Αδανσονία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μπαομπάμπ)
Αυτό το λήμμα αφορά το γένος. Για το είδος, δείτε: Αδανσονία η δακτυλωτή.
Αδανσονία, Μπάομπαμπ
Δέντρο Μπάομπαμπ (Αδανσονία η δακτυλωτή) στην Τανζανία.
Δέντρο Μπάομπαμπ (Αδανσονία η δακτυλωτή) στην Τανζανία.
Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά APG IV
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη: Μαλαχώδη (Malvales)
Οικογένεια: Μαλαχοειδή (Malvaceae)
Υποοικογένεια: Βομβακοειδή (Bombacoideae)
Γένος: Αδανσονία (Adansonia)
L.[1]
Είδη

βλ. σχετική παράγραφο Είδη.

Το Μπάομπαμπ (Baobab) είναι η κοινή ονομασία για κάθε ένα από τα εννέα είδη των δέντρων του γένους Αδανσονία (Adansonia). Η ονομασία του γένους τιμά τον Γάλλο φυσιοδίφη και εξερευνητή Μισέλ Αντανσόν (Michel Adanson), που περιέγραψε το δέντρο Αδανσονία η δακτυλωτή (Adansonia digitata).

Από τα εννέα είδη, τα έξι είναι εγγενή στη Μαδαγασκάρη, τα δύο είναι εγγενή στην ηπειρωτική Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο και το ένα είναι εγγενές στην Αυστραλία. Το ένα είδος της ηπειρωτικής Αφρικής συναντάται επίσης στη Μαδαγασκάρη, αλλά αυτό δεν είναι εγγενές στη νήσο. Εισήχθη στην αρχαιότητα, στη Νότια Ασία και κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, στην Καραϊβική. Βρίσκεται επίσης και στο νησιωτικό κράτος του Πράσινου Ακρωτηρίου.[2] Το ένατο είδος περιγράφηκε το 2012 και βρίσκεται στους ορεινούς πληθυσμούς της νότιας και Ανατολικής Αφρικής.[3]

Οι Αδανσονίες φθάνουν σε ύψος 5 έως 30 μέτρα και η διάμετρος των κορμών τους από 7 έως 11 μέτρα. Το Baobab Glencoe, ένα δείγμα της Α. digitata στην Επαρχία Λιμπόπο (Limpopo Province), της Νότιας Αφρικής, θεωρήθηκε ότι είναι το μεγαλύτερο είδος που ζει, με μέγιστη περιφέρεια τα 47 μέτρα[4] και διάμετρο περίπου 15,9 μέτρα. Έκτοτε, το δέντρο έχει χωρίσει σε δύο μέρη, έτσι ώστε ο φαρδύτερος ατομικός κορμός, μπορεί τώρα να είναι εκείνου του Baobab Sunland, ή του δέντρου Platland, επίσης στη Νότια Αφρική. Η διάμετρος του δέντρου στο επίπεδο του εδάφους είναι 9,3 μέτρα και η περιφέρειά του, στο ύψος του στήθους, είναι 34 μέτρα.[5]

Τα δέντρα της Αδανσονίας παράγουν αχνούς δακτυλίους ανάπτυξης, ίσως σε ετήσια βάση, αλλά δεν είναι αξιόπιστοι για τον ηλικιακό προσδιορισμό της γήρανσής τους, επειδή είναι δύσκολο να μετρηθούν και μπορεί να ξεθωριάσουν, με τη γήρανση του ξύλου. Η ραδιοχρονολόγηση έχει παράσχει σχετικά στοιχεία σε λίγα δέντρα. Ένα δείγμα σε μια Α. digitata γνωστή ως Grootboom, χρονολογήθηκε και βρέθηκε να είναι τουλάχιστον 1.275 ετών, καθιστώντας το ως ένα από τα γηραιότερα γνωστά αγγειόσπερμα δέντρα. [5][6]

Η Adansonia grandidieri, Μαδαγασκάρη.

Φυσικό περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα είδη της Μαδαγασκάρης είναι σημαντικά συστατικά των ξηρών φυλλοβόλων δασών της Μαδαγασκάρης. Μέσα σε αυτό το οικοσύστημα, η Αδανσονία η μαδαγασκαρική (Adansonia madagascariensis) και η Αδανσονία η ερυθρόκορμος (Α. rubrostipa) απαντώνται ειδικά στο Δάσος Anjajavy, αναπτυσσόμενες ενίοτε στην ίδια την ασβεστόλιθο του φυσικού πάρκου Tsingy de Bemaraha Strict Nature Reserve. Η Α. digitata έχει ονομασθεί ως «η καθοριστική εικόνα του Αφρικανικού θαμνότοπου».[6]

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπαομπάμπ, Αδανσονία η δακτυλωτή (Adansonia digitata).

