Μετάλλαξη BRCA

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοντέλο κληρονόμησης

Ως μετάλλαξη BRCA ορίζεται η μετάλλαξη που προκαλείται σε κάποιο από τα γονίδια BRCA1 και BRCA2. Οι παθολογικές μεταλλάξεις σε αυτά τα γονίδια προκαλούν το σύνδρομο του κληρονομικού καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών. Αν και ο καρκίνος του μαστού είναι σχετικά κοινός, οι μεταλλάξεις στα BRCA1 και BRCA2 είναι σπάνιες, επομένως οι μεταλλάξεις αυτές είναι υπεύθυνες για το μόλις 5 έως 10% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού στις γυναίκες.[1]

Έχουν ταυτοποιηθεί εκατοντάδες διαφορετικοί τύποι μεταλλάξεων σε αυτά τα γονίδια. Οι μεταλλάξεις υψηλού κινδύνου απενεργοποιούν μια πολύ σημαντική και αλάνθαστη διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA, οπότε αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος να αναπτύξει ένα άτομο καρκίνο του μαστού, καρκίνο των ωοθηκών και ορισμένους άλλους καρκίνους. Δεν είναι όμως όλες οι μεταλλάξεις BRCA υψηλού κινδύνου, μερικές είναι ακίνδυνες. Ο κίνδυνος πάντως για την εμφάνιση καρκίνου εξαρτάται από την μετάλλαξη και συγκεκριμένα από τον τύπο, την τοποθεσία της και πιθανόν από άλλους ατομικούς παράγοντες. Η έλλειψη λειτουργικότητας στο γονίδιο BRCA1, φαίνεται ότι προκαλεί μη-λειτουργική αδρανοποίηση του φυλετικού χρωμοσώματος Χ.

Οι γυναίκες με παθολογικές μεταλλάξεις είτε στο BRCA1 είτε στο BRCA2 έχουν πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού και δέκα έως τριάντα φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο των ωοθηκών.[2] Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 οδηγούν σε υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στήθους και των ωοθηκών από ότι οι μεταλλάξεις του BRCA2. Παρόλα αυτά η εμφάνιση τέτοιων μεταλλάξεων υψηλού κίνδυνου δεν σημαίνει ότι σίγουρα θα αναπτυχθεί καρκίνος, ούτε σημαίνει πως άμα εμφανιστεί καρκίνος, αυτός οφείλεται στη μετάλλαξη και όχι σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα η κατανάλωση αλκοόλ.

Οι μεταλλάξεις μπορούν να κληρονομηθούν από τον γονέα και να περάσουν και σε γιούς και σε κόρες. Κάθε παιδί γενετικού φορέα, ανεξαρτήτως φύλου, έχει 50% πιθανότητες να κληρονομήσει το μεταλλαγμένο γονίδιο από τον γονέα που φέρει την μετάλλαξη. Ως αποτέλεσμα, τα μισά άτομα με γονιδιακές μεταλλάξεις BRCA είναι αρσενικά. Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού που είναι σχετιζόμενος με τα BRCA γονίδια είναι υψηλότερος στους άνδρες που φέρουν την μετάλλαξη από ότι σε άνδρες που δεν τη φέρουν, όμως παραμένει χαμηλότερος σε σχέση με τις γυναίκες.[3] Παρόλα αυτά, οι μεταλλάξεις BRCA αυξάνουν τον κίνδυνο για άλλους καρκίνους, όπως αυτών του παχέος εντέρου, του παγκρέατος και του προστάτη.

Γονίδια και μεταλλάξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Και τα δύο γονίδια BRCA είναι ογκοκατασταλτικά γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται από το κύτταρο σε ένα «ενζυμικό μονοπάτι» που οδηγεί σε πολύ ακριβείς επισκευές μορίων DNA, στα οποία έχει συμβεί σπάσιμο και των δύο αλυσίδων.[4][5] Στο μονοπάτι συμμετέχουν πρωτεΐνες που κωδικοποιούνται και από άλλα γονίδια, συμπεριλαμβανομένων των CHK2, FANCD2 και ATM.[6] Επιβλαβείς μεταλλάξεις σε οποιοδήποτε από αυτά τα γονίδια, αδρανοποιούν το γονίδιο ή την πρωτεΐνη που παράγει.

Ο κίνδυνος καρκίνου που προκαλείται από τις μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 κληρονομείται με επικρατούν τρόπο αν και συνήθως μόνο ένα μεταλλαγμένο αλληλόμορφο κληρονομείται ευθέως από τους γονείς.[7] Αυτό συμβαίνει διότι άτομα που φέρουν την μεταλλαγή είναι πολύ πιθανόν να αποκτήσουν και δεύτερη μεταλλαγή, οδηγώντας έτσι σε επικρατή έκφραση του καρκίνου. Κάθε μεταλλαγμένο γονίδιο BRCA μπορεί να κληρονομηθεί και από τους δύο γονείς. Επειδή κληρονομούνται από τους γονείς, κατηγοριοποιούνται ως κληρονομικές ή οικογενείς μεταλλάξεις αντί για επίκτητες ή σωματικές μεταλλάξεις. Ο καρκίνος που προκαλείται από τη μεταβίβαση ενός μεταλλαγμένου γονίδιου από κάποιον γονέα θεωρείται κληρονομικός ή οικογενής καρκίνος, σε αντίθεση με τους σποραδικούς καρκίνους.

Επειδή οι άνθρωποι έχουν διπλοειδές γονιδίωμα, κάθε κύτταρο έχει δύο αντίγραφα του γονιδίου (ένα από κάθε βιολογικό γονέα). Τυπικά, μόνο ένα αντίγραφο περιέχει την αδρανοποιούσα κληρονομική μετάλλαξη, επομένως το προσβεβλημένο άτομο είναι ετερόζυγο για την μετάλλαξη. Εάν ωστόσο υπάρξει βλάβη στο λειτουργικό αντίγραφο, τότε το κύτταρο εξαναγκάζεται να χρησιμοποιήσει εναλλακτικούς μηχανισμούς επισκευής του DNA, οι οποίοι είναι επιρρεπείς σε λάθη. Η απώλεια του λειτουργικού αντιγράφου ονομάζεται απώλεια ετεροζυγωτίας.[8] Τα λάθη που μπορεί να συμβούν κατά την επισκευή του DNA ίσως οδηγήσουν στο θάνατο του κυττάρου ή σε καρκινικό μετασχηματισμό του κυττάρου.[4]

Υπάρχουν πολλές μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA και δεν προσδίδουν όλες οι αλλαγές τους ίδιους κινδύνους.[4] Κάποιες μεταλλάξεις είναι ακίνδυνες, ενώ άλλες είναι γνωστές ως πολύ επιβλαβείς. Κάποιοι απλοί νουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί ίσως προσδίδουν μόνο ένα μικρό κίνδυνο ή ίσως προσδίδουν κίνδυνο με τη ταυτόχρονη παρουσία άλλων μεταλλάξεων ή κάτω από ορισμένες συνθήκες. Σε άλλες περιπτώσεις, είναι άγνωστο το αν η μετάλλαξη είναι παθολογική. Οι μεταλλάξεις κατηγοριοποιούνται ως ακολούθως:[4]

  • Βλαβερή μετάλλαξη: Η αλλαγή έχει αποδειχθεί πως προκαλεί σημαντικούς κινδύνους. Συχνά, αυτές είναι πλαισιοτροποποιητικές μεταλλάξεις που αποτρέπουν το κύτταρο από το να παραγάγει περισσότερο από το πρώτο μέρος της απαραίτητης πρωτεΐνης.
  • Ύποπτο ως παθολογικό: Ενώ τίποτα δεν έχει αποδειχτεί, η μετάλλαξη θεωρείται επί του παρόντος παθολογική.
  • Μετάλλαξη αγνώστου σημασίας VUS: Είναι άγνωστο εάν η μετάλλαξη έχει κάποια επίδραση. Οι πιο πολλές μεταλλάξεις τοποθετούνται αρχικά σε αυτή τη κατηγορία, μέχρι να σωρευτούν νέα στοιχεία ώστε να επανατοποθετηθούν σε κάποια από τις υπόλοιπες κατηγορίες.
  • Μετάλλαξη ευμενής στον πολυμορφισμό: Ενώ τίποτα δεν έχει αποδειχθεί, επί του παρόντος πιστεύεται πως η μετάλλαξη αυτή είναι ακίνδυνη.
  • Καλοήθης πολυμορφισμός: Η μετάλλαξη κατηγοριοποιείται ως ακίνδυνη. Αυτές μπορεί να αναφερθούν «ως μη μετάλλαξη».

