Μοναστήρι Σαν Μιγιάν ντε Σούσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°19′46″N 2°52′22″W / 42.32944°N 2.87278°W / 42.32944; -2.87278

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Μοναστήρια του Σαν Μιγιάν ντε Γιούσο και Σούσο
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Ισπανία
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαii, iv, vi
Ταυτότητα805
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1997 (21η συνεδρίαση)


Το μοναστήρι του Σαν Μιγιάν ντε Σούσο (Monasterio de San Millán de Suso, σούσο σημαίνει πάνω στα Καστιλιανικά, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται πλέον) είναι μονή η οποία βρίσκεται κοντά στο χωριό Σαν Μιγιάν, στην αυτόνομη κοινότητα της Λα Ριόχα, Ισπανία, στην αριστερή όχθη του ποταμού Κάρδενας και είναι τμήμα ενός μνημειώδους συμπλέγματος δύο μοναστηριών, με το δεύτερο κατασκευασμένο σε χαμηλότερο υψόμετρο και αποκαλείται μοναστήρι του Σαν Μιγιάν ντε Γιούσο. Και τα δύο μοναστήρια έχουν ανακηρυχθεί Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1997.

Οι απαρχές του χρονολογούνται από τον ύστερο 6ο αιώνα, από ένα βησιγοτθικό μοναστήρι που ιδρύθηκε κοντά στον τάφο του ερημίτη Αιμιλιανού (Μιγιάν), ο οποίος πέθανε το 574. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, μέχρι τον 12ο αιώνα, το μοναστήρι επεκτάθηκε αρκετές φορές εξαιτίας του μοναστικού κοινόβιου, σε ρομανικό και μοζαραβικό ρυθμό. Η σημασία του δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική και θρησκευτική, αλλά επίσης γλωσσική και λογοτεχνική. Εδώ έγραψε ένα μοναχός το Glosas Emilianenses, με επεξηγηματικά σχόλια γραμμένα στα περιθώρια σελίδων γραμμένες στα λατινικά. Αυτά τα σχόλια ήταν γραμμένα στα ρομανικά ή προκαστιλιανικά, τα οποία είχαν μικρές αλλαγές σε σχέση με τα λατινικά. Σε αυτό το μοναστήρι εμφανίστηκαν τα πρώτα γραπτικά αρχεία στα βασκικά. Επίσης στο μοναστήρι έζησε ο πρώτος σημαντικός Καστιλιάνος ποιητής, Γκονθάλο ντε Μπερθέο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απαρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κενοτάφιο του Αιμιλιανού
Το εσωτερικό του μοναστηριού

Τις πρώτες μέρες της άφιξης των Βησιγότθων στην Ισπανία, σε αυτό το κλειστό και κρυμμένο μέρος έφτασε και ο αναχωρητής Αιμιλιάνος (Μιγιάν), γιος ενός πάστορα και γεννημένος στο Βεργκέγκιουμ, σημερινό Μπερθέο. Έφυγε ως ερημίτης και έμεινε σε μία μικρή σπηλιά, μέχρι που πέθανε σε ηλικία 101 ετών και θάφτηκε σε ένα τάφο λαξευμένο στο βράχο. Τα περισσότερα απ' όσα είναι γνωστά για τη ζωή του καταγράφηκαν το 635 στα λατινικά από τον επίσκοπο της Σαραγόσας που ονομαζόταν Μπραούλιο, και από τον Γκονθάλο ντε Μπερθέο, ο οποίος μορφώθηκε στο μοναστήρι και μετέφρασε αυτήν τη βιογραφία από τα λατινικά στη λαϊκή γλώσσα ή τα ρομανικά.

Ένα μικρό μοναστήρι χτίστηκε γύρω από τον τάφο του ερημίτη. Στην πρώτη φάση της κατασκευής (5ος και αρχές 6ου αιώνα), λαξεύτηκαν σπηλιές, οι οποίες είχαν δύο επίπεδα, ένα για κατοίκιση και ένα για προσευχή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κενοτάφιο και το οστεοφυλάκιο του Σαν Μιγιάν.

Βησιγοτθικό κοινόβιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στον έκτο και έβδομο αιώνα, η στροφή από την ασκητική ζωή στο κοινόβιο απαιτούσε την κατασκευή ενός κατάλληλου κτιρίου, το οποίο ήταν η πρώτη πραγματική κατασκευή, που αντιστοιχεί στα δύο θολωτά διαμερίσματα που είναι περισσότερο προς τα δεξιά της εισόδου στο υπάρχον μοναστήρι, και σήμερα σώζονται οι τοίχοι και πολλές Βησιγοτθικές αψίδες.