Είδη περιλαμβάνουν:[7]

  • Αδανσονία η δακτυλωτή (Adansonia digitata) Carl Linnaeus (L.) – Αφρικανικό μπάομπαμπ (African baobab), δέντρο-του-νεκρού-αρουραίου (dead-rat-tree) (από την εμφάνιση των καρπών), δέντρο-του-ψωμιού-της-μαϊμούς (monkey-bread-tree) (ο μαλακός, αποξηραμένος καρπός είναι βρώσιμος), το ανεστραμμένο δέντρο (upside-down tree) (τα αραιά κλαδιά του μοιάζουν με ρίζες) (δυτική, βορειοανατολική, κεντρική και νότια Αφρική, στο Ομάν, την Υεμένη και στην Αραβική Χερσόνησο, Ασία)
  • Adansonia grandidieri Henri Ernest Baillon (Baill.) – Μπάομπαμπ του Grandidier (Grandidier's baobab), το γιγαντιαίο μπάομπαμπ (giant baobab) (Μαδαγασκάρη)
  • Adansonia gregorii Ferdinand von Mueller (F.Muell.) (συν. Α. gibbosa) – Boab, Μπάομπαμπ της Αυστραλίας (Australian baobab), φιαλόδεντρο (bottletree), δέντρο-κρέμας-ταρτάρ (cream-of-tartar-tree), ουρικό-στέλεχος (gouty-stem) (βορειοδυτική Αυστραλία)
  • Adansonia kilima Pettigrew, et al.montane baobab Αφρικής (montane African baobab) (Ανατολική και Νότια Αφρική)[3]
  • Αδανσονία η μαδαγασκαρική (Adansonia madagascariensis) Baill. – Μαδαγασκάρη μπάομπαμπ (Madagascar baobab) (Μαδαγασκάρη)
  • Adansonia perrieri René Paul Raymond Capuron (Capuron) – Μπάομπαμπ του Περριέρ (Perrier's baobab) (βόρεια Μαδαγασκάρη)
  • Αδανσονία η ερυθρόκορμος (Adansonia rubrostipa) Henri Lucien Jumelle (Jum.) & Joseph Marie Henry Alfred Perrier de la Bâthie (H.Perrier) (συν.Α. fony) – Μπάομπαμπ fony (fony baobab) (Μαδαγασκάρη)
  • Adansonia suarezensis H.Perrier – Μπάομπαμπ του Σουάρεζ (Suarez Baobab) (Μαδαγασκάρη)
  • Adansonia za Baill.za Baobab (Μαδαγασκάρη)

Αποθήκευση νερού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γάλλος φυσιοδίφης και εξερευνητής Μισέλ Αντανσόν (Michel Adanson) (1727-1806), που περιέγραψε το δέντρο Αδανσονία η δακτυλωτή (Adansonia digitata).

Τα μπάομπαμπ φυλάσσουν στον κορμό (έως 100.000 λίτρα ή 26.000 γαλόνια ΗΠΑ) νερό, προκειμένου να αντέξουν τις σκληρές συνθήκες ξηρασίας που είναι ιδιαίτερες σε κάθε περιφέρεια.[8] Όλα συμβαίνουν στις εποχικά άγονες περιοχές και είναι φυλλοβόλα, απορρίπτοντας τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 2008, έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των σπόρων ή των αποξηραμένων φρούτων σε μορφή σκόνης για τα καταναλωτικά προϊόντα των αδανσονιών.[9][10] Από το 2010, το δυναμικό της διεθνούς αγοράς εκτιμάτο σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως.