Οι βλαβερές μεταλλάξεις έχουν υψηλή, μα όχι απόλυτα γενετική διεισδυτικότητα που σημαίνει πως τα άτομα με την μετάλλαξη έχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ασθένειας, αν και ορισμένα μπορεί να μην αναπτύξουν εντέλει καρκίνο, παρά το ότι φέρουν μια παθολογική μετάλλαξη.

Κάνοντας την εξέταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο τύποι εξετάσεων διαθέσιμοι στο κοινό.[4] Και οι δύο γίνονται με εξέταση στο αίμα, αν κι εξέταση μπορεί να γίνει και με σάλιο. Η γρηγορότερη, απλούστερη και χαμηλότερου κόστους εξέταση, χρησιμοποιεί θετικά αποτελέσματα εξετάσεων από έναν συγγενή εξ’ αίματος και ελέγχει μόνο την μετάλλαξη που είναι γνωστό πως υπάρχει στην οικογένεια. Εάν αυτό δεν είναι γνωστό, τότε μπορεί να γίνει μια πλήρης εξέταση κατά την οποία πραγματοποιείται αλληλούχιση των γονιδίων BRCA1 και BRCA2.

Η εξέταση συνταγογραφείται από γιατρό, συνήθως ογκολόγο. Το πόσο γρήγορα βγαίνουν τα αποτελέσματα εξαρτάται από την εξέταση και το εργαστήριο (συνήθως αργούν μια έως αρκετές εβδομάδες). Ένα θετικό αποτέλεσμα για μια γνωστή παθογόνο μετάλλαξη αποτελεί ένδειξη προδιάθεσης, αν και δεν εγγυάται πως το άτομο θα αναπτύξει κάποιο είδος καρκίνου. Αρνητικό αποτέλεσμα, για μια συγκεκριμένη μετάλλαξη, δείχνει πως το άτομο δεν έχει προδιάθεση για καρκίνο σχετιζόμενο με το BRCA, αν και δεν εγγυάται πως το άτομο δεν θα αναπτύξει μια μη-κληρονομική μορφή καρκίνου. Από μόνο του, ένα αρνητικό αποτέλεσμα, δεν σημαίνει πως ο ασθενής δεν έχει κληρονομική προδιάθεση για καρκίνο του στήθους ή των ωοθηκών. Η οικογένεια ίσως έχει κάποια άλλη γενετική προδιάθεση για καρκίνο, σχετιζόμενη με κάποιο άλλο γονίδιο.[4]

Η εξέταση σε μικρά παιδιά θεωρείται αμφισβητούμενης ηθικής, διότι τα αποτελέσματα δεν πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η φροντίδα της υγείας του παιδιού. Επειδή η χρήση αντισυλληπτικού χαπιού πριν τα είκοσι σχετίζεται με πολύ πρόωρη ανάπτυξη καρκίνου του μαστού σε φορείς της BRCA μετάλλαξης, οι έφηβες θα πρέπει κανονικά να εξετασθούν πριν αποφασίσουν να πάρουν ορμονικά αντισυλληπτικά για οποιονδήποτε λόγο.

Κίνδυνος καρκίνου στήθους και ωοθηκών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γυναίκες με παθολογικές μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή/και των ωοθηκών. Επειδή οι προηγηθείσες μελέτες έγιναν σε διαφορετικούς πληθυσμούς και επειδή οι διάφοροι τύποι μεταλλάξεων έχουν διαφορετικούς κινδύνους, ο κίνδυνος εκφράζεται καλύτερα ως εύρος παρά ως ένας αριθμός.[4] Σχεδόν το 50-65% των γυναικών που γεννήθηκαν με παθολογική μετάλλαξη στο BRCA1 θα αναπτύξουν καρκίνο του μαστού ως τα εβδομήντα και το 35-45% καρκίνο των ωοθηκών ως τα εβδομήντα. Σχεδόν το 40-57% των γυναικών με παθολογική μετάλλαξη στο BRCA2 θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού ως τα εβδομήντα και το 13-23% καρκίνο των ωοθηκών ως τα εβδομήντα.[4]:89–111[9]

Οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού σχετιζόμενο με μετάλλαξη BRCA έχουν ως και 40% πιθανότητα να αναπτύξουν ένα νέο πρωτοπαθή καρκίνο του μαστού μέσα σε 10 χρόνια από την διάγνωση εάν δεν λάβουν θεραπεία ταμοξιφαίνης ή δεν κάνουν ωοθηκεκτομή.[3] Το δέκατο χρόνο ο κίνδυνος της γυναίκας για την εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών αυξάνεται επίσης κατά 6-12% υπό αυτές τις συνθήκες.[3]

Οι στατιστικές για το σχετιζόμενο με τα BRCA καρκίνο των ωοθηκών, συνήθως δεν περιλαμβάνουν μόνο τον καρκίνο των ωοθηκών, αλλά και τον καρκίνο του περιτοναίου και τον πολύ σπάνιο, αλλά κάπως ευκολότερο να ανιχνευθεί, καρκίνο των σαλπίγγων. Γυναίκες που φέρουν μετάλλαξη στα γονίδια BRCA διατρέχουν 100 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο στις φαλοπιανές σάλπιγγες.[4] Αυτοί οι τρεις τύποι καρκίνων είναι δύσκολο να διακριθούν κατά τα προχωρημένα τους στάδια.

Όταν εμφανίζεται ο καρκίνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σχετιζόμενος με BRCA καρκίνος του μαστού εμφανίζεται σε νεότερη ηλικία από ότι ο σποραδικός καρκίνος του μαστού.[4] Έχει υποστηριχθεί πως ο BRCA καρκίνος του μαστού είναι πιο επιθετικός από το φυσιολογικό καρκίνο αν και οι περισσότερες μελέτες σε επιλεγμένους πληθυσμούς υποδεικνύουν μικρή ή καθόλου διαφορά στα ποσοστά επιβίωσης.[10][11][12]

  • Το BRCA1 σχετίζεται με τον «τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού», που δεν ανταποκρίνεται σε ορμονικές θεραπείες και δεν αντιμετωπίζεται αποδοτικά με φάρμακα, όπως η τραστουζουμάμπη. Συνήθως ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα του φυσιολογικού.[4]
  • Το BRCA2 σχετίζεται πρωτίστως με τον μετά-εμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού αν και ο κίνδυνος προ-εμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού είναι εξίσου σημαντικός. Τυπικά ανταποκρίνεται άμεσα στις ορμονικές θεραπείες.[4]

Ο σχετιζόμενος με BRCA καρκίνος των ωοθηκών και των σαλπίγγων είναι πιο θεραπεύσιμος από το σύνηθες διότι είναι ασυνήθιστα επιδεκτικός σε χημειοθεραπευτικά σκευάσματα με βάση την πλατίνα όπως τη σιοπλατίνη[4] Ο σχετιζόμενος με το BRCA1 καρκίνος των ωοθηκών εμφανίζεται σε νεότερες ηλικίες, αλλά ο κίνδυνος για τις γυναίκες με BRCA2 αυξάνεται σημαντικά και σύντομα μετά την εμμηνόπαυση.[4]

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των γυναικών που πεθαίνουν πριν τα 70...
77 / 100
56 / 100
11 / 100
Η αιτία θανάτου του 77% των γυναικών με μετάλλαξη στο BRCA1 και του 56% των γυναικών με μετάλλαξη στο BRCA2 που πεθαίνουν πριν την ηλίκια των 70 (και που δεν έχουν υποβληθεί σε ιατρικό έλεγχο ή φροντίδα για την πρόληψη του καρκίνου) είναι ο καρκίνος του μαστού ή των ωοθηκών. Το 11% των γυναικών στις ΗΠΑ που πεθαίνουν πριν την ηλικία των 70, πεθαίνουν από καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών.[13]

Μια εικοσιπεντάχρονη γυναίκα χωρίς μετάλλαξη στα BRCA γονίδιά της, έχει 84% πιθανότητα να φτάσει τουλάχιστον στην ηλικία των εβδομήντα.[13] Από αυτές που δεν θα επιβιώσουν, το 11% θα πεθάνει από καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών και το 89% από άλλες αιτίες.

