Μοναστήρι του Ελ Παρράλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°57′20″N 4°07′34″W / 40.955692°N 4.12608°W / 40.955692; -4.12608

Μοναστήρι του Ελ Παρράλ
Άποψη του μοναστηριού
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι και μνημείο[1]
Αρχιτεκτονικήγοτθική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°57′22″N 4°7′36″W
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα Ιερονυμιτών
Θρησκευτική υπαγωγήRoman Catholic Diocese of Segovia
Διοικητική υπαγωγήΣεγκόβια[1]
ΤοποθεσίαSan Lorenzo
ΧώραΙσπανία[1]
Έναρξη κατασκευής1447
ΠροστασίαΚληρονομιά πολιτιστικού ενδιαφέροντος (από 1914)[1]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το μοναστήρι της Σάντα Μαρία δελ Παρράλ (Monasterio de Santa María del Parral) είναι ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι του τάγματος του αγίου Ιερωνύμου ακριβώς έξω από τα τείχη της Σεγόβια, Ισπανία. Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον βασιλιά Ερρίκο Δ΄ της Καστίλης το 1454. Αν και ήταν μάλλον άθρησκος κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Ερρίκος τελικά τάφηκε στο Βασιλικό Μοναστήρι της Σάντα Μαρία της Γουαδελούπης. Το μοναστήρι έκλεισε ως τμήμα του προγράμματος εκκοσμίκευσης το 1835, και τα έργα τέχνης του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι του Λας Τρινιδάδες στην Ατότσα στη Μαδρίτη μέχρι το 1838. Τη δεκαετία του 1870 μεταφέρθηκαν στο μουσείο Πράδο, όπου και αποθηκεύτηκαν. Το μοναστήρι επαναλειτούργησε μετά την έκδοση παπικού διατάγματος το 1925, και οι Ιερωνυμίτες εγκαταστάθηκαν εκεί τον επόμενο χρόνο και το 1969 τους δόθηκε η κυριαρχία του.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερρίκος Δ΄ το 1447, ενώ ήταν ακόμη πρίγκιπας, διέταξε την κατασκευή του. Έγινε στο όνομα του Χουάν Πατσέκο (Μαρκήσιο του Βιγιένα από το 1445), του κύριου μπάντλερ, καθώς δεν ήταν σωστό ένας βασιλιάς να κτίζει κτίρια.[2]

Η σκήτη της Παρθένου του Παρράλ ανήκε στον καθεδρικό και την πίστη των πολιτών της Σεγόβια από τον 13ο αιώνα. Δίπλα στο ιερό υπήρχε ένα αμπέλι το οποίο περιβαλλόταν από καλλιέργειες οι οποίες ανήκαν, όπως και το ξωκκλήσι, στο καθεδρικό, καθώς το 1301 δωρήθηκαν σε αυτόν από την Μαρία Μολίνα.

Τις 7 Δεκεμβρίου 1447, ο Ερρίκος Δ΄ αγόρασε την έκταση από τον καθεδρικό με δέκα χιλιάδες μαραβέδια και ανέθεσε στον Ροδρίγο δε Σεβίγια, ηγούμενο του μοναστηριού του Σαν Μπλας δε Βιγιαβιθιόσα (Γουαδαλαχάρα) να χρηματοδοτήσει την αγορά αυτών των εδαφών ώστε να κατασκευαστεί εκεί μοναστήρι από τον Νούνιο δε Πενιαλόσα, εκ μέρους του καρδιναλίου Χουάν δε Θερβάντες. Ο Ροδρίγο δε Σεβίγια έγινε ο πρώτος ηγούμενος του νέου μοναστηριού.

Η ιδρυτική βούλα δόθηκε από τον πάπα Νικόλαο Ε΄ και είχε τα ίδια προνόμια με το μοναστήρι της Γουαδαλούπε. Η παραμέληση του Μαρκησίου δε Βιγιένα οδήγησε την κοινότητα των μοναχών σε προβλήματα, μέχρι το 1454, όταν ο Ερρίκος Δ΄ ανακοίνωσε το θάνατο του πατέρα του Ιωάννη Β΄, και διέταξε να αρχίσουν οι εργασίες σε διάφορα κτίρια του συμπλέγματος. Ο Ερρίκος Δ΄ είναι υπεύθυνος για την κατασκευή των περισσότερων παρεκκλησιών, αλλά όχι και του κλίτους, το οποίο δεν ολοκλήρωσε εξαιτίας προβλημάτων στο βασίλειό του.

Το 1474, ο βασιλιάς πεθαίνει και αρχίζει ο πόλεμος διαδοχής στο θρόνο ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά Χουάνα και Ισαβέλλα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι εργασίες σταμάτησαν. Το 1479, η Ισαβέλλα ανέβηκε στο θρόνο της Καστίλης και άρχισαν ξανά οι εργασίες στο Ελ Ραρράλ. Ο ηγούμενος της μονής Πέδρο δε Μέσα κατάφερε να χρηματοδοτηθεί από το Μαρκίσιο του Βιγιένα και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1503, με την ολοκλήρωση του κλίτους. Η καθαγίαση του μοναστηριού έγινε σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Ιερωνυμιτών.