Μοζαραβική Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πρώτο μισό του δέκατου αιώνα, βασιζόμενο στο κοινοβιακό μοναστήρι των Βησιγότθων κατασκευάστηκε το Μοζαραβικό μοναστήρι, το οποίο καθαγιάστηκε από τον Γκαρθία Σάντσεθ Α΄, τον πρώτο μονάρχη που εγκαταστάθηκε στη Νάχερα, και το οποίο σώζεται σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα. Από αυτήν την περίοδο χρονολογείται η είσοδος της στοάς και το κεντρικό κλίτος του ναού, που χτίστηκε σε θολωτή οροφή τύπου χαλιφάτου και με πεταλοειδείς αψίδες.

Στο 1002, ο Αλμανθόρ έκαψε το μοναστήρι, έτσι με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο ζωγραφικός διάκοσμος και το μοζαραβικό γυψινο.

Ρομανική Επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1030, ο Σάντσο Γ΄ ο Μέγας για να σηματοδοτήσει την αγιότητα του Σαν Μιγιάν, αποκαθιστά και επεκτείνει το μοναστήρι με την προσθήκη δύο αψίδων. Τέλος, στον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα, το μοναστήρι επεκτάθηκε προς τις αρχικές σπηλιές-ερημητήρια.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχέδιο του μοναστηριού

Η είσοδος στο ναό γίνεται μέσω της πεταλοειδούς πόρτας. Το πίσω τμήμα του πλαισίου της πόρτας διατηρεί τον πυρήνα των βησιγοτθικών έργων, τα οποία η πόρτα ξεπερνά κατά ένα τρίτο. Επιπλέον, τουλάχιστον το μισό ανακατασκευάστηκε το 11ο αιώνα. Το διακοσμημένο δάπεδο αποτελείται από γκρι χαλίκια και κόκκινα τούφλα, τα οποία σχηματίζουν ρόδακες και σβάστικες. Αυτό το δάπεδο είναι γνωστό ως χαλί Πορταλέχο. Είναι μοζαραβικό έργο του 11ου αιώνα. Στα αριστερά της στοάς, βρίσκεται το κενοτάφειο των εφτά βρεφών της Λάρα (από τον σχετικό θρύλο). Επίσης, στην αυλή του βρίσκονται οι τάφοι των Τόδα, Χιμένα και Ελβίρα, βασίλισσα της Ναβάρρα, και του Δον Τέγιο Γκονθάλεθ. Η αυλή έχει θέα προς την κοιλάδα του Καρδένας. Αμέσως μετά, βρίσκεται μία παλιά αψίδα, χωρίς επάνω επιφάνεια και σφηνόλιθο, χαρακτηριστικό Βησιγοτθικό σημάδι. Οι πλευρές της στηρίζονται από διπλές κολώνες.

Μπροστά σε αυτή την πόρτα βρίσκονται τρία ιερά τα οποία λαξεύθηκαν στον βράχο. Η ανατολικότερη σπηλιά είναι πιθανότατα η παλαιότερη και θεωρείται ότι ήταν η σκήτη του ερημίτη. Αυτό ήταν το Βησιγοτθικό μοναστήρι, το οποίο αποτελούνταν από μία σειρά σπηλιών τοποθετημένες σε δύο επίπεδα και συνδέονται με ένα πηγάδι στο οποίο λέγεται ότι έζησε ο άγιος Αιμιλιανός μέχρι τον θάνατό του το 574. Ήταν θαμμένος εκεί μέχρι το 1053, όταν μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Γιούσο. Στο μοναστήρι του Σούσο βρίσκεται το κενοτάφιό του, σε ρομανικό ρυθμό, το οποίο αναπαριστά τον άγιο. Το έργο αυτό αποδίδεται στον ίδιο καλλιτέχνη με τον καθεδρικό του Σάντο Ντομίγκο ντε λα Καλθάδα στη Λα Ριόχα.

Οι αντιρρίδες που σώζονται στο κτίριο είναι από τις πιο πολυτελείς παραδοσιακές που είναι γνωστές, παρόμοιες με αυτές στην ανατολική πρόσοψη του τεμένους της Κόρδοβας. Οι σπείρες τους βασίζονται στις παραδοσιακές σβάστικες, ροζέτες και εξάκτινα αστέρια. Μια απόφυση βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα, η οποία είναι διακοσμημένη με στρογγυλούς ήλιους και καμπύλα τρίγωνα. Η εκκλησία έχει δύο κλίτη.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • El Mozárabe. Volumen 10 de la serie La España románica. Autor: Jacques Fontaine. Ediciones Encuentro 1978. Madrid.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]