Σε σύγκριση με αυτό, μια γυναίκα με υψηλού κινδύνου μετάλλαξη στο γονίδιο BRCA1, αν είχε κάνει εξέταση για καρκίνο του μαστού, αλλά όχι ιατρική ή χειρουργική επέμβαση, θα είχε μόνο 59% πιθανότητα να φτάσει τα εβδομήντα, δηλαδή είκοσι πέντε ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες του κανονικού. Από αυτές που δεν θα επιβιώσουν, το 26% θα πεθάνει από καρκίνο του μαστού, το 46% από καρκίνο των ωοθηκών και το 28% από άλλες αιτίες.[13]

Οι γυναίκες με υψηλού κινδύνου μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA2, που έχουν εξεταστεί για καρκίνο αλλά χωρίς προληπτική ιατρική ή χειρουργική επέμβαση, έχουν μόνο 75% πιθανότητα να φτάσουν τα 70, 9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του κανονικού. Από αυτές που δεν θα επιβιώσουν, το 21% θα πεθάνει από καρκίνο του μαστού, το 25% από καρκίνο των ωοθηκών και το 54% από άλλες αιτίες.[13]

Η πιθανότητα επιβίωσης τουλάχιστον ως την ηλικία των 70 μπορεί να βελτιωθεί από αρκετές ιατρικές παρεμβάσεις, όπως την μαστεκτομή μείωσης ρίσκου και την ωοθηκεκτομή.[13]

Καρκίνος του μαστού στους άνδρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι άνδρες με μετάλλαξη στα γονίδια BRCA εμφανίζουν μεγάλο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, αλλά επειδή τα γενικά περιστατικά καρκίνου του μαστού στους άνδρες είναι τόσο χαμηλά, ο απόλυτος κίνδυνος είναι ίσος ή και μικρότερος από τον κίνδυνο για τις γυναίκες χωρίς μετάλλαξη στα γονίδια BRCA.[4] Σχεδόν το 1%-2% των ανδρών με μετάλλαξη στο BRCA1 θα αναπτύξουν καρκίνο του μαστού ως τα εβδομήντα. Σχεδόν το 6% των ανδρών με μετάλλαξη στο BRCA2 θα αναπτύξουν καρκίνο του μαστού ως τα εβδομήντα, δηλαδή έχουν παρόμοιο κίνδυνο ανάπτυξης με αυτόν που εμφανίζουν οι γυναίκες χωρίς μετάλλαξη στα BRCA. Πολύ λίγοι άνδρες, με ή χωρίς προδιαθετική μετάλλαξη, αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού πριν τα πενήντα.[4]

Σχεδόν οι μισοί άνδρες που αναπτύσσουν καρκίνο του μαστού έχουν μια μετάλλαξη σε κάποιο γονίδιο BRCA ή σε κάποιο από τα γονίδια που σχετίζονται με κληρονομικά σύνδρομα καρκίνου στήθους.

Ο καρκίνος του μαστού στους άνδρες μπορεί να αντιμετωπισθεί το ίδιο επιτυχώς με αυτόν στις γυναίκες, αλλά οι άνδρες συχνά αγνοούν τα σημάδια και τα συμπτώματα του καρκίνου, όπως πόνος ή ένα ασυνήθιστο πρήξιμο, το οποίο ίσως και να μην είναι μεγαλύτερο από έναν κόκκο ρυζιού, μέχρι να φτάσει σε τελικό στάδιο.[4]

Αντίθετα με άλλους άνδρες, οι άνδρες με μετάλλαξη στα BRCA και ειδικά με μετάλλαξη BRCA2, ίσως τελικά διαγνωσθούν με ατομική ή ιατρική εξέταση του μαστού τους. Δεν συνίσταται συνήθως απεικονιστική εξέταση επειδή οι άνδρες φορείς μεταλλάξεων στο BRCA2 εμφανίζουν κίνδυνο καρκίνου του μαστού σε ίσα επίπεδα με τον γενικό γυναικείο πληθυσμό. Έτσι το τυπικό ετήσιο πρόγραμμα μαστογραφίας μπορεί να προσαρμοστεί και σε άνδρες υψηλού κίνδυνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού.[4]

Διάγνωση του καρκίνου και στρατηγικές πρόληψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ποικιλία επιλογών ελέγχου και επέμβασης είναι διαθέσιμες για τη διαχείριση των κινδύνων που προκύπτουν από σχετιζόμενο με τις μεταλλάξεις στα BRCA καρκίνο.

Οι μέθοδοι ελέγχου δεν προλαμβάνουν τον καρκίνο, αλλά στοχεύουν στην έγκαιρη διάγνωση του, έτσι ώστε να εφαρμοστούν πρακτικές πρόληψης, η κάθε μία από τις οποίες μπορεί όμως να έχει διαφορετικά αποτελέσματα.[4]

Προσυμπτωματικός έλεγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προληπτική φαρμακευτική αγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών έχει σχετιστεί με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών από γυναίκες με μεταλλάξεις σε κάποιο από τα γονίδια BRCA.[14][15] Μια μέτα-ανάλυση του 2013 έδειξε ότι η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών σχετίζεται με μια μείωση κατά 42% του σχετικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών, τόσο σε άτομα με μεταλλάξεις στο BRCA1 όσο και στο BRCA2. Όσον αφορά το καρκίνο του μαστού, η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών δεν φάνηκε να έχει κάποια στατιστικά σημαντικά επίδραση στο κίνδυνο εμφάνισής του.[14][15] Επίσης, μια μέτα-ανάλυση του 2011 έδειξε ότι η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών συνδεόταν με 43% σχετική μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών σε γυναίκες με μεταλλάξεις σε κάποιο από τα γονίδια BRCA, ενώ τα στοιχεία σχετικά με τον καρκίνο του μαστού σε φορείς των BRCA μεταλλάξεων ήταν ετερογενή και τα αποτελέσματα ασυνεπή.[16]

Οι εκλεκτικοί ρυθμιστές υποδοχέων οιστρογόνων, ειδικά η ταμοξιφαίνη, έχουν φανεί να μειώνουν το κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA που δεν έχουν αφαιρέσει το μαστό τους.[4] Είναι αποτελεσματικό για την πρώιμη πρόληψη (αποτροπή του πρώτου σταδίου του καρκίνου του μαστού) σε γυναίκες με μεταλλάξεις στο BRCA2, αλλά όχι σε γυναίκες με μεταλλάξεις στο ΒRCA1και για δευτερογενή πρόληψη (αποτροπή ενός δεύτερου ανεξάρτητου καρκίνου του μαστού) και στις δύο ομάδες γυναικών. Η λήψη ταμοξιφαίνης για 5 χρόνια έχει φανεί να μειώνει στο μισό το κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου για οποιονδήποτε λόγο, αλλά πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις όπως καταρράκτες, θρόμβοι αίματος και καρκίνος του ενδομητρίου, μαζί με θέματα που αφορούν την ποιότητα ζωής όπως εξάψεις, οδηγούν μερικές γυναίκες να διακόψουν την χρήση των εκλεκτικών ρυθμιστών και κάποιους γιατρούς να περιορίσουν την χορήγησή τους σε γυναίκες με άτυπες αυξήσεις στους μαστούς. Η ταμοξιφαίνη αντενδείκνυται για τις γυναίκες που μπορεί να αναπτύξουν επιπλοκές. Η ραλοξιφαίνη (Evista), που έχει μειωμένο κίνδυνο παρενεργειών, χρησιμοποιείται ως εναλλακτική θεραπεία μα δεν έχει μελετηθεί ειδικά σε φορείς BRCA μετάλλαξης. Η χρήση ταμοξιφαίνης μπορεί να συνδυαστεί με ωοθηκεκτομή για ακόμη μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ειδικά στις γυναίκες με μεταλλάξεις στο BRCA2.[4]

