Νέα Μονή Χίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Νέα Μονή)
Νέα Μονή Χίου
Νέα Μονή Χίου
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι
Αρχιτεκτονικήβυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°22′26″N 26°3′20″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Χίου και Τοπική Κοινότητα Καρυών
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής11ος αιώνας
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1990) και αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα

Συντεταγμένες: 38°22′29″N 26°3′35″E / 38.37472°N 26.05972°E / 38.37472; 26.05972

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Μονή Δαφνίου, Μονή Οσίου Λουκά και Νέα Μονή Χίου
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλοςΕλλάδα Ελλάδα
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαi, iv
Ταυτότητα537
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1990 (14η συνεδρίαση)

Η Νέα Μονή της Χίου είναι ένα παλαιό ιστορικό μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1042 και είναι γνωστό παγκοσμίως για τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά του. Εορτάζει κατά την απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (23 Αυγούστου). Το 1990 ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO[1].

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νέα Μονή βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, σε οδική απόσταση 12 χιλιομέτρων από την πόλη της Χίου. Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα της μονής βρίσκεται σε υψόμετρο 670 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε μία κοιλάδα του νότιου Προβάτειου όρους ή Προβατά, οι βραχώδεις πλαγιές του οποίου κλείνουν τη θέα εκτός από ένα μικρό άνοιγμα, ενώ η θέα κατά την ανάβαση από την πόλη είναι θαυμάσια. Η περιοχή ήταν πευκόφυτη και σήμερα το δάσος αναγεννάται μετά από πυρκαγιά. Προς τη νότια άκρη του Προβατά, δυτικά και ψηλότερα της Νέας Μονής βρίσκεται και η Σκήτη των Αγίων Πατέρων, ιδρυτών της μονής. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της μονής είναι 38° 23΄ βόρειο πλάτος και 26° 04΄ ανατολικό μήκος. Το όλο συγκρότημα της Νέας Μονής καλύπτει έκταση 17 στρεμμάτων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυση της Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενική άποψη της Νέας Μονής Χίου

Κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. ασκήτευαν σε μια σπηλιά στο Προβάτειο όρος τρεις μοναχοί, ο Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, που ήρθε αργότερα κοντά στους δύο πρώτους. Μια νύχτα του 1034 είδαν, κατά την παράδοση, από το ασκηταριό τους ένα φως μέσα στο δάσος, που έμεινε ορατό, ακίνητο στην ίδια θέση, για αρκετές νύχτες. Σκέφθηκαν ότι ήταν θεϊκό σημάδι («σημείον») και προσπάθησαν να το προσεγγίσουν, αλλά η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή. Μετά από σκέψη, άναψαν φωτιά για να καθαρίσουν την περιοχή, οπότε όταν αυτή έσβησε αντίκρυσαν μια μυρτιά (μερσινιά στο χιακό ιδίωμα) που είχε μείνει ανέπαφη από τη φωτιά και πάνω στα κλαδιά της μια εικόνα της Παναγιάς[2]. Πιθανότατα την είχε κρύψει κάποιος πιστός στους δύσκολους καιρούς της Εικονομαχίας που είχαν προηγηθεί για να τη διασώσει. Οι μοναχοί την πήραν και τη μετέφεραν στην πνιγηρή και σκοτεινή σπηλιά τους. Η εικόνα όμως έφευγε μόνη της θαυματουργικά και επέστρεφε στην άφλεκτη μερσινιά. Αυτό ανάγκασε τους τρεις μοναχούς να χτίσουν μόνοι τους ένα μικρό ναό της Θεοτόκου στην ακριβή θέση που ανακαλύφθηκε η εικόνα της, και για να μην την αφήσουν μόνη έφτιαξαν κι αυτοί τα κελιά τους και μετακόμισαν εκεί. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη, η ΠΑΛΑΙΑ μονή, που επέφερε κατόπιν τον χαρακτηρισμό της ΝΕΑΣ Μονής στο μεγαλόπρεπο μεταγενέστερο συγκρότημα.

