Μπουράντζα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπουράντζα

Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asteridae)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Βοραγινοειδή (Boraginaceae)
Γένος: Βοράγινο (Borago)
Είδος: Β. το φαρμακευτικό (B. officinalis)
Διώνυμο
Borago officinalis
Βοράγινο το φαρμακευτικό

Λινναίος, 1753

Η μπουράντζα (επιστ. ονομ.: Borago officinalisΒοράγινο το φαρμακευτικό), γνωστή και ως μποράντζα, μποράζα, μπουράντζο, βοράντζα ή μποράγο, είναι ετήσιο φυτό της οικογένειας των Βοραγινοειδών (Boraginaceae). Είναι ιθαγενές στην περιοχή της Μεσογείου αλλά έχει εισαχθεί σε πολλές άλλες περιοχές. Τον χειμώνα ξεραίνεται αλλά την άνοιξη βλασταίνουν καινούριες από τους σπόρους που είχε αφήσει το προηγούμενο φυτό. Τα φύλλα του είναι βρώσιμα και καλλιεργείται σε πολλούς κήπους στην Ευρώπη για αυτόν το σκοπό. Επίσης από του σπόρους του εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την αντιθρομβωτική του δράση.

Εμφάνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπουράντζα αναπτύσσεται σε ύψος από 60 έως 100 εκατοστά, ο μίσχος και τα φύλλα του καλύπτονται από τριχίδια. Τα φύλλα του είναι απλά και έχουν μήκος από 5 έως 15 cm. Τα άνθη της είναι τέλεια και έχουν πέντε τριγωνικού σχήματος πέταλα. Τα άνθη της είναι κυρίως μπλε χρώματος αν και έχουν παρατηρηθεί και ροζ, επίσης υπάρχουν ποικιλίες με λευκά άνθη. Σχηματίζει μεγάλες ταξιανθίες με πολλά άνθη να ανθίζουν ταυτόχρονα, αυτό προκαλεί την μπουράντζα να έχει μεγάλο ποσοστό γειτονογαμίας (επικονίαση από άνθη του ίδιου φυτού).[1] Η μπουράντζα έχει σχετικά μεγάλη περίοδο ανθοφορίας, σε ήπια κλίματα μπορεί να ανθίζει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπουράντζα καλλιεργείται κυρίως για μαγειρικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Σήμερα η μόνη εμπορική καλλιέργεια μπουράντζας είναι για το έλαιο των σπόρων της. Το έλαιο αυτό είναι πηγή γ-λινολενικού οξέος για το οποίο η μπουράντζα είναι η μεγαλύτερη γνωστή φυτική πηγή (17-28%)[2]. Η περιεκτικότητα του σπόρου σε έλαιο είναι 26-38%. Επίσης περιέχει λιπαρά οξέα όπως παλμιτικό οξύ (10-11%) , στεατικό οξύ (3,5-4,5%), ελαϊκό οξύ (16-20%), εικοσενοϊκό οξύ (3,5-5,5%), ερουκικό οξύ (1,5-3,5%) και νερβονικό οξύ (1,5%). Το έλαιο χρησιμοποιείται σαν συμπλήρωμα γ-λινολενικού οξέος.

Η μπουράντζα τρώγεται φρέσκια σαν λαχανικό ή αποξηραμένη σαν βότανο. Η μπουράντζα έχει γεύση σαν αγγούρι και τρώγεται μέσα σε σαλάτες ή σαν γαρνιτούρα.[3] Τα άνθη του που περιέχουν το μη τοξικό αλκαλοειδές θεσινίνη, έχουν γλυκιά γεύση και είναι από τα ελάχιστα βρώσιμα άνθη μπλε χρώματος.

Μερικές φορές χρησιμοποιούνται για διακόσμηση σε διάφορα πιάτα.[3] Έχει βρεθεί ότι τα φύλλα του περιέχουν πολύ μικρή ποσότητα (10 ppm) από τα ηπατοτοξικά αλκαλοειδή ιντερμεδίνη, λυκοψαμίνη, αμαβιλίνη και σουπινίνη[4] Αυτά τα αλκαλοειδή υπάρχουν σε εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό και δεν αποτελούν κίνδυνο για την υγεία.

Η μπουράντζα χρησιμοποιείται στη γερμανική, ισπανική, ελληνική και ιταλική κουζίνα. Στην Ελλάδα μπαίνει σε λαδερά όπως γεμιστά και ντολμάδες. Στη Γερμανία και στην Ισπανία φτιάχνεται μια πράσινη σάλτσα με βάση την μπουράντζα. Στην Ιταλία χρησιμοποιείται στον χρωματισμό ζυμαρικών όπως ραβιόλια. Στην Πολωνία χρησιμοποιείται για να αρωματίζει τουρσί. Στο Ιράν βράζεται και πίνεται σαν τσάι.

Χρήσεις στην παραδοσιακή ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακά η μπουράντζα χρησιμοποιείται σαν θεραπεία σε καρδιαγγειακές διαταραχές.[5] Καθώς και σε γαστρεντερικές παθήσεις (διάρροια, κράμπες και κολικό του εντέρου), αναπνευστικές διαταραχές (άσθμα, βρογχίτιδα) και ουροποιητικές διαταραχές.[6]

Οι φυσικοπαθητικοί ιατροί χρησιμοποιούν την μπουράντζα για τη ρύθμιση του μεταβολισμού και του ορμονικού συστήματος και θεωρούν ότι είναι καλή θεραπεία για το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο και τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως η έξαψη.[7]

Μια περίπτωση επιληπτικής κρίσης έχει αναφερθεί ότι συσχετίζεται με κατανάλωση ελαίου από σπόρους μπουράντζας.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. C. Montaner, E. Floris, J. M. Alvarez (Φεβρουάριος 2001). «Geitonogamy: a mechanism responsible for high selfing rates in borage (Borago officinalis L.)». Theoretical and Applied Genetics 102 (2-3): 375-378. doi:10.1007/s001220051656. 
  2. National Non-Food Crops Centre. NNFCC Crop Factsheet: Borage, Retrieved on 16 Feb 2011
  3. 3,0 3,1 «Borage». Encyclopedia of spices. The Epicentre. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2010. 
  4. Borage Wildflower Finder
  5. Gilani A.H., Bashir S., Khan A.-u."Pharmacological basis for the use of Borago officinalis in gastrointestinal, respiratory and cardiovascular disorders". Journal of Ethnopharmacology. 114 (3) (pp 393-399), 2007.
  6. Gilani A.-U.-H.Focused Conference Group: P16 - Natural products: Past and future? Pharmacological use of borago officinalis. Basic and Clinical Pharmacology and Toxicology. Conference: 16th World Congress of Basic and Clinical Pharmacology - WorldPharma 2010 Copenhagen Denmark. Publication: (var. pagings). 107 (pp 301), 2010. Date of Publication: July 2010.[Journal: Conference Abstract]
  7. Gupta M., Singh S. Borago officinalis Linn. "An important medicinal plant of Mediterranean region: Review." International Journal of Pharmaceutical Sciences Review and Research. 5 (1) (pp 27-34), 2010.
  8. Al-Khamees W.A., Schwartz M.D., Alrashdi S., Algren A.D., Morgan B.W. (2011). «Status Epilepticus Associated with Borage Oil Ingestion». Journal of Medical Toxicology 7 (2): 154–157. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]