Τέλος οι αναστολείς της αρωματάσης είναι φάρμακα που αποτρέπουν την παραγωγή οιστρογόνων στα επινεφρίδια και στο λιπώδη ιστό. Έχουν λιγότερες παρενέργειες από τους εκλεκτικούς ρυθμιστές υποδοχέων οιστρογόνων όπως η ταμοξιφαίνη, αλλά δεν δρουν στις γυναίκες προ της εμμηνόπαυσης, διότι δεν εμποδίζουν τις ωοθήκες να παράγουν οιστρογόνα.[4]

Χειρουργική επέμβαση μείωσης ρίσκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διάφοροι τύποι προληπτικών επεμβάσεων που μπορεί να μειώσουν σημαντικά το κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στις γυναίκες με υψηλού κινδύνου μεταλλάξεις BRCA.[17] Οι επεμβάσεις μπορούν να γίνουν είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με μη χειρουργικές παρεμβάσεις για να μειωθεί περαιτέρω ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών.

  • Η απολίνωση των σαλπίγγων είναι η λιγότερο δραστική από αυτές τις επεμβάσεις και φαίνεται ότι μειώνει το κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών στους φορείς BRCA1 πάνω από 60%. Η σαλπιγγεκτομή είναι απλούστερη πιο δραστική από την απολίνωση των σαλπίγγων και ίσως οδηγήσει και σε πρόσθετη μείωση του κινδύνου. Και οι δύο μπορούν να πραγματοποιηθούν μετά την τεκνοποίηση.[17] Αντίθετα με άλλες προληπτικές επεμβάσεις, αυτές οι δύο δε μειώνουν το κίνδυνο καρκίνου του μαστού.[18]
  • Η προληπτική μαστεκτομή συσχετίζεται με μικρούς κινδύνους και μεγάλη πτώση του κινδύνου εμφάνισης του μαστικού καρκίνου.
  • Η προληπτική σαλπιγγό-ωοθηκεκτομή (αφαίρεση των ωοθηκών και των σαλπίγγων), οδηγεί σε πολύ μεγάλη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών και μεγάλη μείωση στο κίνδυνο του μαστικού καρκίνου εάν πραγματοποιηθεί πριν την φυσική εμμηνόπαυση. Παρόλα αυτά, μπορεί να υπάρξουν σημαντικές παρενέργειες εάν πραγματοποιηθεί σε νεαρή ηλικία.
  • Η υστερεκτομή δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα στους σχετιζόμενους με BRCA καρκίνους, μα επιτρέπει στις γυναίκες να χρησιμοποιούν κάποια φάρμακα που μειώνουν το κίνδυνο μαστικού καρκίνου (όπως την ταμοξιφαίνη), με το κίνδυνο του καρκίνου της μήτρας και να χρησιμοποιούν λιγότερες ορμόνες για να ελέγχουν τις παρενέργειες μιας προληπτικής ωοθηκεκτομής.

Το αν και το πότε θα πραγματοποιηθούν οι όποιες προληπτικές επεμβάσεις είναι μια πολύπλοκη ιατρική απόφαση η παρούσα ιατρική γνώση προσφέρει κάποια καθοδήγηση για τους κινδύνους και τα οφέλη. Ακόμα και φορείς της ίδιας μετάλλαξης ή από την ίδια οικογένεια ίσως έχουν σημαντικά διαφορετικούς κινδύνους για το είδος και την σοβαρότητα του καρκίνου που ίσως αναπτύξουν. Διαφορετικοί άνθρωποι έχουν επίσης διαφορετικές αξίες. Ίσως επιλέξουν να επικεντρωθούν στην ολική πρόληψη του καρκίνου, τα ψυχολογικά οφέλη, την παρούσα ποιότητα ζωής ή την γενική επιβίωση. Οι πιθανές επιπτώσεις των μελλοντικών ιατρικών ανακαλύψεων στην θεραπεία και την πρόγνωση ίσως είναι σημαντικές για τις πολύ νέες γυναίκες και τον οικογενειακό προγραμματισμός. Η απόφαση είναι ατομική και βασίζεται συνήθως σε πολλούς παράγοντες, όπως την πρόωρη εμφάνιση του σχετιζόμενου με BRCA καρκίνου σε στενούς συγγενείς.

Το προληπτικό χειρουργείο προστατεύει αποτελεσματικότερα όταν γίνεται σε νεαρή ηλικία, παρόλα αυτά η ωοθηκεκτομή έχει παρενέργειες που είναι μεγαλύτερες όταν γίνεται πολύ πριν την φυσική εμμηνόπαυση. Για αυτό το λόγο, η ωοθηκεκτομή συνιστάται κυρίως μετά την ηλικία των τριάντα πέντε ή των σαράντα ετών, υποθέτοντας πως η τεκνοποίηση έχει ολοκληρωθεί. Ο κίνδυνος του καρκίνου των ωοθηκών είναι μειωμένος πριν από αυτήν την ηλικία και τα αρνητικά αποτελέσματα της ωοθηκεκτομής είναι λιγότερο σοβαρά καθώς η γυναίκα πλησιάζει την φυσική εμμηνόπαυση.[13][19]

  • Στους υψηλού κινδύνου φορείς των μεταλλάξεων BRCA1, η προληπτική ωοθηκεκτομή γύρω στα 40 μειώνει το κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στήθους και των ωοθηκών και προσδίδει ένα σημαντικό προσδόκιμο ζωής. Εάν μάλιστα η επέμβαση γίνει σε πολύ νεαρή ηλικία αυξάνεται περισσότερο το προσδόκιμο ζωής αλλά αυξάνει ο κίνδυνος παρενεργειών από το χειρουργείο. Π.χ. εάν γίνει η επέμβαση γύρω στα σαράντα αυξάνει η πιθανότητα η γυναίκα να φτάσει τα εβδομήντα κατά δεκαπέντε ποσοστιαίες μονάδες, από 59% σε 74%. Πρόσθετη προληπτική μαστεκτομή, αυξάνει την αναμενόμενη επιβίωση για αρκετές επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.
  • Στους φορείς μεταλλάξεων στο BRCA2 υψηλού κινδύνου, η ωοθηκεκτομή γύρω στα σαράντα έχει μικρό αποτέλεσμα. Η χειρουργική αφαίρεση αυξάνει τις πιθανότητες να φτάσει η γυναίκα τα εβδομήντα μόνο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, από 75% σε 80%. Αντίθετα, μόνο όταν η προληπτική μαστεκτομή γίνει στα σαράντα η βελτίωση είναι παρόμοια, με την αναμενόμενη πιθανότητα να αυξάνεται από 75% σε 79%.

Το να γίνουν και οι δύο επεμβάσεις ταυτόχρονα γύρω στα σαράντα θεωρείται πως βελτιώνει την πιθανότητα της γυναίκας να φτάσει τα εβδομήντα από 75% σε 82%. Οι φυσιολογικές γυναίκες έχουν 84% πιθανότητα να ζήσουν ως την ηλικία των εβδομήντα.

Ως μέτρο σύγκρισης, οι γυναίκες στο γενικό πληθυσμό έχουν 84% πιθανότητα να ζήσουν μέχρι την ηλικία των 70.

