Μαυρονόρος Γρεβενών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°2′56″N 21°19′57″E / 40.04889°N 21.33250°E / 40.04889; 21.33250

Μαυρονόρος
Μαυρονόρος is located in Greece
Μαυρονόρος
Μαυρονόρος
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΔήμοςΔήμος Θεόδωρου Ζιάκα
Γεωγραφία και Στατιστική
ΝομόςΓρεβενών
Υψόμετρο846
Πληθυσμός136 (2001)
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας511 00
Μαυρονόρος Γρεβενών, Μερική άποψη από το ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη

Το Μαυρονόρος Γρεβενών αποτελεί διοικητικό διαμέρισμα του δήμου Θεοδώρου Ζιάκα Γρεβενών με 136 κατοίκους και βρίσκεται πίσω από το χωριό Μαυραναίοι, από το οποίο απέχει 2 χλμ. περίπου. Η απόστασή του από την πόλη των Γρεβενών είναι 13 χλμ., ενώ από τον πλησιέστερο κόμβο της Εγνατίας Οδού 2,5 χλμ. περ.

Το Μαυρονόρος Γρεβενών είναι ιστορικό χωριό και αποτελεί γενέτειρα του οπλαρχηγού Θεοδώρου Ζιάκα. Είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στις παρυφές ενός λόφου. Στα αξιοθέατά του ανήκουν η πέτρινη και επιβλητική εκκλησία του Αγίου Θεόδωρου του Στρατηλάτη, από τον 18ο αιώνα, καθώς και τα ξωκλήσια του Αϊ-Γιώργη και της Αγίας Κυριακής. Ακόμη, τα δάση της βελανιδιάς, καθώς και τα εκκλησάκια της Αγίας Τριάδας και της Αγίας Παρασκευής.

Μεταξύ του Μαυρονόρους και των Μαυραναίων βρίσκεται η δασωμένη τοποθεσία Περδίκα, που σύμφωνα με την παράδοση, οφείλει το όνομά της στον ομώνυμο στρατηγό του Φιλίππου.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι δασωμένες κορυφές της περιοχής Ταμπούρι - Γλυκομελί (920 μ.) μεταξύ Μαυραναίων - Σταυρού, Όμορφη Ράχη (850 μ.) 3,5 χλμ. Ν και Αντάν (850 μ.) 2,5 χλμ. Ν του Μαυρονόρους, προσφέρονται για πεζοπορία αλλά και αναψυχή.

Τα περισσότερα σπίτια του χωριού είναι σύγχρονα και κτισμένα με πέτρα, σε αρμονία με το περιβάλλον και την παράδοση.

Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία.

Σύντομη ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από επιφανειακά ευρήματα εικάζεται η ύπαρξη αρχαίου οικισμού στη ράχη Γκαντούσια, που βρίσκεται περίπου 1.000 μ. βορειοδυτικά από το σημερινό χωριό.[1]

Στο Μαυρονόρος και στα σύνορά του με τα χωριά Αναβρυτά και Κάστρο, βρέθηκαν μέσα σε χωράφι χάλκινες αιχμές βελών, λέβητας, ξίφη, πόρπες και πολλά αγγεία, που παραδόθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας.

Το χωριό αποτέλεσε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας σπουδαίο εμπορικό κέντρο της περιοχής και έδρα μεγάλης και πασίγνωστης τότε, εμποροπανήγυρης.