Μια νύχτα, κατά τον θρύλο, η Παναγία παρουσιάστηκε στον ύπνο των τριών μοναχών και τους είπε να μεταβούν στη Λέσβο για να συναντήσουν τον εκεί εξόριστο Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και να του αναγγείλουν ότι σύντομα θα επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη και θα γινόταν αυτοκράτορας. Πράγματι, ο Νικήτας και ο Ιωσήφ ταξίδεψαν στη Λέσβο και ανήγγειλαν στον Κωνσταντίνο το χαρμόσυνο μήνυμα. Ο Κωνσταντίνος, διαπιστώνοντας ειλικρίνεια στα λόγια τους, τους υποσχέθηκε ότι αν η πρόρρησή τους επαληθευόταν θα τους χάριζε ό,τι κι αν του ζητούσαν. Τότε οι μοναχοί του εξιστόρησαν όλα τα περιστατικά σε σχέση με την εικόνα και τον παρακάλεσαν όταν βασιλεύσει να χτίσει μεγαλόπρεπη εκκλησιά στη Θεοτόκο εκεί που είχε βρεθεί το εικόνισμα. Ο Κωνσταντίνος τους διαβεβαίωσε και τους προσέφερε το πριγκηπικό του δαχτυλίδι.

Το 1042 η Ζωή η Πορφυρογέννητη ανεκάλεσε από την εξορία τον Μονομάχο, τον παντρεύτηκε και τον ανεκήρυξε Αυτοκράτορα. Μόλις οι τρεις Χιώτες ασκητές πληροφορήθηκαν την είδηση, ταξίδεψαν στην Πόλη και υπενθύμισαν στον νέο Αυτοκράτορα την υπόσχεσή του, δείχνοντας και το δείγμα της, το πριγκηπικό του δαχτυλίδι. Ο Μονομάχος τήρησε την υπόσχεσή του και έτσι δίνει διαταγές να κτισθεί μεγαλόπρεπος μοναστηριακός ναός στη Χίο[2]: «Εκπέμπει αρχιτέκτονας της οικοδομήσεως μετ' άλλων πολλών τεχνιτών, και διατάγματα την οικοδομήν αφορώντα κατά την θέσιν της αδιαφλέκτου Μυρσίνης» (Γ. Νικηφόρου-Φωτεινού: Νεαμονήσια, σ.25). Το ενδιαφέρον του Αυτοκράτορα δεν περιορίσθηκε στην ανέγερση του ναού, αλλά συνεχίσθηκε σε όλη τη ζωή του, με τουλάχιστον 10 χρυσόβουλλα, με τα οποία παρείχε στη Νέα Μονή πολλά προνόμια και δωρεές. Τον Ιούλιο του 1049, με αυτοκρατορικό του χρυσόβουλο, παραχώρησε στη μονή τους φόρους όλων των Εβραίων του νησιού και έθεσε το μοναστήρι εκτός κάθε ανώτερης εκκλησιαστικής ή κοσμικής ιεραρχίας[3].

Λίγα χρόνια μετά, ο Νικήτας και ο Ιωάννης, συκοφαντήθηκαν ως κακόδοξοι στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη, Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο και εξορίσθηκαν μέχρι το 1057. Αλλά και αργότερα, ο Ιωσήφ, όντας ηγούμενος της Μονής, κατηγορήθηκε για κατάχρηση της περιουσίας της, όμως ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης, εξετάζοντας προσωπικά την καταγγελία, τον αθώωσε. Οι τρεις ιδρυτές μοναχοί αξιώθηκαν έτσι να πεθάνουν στη Νέα Μονή. Η Εκκλησία τους κατέταξε μεταξύ των οσίων και τιμά τη μνήμη τους στις 20 Μαΐου, ημερομηνία της κοιμήσεως του πρώτου που απεβίωσε, του Νικήτα.

Η εποχή της ακμής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κτίσιμο του ναού ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατο του Μονομάχου[4] (1055) από την αδελφή της Ζωής, τη Θεοδώρα, οπότε κτίσθηκε ο Εξωνάρθηκας και συμπληρώθηκε η διακόσμηση. Μέχρι και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο εκάστοτε Αυτοκράτορας είχε τη Μονή απευθείας υπό την εξάρτησή του. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οπότε όλα τα αφορώντα τους Χριστιανούς υπηκόους πέρασαν στην αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη, η Νέα Μονή έγινε «Πατριαρχικό Σταυροπήγιο» ως το 1859 που καταργήθηκε αυτός ο τίτλος. Ο ηγούμενός της είχε το δικαίωμα να κρατά «πατερίτσα» και να φορά μανδύα, ενώ ήταν τελείως ανεξάρτητος από τον Επίσκοπο Χίου και λογοδοτούσε μόνο στον Πατριάρχη.