Μαστεκτομή μείωσης ρίσκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια γυναίκα που δεν έχει αναπτύξει καρκίνο του μαστού, η χειρουργική αφαίρεση των μαστών μπορεί να μειώσει την πιθανότητά ανάπτυξης καρκίνου του μαστού έως και 90%, επίπεδο που είναι σχεδόν το μισό του μέσου όρου του κινδύνου της γυναίκας.[4] Αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή είναι η αφαίρεση και των δύο μαστών από έναν πλαστικό χειρουργό ή χειρουργό μαστού.[4] . Οι τεχνικές για την μαστεκτομή μείωσης ρίσκου είναι:[4]

  • Η απλή μαστεκτομή, που συνίσταται στις γυναίκες που δεν έχουν κάνει αναδόμηση στήθους και η οποία αφήνει το μικρότερο ποσό μαστικού ιστού στο σώμα και επομένως επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου. Επιπρόσθετα στην προληπτική της χρήση, χρησιμοποιείται από γυναίκες διαγνωσμένες με νωρίτερα στάδια καρκίνου.
  • Η συντηρητική μαστεκτομή δέρματος, στην οποία αφαιρείται ο ιστός από τον μαστό, την θηλή και την περιοχή γύρω της αλλά αφήνεται το περισσευούμενο δέρμα στη θέση του για αναδόμηση. Έχει λιγότερο εμφανή σημαδεμένο ιστό από μια απλή μαστεκτομή.
  • Την υποδόρια μαστεκτομή, όπου αφαιρείται ο ιστός του μαστού μα μένει ανέπαφή η θηλή και η περιοχή γύρω της για μια πιο φυσική εμφάνιση. Οι ουλές κρύβονται με μια πτυχή κάτω από τον μαστό.
  • Την καλιοσυντηρητική μαστεκτομή, κατά την οποία αφαιρείται ο ιστός του μαστού και η θηλή, αλλά όχι η περιοχή γύρω της.
  • Την καλιοσυντηρητική μαστεκτομή νεύρων, που αποτελεί μια προσπάθεια να διατηρηθούν τα νεύρα που παρέχουν την αίσθηση στο δέρμα πάνω από το στήθος. Τα στήθη που έχουν υποστεί κάποια από αυτές τις εγχειρήσεις δεν έχουν την ίδια αίσθηση με τα φυσικά στήθη. Οι καλιοσυντηρητικές τεχνικές νεύρων είναι μια προσπάθεια να διατηρηθεί κάποια αίσθηση στους μαστούς, με περιορισμένα και συχνά μόνο εν μέρει αποτελέσματα.[4]

Το είδος του καρκίνου και γενικά η κατάσταση της υγείας του ατόμου καθορίζει και την τεχνική που θα χρησιμοποιηθεί, καθώς και η επιθυμία της γυναίκας, εάν υπάρχει, για χειρουργείο αναδόμησης στήθους για αισθητικούς σκοπούς.[4] Οι γυναίκες που επιλέγουν μια εμφάνιση επίπεδου στήθους, τυπικά επιλέγουν την απλή μαστεκτομή, με τη μεγαλύτερη μείωση εμφάνισης κινδύνου.[4]

Η αναδόμηση στήθους γίνεται συνήθως από πλαστικό χειρουργό και μπορεί να αρχίσει ως μέρος της ίδιας πολύωρης επέμβασης κατά την οποία αφαιρούνται οι μαστοί. Έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές τεχνικές για αναδόμηση με διαφορετικές περιοχές και ποσοστά σημαδέματος. Μερικές τεχνικές χρησιμοποιούν ιστό από κάποιο άλλο μέρος του σώματος, όπως λιπώδη ιστό από το κάτω μέρος της κοιλιάς ή από άλλα μέρη του κορμού. Άλλες χρησιμοποιούν εμφυτεύματα στήθους, που πιθανώς να προηγούνται από τους διαστολείς του ιστού, για να προσδώσουν όγκο. Κάποιες τεχνικές αναδόμησης, απαιτούν πολλαπλές εγχειρήσεις. Έπειτα, κάποιες γυναίκες προσθέτουν τατουάζ το οποίο παρομοιάζει τις περιοχές γύρω από την θηλή ή αναδομούν το δέρμα για να σχηματιστεί μια θηλή.[4]

Σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή μείωσης ρίσκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ωοθηκεκτομή (χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών) και η σαλπιγγεκτομή (χειρουργική αφαίρεση των σαλπίγγων) συνιστάται σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA.[4] Η σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή είναι η μόνη αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης καρκίνου των ωοθηκών και των σαλπίγγων σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA. Ωστόσο υπάρχει ένα μικρός κίνδυνος καρκίνου στο περιτόναιο αφού τα κύτταρα του περιτόναιου είναι του ίδιου τύπου με τμήματα των ωοθηκών. Ο κίνδυνος υπολογίζεται πως παράγει περίπου πέντε κρούσματα περιτοναϊκού καρκίνου ανά εκατό γυναίκες με βλαβερές μεταλλάξεις BRCA1, είκοσι χρόνια μετά την επέμβαση.[4] Ο σχετιζόμενος με το BRCA2 καρκίνος των ωοθηκών, εμφανίζεται συνήθως σε γυναίκες κοντά ή κατά την εμμηνόπαυση, επομένως η σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή συνιστάται στις ηλικίες μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα ετών.[4] Εάν γίνει πριν την εμμηνόπαυση, τότε οι γυναίκες επωφελούνται από το μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης μαστικού καρκίνου.

Η εγχείρηση γίνεται συχνά σε συνδυασμό με την υστερεκτομή (χειρουργική αφαίρεση της μήτρας) και μερικές φορές με τραχηλοτομή (χειρουργική αφαίρεση του τραχήλου της μήτρας), ειδικά στις γυναίκες που θέλουν να λάβουν ταμοξιφαίνη, που είναι γνωστό πως προκαλεί καρκίνο της μήτρας ή που έχουν ινομυώματα της μήτρας.[4] Διάφοροι τύποι επέμβασης είναι διαθέσιμοι, συμπεριλαμβανομένης της λαπαροσκοπικής επέμβασης. Επειδή περίπου το 5% των γυναικών με μετάλλαξη BRCA έχουν μη ανιχνεύσιμο καρκίνο των ωοθηκών τη στιγμή του προγραμματισμένου χειρουργείου τους, η επέμβαση θα πρέπει να αντιμετωπισθεί σαν να ήταν η αφαίρεση ενός γνωστού καρκίνου.[4]

Η σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή καθιστά τη γυναίκα στείρα (ανίκανη να γεννήσει παιδιά). Μπορούν ωστόσο οι γυναίκες να διατηρήσουν τα ωάριά τους σε κέντρα συντήρησης ωαρίων, εάν είναι επιθυμητό. Παρόλα αυτά, καθώς τα οφέλη της εγχείρησης είναι μεγαλύτερα κοντά στην εμμηνόπαυση, οι περισσότερες γυναίκες απλά αναβάλλουν την επέμβαση μέχρι να γεννήσουν όσα παιδιά επιλέξουν.[4]

Η επέμβαση επίσης μπορεί να προκαλέσει εμμηνόπαυση, κάτι που προκαλεί εξάψεις, διαταραχές στον ύπνο, κολπική ξηρότητα, σεξουαλικές δυσκολίες, δυσκολίες στην ανάκληση λέξεων και άλλες παρενέργειες. Οι παρενέργειες αυτές μπορεί να είναι ήπιες ή και σοβαρές. Οι περισσότερες μπορούν να αντιμετωπισθούν, τουλάχιστον εν μέρει. Πολλές γυναίκες με BRCA λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής αντικατάστασης για να μειώσουν αυτές τις παρενέργειες: συνδυασμός οιστρογόνων- προγεστερόνης για γυναίκες που έχουν μήτρα ή μόνο οιστρογόνα οι γυναίκες που έχουν προχωρήσει σε αφαίρεση της μήτρας τους. Τα οιστρογόνα μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο του μαστού, μα καθώς η ποσότητα των οιστρογόνων που λαμβάνεται είναι μικρότερη από το ποσό που παράγεται από τις ωοθήκες που έχουν αφαιρεθεί, ο καθαρός κίνδυνος συνήθως εκτιμάται ως αποδεκτός.[4] Σύμφωνα με κάποιες πηγές, πιστεύεται ότι η ωοθηκεκτομή πριν τα πενήντα διπλασιάζει το κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και αυξάνει το κίνδυνο καταγμάτων του ισχίου που προκαλείται από οστεοπόρωση στο σχετικό πληθυσμό.[13]