Το Μαυρονόρος Γρεβενών είναι γενέτειρα του θρυλικού οπλαρχηγού Θεοδώρου Ζιάκα, του «Κολοκοτρώνη της Δυτικής Μακεδονίας», που κατά το 1854 οργάνωσε και υλοποίησε την επανάσταση της Δυτικής Μακεδονίας κατά του τουρκικού ζυγού και πολέμησε με τους άνδρες του (Το αρματολίκι της Πίνδου), για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Δυτικής Μακεδονίας και της Ελλάδας γενικότερα.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μονάδα παραγωγής τυροκομικών προϊόντων
Μονάδα κάθετης παραγωγής φέτας

Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων του χωριού είναι η κτηνοτροφία και η βιολογική γεωργία.[2]

Στο Μαυρονόρος παράγονται γαλακτοκομικά προϊόντα και λειτουργεί μία μονάδα παραγωγής τυροκομικών προϊόντων (φέτα κλπ), καθώς και μία μονάδα κάθετης παραγωγής φέτας.[3]

Ξωκλήσια, μνημεία, αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαυρονόρος, Εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη
Μαυρονόρος, ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη
Μαυρονόρος, εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής
Μαυρονόρος, Εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας

Το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα των Μαυρονοριτών Γρεβενών εκφράζεται με την επιβλητική παρουσία της πέτρινης και πολύ παλιάς εκκλησίας του χωριού (Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης), που η θεμελίωση και η ανέγερσή της, κατά το 1806, έγινε με πρωτοβουλία του ίδιου του γερο-Ζιάκα, καθώς και των τεσσάρων ξωκλησιών που είναι διάσπαρτα γύρω από το χωριό, αλλά και μέσα σ'αυτό.

Αυτά είναι το εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη, στην κορφή του λόφου, πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το χωριό.

Ακόμη το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, μέσα στο χωριό, που είναι και ο αρχαιότερος ενορίακος ναός της Μακεδονίας και οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα. Επίσης μέσα στο χωριό και στον "κάτω μαχαλά" βρίσκεται και το όμορφο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Μέσα στο πυκνόφυτο δάσος, κοντά στους Μαυραναίους, βρίσκεται το ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας, στη θέση του οποίου παλιά υπήρχε μοναστήρι, όπως φαίνεται και από τα ερείπια που υπάρχουν δίπλα. Από το σημείο αυτό το χωριό φαίνεται πανοραμικά, καθώς απλώνεται αμφιθεατρικά πάνω στον λόφο.

Το παζάρι του Μαυρονόρους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμποροπανήγυρις του Μαυρονόρους, διαρκούσε δεκαπέντε ημέρες.[4] Άρχιζε Δευτέρα και τελείωνε το μεθεπόμενο Σάββατο. Ο Πουκβίλ λέγει ότι άρχιζε μετά την ισημερία της ανοίξεως, δηλαδή μετά τις 9 Μαρτίου, με το Ιουλιανό Ηημερολόγιο. Δεν αποκλείεται να εγίνετο τότε, για να ψωνίζει ο κόσμος για το Πάσχα. Αλλού πάλι ο Πουκβίλ λέγει ότι εγένετο πολύ αργότερα στις 30 Ιουνίου (π.η.) Το πιο πιθανό όμως είναι, όπως και η παράδοσις λέγει, ότι το "Παζάρι του Μαυρονόρους" εγένετο μετά τις 15 Μαΐου (γιορτή του Αγ. Αχιλλείου, πολιούχου των Γρεβενών), όπως γίνεται και σήμερα στα Γρεβενά.

Το μικρό Μαυρονόρος, στις δεκαπέντε αυτές ημέρες, μεταμορφωνόταν σε μια πολύχρωμη, πολυάνθρωπη και πολυθόρυβη παράξενη πολιτεία, γεμάτη πρόχειρες παράγκες και τσαντήρια, "τσαρδάκια" από κλαδιά και πάγκους.

Μαυρονόρος, "Τ' αργαστήρια", τοποθεσία όπου γινόταν, επί Τουρκοκρατίας, το μεγάλο παζάρι του Μαυρονόρους

Τα ολίγα χάνια του χωριού βογγούσαν από τον πολύ κόσμο, σπαχήδες, αγιάννηδες, μπέηδες, αγάδες, ενώ οι καπεταναίοι αρματολοί, που πάνοπλοι έρχονταν στο πανηγύρι, προτιμούσαν την φιλοξενία των κατοίκων, που όλοι ήσαν χριστιανοί. Η προετοιμασία άρχιζε από πολλές ημέρες πριν.

Καραβάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περίφημα σιατιστινά, περιβολιώτικα και γενικά βλάχικα καραβάνια μετέφεραν την πραμμάτεια από άκρη γης. Οι Σιατιστινοί κουνδουράδες και παπουτσήδες έφερναν τα παπούτσια και τα κορδέλια, τις παντούφλες, τα πασούμια και τα τερλίκια, που μαστόρευαν στα αργαστήρια τους περίφημοι τεχνίτες, που έμαθαν την τέχνη στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, ενώ τα κόκκινα γιαννιώτικα τσαρούχια με τις τρίχινες ή τις μπρισμένες ή τις μάλλινες φούντες και τα σελάχια με τις πολλές δίπλες, τις έφερναν από την Ήπειρο. Κοζανίτες ταμπακάδες, χαλκιάδες και κουδουνάδες κουβαλούσαν τα πετσιά τους, που τα αργάσθηκαν στα ταμπάκικά τους, σε φασκιές βοδινές ή γουρουνίσιες, για τα τσαρούχια των χωρικών, τα χαλκώματα και τα κυπριά, τις γάστρες, τα γκιούμια, τα μπρίκια, τους τεντζερέδες, τις κουτάλες, τους ταβάδες, τα λεγγέρια, τα μπακράτσια και τα κακάβια.

Πανικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανικά, αλατζάδες για τ' αντεριά, άσπρα και φουστανέλες, ντράδες για παλτά από τη Φραγκιά, μεταξωτά μαντήλια για τις αρχόντισσες και μαύρα μπαμπακερά για τις φτωχές, φέλπες και στόφες για νυφικά, μπρισίμια και γαϊτάνια για τις σάρικες και τα συγκούνια, κουμπιά και ζάβες, έφερναν οι πραματευτάδες Μοσχοπολίτες, Γιαννιώτες και Ζαγορίσιοι. Έφερναν ακόμα φέσια λογιών-λογιών για πλούσιους και φτωχούς, Τούρκους και Έλληνες, Βλάχους και Αλβανούς, σαρίκια για τους μπέηδες, τουρμπάνια για τους χοτζάδες και μουεζίνηδες, σαλβάρια και γιασμάκια για τις χανούμισσες και ζουνάρια άσπρα, κόκκινα και ριγωτά.

Γκέγκηδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γκέγκηδες με τα καφετιά κεντημένα πουλτούρια τους και τα σαλβάρια τους, το φαρδύ άσπρο ζουνάρι και το άσπρο μικρό φέσι, έδιναν κι έπαιρναν με τους χαλβάδες τους, τον ταχινένιο, τον σουσαμένιο και τον μαύρο καρυδάτο, τα σερμπέτια τους και τους μπακλαβάδες τους, τα σάμαλι και τα καταΐφια τους, τα μπιμπλιά και τα ζαχαρομπίμπελα και τα ζαχαράτα, τα κοκοτσέλια στο ξυλάκι και τα μήλα τα ζαχαρωμένα. Άλλοι από αυτούς τριγυρνούσαν μέσα στον κόσμο με "μαστίχα" επάνω σ' ένα μεγάλο ξύλο, που με ένα μετελίκι ικανοποιούσαν όλα τα μικρά.

Μηλιώτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη σειρά παρακάτω, οι Μηλιώτες βαϊνάδες αράδιαζαν την πραμμάτεια τους, τα καδιά, τους τάλαρους και τις βιδούρες, τις καρδάρες, τις σκάφες και τις κοπάνες, τα βαρέλια και τα βαρελάκια για νερό, τις βουτσέλλες και τα βουτσελάκια, τις τσότρες και τις κόφες για το κρασί, τα κλειδοπίνακα, τα ξυλοκούταλα, τις αγκλίτσες, τα αδράχτια και τα σκαλιστά σφοντύλια.

Μπραζιώτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μπραζιώτες έφερναν κατράμι για μαντζούνια και για τα νύχια των ζωντανών, δαδί για προσάναμα και για φέξη, στειλιάρια για τσεκούρια, σκεπάρνια και τσάπες, διχάλες για τα δεμάτια, ξυλόφτυαρα για το λίχνισμα, μαγκούρες και βέργες για τις αγκλίτσες και τις φκέντρες.

Σιδεράδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σιδεράδες, οι "γύφτοι", από το Γρεβενό και από το Βοδεντσικό είχαν υνιά για τα ξυλάλετρα, λελέκια και δρεπάνια, κοσιές, τσουγκράνες και σκεπάρνια, σφυριά και βαρειές, μασιές και φτυαράκια για το τζάκι, πυροστιές και φεγγίτες και λογιών-λογιών σιδερόβεργες για τα παράθυρα και μεγάλες κλειδαριές για τις πόρτες, σιδερομάνταλα και ρεζέδες, πέταλα και καρφιά για το καλλίγωμα.

Βλάχες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βλάχες έφερναν τις βελέντζες τις χρωματιστές και τα κιλίμια, τα σαΐσματα και τις τέντες, τις υφαντές πολύχρωμες μπάντες και προσκέφαλα, τα δίμητα, τα τρίκλωνα, τα σαμαροσκούτια, τα κατασάρκα, τις φανέλες, τις λιάρες κάπες από τραγόμαλλο, τα μαύρα ταλαγάνια, τα σακκιά και τα χολέβια, τις φλασκοτές σάρικες και τα συγκούνια, τα μάλλινα τσουράπια, ανδρικά και γυναικεία με τις κόκκινες πούλιες στον αστράγαλο.

Τρικαλινοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Τρικαλινοί εμπόροι πωλούσαν μαλλιά και αρνοπόκια, κολόκουρα και τραγόμαλλα, λινάρια και χτένια για τον αργαλειό.

Συρρακιώτες και Κλεισουριώτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Συρρακιώτες και Κλεισουριώτες χρυσικοί, σε άλλη μεριά, αράδιαζαν τα χρυσαφικά τους και τα ασημικά τους, καδένες και μαργαριτάρια, γιορτάνια από φλουριά, βενετσάνικα ή τούρκικα, για το φέσι και το στήθος των γυναικών ή από αυστριακά ντουμπλόνια για τον λαιμό της νύφης, σκουλαρίκια μαλαματένια ή φλωροκαπνισμένα, δαχτυλίδια με διαμάντια και μπριγιάντια και με τοπάζια και ρουμπίνια και ζαφείρια. Μπιλιτζίκια μαλαματένια κι ασημένια λογιών-λογιών με πλάκες κι άλλα με πέτρες ή από αλυσίδες, ασημένια κουμπιά για τα τσικέτα των γυναικών, πεντάδιπλες ασημένιες αλυσίδες για τις αρχόντισσες, που τις έδεναν μπροστά από επάνω ως κάτω, ζώνες συρματένιες, ασημένιες ή φλωροκαπνισμένες με μεγάλους τοκάδες, μπροστά. Ακόμα, είχαν του κόσμου τ' ασημικά για τους άρχοντες και τους καπεταναίους, ασημένια τσαπράζια σταυρωτά με πλάκα τον Αϊ-Γιώργη καβαλάρη στο στήθος, παλάσκες ασημένιες για τα βόλια και το μπαρούτι, αλυσίδες με σουγιάδες ασημένιους, καλαμάρια ασημένια με την πένα μέσα, που έμπαιναν στο σελάχι, μαχαίρια και γιαταγάνια ασημοκεντημένα, πάλες και πιστόλες και χίλια δυό άλλα στολίδια για άνδρες, γυναίκες και κορίτσια. Είχαν ακόμα εικονίσματα ασημένια, χέρια και πόδια ασημένια και άλλα πολλά για τάματα.