Μερικά είδη είναι επίσης πηγή ινών, βαφής και καυσίμων. Οι αυτόχθονες Αυστραλοί χρησιμοποίησαν το τοπικό είδος Α. gregorii για διάφορα προϊόντα, κάνοντας κορδόνι από της ίνες της ρίζας και διακοσμητικές τέχνες από τα φρούτα. Τα νωπά φρούτα λέγεται ότι έχουν γεύση σαν το σερμπέτι (κατεψυγμένο επιδόρπιο που γίνεται από ζαχαρούχο νερό με αρωματικά (συνήθως χυμό ή πολτό φρούτων, κρασί, και / ή λικέρ)).[11] Ένα μεγάλο, κούφιο μπάομπαμπ νότια του Ντέρμπι (Derby) στη Δυτική Αυστραλία, χρησιμοποιήθηκε στα 1890, ως φυλακή καταδίκων στην πορεία τους προς το Ντέρμπι για την επιβολή της ποινής. Η φυλακή του δέντρου μπάομπαμπ στο Ντέρμπι (Boab Prison Tree, Derby), εξακολουθεί μέχρι και σήμερα είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο.[12]

Τα φύλλα της Α. digitata τρώγονται ως λαχανικό.[6] Οι σπόροι ορισμένων ειδών αποτελούν πηγή φυτικού ελαίου.[13][14]

Ο καρπός έχει ένα βελούδινο κέλυφος και έχει περίπου το μέγεθος μιας καρύδας, ζυγίζει δε περίπου 1,5 κιλά. Έχει όξινη, στυφή γεύση, που περιγράφεται ως «κάπου μεταξύ στο γκρέιπφρουτ, στο αχλάδι και στη βανίλια».[15]

Η αποξηραμένη σκόνη του καρπού της Α. digitata περιέχει περίπου 12% νερό και μέτρια επίπεδα διαφόρων θρεπτικών ουσιών, που συμπεριλαμβάνουν υδατάνθρακες, ριβοφλαβίνη, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, σίδηρο, φυτοστερόλες με χαμηλά επίπεδα πρωτεΐνης και λιπαρών ουσιών.[15][16][17][18] Τα περιεχόμενα του σε διαιτητικές ίνες (περίπου 50% κατά βάρος), ασκορβικό οξύ, (βιταμίνη C) και θειαμίνη, αξιολογήθηκαν ως ιδιαίτερα υψηλά.[15]

Στη Ζιμπάμπουε, ο καρπός χρησιμοποιείται στην παρασκευή παραδοσιακής διατροφής η οποία περιλαμβάνει «τη βρώση φρέσκου φρούτου ή θρυμματισμένου εύθρυπτου πολτού ο οποίος ανακατεύεται σε χυλό και ποτά». Στο Μαλάουι οι γυναίκες έχουν δημιουργήσει εμπορικές επιχειρήσεις συγκομιδής του μπάομπαμπ για να κερδίσουν τα σχολικά δίδακτρα των παιδιών τους.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πριν από την εμπορική έγκριση, η σκόνη των φρούτων των αδανσονιών δεν ήταν διαθέσιμη για συστατικό χρήσεων, καθώς η νομοθεσία από το 1997, υπαγόρευε ότι τα τρόφιμα που δεν καταναλώνονται συχνά στην ΕΕ, θα πρέπει να έχουν πρωτίστως εγκριθεί επισήμως. Το 2008 στην ΕΕ, ο αποξηραμένος πολτός φρούτων, εγκρίθηκε ως ένα ασφαλές συστατικό τροφίμων[19] και αργότερα χορηγήθηκε κατάσταση GRAS, στις Ηνωμένες Πολιτείες.[20]

Χρήσεις τροφίμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λευκό, υπό μορφή σκόνης εσωτερικό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «πυκνωτικό μέσο σε μαρμελάδες και σάλτσες ζωμών, γλυκαντική ουσία για φρουτοποτά ή ως προσθήκη πικάντικης γεύσης σε καυτές σάλτσες».[17] Ο φρουτοπολτός, οι σπόροι της Α. grandidieri[13] και της Α. za τρώγονται φρέσκα.[14] Στην Τανζανία, ο ξηρός πολτός της Α. digitata προστίθεται στο ζαχαροκάλαμο για την ενίσχυση της ζύμωσης στην ζυθοποιία.[21] Η γεύση της περιορισμένης έκλυσης Ιαπωνικής σόδας "Pepsi Baobab", περιγράφεται από την PepsiCo ως «απελευθερωτική».[22]

Στην Αγκόλα, ο ξηρός καρπός συνήθως βράζεται και ο ζωμός χρησιμοποιείται για χυμούς ή ως βάση για ένα είδος παγωτού γνωστού ως gelado de múcua.

