Υπόθεση Μέρτεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαξ Μέρτεν)

Η Υπόθεση Μέρτεν αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου. Η υπόθεση συγκλόνισε την πολιτική ζωή της Ελλάδας από το 1957 μέχρι το 1960. Έλαβε διαστάσεις τον Νοέμβριο του 1958 όταν η κυβέρνηση ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατέθεσε και ψήφισε νομοσχέδιο, με το οποίο τροποποιούνταν ο προηγούμενος σχετικός νόμος και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούνταν σε ελληνικές φυλακές.

Μαξ Μέρτεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 - 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράισλερ.

Στην Ελλάδα ήλθε τον τέλος του Αυγούστου του 1942, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Άρθουρ Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου συμμετείχε στη δίωξη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και γειτονικών περιοχών, διατάσσοντας και οργανώνοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αφορμής αυτών αποκλήθηκε «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» και «Χασάπης της Θεσσαλονίκης». Τον Ιούλιο του 1943 ορίστηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, θέση που κράτησε μέχρι τον Μάρτιο του 1944 όταν και μετακινήθηκε στη Γιουγκοσλαβία.

Υπόθεση Μέρτεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της συμφωνίας, που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Ωστόσο η τότε ελληνική κυβέρνηση δια του στρατιωτικού της ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωση του Μέρτεν, ισχυριζόμενη πως επί Κατοχής τήρησε άμεμπτη στάση έναντι της Ελλάδας[1].

Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταφ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα που εναντιωνόταν στην αποδοχή εκ μέρους του Κόνραντ Άντεναουερ της οριστικής διαίρεσης της Γερμανίας[1].

Η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στην Ελλάδα για να καταθέσει σε δίκη του πρώην διερμηνέα του[2] και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης, αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου, παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947.

Ξένες παρεμβάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχεδόν αμέσως με την προφυλάκιση του Μέρτεν, ξεκίνησε μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκιση του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή.

Πολιτική και διπλωματική διάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια υποχώρησε στις πιέσεις -μέσω πρέσβη- του καγκελάριου Κόνραντ Άντεναουερ, καθώς επίκειτο (Φθινόπωρο 1958) σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων[3]. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1958 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Βόννη, επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσουν πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία για έργα υποδομής. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν. Πράγματι στις 13 Νοεμβρίου 1958 υπογράφηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία, σε μυστικό παράρτημα της οποίας (αποκαλύφθηκε αργότερα πως) «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία»[4].

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή των Καραμανλή-Αβέρωφ από τη Βόννη, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να συζητηθεί το θέμα Μέρτεν. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι υπήρχαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναλάβει την υποχρέωση έναντι της δυτικογερμανικής κυβέρνησης, να απελευθερώσει τον δήμιο της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν. Η πληροφορία προκάλεσε εντύπωση και έξαψη ιδιαίτερα στην Αριστερά. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης»[5], που χαρακτηρίστηκε από τους νομικούς κύκλους έκτρωμα. Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times του Λονδίνου λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου[6] που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.

Στον ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών με αφορμή αυτό το νόμο, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης και του φιλικού προς αυτήν Τύπου[7]. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που είχε δηλώσει πως «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφισή του ως μια πολιτικής πράξης σκοπίμου[8] Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολιτεύσεως. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση, που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.

Η δίκη Μέρτεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα, στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκρέτσας, ο οποίος είχε αποκλείσει τους πολιτικώς ενάγοντες, για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος[9]. Τη δίκη εκείνη, που είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοινώνει την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του επιβλήθηκε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων.[10]

Αποφυλάκιση και απέλαση του Μέρτεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απήντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη "σημερινή Γερμανία" και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.

Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα [11].

Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος, με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα[12].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Σπηλιώτη, Σούζαν-Σοφία (2004). «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις». Στο: Mazower, Mark. Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943-1960 (β΄ έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. σελ. 319-320. 
  2. Mark Mazower, Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί-Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006, σελ. 537
  3. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 383
  4. Σπηλιώτη, Σούζαν-Σοφία (2004). σελ. 323.
  5. Επρόκειτο για το νόμο 4016/3 Νοεμβρίου 1959
  6. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 482
  7. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 483
  8. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 385
  9. Σπηλιώτη, Σούζαν-Σοφία (2004). σελ. 324.
  10. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 386-387
  11. Καθημερινή Αρχειοθετήθηκε 2007-09-30 στο Wayback Machine. Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων
  12. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Υπόθεση Μέρτεν», στο: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τομ. 4, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σελ. 182

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σούζαν-Σοφία Σπηλιώτη, «Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»,στο: Mark Mazower (επίμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 319-328.
  • Gerrit Hamann: Die Rosenburg und der Kriegsverbrecher: Der Fall Max Merten, in: Gerd J. Nettersheim/Doron Kiesel (Hrsg.): Das Bundesministerium der Justiz und die NS-Vergangenheit. Bewertungen und Perspektiven, Göttingen 2021, S. 123–152, ISBN 978-3-666-35218-8, https://www.vr-elibrary.de/doi/abs/10.13109/9783666352188.
  • Gerrit Hamann: Max Merten. Jurist und Kriegsverbrecher. Eine biografische Fallstudie zum Umgang mit NS-Tätern in der frühen Bundesrepublik, Göttingen 2022, ISBN: 978-3-647-35224-4 https://www.vr-elibrary.de/doi/epdf/10.13109/9783666352249.
  • Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Υπόθεση Μέρτεν», στο: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τομ. 4, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής-Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σελ.406-418, 559-569
  • Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον εμφύλιο στη χούντα, τομ. Γ΄, 1955-1961, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978 σελ. 383-387, 482-484.
  • Η υπόθεση Μαξ Μέρτεν, Ιστορικό Λεύκωμα 1960, Καθημερινή (1997)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου, «Οι χαμένες επιταγές του Μέρτεν», Θεσσαλονικέων Πόλις 18 (Σεπτέμβριος 2005), 40-61.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]