Άτ παζάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιο πέρα, λίγο πιο μακριά, στον Μερά, απλώνονταν το "Άτ παζάρ", το αλογοπάζαρο. Εκεί έβλεπε ο καθένας μουλάρια από τη Λιαπουριά με στρογγυλά καπούλια, δυάρικα και τριάρικα, βόδια μακρικέρατα από τη Βέροια, άλογα βαρβάτα κι αβάσταχτα από τη Θεσσαλία και κυπραίικα γαϊδούρια για νταμάρι και χιλιάδες σφαχτά για έχω και για κρέας. Μέσα στο Άτ παζάρ τριγυρνούσαν οι τσαμπάσηδες με σπιρούνια στα κορδέλια τους, που τότε όπως και σήμερα, οι περισσότεροι ήσαν γύφτοι-ατσίγγανοι.

Τσαρδάκια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ολόκληρη την περιοχή του πανηγυριού ένα σωρό τσαρδάκια από κλαριά για σκιά, με ψησταριές και πάγκους από σανιδοάκρες, για να κάθεται και να σερβίρεται ο κόσμος.

Ο καθένας που τελείωνε τη δουλειά του, ξεπωλούσε και ψώνιζε, πήγαινε εκεί για να πάρει μαζί κοκορέτσι ή νεφραμιά και να πιει σιατιστινό ή ζαλοβίσιο ή σπηλιώτικο κόκκινο ή μαύρο κρασί, ενώ στην άλλη μεριά λαλούσαν τα όργανα. Κι όταν πολλοί ζωηροί έρχονταν στο κέφι, άρχιζε ο χορός που συνεχίζονταν όλη τη νύχτα.

Οι αγάδες όμως προτιμούσαν να παίρνουν το "καιβέ" τους "τσοκ σεκερλή και καϊμακλή", καθισμένοι κατάχαμα σταυροπόδι στις κλαδαριές, που καφετζήδες Τούρκοι από το Γρεβενό με μεγάλη μαστοριά έψηναν.

Δροσιστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το πανηγύρι δεν έλειπαν και τα δροσιστικά, κρύο νερό και αυτοσχέδιο πολύχρωμο εκείνον το καιρό, "μπούζι". Χαρακτηριστικό ήτο το φυσικό χιόνι, που σε τραγομαλλίσια σακιά κουβαλούσαν όλη τη νύχτα οι Σπηλιώτες από το χωριό τους, βγάζοντάς το από τις τρύπες του Όρλιακα και πωλώντας το ένα μετελίκι την "τσιάφκα".

Τη δεύτερη εβδομάδα, που σχολούσε το Άτ παζάρ, ο κόσμος όλος γλεντούσε όσο μπορούσε. Και τις χρονιές που είχαν ησυχία (γιατί τις περισσότερες φορές είχαν "ανταρσία") και η γης έφερνε καλά γεννήματα, οι πραματευτάδες έκαμναν χρυσές δουλειές και όλος ο κόσμος έφευγε ευχαριστημένος".

Πανηγύρια, πολιτιστικές εκδηλώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, το πανηγύρι του χωριού κρατά τρεις μέρες και αρχίζει με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, οπότε και πανηγυρίζει το ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας.

Ήθη και έθιμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι του Μαυρονόρους Γρεβενών, σεβόμενοι το σπουδαίο ιστορικό τους παρελθόν και τις πλούσιες παραδόσεις τους, τηρούν ή αναβιώνουν ευλαβικά πολλά ήθη και έθιμα, που τους κληροδοτήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές.

Στα ήθη και έθιμα του χωριού τους συγκαταλέγονται αυτά της Αποκριάς, της Καθαράς Δευτέρας, των Βαΐων, του Λαζάρου, του Πάσχα και των Χριστουγέννων.

