Μυγαλή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μυγαλή (αποσαφήνιση).
Μυγαλές[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Middle Eocene–recent
Μέσο Ηώκαινο-παρόν
Μία μυγαλή. Το είδος Blarina carolinensis.
Μία μυγαλή. Το είδος Blarina carolinensis.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά
Ομοταξία: Θηλαστικά
Ανθυφομοταξία: Ευθήρια
Τάξη: Ευλιπότυφλα
Οικογένεια: Σορικίδες
Γ. Φίσερ, 1814
Υποοικογένειες

Η μυγαλή (οικογένεια Σορικίδες) είναι μικρό ασπαλοκόμορφο θηλαστικό ταξινομημένο στην τάξη Μυγαλόμορφα. Οι γνήσιες μυγαλές δεν πρέπει να συγχέονται με τις δενδρομυγαλές ή τις ελεφαντομυγαλές, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες ή τάξεις.

Μολονότι η εξωτερική της εμφάνιση είναι γενικώς αυτή ενός ποντικιού με μακριά μύτη, η μυγαλή δεν είναι τρωκτικό, όπως είναι τα ποντίκια, και είναι πλέον συγγενική με τους ασπάλακες. Έχουν μυτερά δόντια σαν καρφιά, όχι τους γνωστούς ροκανίζοντες εμπρόσθιους κοπτήρες των τρωκτικών.

Οι μυγαλές είναι κατανεμημένες σχεδόν σε όλο τον κόσμο: από τις μείζονες τροπικές και εύκρατες μάζες γης, μόνο η Νέα Γουινέα, η Αυστραλία, και η Νέα Ζηλανδία δεν έχουν ιθαγενείς μυγαλές· στη Νότια Αμερική, είναι σχετικώς πρόσφατοι μετανάστες και απαντώνται μόνο στις βόρειες Άνδεις. Από την άποψη της ποικιλότητας των ειδών, οι Σορικίδες είναι η τέταρτη πιο επιτυχημένη οικογένεια θηλαστικών, ούσα συναγωνιζόμενη μόνο από τις οικογένειες των μυοειδών τρωκτικών Μυΐδες και Κρικητίδες και την οικογένεια νυχτερίδων Βεσπερτιλλιονίδες.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μυγαλές έχουν μικρά μάτια, μικρά πτερύγια αυτιών, στενόμακρο κρανίο, μυτερό ρύγχος, που προέχει από το κάτω χείλος. Το τρίχωμά τους είναι λείο και απαλό, γκρι-καφέ χρώματος. Τα 26 - 32 δόντια τους (λευκά ή κόκκινα, ανάλογα με το είδος) έχουν οδοντικό τύπο 3.1.1-3.31-2.0-1.1.3 και είναι μόνιμα από τη γέννηση, ασυνήθιστο φαινόμενο ανάμεσα στα θηλαστικά. Οι κοπτήρες είναι μικροί και καταλήγουν σε άγκιστρο. Το δήγμα τους θεωρείται ανακριβώς δηλητηριώδες. Το μέγεθός του σώματός τους είναι μικρό, με μέγιστο μήκος σώματος τα 15 εκατοστόμετρα στο ασιατικό είδος Suncus murinus και ελάχιστο τα 3,5 εκατοστόμετρα (και ουρά 2,5 εκατοστόμετρα) στο είδος Suncus etruscus των παραμεσόγειων περιοχών και των τροπικών, από την Αφρική έως τη Μαλαισία, το οποίο ζυγίζει μόλις περίπου 2 γραμμάρια και θεωρείται το μικρότερο θηλαστικό στον κόσμο ενώ το αμερικανικό είδος Microsorex hoyi και το ευρωπαϊκό Sorex minuta είναι ελάχιστα πιο μεγάλα.

Οι μυγαλές είναι κυρίως χερσόβια ζώα και ζουν στο έδαφος ανάμεσα σε οργανικά υπολείμματα· μερικά είδη σκάβουν υπόγειες στοές, άλλα είναι ημιυδρόβια ή υδρόβια. Δραστήριες μέρα και νύκτα, εναλλάσσουν τη δραστηριότητά τους με τακτικές περιόδους αναπαύσεως. Τρέφονται κυρίως με σκουλήκια και άλλα Ασπόνδυλα και βοηθούν στον έλεγχο των βλαβερών εντόμων· μερικά είδη τρώγουν φυτικό υλικό ή πτώματα. Ορισμένα εκκρίνουν τοξικό σάλιο (το δήγμα τους είναι επώδυνο αλλά όχι επικίνδυνο για τον άνθρωπο) και το χρησιμοποιούν για να καταβάλλουν τη λεία τους. Οι μυγαλές έχουν υψηλό μεταβολικό ρυθμό και μπορούν να καταναλώσουν σε 24 ώρες τροφή που ξεπερνά το βάρος τους· δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τροφή περισσότερο από μερικές ώρες και σε απουσία της κανονικής τους λείας παρατηρείται κανιβαλισμός.

Μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου οι μυγαλές γεννούν σε κοιλότητες του εδάφους ή σε φωλιές που έχουν εγκαταλείψει άλλα ζώα 2-10 τυφλά γυμνά και ανίκανα να κινηθούν νεογνά σε μία ή περισσότερες γέννες, προς το τέλος της βραχείας ζωής του θηλυκού (περίπου 18 μήνες). Μετά την αρχική περίοδο θηλασμού, η οποία διαρκεί 4-5 εβδομάδες, η μητέρα και τα μικρά πραγματοποιούν τις πρώτες εξόδους από τη φωλιά. Οι μυγαλές χρησιμοποιούν τη μέθοδο του ηχοεντοπισμού με εκπομπή υπερήχων, όπως και οι νυχτερίδες αλλά όχι τόσο ανεπτυγμένο όσο αυτών.

Λίγα μόνο ζώα κυνηγούν τις μυγαλές, διότι πολλά είδη διαθέτουν αδένες στις λαγόνες, που εκκρίνουν μια δυσάρεστη οσμή· εντούτοις, τα αρπακτικά πτηνά των λιβαδιών και τα φίδια τρέφονται μ' αυτές. Μια μυγαλή μπορεί να πεθάνει από το σοκ ενός δυνατού ήχου ή ενός έντονου αγγίγματος. Τα 40 είδη του γένους Σόρηξ (Sorex) απαντούν στη Βόρεια Αμερική (κυρίως) και στην Ευρασία. Γνωστότερα είδη είναι τα: S. araneus της Ευρασίας, S. cinereus και S. palustris του βόρειου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Τα 25 είδη του γένους Κρυπτωτίς (Cryptotis) απαντούν από τις ανατολικές ΗΠΑ ώς τις Άνδεις. Το μεγαλύτερο γένος είναι το Κροκίδουρα (Crocidura), με 160 είδη, που διαθέτουν πολύ έντονη οσμή. Αν ενοχληθούν, τα μικρά μπορεί να σχηματίσουν μία αλυσίδα με επικεφαλής τη μητέρα, όπου το καθένα κρατά στο στόμα του την ουρά του μπροστινού του. Το μεγαλύτερο είδος, C. goliath ή Praesorex goliath της Αφρικής, έχει μήκος 37 εκατοστόμετρα μαζί με την ουρά, η οποία έχει μήκος 10 εκατοστόμετρα. Τα είδη του γένους αυτού απαντούν από την Ευρώπη και την Αφρική ως τις Φιλιππίνες. Παρόμοια κατανομή έχουν και τα 20 είδη του γένους Σούγκος (Suncus), τα οποία επίσης παρουσιάζουν τη συνήθεια του σχηματισμού αλυσίδας.

Τα 2 είδη του γένους Σκουτισόρηξ (Scutisorex) του τροπικού δάσους Ιτούρι της κεντρικής Αφρικής διαθέτουν υπεράριθμες και μεγεθυμένες οσφυϊκές πλευρές· από αυτές προέρχεται ένας βρόχος από αλληλοσυνδεόμενες άκανθες. Θωρακισμένες κατ' αυτόν τον τρόπο, οι μυγαλές αυτές μπορούν να στηρίξουν το βάρος ενός ανθρώπου.

Στα σπίτια, στις μεσογειακές περιοχές, απαντά το είδος Crocidura russula· επίσης στη Μεσόγειο κοινό είναι το είδος Neomys fodiens. Στην Ελλάδα συναντώνται 6 είδη μυγαλών, τρία του γένους Κροκίδουρα: Crocidura suaveolens (κοινώς κηπομυγαλή), Crocidura leucodon (κοινώς χωραφομυγαλή), Crocidura russula (κοινώς σπιτομυγαλή) καθώς και τα είδη Neomys anomalus (κοινώς βαλτομυγαλή), Sorex minutus (κοινώς πυγμαία μυγαλή), μικροσκοπικό είδος Suncus etruscus (κοινώς νανομυγαλή).