Ο μαρκήσιος του Βιγιένα αποφάσισε να ταφεί στο μοναστήρι το 1528. Υπογράφηκε συμβόλαιο τις 23 Μαρτίου 1528 από τους γλύπτες Χουάν Ροδρίγκεθ και Χερόνιμο Πεγιθέρ, μαζί με το Φρανθίσκο Γκονθάλεθ, όλοι από τα Άβιλα, με το ποσό να ορίζεται στα 400.000 χρυσά μαραβεδί.[3]

Το 1654, μια πυρκαγιά καταστρέψει τα περισσότερα κτίρια του μοναστηριού, τα οποία στη συνέχεια ξανακτίστηκαν υπό την καθοδήγηση του Πέδρο δε Ουέτε. Μετά από περισσότερα από 300 χρόνια ιστορία στα οποία το μοναστήρι μεγάλωνε, ο 19ος αιώνας ήταν περίοδος παρακμής που κλιμακώθηκε το 1837 με τη δήμευση του Μεντιθάμπαλ, που οδήγησε στην εγκατάλειψη του μοναστηριού του Ελ Παρράλ και την μεταφορά πολλών έργων τέχνης, εγγράφων και θησαυρών που ήταν αποθηκευμένα σε αυτό. Το 1839 η κατάσταση του μοναστηριού ήταν τόσο κακή που προτάθηκε η κατεδάφισή του, κάτι το οποίο όμως απέτρεψε δούκας του Φρίας, απόγονος του μαρκήσιο του Βιγιένα. Το 1847, το κτίριο ανακαινίζεται.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλά πατώματα κατέρρευσαν, ενώ πολλοί τοίχοι είχαν καταστραφεί. Το 1914 ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο και άρχισαν εργασίες αποκατάστασης.[2] Το τάγμα των Ιερωνυμιτών, το οποίο δεν είχε μέλη από το τέλος του 19ου αιώνα, άρχισε να αποκαθίσταται το 1915. Τον Αύγουστο του 1925 άρχισαν να φτάνουν στο μοναστήρι τα πρώτα υποψήφια μέλη. Από το 1926 μέχρι το 1928, τα κτίρια άρχισαν να κατασκευάζονται εκ νέου, κυρίως στο κύριο μοναστήρια και μερικά άλλα (αλλά όχι στον ξενώνα). Οι εργασίες εγκαταλείφθηκαν το 1931 και στο μοναστήρι παρέμειναν μόνο πέντε μοναχοί, οι οποίοι συνέχισαν τις εργασίες το 1941. Το 1947 γίνεται η αποκατάσταση του κλίτους. Ανάμεσα στο 1965 και το 1967 έλαβαν χώρα δραστικές παρεμβάσεις στο μοναστήρι. Οι τοίχοι κόπηκαν, η μαρμάρινη σκάλα μεταφέρθηκε στο μοναστήρι Σαν Πέδρο δε λα Νιόρα στη Μούρθια και τοποθετήθηκε καινούργια αγία Τράπεζα. To 1972 κατεδαφίστηκε τμήμα του ξενώνα και το 1974 κατασκευάστηκαν οι σημερινοί κήποι.

Παράλληλα με την αποκατάσταση, οι μοναχοί προσπαθούν να συγκεντρώσουν πάλι τα έργα που είχαν απομακρυνθεί από το μοναστήρι τον 19ο αιώνα.[2]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δυτική πρόσοψη της εκκλησίας

Το μοναστήρι υψώνεται στη νότια πλαγιά του βουνού. Το αίθριο του οριοθετείται από ένα χαμηλό τοίχο με μπάλες (στο γούστο του Χουάν Γκουάς). Η πρόσοψη φαίνεται γυμνή, ανολοκλήρωτη, με την μόνη διακόσμηση να βρίσκεται στην είσοδο και στο αναγεννησιακό καμπαναριό, το οποίο υψώνεται στα δεξιά. Πάνω σε ένα παγκάκι εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονται κάθετοι παραστάδες από λευκές πέτρες.

Ψηλά στη παραστάδα απεικονίζεται η Παναγία με φυλακτό και στα αριστερά ένα άγγελος που χαιρετά. Και οι δύο μορφές είναι κομμένες και δεν έχουν φουρούσια. Το πέρασμα στο κλίτος γίνεται μέσω δύο επίπεδων αψίδων που περιέχουν τμήματα των όπλων του Ερρίκου Δ΄ με τη λεζάντα «Agridulce es el reinar» (η βασιλεία είναι γλυκόπικρη).

Δύο στηρίγματα οριοθετούν το κεντρικό τμήμα από τα υπόλοιπα της ανολοκλήρωτης εισόδου. Πάνω από το παράθυρο της χορωδίας και στο παράθυρο βρίσκονται δύο εμβλήματα, στα αριστερά του Ντιέγο Λόπεθ Πατσέκο, δεύτερου μαρκήσιο του Βιγένα, και στα δεξιά της συζύγου, Χουάνα Ενρίκεθ, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν από τον γλύπτη Φρανθίσκο Σάντσεθ δε Τολέδο.

Στα εναπομείναντα πεζοδρόμια σώζονται χαλίκια με γεωμετρικά σχέδια.

Το εσωτερικό εισερχόμαστε κάτω από την χορωδία, η οποία υποστηρίζεται από μία γρανιτένια αψίδα με τρία κέντρα. Το κλίτος του ναού έχει ύψος 22 μέτρα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Wiki Loves Monuments monuments database. 13  Νοεμβρίου 2017. tools.wmflabs.org/heritage/api/api.php?action=search&format=json&srcountry=es&srlang=es&srid=RI-51-0000129.
  2. 2,0 2,1 2,2 «El parral, historia y arte». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2014. 
  3. Bosarte, Isidoro, (1804) pp.55-60 y 355.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]