Εξωτερική άποψη του καθολικού της Νέας Μονής

Παρά το γεγονός ότι λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς περί το 1300, η Νέα Μονή έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, οπότε έφθασε να έχει περί τους χίλιους μοναχούς[2]. Ο αριθμός αυτός δεν είναι υπερβολικός, αφού η Μονή απολάμβανε διαφόρων προνομίων και αυτοκρατορικών δωρεών[4] και έφθασε να έχει στην ιδιοκτησία της τα δύο τρίτα των κτημάτων του νησιού. Από το 1346 και μετά, οπότε η Χίος είχε καταληφθεί από τους Γενουάτες, η Νέα Μονή έχασε πολλά από αυτά τα κτήματα. Αντιθέτως, οι Οθωμανοί σεβάσθηκαν τα προνόμιά της, στα πλαίσια και του ειδικού καθεστώτος που έχαιρε η Χίος κατά την Τουρκοκρατία, λόγω μοναδικότητας της μαστίχας και της παραγωγής της στο νησί.

Οι διάφοροι περιηγητές που την επισκέφθηκαν από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα, εκτός από τις ωραίες περιγραφές του ναού δίνουν και ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ο Samuel Purchas στο τέλος του 16ου αι. δίνει 200 μοναχούς: «Το μοναστήρι είναι γνωστό για τις 4 καμπάνες του, όχι για το μέγεθός τους, αλλά επειδή μόνο οι καλόγεροι αυτοί από όλους τους μοναχούς πάσης της Ελληνικής χώρας έχουν την άδεια να τις χρησιμοποιούν.» Τον 17ο αιώνα ο L. Gheyalier αναφέρει 150 μοναχούς και ο F. Lupazolo 100. Τον 18ο αιώνα ο Ρώσος μοναχός Μπ. Μπάρσκι συνέταξε ακριβές σχεδιάγραμμα της Μονής και γράφει ότι είναι η σπουδαιότερη του νησιού και έχει 200 μοναχούς. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς με την επίσκεψή του το 1725 πληροφορεί για τα λείψανα που φυλάγονταν εκεί: «...άγια λείψανα δεικνύονται εν ταύτη πολλά, όμως τα εξαίρετα εισί ταύτα: κρανίον Ευθυμίου του μεγάλου, το μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς του Προδρόμου, μέρος του Θεοδώρου του Τήρωνος, η κάρα του Αγίου Ευσταθίου, η κάρα του Αγίου Φιλίππου (ενός των 7 διακόνων), η κάρα του Αποστόλου Τιμοθέου...». Το 1729 επισκέφθηκε τη Νέα Μονή ο αββάς Fourmont και έγραψε: «200 μοναχοί ων οι 50 ιερείς και μη θαυμάσετε δια τούτο. Ο Σουλτάνος ωφελείται 10.000 γρόσια κατ' έτος, χωρίς... ...τα δώρα τα οποία υποχρεούνται να προσφέρωσι εις τους διοικούντας την νήσον και τους εν Κων/πόλει Τούρκους... ...Είναι μέγα τετράγωνον χωρίον με συνεχομένας οικίας και πλατείαν ευρύχωρον εις το κέντρον, ένθα και Ναός... ...αι εικόνες είναι ωραίαι, ιδία ο Εσταυρωμένος, μοναδικός και απαράμιλλος ίσως εν τω κόσμω, όλαι δια χειρός ενός Ιωάννου Μόσχου.»

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μια πλούσια Τουρκάλα αποφάσισε να επισκεφθεί το μοναστήρι, παρά την απαγόρευση εισόδου γυναικών σε αυτό. Στο δρόμο όμως την πληροφόρησαν ότι στον πύργο που έμενε είχε ξεσπάσει μεγάλη φωτιά. Τούτο το απέδωσε σε τιμωρία της Θεοτόκου επειδή είχε κατά νου να παραβεί το άβατο, οπότε την παρεκάλεσε να της σώσει τα πολύτιμα πράγματά της τάζοντάς της βαρύτιμο χρυσοκέντητο ύφασμα. Επιστρέφοντας στον πύργο της, βρήκε μόνο το δωμάτιό της σωσμένο από τη φωτιά, οπότε δώρισε στη Μονή το χρυσοκέντητο ύφασμα που είχε κάνει τάμα. Μέχρι σήμερα, η περιοχή στα νότια της πόλης της Χίου όπου βρισκόταν ο πύργος ονομάζεται «Καμμένος Πύργος».