Το βράδυ της Αποκριάς επικρατεί το άναμα των φανών, δηλαδή το άναμα μεγάλων κούτσουρων από πεύκο. Ο κόσμος μαζεύεται γύρω από τους φανούς και τραγουδά με χωρατά και πειράγματα. Αργότερα το γλέντι συνεχίζεται στα περίφημα "Ανακατωσάρια" των γειτονικών Γρεβενών. Το έθιμο των φανών ανάγεται στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές.

Ονομαστά είναι και τα "Λουγκοτσάρια" όπου ομάδες μεταμφιεσμένων ανάβουν φωτιές και χορεύουν γύρω από αυτές.

Το βράδυ πριν από την Καθαρή Δευτέρα, μετά το βραδινό φαγητό και αφού οι νεώτεροι επισκεφθούν όλους τους μεγαλυτέρους στο σόι και τους ζητήσουν συγγνώμη για τα όποια παραπτώματά τους, ακολουθεί η παραδοσιακή «χάσκα». Κάποιος από την οικογένεια κρατά ένα βρασμένο και καθαρισμένο αυγό από μια κλωστή και το φέρνει γύρω-γύρω μπροστά από τα στόματα των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, που προσπαθούν να το πιάσουν, χωρίς τη βοήθεια των χεριών. Αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί το αυγό ξεφεύγει και όλο αυτό προκαλεί μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με πολύ γέλιο και κέφι. Μετά το πιάσιμο της "χάσκας" τα μέλη της οικογένειας λένε "συγχωρεμένα" μεταξύ τους και αλληλοσυγχωριούνται, λόγω της Σαρακοστής που αρχίζει αμέσως μετά την Καθαρή Δευτέρα.

Τη μέρα της γιορτής του Αϊ Γιώργη και μετά τη θεία λειτουργία, οι κάτοικοι του χωριού πιάνονται από τα χέρια και όλοι μαζί στο μεγάλο προαύλιο του ξωκλησιού, τραγουδούν και χορεύουν σκοπούς και τραγούδια του τόπου τους.

Την Κυριακή του Πάσχα αναβιώνει το πατροπαράδοτο έθιμο του οβελία. Από το πρωί της λαμπρής αυτής μέρας, όλο το χωριό μοσχοβολά από τους οβελίες που ψήνονται σ' όλες ανεξαιρέτως τις αυλές των σπιτιών του χωριού, ενώ αντιλαλούν παντού τα λεβέντικα δημοτικά τραγούδια της περιοχής, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας.

Τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Βαΐων, ψάλλονται από τα παιδιά τα παραδοσιακά κάλαντα που ψάλλονται και σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της πατρίδος μας. Το πρωί του Λαζάρου τα παιδιά γυρνούν όλα τα σπίτια και ψάλλουν τη "Λαζαρίνα-Κουκουτίνα", τα κάλαντα δηλαδή του Λαζάρου.

Πανίδα και χλωρίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό βρίσκεται στις παρυφές του ορεινού όγκου της Πίνδου, 846 μέτρα περίπου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μπορεί να δει κανείς πολλά είδη της σπάνιας πανίδας και χλωρίδας, μερικά από τα οποία φαίνονται παρακάτω:

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ιστορική γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας Μακεδονίας (το τμήμα της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας), Θεσσαλονίκη 1989, 8ο, σελ. 328+XXXVI». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2019. 
  2. «A CERT - ΕΙΔΗΣΕΙΣ - A CERT». www.a-cert.org. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2023. 
  3. «Αναπτυξιακή Εταιρεία Δυτικής Μακεδονίας Ανκο Α.Ε». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2008. 
  4. Απόσπασμα από το βιβλίο: Θ.Κ.Π. ΣΑΡΑΝΤΗ: Το χωριό Περιβόλι Γρεβενών, Αθήνα 1977