Ναύκληρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο ναύκληρος ή λοστρόμος[1] ή μπότσμαν ή μποσης (boatswain), ανήκει στο κλάδο του προσωπικού καταστρώματος του πλοίου. Θεωρείται υπαξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού (Ε.Ν.) και κατά τον Κ.Δ.Ν.Δ., άρθρο 73, πρέπει να είναι κάτοχος «πτυχίου ναυκλήρου».

Ο ναύκληρος προΐσταται του προσωπικού καταστρώματος και είναι υπεύθυνος για την τακτοποίηση και συντήρηση των υλικών και εξαρτημάτων που βρίσκονται στις αποθήκες που διαχειρίζεται αυτός (boatswain's store room) και που βρίσκονται κυρίως στο πρόστεγο ή και επίστεγο. Εκ των καθηκόντων του αυτών στην αγγλική «αργκό» ονομάζεται και «ρίφερ» (reefer = συμμαζευτής).

Στους αρχαίους χρόνους ναύκληρος ήταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ή ο κυβερνήτης του ιδιόκτητου σκάφους, κοινώς «καραβοκύρης» ή επίσημα πλοιοκτήτης. Αργότερα κατά τον Μεσαίωνα αναλάμβανε χρέη υποπλοιάρχου και μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα αναλάμβανε την είσπραξη των ναύλων ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη. Σήμερα θεωρείται ο επιστάτης όλων των εργασιών καταστρώματος. Ο αντίστοιχος βαθμός σε καθήκοντα στο Πολεμικό Ναυτικό ονομάζεται Πρωρεύς (ή Πρωρέας) αν και συνηθίζεται και εκεί ο όρος Ναύκληρος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η ονομασία «λοστρόμος» θεωρείται ως παράγωγο εκ παραφθοράς του ορθότερου όρου της κοινής ναυτικής γλώσσας «νοστρόμος» που θεωρείται και αυτό απότοκο του ενετικού "nostr(o) (u)omo" που σήμαινε «ο άνθρωπός μας», δηλαδή ο πρώτος στην ιεραρχία του πληρώματος των παλαιών ιστιοφόρων.