Οι καταστροφές του 19ου αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχεδόν όλα τα παραπάνω χάθηκαν κατά τις δύο μεγάλες καταστροφές που έπληξαν τη Χίο κατά τον 19ο αιώνα. Η μία ήταν ανθρωπογενής (η Σφαγή της Χίου του 1822), ενώ η άλλη φυσική (ο σεισμός του 1881).

Η καταστροφή του 1822[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οστεοφυλάκιο θυμάτων των Τούρκων κατά την Σφαγή της Χίου το 1822

Στις σφαγές του 1822 χιλιάδες γυναικόπαιδα έτρεξαν να σωθούν στα πιο ψηλά και οχυρωμένα μέρη, όπως ήταν ο Άγιος Μηνάς, ο Ανάβατος και η Νέα Μονή. Αλλά «υπό την πρόφασιν ότι Σάμιοί τινες είχον καταφύγει εις το μέγα μοναστήριον της Νέας Μονής» (Πουκεβίλ) 1.800 Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς τα εκεί, σέρνοντας ακόμα και κανόνια εναντίον άοπλων μοναχών. Αφού έσφαξαν όλους τους μοναχούς, λεηλάτησαν μεθοδικώς τα πάντα παίρνοντας για δούλους τα γυναικόπαιδα και τελικά έβαλαν φωτιά και έκαψαν τη Μονή[5]. Μόνο το «άφλεκτο» εικόνισμα της Παναγίας βρέθηκε λίγο μόνο σχισμένο στο κέντρο και λίγο καμμένο στην κορυφή. Σε αυτή την καταστροφή χάθηκε και η λάρνακα από πορφυρίτη λίθο που περιείχε τα λείψανα των τριών ιδρυτών πατέρων, Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ (μόνο η κάρα του ενός ξαναβρέθηκε, άγνωστο ποιού)[2]. Ο ναός κάηκε και πάλι το 1828 από τους Τούρκους.

Ο σεισμός του 1881[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σεισμός στις 22 Μαρτίου του 1881 συμπλήρωσε την καταστροφή, γκρεμίζοντας τον τρούλο και το μεγαλύτερο μέρος του ναού, και χαλώντας τα περισσότερα ψηφιδωτά. Φυσικά κατέρρευσε και το καμπαναριό, που είχε ανεγερθεί το 1512[4] με δαπάνες του «Κυρού Αντωνίου Φραγκοπούλου», όπως αναφέρει σωζόμενη επιγραφή. Ξαναχτίστηκε το 1900. Μετά και από αυτό η Μονή σχεδόν ερήμωσε, οπότε κυνηγοί θησαυρών έμπαιναν και προσπαθούσαν να βρουν κάτι κρυμμένο, ανοίγοντας έτσι πηγάδια ολόκληρα στο πάτωμα του ναού ή μεγάλες τρύπες στους τοίχους του.

Η σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών Παντελεήμων ενδιαφέρθηκε ενεργά για την ανασυγκρότηση της Νέας Μονής κατά την περίοδο 1947-1962. Για την αντιμετώπιση της ελλείψεως μοναχών, μετέτρεψε τη μονή από ανδρική σε γυναικεία. Ζημίωσε όμως την αρχιτεκτονική του χώρου με την ακαλαίσθητη-αντιπαραδοσιακή ανακατασκευή των κελιών στα βόρεια του περιβόλου. Ακόμα και ως γυναικεία, η Μονή είχε 5 μοναχές το 1980, ενώ στην επίσημη απογραφή του 2001 τρεις, μέχρι το 2014 όταν και απεβίωσε η ηγουμένη Γερόντισσα Μαριάμ. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, η Νέα Μονή λειτουργεί ως ανδρώα, με ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη, Διονύσιο Παπανικολάου, αδερφό του ιδρυτή της Μη Κερδοσκοπικής Οργάνωσης «Κιβωτός του Κόσμου», ιερέα, Αντώνιο Παπανικολάου.[6] [7]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καθολικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του καθολικού της Νέας Μονής και του μαρμάρινου τέμπλου.

