Πολύειδος (μυθολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαντώ του Πολυείδους)
Για άλλα άτομα με το ίδιο όνομα, δείτε: Πολύειδος (αποσαφήνιση).

Ο Πολύειδος ή και Πολύιδος ήταν περίφημος μάντης της Κορίνθου, δισέγγονος του Μελάμποδα και γιος του Κοιρανού. Δύο κατορθώματά του είναι πολύ γνωστά: Το ένα είναι ότι βοήθησε τον Βελλεροφόντη να δαμάσει τον Πήγασο και το άλλο ότι ανέστησε τον νεαρό Γλαύκο. Αυτό το τελευταίο θα το κατάφερνε όποιος μπορούσε να περιγράψει το χρώμα μιας αγελάδας του κοπαδιού του Μίνωα, το χρώμα της οποίας άλλαζε τρεις φορές τη μέρα. Ο Μίνωας κάλεσε τότε τους ικανότερους ανθρώπους του και τους ζήτησε να περιγράψουν το χρώμα του θαυμαστού αυτού ζώου. Ο Πολύιδος είπε πως το ζώο αυτό είχε το χρώμα του μούρου: άσπρο στην αρχή (άγουρο), κόκκινο αργότερα και τελικά μαύρο (ώριμο). Ο Μίνωας έκλεισε τότε τον Πολύιδο κάπου μαζί με το πτώμα του Γλαύκου και τον διέταξε να ξαναδώσει τη ζωή στον γιο του. Καθώς ο Πολύιδος καθόταν δίπλα στο πτώμα, είδε να προχωρά προς αυτό ένα φίδι, φοβήθηκε μήπως το φάει ή το βλάψει και το σκότωσε. Λίγο αργότερα όμως φάνηκε δεύτερο φίδι που, βλέποντας το πρώτο νεκρό, έφυγε για να επιστρέψει σε λίγο έχοντας στο στόμα του ένα χόρτο, με το οποίο άγγιξε το νεκρό φίδι και αμέσως αυτό αναστήθηκε. Ο Πολύιδος άρπαξε τότε το χόρτο, άγγιξε με αυτό τον νεκρό Γλαύκο και αυτός αναστήθηκε. Ο Μίνωας όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος και πριν αφήσει τον Πολύιδο να επιστρέψει στην πατρίδα του, του ζήτησε να μάθει την τέχνη στον Γλαύκο. Ο Πολύιδος υπάκουσε, αλλά φεύγοντας έφτυσε στο στόμα του Γλαύκου, κάνοντάς τον να ξεχάσει όλα όσα είχε μάθει.

Κόρες του Πολυείδους ήταν η Μαντώ και η Αστυκράτεια. Οι δύο αδελφές είχαν ενταφιασθεί στα Μέγαρα, στην είσοδο του ναού του θεού Διονύσου που είχε ιδρύσει εκεί ο πατέρας τους. Ορισμένες πηγές ταυτίζουν αυτή τη Μαντώ με την κόρη του Μελάμποδα που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη.

Γιός του, ήταν ο Ευχήνορας

Πηγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969