Μονομάχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μονομάχοι)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μονομάχος (αποσαφήνιση).
Ψηφιδωτό του 2ου μ.Χ. αιώνα όπου απεικονείζονται μονομάχοι.

Ο μονομάχος (λατινικά: Gladiator, «ξιφομάχος», από το gladius, «σπαθί») ήταν ένας ένοπλος πολεμιστής που διασκέδαζε το κοινό κατά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, σε βίαιες συγκρούσεις με άλλους μονομάχους, άγρια ζώα, και κατάδικους. Μερικοί μονομάχοι ήταν εθελοντές που διακινδύνευσαν τη νομική και κοινωνική θέση τους, καθώς και τις ζωές τους με την εμφάνισή τους στην αρένα. Οι περισσότεροι ήταν περιφρονημένοι ως σκλάβοι κι εκπαιδεύονταν κάτω από σκληρές συνθήκες, ενώ πολλές φορές οδηγούνταν ακόμη και σε θάνατο. Ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, οι μονομάχοι που προσφέρονταν στα ακροατήρια αποτελούσαν ένα παράδειγμα της πολεμικής ηθικής και της Ρώμης, και ενέπνεαν το θαυμασμό. Η αξία τους ως διασκεδαστές τιμήθηκε με πολύτιμα αντικείμενα και ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο. Η προέλευση των μονομάχων μάχης είναι θέμα ανοικτό προς συζήτηση. Υπάρχουν ενδείξεις πως εμφανίστηκαν σε τελετές κατά τη διάρκεια του Καρχηδονιακού Πολέμου τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ στη συνέχεια έγιναν γρήγορα ένα βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στον ρωμαϊκό κόσμο. Η δημοτικότητά τους οδήγησε στη διοργάνωση όλο και πιο πλούσιων και δαπανηρών θεαμάτων ή μονομαχιών. Οι μονομαχίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους μεταξύ του 1ου αιώνα π.Χ. και του 2ο αιώνα μ.Χ., και τελικά μειώθηκαν σημαντικά κατά τις αρχές του 5ου αιώνα μετά την υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία το 390, αν και τα «κυνήγια θηρίων» συνεχίστηκαν μέχρι και τον 6ο αιώνα.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμες φιλολογικές πηγές σπάνια συμφωνούν σχετικά με την προέλευση των μονομάχων και των μονομαχιών. Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., ο Νικόλαος της Δαμασκού πίστευε ότι ήταν Ετρούσκοι. Μια γενιά αργότερα, ο Λίβιος γράφει ότι για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε μονομαχία το 310 π.Χ. από τους κατοίκους της Καμπανίας για τον εορτασμό της νίκης τους κατά των Σαμνίτων. Όταν πια οι μονομαχίες είχαν παύσει, τον 7ο αιώνα μ.Χ. ο συγγραφέας Ισίδωρος της Σεβίλλης διαχώρισε τη λατινική λέξη lanista (: o διευθυντής του μονομάχων) από την ετρουσκική λέξη για το «δήμιο», και τον τίτλο του «Χάροντα» (Charon: ο υπάλληλος ο οποίος συνόδευε τον νεκρό από τη ρωμαϊκή αρένα των μονομάχων) από τον τίτλο του «charun», που ήταν ο ψυχοπομπός των Ετρούσκων στον Άδη. Ρωμαίοι ιστορικοί θεωρούν πως οι μονομαχίες ήταν ξένη επιρροή, πιθανότατα Ετρούσκων. Η θέση αυτή αποδεικνύεται και τυπικά από τις μονομαχίες των αρχών της σύγχρονης εποχής. Το εμπόριο των μονομάχων υπήρχε σε όλη την αυτοκρατορία, και υποβαλλόταν σε επίσημο έλεγχο. Η στρατιωτική επιτυχία της Ρώμης παρήγαγε μια εισροή στρατιωτών-κρατουμένων οι οποίοι αναδιανέμονται για χρήση σε κρατικά ορυχεία ή αμφιθέατρα, αλλά και προς πώληση στην ελεύθερη αγορά. Για παράδειγμα, στον απόηχο της εβραϊκής επανάστασης υπήρξε στις σχολές μονομάχων μια μεγάλη εισροή Εβραίων· αυτοί που απορρίφθηκαν για την εκπαίδευση, αποστέλλονταν κατευθείαν στις αρένες ως noxii (: επιβλαβείς), ενώ οι καλύτεροι στάλθηκαν στη Ρώμη. Δύο άλλες πηγές μονομάχων ήταν κυρίως κάποιοι σκλάβοι που είχαν καταδικαστεί στην αρένα ως τιμωρία για τα εγκλήματα αλλά και έμμισθοι εθελοντές (auctorati), οι οποίοι μπορεί να αποτέλεσαν περίπου το μισό - και ίσως και πάνω από το μισό - του συνόλου των μονομάχων. Για τους Ρωμαίους, «gladiator» σήμαινε εκπαιδευόμενος μαχητής, ο οποίος ανήκε σε έναν κύριο. Για όσους ήταν φτωχοί ή δεν είχαν την ιδιότητα του πολίτη, οι σχολές μονομάχων πρόσφεραν εκπαίδευση, τροφή, στέγαση και μια πιθανότητα πάλης που θα έδινε φήμη και την περιουσία. Οι μονομάχοι κρατούσαν συνήθως τα χρηματικά έπαθλα και τα δώρα που είχαν λάβει

Ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 216 π.Χ., ο Μάρκος Αμέλιος ο Λέπιδος (Marcus Ameilius Lepidus), ύπατος και οιωνοσκόπος, τιμήθηκε από τους γιους του με διοργάνωση μονομαχιών για τρεις ημέρες στη Ρωμαϊκή Αγορά, στις οποίες συμμετείχαν είκοσι δύο ζεύγη μονομάχων. Δέκα χρόνια μετά, ο Σκιπίων ο Αφρικανός οργάνωσε μια μονομαχία στην Ιβηρική χερσόνησο σε ανάμνηση για τον πατέρα και τον θείο του, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τους Ρωμαϊκούς πολέμους. Υψηλόβαθμοι Ρωμαίοι, όπως και ξένοι, έγιναν εθελοντικά οι μονομάχοι του. Στο πλαίσιο της σχεδόν καταστροφικής ήττας της Ρώμης στην μάχη των Καννών (216 π.Χ.), έγινε η σύνδεση των πρώιμων αυτών αγώνων με τον εορτασμό της στρατιωτικής νίκης και του θρησκευτικού καθαρμού της στρατιωτικής καταστροφής. Οι τελετές αυτές φαίνεται ότι εξυπηρετούσαν την ευαισθητοποίηση, σε μια εποχή στρατιωτικής απειλής και επεκτατικής πολιτικής της Ρώμης. Η επόμενη καταχωρημένη τελετή αυτού του είδους, πραγματοποιήθηκε για την κηδεία του Publius Liciniusin το 183 π.Χ., και ήταν πιο εντυπωσιακή. Περιλάμβανε τρεις ημέρες επιτάφιων αγώνων, 120 μονομάχους, ενώ υπήρχε και δημόσια διανομή κρέατος. Η ενθουσιώδης υιοθέτηση των μονομαχιών από τους συμμάχους της Ρωμαϊκής Ιβηρίας δείχνει πόσο εύκολα και πόσο νωρίς, η κουλτούρα των μονομαχιών ενέπνευσε τόπους μακριά από την ίδια την Ρώμη. Από το 174 π.Χ., οι μικρές μονομαχίες (ιδιωτικές ή δημόσιες) ήταν τόσο συνηθισμένες και μέτριες, που δεν θεωρήθηκαν άξιες καταγραφής. Αξιοσημείωτη ήταν αυτή του Τίτου Φλαμινίνου που δόθηκε για να τιμηθεί ο θάνατος του πατέρα του, διήρκεσε τέσσερις ημέρες, και συνοδεύτηκε από μια δημόσια διανομή των κρεάτων και γραφικές παραστάσεις. Το αποκορύφωμα της παράστασης, που ήταν μεγάλο για την εποχή εκείνη, ήταν ότι μέσα σε τρεις ημέρες εβδομήντα τέσσερις μονομάχοι πολέμησαν. Το 105 π.Χ., οι ύπατοι αποφάσισαν να προσφέρουν στη Ρώμη μία πρώτη γεύση κρατικά επιχορηγούμενων «βάρβαρων μαχών»· κάτι που αποδείχτηκε εξαιρετικά δημοφιλές. Οι κρατικοί αγώνες που χρηματοδοτούνταν από την κυβερνώσα ελίτ και ήταν αφιερωμένοι σε μια θεότητα, όπως ο Δίας, έναν θεϊκό ή ηρωικό πρόγονο, άρχισαν να περιλαμβάνουν μονομαχίες περιορισμένες αρχικά για το ευρύ κοινό.