Το Καθολικό, ο κεντρικός δηλαδή ναός της Μονής, ανήκει στον καινοφανή τότε (11ος αιώνας) αρχιτεκτονικό τύπο του οκταγωνικού ναού, τύπος που αποτελεί παραλλαγή του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο αλλά προσφέρει περισσότερη ευρύτητα χώρου στον κυρίως ναό. Το καθολικό της Νέας Μονής Χίου ανήκει ειδικότερα στον λεγόμενο απλό οκταγωνικό ή νησιωτικό τύπο, στον οποίο οι κίονες που στηρίζουν τον τρούλο έχουν προσκολληθεί στους τοίχους σχηματίζοντας παραστάδες και κόγχες αντί της εναλλαγής καμαρών και ημιχωνίων στη μετάβαση προς τον τρούλο.

Πιθανή είναι η σχέση της αρχιτεκτονικής του καθολικού της Νέας Μονής με πρότυπα της πρωτεύουσας λόγω της αυτοκρατορικής χορηγίας. Σύμφωνα δε και με την παράδοση, ο αυτοκράτορας Μονομάχος έδωσε την άδεια στους Χιώτες μοναχούς και ιδρυτές της μονής να επιλέξουν ένα σχέδιο από όποια εκκλησία της πρωτεύουσας ήθελαν, εκτός της Αγίας Σοφίας. Οι μοναχοί μετά από πολλές αναζητήσεις επέλεξαν το σχέδιο των Αγίων Αποστόλων των Μικρών, δηλαδή του μικρότερου ναού των Αγίων Αποστόλων. Κατά τον Strzygowski έχει και στοιχεία από νεοπερσικά μνημεία, όπως τα ανάκτορα του Σαρμπιστάν και της Σαμάρας.

Ο εξωνάρθηκας ή προνάρθηκας έχει μήκος 15,5 m και πλάτος 6. Η «βασιλική πύλη» του αποτελείται από δύο μονολιθικούς κίονες από ημιδιαφανές μάρμαρο με ερυθρωπές αποχρώσεις («ο εξωνάρθηκας είναι πολυτελέστερος και από τον ίδιο τον ναό» έγραψε ο Μπάρσκι). Οι πλάγιες πτέρυγες καταλήγουν σε κυλινδροειδείς κόγχες που εξέχουν της οικοδομής. Ο κυρίως νάρθηκας ή εσωνάρθηκας έχει μήκος 10 και πλάτος 4 m. Αντί για σταυροθόλιο (όπως π.χ. στη Μονή Οσίου Λουκά) στεγάζεται, πράγμα ασυνήθιστο, με ολόκληρο θόλο σε σχήμα ανάγλυφης ρόδας. Ο κυρίως ναός έχει μήκος και πλάτος περί τα 10 m. Οι 32 κομψές λευκές μαρμάρινες κολώνες που στόλιζαν το εσωτερικό δεν υπάρχουν πια μετά τις καταστροφές, και αυτές που τις αντικατέστησαν είναι ισχυρότερες αλλά άχαρες. Η πορφυρή ορθομαρμάρωση επίσης προσέθετε αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια. Το τέμπλο ήταν από λευκό τηνιακό μάρμαρο με χρυσές διακοσμήσεις. Καταστράφηκε στον σεισμό και αντικαταστάθηκε το 1907 με τέμπλο από χιώτικο κοκκινωπό μάρμαρο και το 1979 με χαμηλότερο λευκού πεντελικού μαρμάρου.

Τα παρεκκλήσια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη της (χιονισμένης) Νέας Μονής

Η Μονή έχει δύο παρεκκλήσια: Το ένα, προς τιμην του Αγίου Παντελεήμονα στα δυτικά του Καθολικού, στον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής, είχε ωραίες τοιχογραφίες και επιγραφή με χρονολογία 1051 (ΑΝΑ΄), αλλά κατέρρευσε στον σεισμό του 1881 και ξανακτίσθηκε το 1890 λίγο μεγαλύτερος. Ο Τίμιος Σταυρός βρίσκεται δίπλα στην κεντρική είσοδο της Μονής. Προοριζόταν για τις γυναίκες όταν απαγορευόταν η είσοδός τους στην ανδρική τότε μονή. Εκτίθενται εδώ σε προθήκες πολλές νεκροκεφαλές και άλλα οστά από τα θύματα της Σφαγής της Χίου. Στο κοιμητήριο της μονής υπάρχει και ο ναΐσκος του Αγίου Λουκά, μεταγενέστερο κτίσμα[4].