Μη ιατρικές επιλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου των υψηλών κινδύνων και των λίγων πλεονεκτημάτων σε φορείς μετάλλαξης BRCA, καμιά αλλαγή του τρόπου ζωής προσφέρει κάποια επιπλέον προστασία.[4] Το να κάνει μια γυναίκα ένα παιδί σε νεαρή ηλικία ή το να κάνει περισσότερα παιδιά από το συνηθισμένο και να θηλάσει παραπάνω από ένα χρόνο, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού για μια γυναίκα μέσου κινδύνου.[4] Σχετικές μελέτες ανάμεσα σε φορείς μετάλλαξης BRCA, αναφέρουν γενικά ότι η απόκτηση παιδιών θεωρείται πως παρέχει λίγη ή και καθόλου προστασία ενάντια στον καρκίνο του μαστού σε γυναίκες με μεταλλάξεις στο BRCA1 και παραδόξως αυξάνει το κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA2.[4][20]

Το να είναι κάποια δραστήρια σωματικά και να διατηρεί ένα φυσιολογικό βάρος, αποτρέπει την εμφάνιση καρκίνου του μαστού όπως και τους άλλους καρκίνους με την ίδια αναλογία με τον γενικό πληθυσμό αποτρέποντας επιπλέον καρδιακές νόσους και άλλες ιατρικής φύσεως παθήσεις. Εάν οι γυναίκες με μετάλλαξη BRCA είναι δραστήριες σωματικά και διατηρούν υγιές σωματικό βάρος ως έφηβες, αυτό δεν έχει επίδραση στον καρκίνο των ωοθηκών και μικρή μόνο στο καρκίνο του μαστού μετά την εμμηνόπαυση.[4][21] Σε μερικές μελέτες φάνηκε ότι μόνο η έντονη σωματική άσκηση κάποιο όφελος.[4] Η παχυσαρκία και η αύξηση βάρους στις ενήλικες συνδέονται με αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του μαστού.[4]

Μελέτες σε συγκεκριμένα φαγητά, δίαιτες και συμπληρώματα διατροφής, παρουσίασαν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα ενώ στην περίπτωση κατανάλωσης διαιτητικού λίπους, σόγιας και πράσινου τσαγιού, οι μελέτες αυτές πραγματοποιήθηκαν μόνο σε γυναίκες μέσου κινδύνου.[4] Η κατανάλωση περισσότερων του ενός αλκοολούχων ποτών την ημέρα, συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και οι φορείς ενθαρρύνονται συνήθως να μην καταναλώνουν πάνω από ένα αλκοολούχο ποτό την ημέρα και όχι περισσότερα από τέσσερα συνολικά την εβδομάδα.[4]

Όπως στον γενικό πληθυσμό, έτσι και οι φορείς της μετάλλαξης που γεννήθηκαν πριν το 1940 έχουν πολύ χαμηλό κίνδυνο να διαγνωστούν με καρκίνο του στήθους, ως την ηλικία των πενήντα από αυτούς που γεννήθηκαν μετά το 1940.[21] Οι λόγοι για αυτήν την διαφορά είναι άγνωστοι. Αντίθετα με τον γενικό πληθυσμό, η ηλικία έναρξης της εμμήνου ρήσεως και η ηλικία στην εμμηνόπαυση, δεν έχει επίδραση στο κίνδυνο εμφάνισης του μαστικού καρκίνου για φορείς μετάλλαξης BRCA.[4]

Άλλοι καρκίνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεταλλάξεις έχουν σχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οποιουδήποτε τύπου επιθετικού καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου του στομαχικού, του παγκρεατικού, του προστατικού και του καρκίνου του παχέος εντέρου.[6] Οι φορείς εμφανίζουν κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου (και άλλων παθήσεων), όπως και τα υγιή άτομα, που σχετίζεται με την αυξημένη ηλικία, την κατανάλωση αλκοόλ, την καθιστική ζωή, την φτωχή δίαιτα, την έλλειψη άσκησης και άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου, επιπλέον του πρόσθετου κινδύνου που μπορεί να εμφανιστεί από γενετικές μεταλλάξεις και αυξημένη ευαισθησία στην επίδραση από ιονίζουσα ακτινοβολία, συμπεριλαμβανομένης της φυσιολογικής ακτινοβολίας υποβάθρου.[4]

Οι άνδρες με μετάλλαξη BRCA έχουν δυο φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη σε νεαρότερη ηλικία από τους μη-φορείς.[4] Ο κίνδυνος είναι μικρότερος για φορείς μεταλλάξεων στο BRCA1. Περίπου το 1/3, από τους φορείς μετάλλαξης στο BRCA2 αναμένεται να αναπτύξουν καρκίνο του προστάτη πριν τα εξήντα πέντε. Ο καρκίνος του προστάτη σε φορείς μετάλλαξης BRCA τείνει να εμφανίζεται μια δεκαετία νωρίτερα του φυσιολογικού και τείνει να είναι πιο επιθετικός του φυσιολογικού. Ως αποτέλεσμα, η ετήσια διαλογή προστάτη, συμπεριλαμβανομένης της δακτυλικής εξέτασης, είναι κατάλληλη στην ηλικία των σαράντα ανάμεσα στους γνωστούς φορείς, αντί για την ηλικία των πενήντα.[4]

Μεταλλάξεις στο BRCA1 σχεδόν διπλασιάζει ή τριπλασιάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης παγκρεατικού καρκίνου. Μεταλλάξεις στο BRCA2 το τριπλασιάζει ή το πενταπλασιάζει. Το 4%-7% των ατόμων με παγκρεατικό καρκίνο έχουν και μια μετάλλαξη BRCA.[6] Παρόλα αυτά, αν και ο παγκρεατικός καρκίνος είναι σχετικά σπάνιος, οι άνθρωποι με μετάλλαξη BRCA2, εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο στο 5%. Όπως ο καρκίνος των ωοθηκών, έτσι και αυτός ο τύπος καρκίνου τείνει να μην παρουσιάζει συμπτώματα, στα αρχικά θεραπεύσιμα στάδια. Επίσης, όπως ο καρκίνος του προστάτη, ο παγκρεατικός καρκίνος που σχετίζεται με μετάλλαξη BRCA τείνει να εμφανίζεται μια δεκαετία νωρίτερα από τις μη-κληρονομικές περιπτώσεις.[6] Η διενέργεια εξετάσεων χωρίς να υπάρχουν συμπτώματα συστήνεται μόνο σε φορείς μεταλλάξεων στο BRCA2 που έχουν ιατρικό ιστορικό παγκρεατικού καρκίνου.[4] Το μελάνωμα είναι ο πιο θανατηφόρος καρκίνος του δέρματος, αν και θεραπεύεται εύκολα στα αρχικά στάδια. Η πιθανότητα ανάπτυξης μελανώματος εξαρτάται από την φυλή, τον αριθμό σπίλων που έχει το άτομο, το οικογενειακό ιστορικό, την ηλικία, το φύλο και το πόσο το άτομο έχει εκτεθεί σε ακτινοβολία UV. Οι φορείς μετάλλαξης BRCA2 έχουν σχεδόν διπλό ή τριπλό κίνδυνο από ότι θα είχαν συνήθως, συμπεριλαμβανομένου ενός παραπάνω του φυσιολογικού κινδύνου εμφάνισης μελανώματος του ματιού.[4][6]