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα 385 είδη μυγαλών κατανέμονται σε 26 γένη,[2] που ομαδοποιούνται σε τρεις ζώντες υποοικογένειες: Κροκιδουρίνες (λευκόδοντες μυγαλές), Μυοσορικίνες (Αφρικανικές μυγαλές) και Σορικίνες (ερυθρόδοντες μυγαλές). επιπλέον, η οικογένεια περιλαμβάνει τις εξαφανισμένες υποοικογένειες Λιμνοικίνες, Κροκιδοσορικίνες, Αλλοσορικίνες και Ετεροσορικίνες (Οι Ετεροσορικίνες θεωρούνται εξίσου συχνά ως ξεχωριστή οικογένεια).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ (2η έκδοση). Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός ΠΑΠΥΡΟΣ. 2007. σελ. 72. ISBN 978-960-6715-09-9. 
  2. Wilson, D. E.; Reeder, D. M. (2011). «Class Mammalia Linnaeus, 1758. In: Zhang, Z.-Q. (ed.) Animal biodiversity: An outline of higher-level classification and survey of taxonomic richness». Zootaxa 3148: 56–60. http://mapress.com/zootaxa/2011/f/zt03148p060.pdf. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Buchler, E.R. 1973. The use of echolocation by the wandering shrew, Sorex vagrans Baird. Diss. Abstr. Int. B. Sci. Eng. 33(7): 3380–3381.
  • E.R. Buchler (Νοέμβριος 1976). «The use of echolocation by the wandering shrew (Sorex vagrans)». Animal Behaviour (Elsevier) 24 (4): 858-873. doi:10.1016/S0003-3472(76)80016-4. 
  • Busnel, R.-G. (Ed.). 1963. Acoustic Behaviour of Animals. Amsterdam: Elsevier Publishing Company.
  • K. A. Forsman; M. G. Malmquist (Δεκέμβριος 1988). «Evidence for echolocation in the common shrew, Sorex araneus». Journal of Zoology 216 (4): 665-662. doi:10.1111/j.1469-7998.1988.tb02463.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-zoology_1988-12_216_4/page/665. 
  • Gould, E. 1962. Evidence for echolocation in shrews.Ph.D. Thesis, Tulane University.
  • Edwin Gould; Norman C. Negus; Alvin Novick (Ιούνιος 1964). «Evidence for echolocation in shrews». Journal of Experimental Zoology 156 (1): 19-37. doi:10.1002/jez.1401560103. 
  • Hutterer, Rainer (1976). Deskriptive und vergleichende Verhaltensstudien an der Zwergspitzmaus, Sorex minutus L., und der Waldspitzmaus, Sorex araneus L. (Soricidae - Insectivora - Mammalia) (Ph.D. Thesis) (στα Γερμανικά). Univ. Wien. OCLC 716064334. 
  • Hutterer, Rainer; Vogel, Peter (1977). «Abwehrlaute afrikanischer Spitzmäuse der Gattung Crocidura Wagler, 1832 und ihre systematische Bedeutung» (στα German). Bonn. Zool. Beitr 28 (3/4): 218–27. http://zfmk.de/BZB/1977/1977%20Hutterer%20R.%20u.%20Vogel%20P.%20p218%20orginal.pdf. 
  • Hutterer, R.; Vogel, P.; Frey, H.; Genoud, M. (1979). «Vocalization of the shrews Suncus etruscus and Crocidura russula during normothermia and torpor». Acta Theriologica 24 (21): 267–71. 
  • Irwin, D.V., Baxter, R.M. 1980. Evidence against the use of echolocation by Crocidura f. flavescens (Soricidae). Säugetierk. Mitt. 28(4): 323.
  • H. Kahmann; K. Ostermann (Ιούλιος 1951). «Wahrnehmen und Hervorbringen hoher Töne bei kleinen Säugetieren». Experientia 7: 268-269. doi:10.1007/BF02154548. 
  • Köhler, D.; Wallschläger, D. (1987). «Über die Lautäußerungen der Wasserspitzmaus, Neomys fodiens (Insectivora: Soricidae) [On vocalization of the european water shrew Neomys fodiens (Insectivora: Soricidae)]» (στα γερμανικά). Zoologische Jahrbücher 91 (1): 89–99. 
  • Sales, G., Pye, D. 1974. Ultrasonic communication by animals. London.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Soricidae στο Wikimedia Commons