φτάνει μέχρι τον Τειρεσία στο επάνω μέρος και τις θυγατέρες του Πανδάρεως χαμηλά. Τα δύο αυτά τμήματα υποδιαιρούνται σε περισσότερες επί μέρους ομάδες χαρακτήρων. Σε γενικές γραμμές ο Οδυσσέας προετοιμάζεται να κάνει θυσία, ενώ ο Χάροντας και οι υπόλοιποι νεκροί δεν τον έχουν αντιληφθεί διότι είναι απασχολημένοι με την πικρή τους μοίρα. Οι εικονιζόμενοι χαρακτήρες αναφέρονται στους ομηρικούς στίχους της Οδύσσειας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]