Τα υπόλοιπα προσκτίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κελιά δεν είναι ισόγεια. Τα ισόγεια των κτισμάτων τους ήταν πολύπλοκοι λαβυρινθώδεις υποθόλοι που χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι και διαβάσεις μεταξύ των κελιών. Το Αρχονταρίκι, ονομαζόμενο «τρίκλινο» ή «συνοδικό», βρισκόταν στη θέση του σημερινού ξενώνα, στα βορειοανατολικά του Καθολικού. Η τράπεζα όπου έτρωγαν οι μοναχοί είναι έργο του 1631-1637, ενώ η παλαιότερη δεν διασώζεται. Η κινστέρνα είναι η δεξαμενή νερού της Μονής και έχει μεγάλη αξία, καθώς σώζεται από τον 11ο αιώνα. Συγκέντρωνε τα νερά της βροχής και έχει διαστάσεις 18 επί 12 m. Η στέγη της σχηματίζεται από 15 θόλους, ενώ οι στύλοι και τα τοιχώματα είναι από λευκό μάρμαρο! Μοιάζει με την ανάλογη της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, την οποία οι Τούρκοι αποκαλούν «υπόγειο ανάκτορο». Ο ψηλός πύργος της μονής, στη δυτική πλευρά του εξωτερικού τείχους, πρέπει να ανεγέρθηκε τον 14ο αιώνα και σήμερα είναι ημιερειπωμένος. Εκτός από τον αμυντικό του ρόλο, χρησίμευε και ως θησαυροφυλάκιο-αποθήκη των αμφίων κλπ., και αργότερα ως βιβλιοθήκη της Μονής[2]. Στο κοιμητήριο υπάρχει και οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονται τα υπόλοιπα οστά των σφαγιασθέντων το 1822 και τα οστά των υπόλοιπων μοναχών.

Τα ψηφιδωτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου αποτελούν ένα από τα τρία κορυφαία σύνολα ψηφιδωτών στον ελλαδικό χώρο κατά τον Μεσαίωνα. Τα άλλα δύο είναι τα ψηφιδωτά της Μονής του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και της Μονής Δαφνίου στην Αττική (Δαφνί).

Οι καλλιτέχνες που δούλεψαν εδώ ήταν Κωνσταντινουπολίτες, των αυτοκρατορικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων. Εμπνεύστηκαν στην απόδοση των μορφών από μορφολογικούς τύπους της ύστερης αρχαιότητας. Με τη δουλειά τους στη Νέα Μονή, που δείχνει να σχετίζεται με τις ανάλογες τάσεις διακόσμησης στην Κωνσταντινούπολη, καταθέτουν μιαν ολότελα καινούρια καλλιτεχνική πρόταση, η οποία βρισκόταν μόνο στα σπάργανα κατά την ίδια περίοδο στη Δύση. Η προβολή της τάσης αυτής στον χρόνο, θα μπορούσε, κατά την εκτίμηση μερικών, να μας δώσει εξελικτικά την Αναγέννηση.

Τα ψηφιδωτά του τρούλου στον κυρίως ναό δεν σώζονται, ίσως όμως να απεικόνιζαν, σύμφωνα με το εικονογραφικό πρόγραμμα του σταυροειδούς ναού με τρούλο, τον Παντοκράτορα περιβεβλημένο από τις αγγελικές δυνάμεις. Λίγο χαμηλότερα, στα σφαιρικά τρίγωνα κάτω από τον τρούλο, σώζονται παραστάσεις των Χερουβείμ και των Σεραφείμ καθώς και δύο από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, ο Ιωάννης (με φθορές) και ο Μάρκος. Πάνω από το Ιερό Βήμα, η Πλατυτέρα σώζεται ακέφαλη.

Αμέσως χαμηλότερα, στις κόγχες του οκταγώνου, σώζονται σκηνές από το Δωδεκάορτο, το οποίο συνεχίζεται και στον νάρθηκα. Η καλύτερα σωζόμενη παράσταση είναι η «Βάπτιση», η οποία, μαζί με τη «Σταύρωση» και την «Η Εις Άδου Κάθοδος» (Ανάσταση) αποτελεί το αριστουργηματικότερο ίσως τρίπτυχο. Υπάρχουν επίσης η «Μεταμόρφωση του Σωτήρος» και η «Αποκαθήλωση». Στον τρουλίσκο του νάρθηκα υπήρχε η Παρθένος ως δεομένη μάνα, ψηφιδωτό που δεν σώζεται. Γύρω της τη «φρουρούν» ολόσωμα ψηφιδωτά των «στρατιωτικών αγίων» μέσα σε αψίδες (Ευγένιος, Αυξέντιος, Ευστράτιος, Σέργιος, Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, Βάκχος, Ορέστης, Μαρδάριος).

