Ναυτικό παράπτωμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ναυτικό παράπτωμα χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή παράλειψη που προσβάλλει αμέσως ή εμμέσως την επί του πλοίου πειθαρχία.
Τα ναυτικά παραπτώματα διακρίνονται σε ελαφρά και βαρέα.

Τα ναυτικά παραπτώματα των μελών του πληρώματος του πλοίου, κολάζονται από τον Πλοίαρχο του πλοίου δια προστίμου ίσου προς το 1/10 του μηνιαίου μισθού, για τα ελαφρά, και ίσο προς το 1/5 αυτού για τα βαρέα παραπτώματα, ποσοστά που διπλασιάζονται σε κάθε επόμενη υποτροπή κατά τη διάρκεια της ίδιας ναυτολόγησης.
Τις ως άνω ποινές καταγράφει ο Πλοίαρχος στο Ποινολόγιο του πλοίου το οποίο αμέσως με τον κατάπλου προσκομίζει με τα λοιπά ναυτιλιακά έγγραφα στη Λιμενική Αρχή προς θεώρηση. Ο τιμωρηθείς έχει το δικαίωμα να προσφύγει στη Λιμενική Αρχή (εσωτερικού ή εξωτερικού).

Ειδικότερα τα ναυτικά παραπτώματα του Πλοιάρχου κολάζονται από τη Λιμενική ή Προξενική Αρχή, είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από μήνυση διατηρώντας όμως το δικαίωμα της προσφυγής εντός πενθημέρου ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Συμβουλίου Ε.Ν. Στη περίπτωση υποτροπής του Πλοιάρχου κατά την ίδια ναυτολόγηση το πρόστιμο διπλασιάζεται.

Στο άρθρο 70 του Π.Π.Κ.Ε.Ν. απαριθμούνται 11 περιπτώσεις συμπεριφοράς που αποτελούν βαρέα ναυτικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων είναι: κάθε νέο παράπτωμα εντός διμήνου κατά την αυτή ναυτολόγηση, η απείθεια σε υπηρεσιακή εντολή, η μέθη επί του πλοίου, η έλλειψη σεβασμού προς ανώτερο, η αφή πυράς, η απουσία άνευ αδείας, η αδικαιολόγητη έξοδος, η αδικαιολόγητη απουσία πέραν των 6 ωρών, η κλοπή, η φθορά αλλότριων κ.λπ. καθώς και κάθε παράβαση του κοινού ποινικού νόμου που τιμωρείται ως πταίσμα. Επ΄ αυτού σημειώνεται ότι τα πταίσματα του κοινού ποινικού νόμου θεωρούνται κατά το Π.Π.Κ.Ε.Ν. ως βαρέα ναυτικά παραπτώματα.

Παραγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώνεται ότι τα βαρέα ναυτικά παραπτώματα παραγράφονται με τη συμπλήρωση ενός έτους από τη τέλεσή τους, οι δε επ΄ αυτών επιβληθείσες ποινές μετά διετία από της επιβολής τους.