Οι γυναίκες ως μονομάχοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη δεκαετία του 60 μ.Χ. εμφανίζονται γυναίκες μονομάχοι, ως «εξωτικό δείγμα εξαιρετικά πλούσιου θεάματος». Το 66 μ.Χ., ο Νέρωνας χρησιμοποίησε γυναίκες από την Αιθιοπία, άνδρες και παιδιά σε ένα αγώνα για να εντυπωσιάσει τον βασιλιά μου Τιρίδατο της Αρμενίας. Φαίνεται ότι οι Ρωμαίοι έβρισκαν την ιδέα μιας γυναικάς μονομάχου διασκεδαστική, ή και κάποιες φορές παράλογη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δομιτιανού, 89 μ.Χ., διαδραματίστηκε μια μάχη μεταξύ γυναικών μονομάχων και νάνων. Στην Αλικαρνασσό, σ’ ένα αγγείο του 2ου αιώνα μ.Χ. απεικονίζονται δύο γυναίκες μονομάχοι που ονομάζονται "Amazon" και "Achillia" και ο αγώνας τους έληξε τελικά με ισοπαλία. Μία επιγραφή του ίδιου αιώνα εξυμνεί ένα το πρώτο σώμα «οπλισμένων γυναικών» στην ιστορία των αγώνων της. Μία γυναίκα μονομάχος υπόκειται στους ίδιους κανονισμούς και κατάρτιση με τους άνδρες συναδέλφους της. Η Ρωμαϊκή ηθική απαιτεί όλοι οι μονομάχοι να είναι από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, και οι αυτοκράτορες οι οποίοι δεν τήρησαν αυτή τη διάκριση, περιφρονήθηκαν από τις επόμενες γενιές. Μερικοί θεωρούσαν τις γυναίκες μονομάχους ως σύμπτωμα της κατεστραμμένης Ρωμαϊκής ευαισθησίας, των ηθών και της γυναικείας φύσης, ανεξάρτητα από την τάξη. Πριν γίνει αυτοκράτορας, ο Σεπτίμιος ο Σεβήριος είχε πιθανότατα παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αντιόχειας οι οποίοι διοργανώθηκαν από τον αυτοκράτορα Κόμμοδο και περιλάμβανε ελληνικής καταγωγής γυναίκες αθλήτριες . Η προσπάθειά του να δώσει στη Ρώμη μια εξίσου αξιοπρεπή εμφάνιση του γυναικείου αθλητισμού προκάλεσε τα άσεμνα συνθήματα του πλήθους. Πιθανώς, ως αποτέλεσμα, ο ίδιος να απαγόρευσε τη χρήση γυναικών μονομάχων στο 200 μ.Χ.

Αυτοκράτορες ως «μονομάχοι»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καλιγούλας, Τίτος του Αδριανού, Καρακάλλας και πολλοί ακόμη λέγεται ότι μονομάχησαν σε αρένα-χώρο (είτε δημόσιο ή ιδιωτικό), αλλά οι κίνδυνοι για τους ίδιους ήταν ελάχιστοι. Ο Κλαύδιος, χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς του ως σκληρός και αγροίκος, καθώς πολέμησε με μια φάλαινα ενώ είχε παγιδευτεί στο λιμάνι μπροστά σε μία ομάδα θεατών. Οι σχολιαστές πάντοτε αποδοκίμαζαν τέτοιες επιδόσεις. Ο Κόμμοδος φανατικά συμμετείχε σε αγώνες μονομάχων, προς μεγάλη ντροπή της Συγκλήτου, τον οποίο απεχθανόταν, σε αντίθεση με πιθανή απόλαυση εκ μέρους. Πολέμησε ως σεκούτωρ (: είδος μονομάχου) υιοθετώντας την εμφάνιση "Ηρακλής Αναγεννημένος". Ως bestiarius (: θηριομάχος), λέγεται ότι είχε σκοτώσει 100 λιοντάρια σε μια μέρα, κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι έγινε χάρη σε μια πλατφόρμα που έχει συσταθεί γύρω από την περίμετρο της σκηνής, η οποία του επέτρεψε να αποδείξει με ασφάλεια την σκοπευτική δεινότητά του. Σε μια άλλη περίπτωση, που αποκεφάλισε μια στρουθοκαμήλου με ένα ειδικά σχεδιασμένο βέλος, και μεταφέροντας το ματωμένο κεφάλι και το σπαθί του πάνω από τα γερουσιαστικά καθίσματα φαινόταν σαν να ήταν δίπλα. Είχε πει να επανασχεδιαστεί το κολοσσιαίο άγαλμα του Νέρωνα στη δική του μορφή ως "Ηρακλής Αναγεννημένος" και εκ νέου το αφιέρωσε στον εαυτό του με την επιγραφή "Πρωταθλητής των secutores, αριστερόχειρας μαχητής που κατάκτησε δώδεκα φορές χίλιους άνδρες." Για τον σκοπό αυτό δαπάνησε πολλά χρήματααπό το δημόσιο ταμείο. Ίσως να εξηγούν τόσο την εμμονή του όσο και τη διοικητική του ανικανότητα, τα κουτσομπολιά που ακούγονταν πως η μητέρα του, Φαυστίνα η νεότερη, τον είχε συλλάβει με ένα μονομάχο.

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Gladiator (έκδοση 492259546) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).