Στις καμάρες του νάρθηκα υπήρχαν έξι χριστολογικές συνθέσεις: η Ανάσταση του Λαζάρου, ο Ιερός Νιπτήρας (σε δύο μέρη με αναλυτικές επιγραφές), η Προδοσία του Ιούδα (επίσης με αναλυτικές ψηφιδωτές επιγραφές), η Ανάληψη και οι κατεστραμμένες σήμερα Βαϊοφόρος και Πεντηκοστή. Στα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου αντανακλώνται περισσότερα από ένα τεχνοτροπικά ρεύματα της βυζαντινής τέχνης του τέλους της δυναστείας των Μακεδόνων. Χαρακτηριστικές της κλασικιστικής τάσεως που εμπνέεται από τα αισθητικά ιδεώδη της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι μορφές με πλαστικότητα στην απόδοση του σώματος, διάκριση σταθερού και άνετου σκέλους στην όρθια στάση, ενδυμασία που αφήνει να διαφανούν οι σωματικοί όγκοι, πλούσια κόμη και μεγάλο εύρος στην ποικιλία των χρωμάτων και τη διαβάθμιση των χρωματικών τόνων.

Τέτοιες μορφές, όπως ο προφήτης Ησαϊας στον νάρθηκα, παραπέμπουν σε αρχαία αγαλματικά πρότυπα φιλοσόφων. Χαρακτηριστικές της αντικλασικής, «δυναμικής» τάσης που θα κυριαρχήσει τον επόμενο αιώνα είναι μορφές αφαιρετικές και επίπεδες, με πλούτο γραμμικών στοιχείων, έντονες σκιάσεις και δυναμικές κινήσεις (π.χ. ο Ιωάννης από τη Σταύρωση ή ο Χριστός από την Ανάσταση). Την ίδια τάση εξαϋλωσης και πνευματικότητας υπηρετεί και η λιτότητα στην απόδοση του βάθους, το οποίο καλύπτει συχνά μια ομοιογενής χρυσή επιφάνεια, μεταφέροντας τη δράση σε ένα απόκοσμο περιβάλλον πλημμυρισμένο από το θείο φως.

Αξιοσημείωτη είναι τέλος η προσοχή που δόθηκε από τους δημιουργούς ώστε τα ψηφιδωτά του κυρίως ναού, τοποθετημένα ψηλότερα από τον θεατή, να δείχνουν τις σωστές αναλογίες όταν παρατηρούνται από τα κάτω. Όσες παραστάσεις καλύπτουν καμπύλες επιφάνειες έχουν ελαφρώς «συμπιεσμένο» το κεντρικό ή άλλο μέρος ώστε να φαίνονται με τις σωστές αναλογίες στον θεατή, καθώς και άλλες διορθώσεις, που θεωρητικά θα απαιτούσαν γνώσεις προβολικής γεωμετρίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές - Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.Σ. Αξιωτάκης, Η Νέα Μονή της Χίου, Χίος 1980
  • Γρ. Νικηφόρου-Φωτεινού, Νεαμονήσια, Χίος 1865
  • Αν. Ορλάνδος, Βυζαντινά μνημεία της Χίου, Αθήνα 1930
  • Μ. Παναγιωτοπούλου, «Νέα Μονή Χίου», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσού», τόμ. 18, Αθήνα 1930
  • Χ. Μπούρας, Η Νέα Μονή της Χίου, έκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1981
  • Ντούλα Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, 2 τόμ., εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1985
  • Α. Χριστοφίδου - Ά. Παπανικολάου, «Συμβολή στην οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου. Νεότερα στοιχεία», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 28 (2007): σελ. 41-54
  • Σ. Βογιατζής, «Νεότερα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 14 (1989): σελ. 159-171
  • Σ. Βογιατζής, «Νεώτερα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου», στο: Δέκατο Όγδοο Συμπόσιο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1998, σελ. 10-11

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]