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μπάομπαμπ είναι σημαντικά ως φωλιές πουλιών, ιδίως του mottled spinetail[23] και τεσσάρων ειδών weaver bird.[24]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ανατολική Αφρική στα Σουαχίλι, το αποκαλούν «Μπούιου» (Mbuyu).

Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Genus: Adansonia. Germplasm Resources Information Network. United State Department of Agriculture. 12 Νοεμβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2011. 
  2. Wickens, G. E.· Lowe, P. (2008). The Baobabs: Pachycauls of Africa, Madagascar and Australia. Berlin, Germany; New York, NY: Springer Verlag. ISBN 978-1-4020-6430-2. OCLC 166358049. 
  3. 3,0 3,1 Pettigrew, J. D., et al. (2012). «Morphology, ploidy and molecular phylogenetics reveal a new diploid species from Africa in the baobab genus Adansonia (Malvaceae: Bombacoideae)». Taxon 61: 1240–1250. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-11. https://web.archive.org/web/20131211185541/http://www.uq.edu.au/nuq/jack/Taxon%20new%20GPS.pdf. Ανακτήθηκε στις 2015-03-09. 
  4. «Big Baobab Facts». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2008. 
  5. 5,0 5,1 Patrut, A. (2010). Fire history of a giant African baobab evinced by radiocarbon dating. 52. Radiocarbon, σελ. 717-26. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-10-22. https://web.archive.org/web/20141022214643/https://journals.uair.arizona.edu/index.php/radiocarbon/article/viewFile/3705/pdf. 
  6. 6,0 6,1 6,2 «Adansonia digitata (baobab)». Royal Botanic Gardens, Kew. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  7. «GRIN Species Records of Adansonia». Germplasm Resources Information Network. United State Department of Agriculture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2011. 
  8. «The Baobab tree in Senegal». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2008. 
  9. «Scientists predict African fruit trees could help solve major public health problem». Bioversity International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2008. 
  10. Hills, Sarah (30 Σεπτεμβρίου 2008). «Baobab goes for GRAS ahead of 2010 World Cup». FoodNavigator-USA.com. William Reed Business Media. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  11. «Adansonia gregorii». Australian Tropical Rainforest Plants. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  12. «Tourist Information: Derby». Shire of Derby, West Kimberley. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  13. 13,0 13,1 Ambrose-Oji, B. and N. Mughogho. 2007. Adansonia grandidieri Baill. Αρχειοθετήθηκε 2014-04-07 στο Wayback Machine. In: van der Vossen, H. A. M. and G. S. Mkamilo (Eds). PROTA 14: Vegetable oils/Oléagineux. PROTA, Wageningen, Netherlands.
  14. 14,0 14,1 Ambrose-Oji, B. and N. Mughogho. 2007. Adansonia za Baill. Αρχειοθετήθηκε 2015-04-02 στο Wayback Machine. In: van der Vossen, H. A. M. and G. S. (Eds). PROTA 14: Vegetable oils/Oléagineux. PROTA, Wageningen, Netherlands.
  15. 15,0 15,1 15,2 Herbal Sciences International (2006). «Baobab dried fruit pulp – An application for novel foods approval in the EU as a food ingredient» (PDF). UK Food Standards Agency. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2012. 
  16. Osman, M. A. (2004). «Chemical and nutrient analysis of baobab (Adansonia digitata) fruit and seed protein solubility». Plant Foods Hum Nutr 59 (1): 29–33. doi:10.1007/s11130-004-0034-1. PMID 15675149. 
  17. 17,0 17,1 «New exotic fruit to hit UK shops». BBC. 15 Ιουλίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2008. 
  18. Chadare, F. J. (2009). «Baobab food products: a review on their composition and nutritional value». Crit Rev Food Sci Nutr 49 (3): 254–74. doi:10.1080/10408390701856330. PMID 19093269. 
  19. «Baobab dried fruit pulp». UK Food Standards Agency. 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2012. 
  20. «Agency Response Letter GRAS Notice No. GRN 000273». Fda.gov. 
  21. Sidibe, M., et al. Baobab, Adansonia digitata L. Volume 4 of Fruits for the Future. International Centre for Underutilised Crops, 2002.
  22. «Baobab cola». Food and Beverage Reporter. PS Publishing. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  23. «Species text in The Atlas of Southern African Birds» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2014. 
  24. «Weavers breeding in baobabs». Animal Demography Unit, Department of Biological Sciences, University of Cape Town, South Africa. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2014. 

Πρόσθετη ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]