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου, είναι σχεδόν το ίδιο κοινός για άνδρες και γυναίκες στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπως ο καρκίνος του μαστού ανάμεσα στις γυναίκες μέσου κινδύνου, με περίπου το 6% των ατόμων που διαγιγνώσκονται με αυτόν, να είναι συνήθως πάνω από την ηλικία των πενήντα.[4] Όπως ο σποραδικός καρκίνος του προστάτη, είναι μια πολυπαραγοντική ασθένεια και επηρεάζεται από την ηλικία, την διατροφή και παρόμοιους παράγοντες. Οι φορείς μετάλλαξης BRCA έχουν υψηλότερο κίνδυνο από το μέσο για αυτόν τον κοινό καρκινικό τύπο, μα ο κίνδυνος δεν είναι τόσο υψηλός σε άλλα κληρονομικά καρκινικά σύνδρομα. Ο κίνδυνος είναι ίσως τέσσερις φορές υψηλότερος του φυσιολογικού σε κάποιους φορείς BRCA1 και διπλάσιο του φυσιολογικού ανάμεσα σε φορείς BRCA2. Όπως ο παγκρεατικός καρκίνος, ίσως μόνο κάποιες μεταλλάξεις BRCA ή κάποιες οικογένειες γονιδίων BRCA να εμφανίζουν επιπλέον κινδύνους. Αντίθετα με άλλους καρκίνους που προκαλούνται από το BRCA δεν εμφανίζεται σε νωρίτερη ηλικία του φυσιολογικού.[4] Η φυσιολογική εξέταση του καρκίνου του παχέος εντέρου συνίσταται συνήθως σε φορείς μετάλλαξης BRCA.

Οι μεταλλάξεις στα BRCA1 και BRCA2 έχουν ενοχοποιηθεί ότι παίζουν ρόλο σε κάποιες αιματολογικές κακοήθειες. Οι μεταλλάξεις στο BRCA1 σχετίζονται με οξεία μυελογενή λευχαιμία και χρόνια μυελογενή λευχαιμία[22] Οι μεταλλάξεις BRCA2, σχετίζονται επίσης , με την εμφάνιση λεμφωμάτων και χρόνιων λεμφοκυτταρικών λευχαιμιών.[22]

Τεκνοποίηση και επίδραση στην γονιμότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αν θα κάνουν παιδιά ή όχι είναι κάτι το οποίο προκαλεί πολύ άγχος στις γυναίκες που μαθαίνουν ότι έχουν μετάλλαξη BRCA στην ηλικία της τεκνοποίησης.[20] Η επίδραση μιας μετάλλαξης γονιδίου BRCA στη γενική γονιμότητα είναι ελάχιστη ή μηδαμινή,[23] αν και οι γυναίκες με μετάλλαξη BRCA ίσως είναι πιο πιθανό να έχουν πρώιμη ανεπάρκεια ωοθηκών.[24] Οι φορείς της μετάλλαξης BRCA είναι πιο πιθανό να γεννήσουν κορίτσια αντί για αγόρια.[25]

Αν και οι δύο γονείς είναι φορείς μετάλλαξης BRCA, τότε η χρησιμοποιείται η λεγόμενη προεμφυτευτική διάγνωση για να αποτρέψει τη γέννηση παιδιού με μεταλλάξεις BRCA.[4] Η κληρονόμηση δύο μεταλλάξεων BRCA1 (μία από κάθε γονέα) δεν έχει αναφερθεί ποτέ και πιστεύεται πώς είναι ένα θανάσιμο γενετήσιο ελάττωμα. Η κληρονόμηση μιας μετάλλαξης BRCA1 και μιας BRCA2 έχει αναφερθεί περιστασιακά. Ο κίνδυνος του παιδιού για κάθε δοσμένο τύπο καρκίνου είναι ο υψηλότερος από τα δύο γονίδια π.χ. Ο κίνδυνος καρκίνου των ωοθηκών από το BRCA1 και ο κίνδυνος παγκρεατικού καρκίνου από το BRCA2. Ακόμα η κληρονόμηση των δύο μεταλλάξεων BRCA2 δημιουργεί αναιμία Fanconi.[4]

Κάθε εγκυμοσύνη στις υγιείς γυναίκες σχετίζεται με σημαντική μείωση στο κίνδυνο της μητέρας να αναπτύξει καρκίνο του μαστού μετά τα σαράντα.[20] Όσο πιο νέα είναι η γυναίκα κατά την πρώτη της γέννα, τόση περισσότερη προστασία λαμβάνει ενάντια στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού.[4] Ο θηλασμός για παραπάνω από ένα χρόνο προστατεύει ενάντια στον καρκίνο του μαστού.[4] Η εγκυμοσύνη επίσης προστατεύει ενάντια στον καρκίνο των ωοθηκών ακόμα και τις γυναίκες που δεν έχουν κάποια μετάλλαξη.[20]

Αν και διαφορετικές μελέτες οδήγησαν σε διαφορετικά αποτελέσματα, οι γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA δεν αναμένεται γενικώς να λάβουν αυτά τα σημαντικά προστατευτικά οφέλη.[4][20] Η τρέχουσα έρευνα είναι πολύ περιορισμένη και ανακριβής, για να επιτρέψει τον υπολογισμό συγκεκριμένων κινδύνων.[20] Παρόλα αυτά, έχουν αναγνωριστεί οι ακόλουθες γενικές τάσεις:

  • Για γυναίκες με μετάλλαξη στο BRCA1, η ηλικία κατά την οποία τεκνοποίησαν πρώτη φορά δεν έχει σχέση με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.[20] Η τεκνοποίηση δεν παρέχει προστασία ενάντια στον καρκίνο, εκτός και αν η γυναίκα έχει πέντε ή και παραπάνω ολοκληρωμένες εγκυμοσύνες, οπότε και λαμβάνει μόνο μέτρια προστασία.[20] Ομοίως με τις γενετικά φυσιολογικά γυναίκες, η εγκυμοσύνη προστατεύει ενάντια στον καρκίνο των ωοθηκών τις γυναίκες με BRCA1.[20] Ο θηλασμός για πάνω από έναν χρόνο προστατεύει σημαντικά ενάντια στον καρκίνο του μαστού.[20] Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τόσο υψηλό όσο και 19% ανά χρόνο θηλασμού, που είναι υψηλότερο από ότι έχει παρατηρηθεί ανάμεσα στις γενετικά τυπικές γυναίκες.[26] Το αποτέλεσμα, αν υπάρχει, του μακροπρόθεσμου θηλασμού στον καρκίνο των ωοθηκών είναι ασαφές.[20]
  • Για τις γυναίκες που φέρουν μετάλλαξη BRCA2, παραδόξως, κάθε εγκυμοσύνη σχετίζεται με στατιστικά αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού.[20] Αντίθετα με τις γενετικά τυπικές γυναίκες ή τις γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA1, ο θηλασμός δεν έχει καμία επίδραση σε κανένα καρκίνο σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA2.[20] Περιορισμένα και αντικρουόμενα στοιχεία υποδεικνύουν πως, επίσης αντίθετα με άλλες γυναίκες, η εγκυμοσύνη ίσως και να μην μειώσει σημαντικά το κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών σε γυναίκες με μετάλλαξη BRCA2. Στην πραγματικότητα, μια μελέτη υπέδειξε πως η εγκυμοσύνη ίσως αυξήσει τον κίνδυνό τους για καρκίνο των ωοθηκών.[20]

