Μεσοκυττάριο υγρό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μεσοκυττάριο υγρό, ή διάμεσο υγρό, (intercellular fluid, ή interstitial fluid), ονομάζεται το υδάτινο περιβάλλον μέσα στο οποίο επιβιώνουν τα κύτταρα ενός πολυκύτταρου οργανισμού. Πρόκειται για υδατικό διάλυμα του οποίου η σύσταση καθώς και η συγκέντρωση σ΄ αυτό των διαλυμένων ουσιών κυμαίνονται σε όρια που εξυπηρετούν καλύτερα την λειτουργία των κυττάρων, και κατ΄ επέκταση του οργανισμού που απαρτίζουν.

Τα κύτταρα προσλαμβάνουν από το μεσοκυττάριο υγρό όλα τα απαραίτητα συστατικά για την επιβίωσή τους ενώ αντίθετα αποβάλλουν σ΄ αυτό τα παράγωγα του μεταβολισμού τους. Συνεπώς το μεσοκυττάριο υγρό αποτελεί τον τροφοδότη φορέα αλλά και το μέσον-λήπτη των παραγώγων των κυττάρων. Στους ανώτερους ζωϊκούς οργανισμούς το μεσοκυττάριο υγρό αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αίματος και κυττάρων.
Ένας μέσου βάρους άνδρας, με 42 λίτρα συνολικό βάρος σωματικών υγρών περίπου τα 7 λίτρα είναι μεσοκυττάριο υγρό.

Υπόψη ότι το μεσοκυττάριο υγρό που βρίσκεται ειδικότερα μέσα στα λεμφαγγεία ονομάζεται λέμφος.