Εξελικτικό πλεονέκτημα των μεταλλάξεων BRCA[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές υποθέσεις προτείνουν πώς οι μεταλλάξεις BRCA ίσως έχουν εξελικτικά πλεονεκτήματα, όπως είναι η υψηλότερη ευφυΐα. Η υπόθεση της ευφυΐας προτάθηκε από τον Gregory Cochran,ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 βελτιώνει την ανάπτυξη των νεύρων.[27]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Holly Yan (14 Μαΐου 2013). «What's the gene that led to Angelina Jolie's double mastectomy?». Health. CNN. 
  2. «BRCA1 and BRCA2: Cancer Risk and Genetic Testing». National Cancer Institute. 29 Μαΐου 2009. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Jeffrey N. Weitzel, Veronica I. Lagos, Carey A. Cullinane, Patricia J. Gambol, Julie O. Culver, Kathleen R. Blazer, Melanie R. Palomares, Katrina J. Lowstuter, Deborah J. MacDonald (2007). «Limited Family Structure and BRCA Gene Mutation Status in Single Cases of Breast Cancer». Journal of the American Medical Association 297 (23): 2587–2595. doi:10.1001/jama.297.23.2587. http://jama.ama-assn.org/content/297/23/2587.full. 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 4,21 4,22 4,23 4,24 4,25 4,26 4,27 4,28 4,29 4,30 4,31 4,32 4,33 4,34 4,35 4,36 4,37 4,38 4,39 4,40 4,41 4,42 4,43 4,44 4,45 4,46 4,47 4,48 4,49 4,50 4,51 4,52 4,53 4,54 4,55 4,56 Morris, Joi L.· Gordon, Ora K. (2010). Positive Results: Making the Best Decisions When You're at High Risk for Breast or Ovarian CancerΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Amherst, N.Y.: Prometheus Books. ISBN 978-1-59102-776-8. 
  5. Yoshida K, Miki Y (November 2004). «Role of BRCA1 and BRCA2 as regulators of DNA repair, transcription, and cell cycle in response to DNA damage». Cancer science 95 (11): 866–71. doi:10.1111/j.1349-7006.2004.tb02195.x. PMID 15546503. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2005-08-20. https://web.archive.org/web/20050820090304/http://www.jca.gr.jp/cs/95/11/866.pdf. Ανακτήθηκε στις 2014-05-29. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Friedenson B (2005). «BRCA1 and BRCA2 pathways and the risk of cancers other than breast or ovarian». MedGenMed 7 (2): 60. PMID 16369438. 
  7. Cui, J; Antoniou, AC; Dite, GS; Southey, MC; Venter, DJ; Easton, DF; Giles, GG; McCredie, MR και άλλοι. (Feb 2001). «After BRCA1 and BRCA2-what next? Multifactorial segregation analyses of three-generation, population-based Australian families affected by female breast cancer». Am J Hum Genet 68 (2): 420–31. doi:10.1086/318187. PMID 11133358. PMC 1235275. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-human-genetics_2001-02_68_2/page/420. 
  8. Greenberg RA (September 2006). «BRCA mutations and childhood cancer». Cancer Biol. Ther. 5 (9): 1103–4. doi:10.4161/cbt.5.9.3370. PMID 17012842. 
  9. Chen, S.; Parmigiani, G. (Apr 2007). «Meta-analysis of BRCA1 and BRCA2 penetrance.». J Clin Oncol 25 (11): 1329–33. doi:10.1200/JCO.2006.09.1066. PMID 17416853. 
  10. PMID 15996267 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  11. PMID 19232099 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  12. PMID 9652611 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 Kurian, AW; Sigal, BM; Plevritis, SK (Jan 2010). «Survival analysis of cancer risk reduction strategies for BRCA1/2 mutation carriers.». J Clin Oncol 28 (2): 222–31. doi:10.1200/JCO.2009.22.7991. PMID 19996031. 
  14. 14,0 14,1 PMID 24145348 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  15. 15,0 15,1 Iodice, Simona; Barile, Monica; Rotmensz, Nicole; Feroce, Irene; Bonanni, Bernardo; Radice, Paolo; Bernard, Loris; Maisonneuve, Patrick και άλλοι. (August 2010). «Oral contraceptive use and breast or ovarian cancer risk in BRCA1/2 carriers: a meta-analysis». European Journal of Cancer 46 (12): 2275–2284. doi:10.1016/j.ejca.2010.04.018. PMID 20537530. http://www.researchgate.net/publication/44663020_Oral_contraceptive_use_and_breast_or_ovarian_cancer_risk_in_BRCA12_carriers_a_meta-analysis/file/d912f500eb7c63feb5.pdf. 
    Lu, Karen H.· Berchuck, Andrew· Kauff, Noah D. (7 Μαΐου 2013). «Hereditary gynecologic cancers». Στο: Barakat, Richard D.· Berchuck, Andrew· Markman, Maurie· Randall, Marcus E. Principles and practice of gynecologic oncology (6th έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. ISBN 978-1-4698-3148-0. 
    Isaacs, Claudine· Fletcher, Suzanne W.· Peskin, Beth N. (Μαΐου 2013). Hayes, Daniel F.· Duda, Rosemary B., επιμ. «Management of hereditary breast and ovarian cancer syndrome and patients with BRCA mutations». Waltham, Mass.: UpToDate. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2013. 
    PDQ Cancer Genetics Editorial Board (7 Ιουνίου 2013). «PDQ Genetics of breast and ovarian cancer (Health professional version)». Bethesda, Md.: National Cancer Institute. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2013. 
  16. Cibula, David; Zikan, Michal; Dusek, Ladislav; Majek, Ondrej (August 2011). «Oral contraceptives and risk of ovarian and breast cancers in BRCA mutation carriers: a meta-analysis». Expert Review of Anticancer Therapy 11 (8): 1197–1207. doi:10.1586/era.11.38. PMID 21916573. 
  17. 17,0 17,1 PMID 21123638 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  18. PMID 23232752 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  19. Stadler, ZK.; Kauff, ND. (Jan 2010). «Weighing options for cancer risk reduction in carriers of BRCA1 and BRCA2 mutations.». J Clin Oncol 28 (2): 189–91. doi:10.1200/JCO.2009.25.6875. PMID 19996025. 
  20. 20,00 20,01 20,02 20,03 20,04 20,05 20,06 20,07 20,08 20,09 20,10 20,11 20,12 20,13 Fishman A (October 2010). «The effects of parity, breastfeeding, and infertility treatment on the risk of hereditary breast and ovarian cancer: a review». Int. J. Gynecol. Cancer 20 (11 Suppl 2): S31–3. doi:10.1111/IGC.0b013e3181f60d4d. PMID 20975359. 
  21. 21,0 21,1 King, MC; Marks, JH; Mandell, JB (Oct 2003). «Breast and ovarian cancer risks due to inherited mutations in BRCA1 and BRCA2.». Science 302 (5645): 643–6. doi:10.1126/science.1088759. PMID 14576434. 
  22. 22,0 22,1 Friedenson B (2007). «The BRCA1/2 pathway prevents hematologic cancers in addition to breast and ovarian cancers». BMC Cancer 7: 15. doi:10.1186/1471-2407-7-152. PMID 17683622. Lay summary – The BRCA1/2 pathway prevents leukemias and lymphomas (Video). 
  23. Pal T, Keefe D, Sun P, Narod SA (April 2010). «Fertility in women with BRCA mutations: a case-control study». Fertil. Steril. 93 (6): 1805–8. doi:10.1016/j.fertnstert.2008.12.052. PMID 19200971. 
  24. Oktay, K; Kim, JY; Barad, D; Babayev, SN (Jan 2010). «Association of BRCA1 mutations with occult primary ovarian insufficiency: a possible explanation for the link between infertility and breast/ovarian cancer risks.». J Clin Oncol 28 (2): 240–4. doi:10.1200/JCO.2009.24.2057. PMID 19996028. 
  25. Moslehi, R; Singh, R; Lessner, L; Friedman, JM (March–April 2010). «Impact of BRCA mutations on female fertility and offspring sex ratio.». Am J Hum Biol 22 (2): 201–5. doi:10.1002/ajhb.20978. PMID 19642207. 
  26. Kotsopoulos J, Lubisnki J, Salmena L, et al. (March 2012). «Breastfeeding and the Risk of Breast Cancer in BRCA1 and BRCA2 Mutation Carriers». Breast Cancer Res 14 (2): R42. doi:10.1186/bcr3138. PMID 22405187. Lay summary – The Telegraph (29 March 2012). 
  27. PMID 16867211 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα BRCA mutation της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).