Μαντάμα Μπατερφλάι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαντάμ Μπατερφλάι)
Μαντάμα Μπατερφλάι

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της παρτιτούρας, Παρίσι, 1907.
Πρωτότυπος τίτλος Madama Butterfly
Γλώσσα πρωτοτύπου Ιταλική
Μουσικό ρεύμα Βερισμός
Μουσική Τζάκομο Πουτσίνι
Λιμπρέτο Λουΐτζι Ίλικα
Τζουζέπε Τζακόζα
Λογοτεχνική πηγή Madam Butterfly του Τζον Λούθερ Λονγκ -
Madame Butterfly του Ντέιβιντ Μπελάσκο
Πράξεις τρεις
Πρεμιέρα 17 Φεβρουαρίου 1904
Θέατρο Σκάλα, Μιλάνο

Η Μαντάμα Μπατερφλάι (Madama Butterfly) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, θεωρούμενη ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τους Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα.

Η όπερα αφηγείται την τραγική πορεία προς την αυτοκτονία μιας Γιαπωνέζας έφηβης γκέισας που αποκαλείται χαϊδευτικά Μπατερφλάι (πεταλούδα). Αυτή έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό, πιστεύοντας στις εφήμερες ερωτικές υποσχέσεις του. Σύντομα ο Αμερικανός την εγκαταλείπει, αλλά θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια και θα ζητήσει να πάρει το παιδί που απέκτησαν. Τότε στην Μπατερφλάι απομένει μόνο μία αξιοπρεπής επιλογή: το χαρακίρι.

Χρονικό της σύνθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 19ου αι. η Αμερικανίδα Τζένι Κόρελ Λονγκ έζησε για λίγο στην Ιαπωνία συνοδεύοντας τον σύζυγό της, ένα μεθοδιστή ιεραπόστολο. Όσα αφηγήθηκε μετά την επιστροφή της στις ΗΠΑ, ενέπνευσαν στον αδελφό της Τζον Λούθερ Λονγκ κάποιες νουβέλες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Century. Μία από αυτές, η «Madame Butterfly», μεταφέρθηκε στο θέατρο το 1900.

Ο Πουτσίνι πιθανόν παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο και εντυπωσιασμένος ζήτησε από τους Ίλικα - Τζακόζα να γράψουν ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία της. Παράλληλα μελέτησε κι ο ίδιος τον ιαπωνικό πολιτισμό, προσπαθώντας να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κλίμα και τους χαρακτήρες - πράγμα που κατάφερε παρά κάποια λαθάκια, όπως για παράδειγμα ότι τοποθετεί ένα βουδιστή μοναχό και μια επίσης βουδίστρια υπηρέτρια να επικαλούνται (σε διαφορετικές στιγμές) σιντοϊστικές θεότητες. Φαίνεται ακόμα ότι προσέθεσε στοιχεία από άλλο ένα ευρωπαϊκό έργο που εκτυλίσσεται στη μακρινή χώρα, τη Madame Chrysanthème του Γάλλου Πιερ Λοτί.

Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως δίπρακτη τον Φεβρουάριο του 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά μολονότι συμμετείχαν οι κορυφαίοι ερμηνευτές της Ιταλίας, γνώρισε πολύ χλιαρή υποδοχή. Ο συνθέτης προέβη σε ριζικές αλλαγές και παρουσίασε μια νέα τρίπρακτη εκδοχή τρεις μήνες αργότερα στην Μπρέσια, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά συνέχισε να υποβάλλει το έργο σε διαρκείς αναθεωρήσεις, μέχρι που κατέληξε στην οριστική μορφή του (1907).

Ρόλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όνομα Ρόλος Είδος φωνής
Τσο-Τσο-Σαν
(Μαντάμ Μπατερφλάι)
Νεαρή γκέισα
στην πόλη Ναγκασάκι
Υψίφωνος Σπίντο
Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον Αμερικανός αξιωματικός,
σύζυγος της Μπατερφλάι
Τενόρος
Γκόρο Διαμεσολαβητής συνοικεσίων,
διεκπεραιωτής του γάμου
Τενόρος
Σάρπλες Αμερικανός διπλωμάτης,
πρόξενος των ΗΠΑ
Βαρύτονος
Σουζούκι Υπηρέτρια στην
οικία της Μπατερφλάι
Μεσόφωνος
Μπόνζο Βουδιστής μοναχός,
θείος της Μπατερφλάι
Βαθύφωνος
Ντολόρε Γιος της Μπατερφλάι
και του Πίκερτον
Βουβός χαρακτήρας
Γιαμαντόρι Τοπικός πρίγκιπας,
ποθεί την Μπατερφλάι
Τενόρος
Κέητ Δεύτερη σύζυγος
του Πίκερτον
Μεσόφωνος
* Έξι ακόμα δευτερεύοντες ομιλούντες ρόλοι
* Χορωδία στη σκηνή του γάμου

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πράξη Α'[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυο άνδρες επιθεωρούν μια έπαυλη στο Ναγκασάκι, περιμένοντας να ξεκινήσει μια γαμήλια τελετή. Ο ένας είναι ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος της κανονιοφόρου Αβραάμ Λίνκολν του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η οποία σταθμεύει στο λιμάνι της πόλης. Ο δεύτερος είναι ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής, στον οποίο προσέφυγε ο Πίνκερτον για βρει σύζυγο. Αυτός όχι μόνο του έχει βρει γυναίκα, τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν ή Μπατερφλάι (Πεταλούδα), αλλά σύμφωνα με την παράδοση έχει ετοιμάσει όλο το νοικοκυριό των μελλονύμφων: βρήκε σπίτι και υπηρετικό προσωπικό, κανόνισε τις διατυπώσεις κτλ.

Πρώτος φτάνει ο Αμερικανός διπλωμάτης Σάρπλες. Αφού μπαίνει στον κήπο, χαιρετά τους Πίνκερτον και Γκόρο, και θαυμάζει τη θέα που βλέπει στο λιμάνι του Ναγκασάκι και τη θάλασσα. Ο Πίνκερτον εκμυστηρεύεται στον Σάρπλες (υπό τους ήχους της Αστερόεσσας) ότι ως Γιάνκης, δεν ικανοποιείται εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού. Αυτό σημαίνει πως δεν σκοπεύει να μείνει για πολύ καιρό παντρεμένος - έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με την ιαπωνική νομοθεσία ο γάμος διαρκεί για 999 έτη, αλλά ο άνδρας έχει δικαίωμα να τον ακυρώσει στην αρχή κάθε μήνα. Ο Σάρπλες εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής και του ζητά να μην προχωρήσει στον γάμο εάν έχει τέτοιο σκοπό, αλλά ο καιροσκόπος Πίνκερτον αδιαφορεί. Ο Σάρπλες, ρωτάει τον Πίνκερτον αν είναι πραγματικά ερωτευμένος, και ο Πίνκερτον παραδέχεται ότι δεν ξέρει αν είναι πραγματικά ερωτευμένος ή απλά ενθουσιασμένος, αλλά μαγεύεται με την αθωότητα, την ομορφιά και τη γοητεία της Μαντάμα Μπατερφλάι. Λέει ότι είναι σαν μια πεταλούδα που προσγειώνεται σιωπηλά, με πολύ ομορφιά.

Σε λίγη ώρα καταφθάνει η γαμήλια πομπή: η νύφη με τους συγγενείς και τους φίλους της, ο αυτοκρατορικός επίτροπος, ο ληξίαρχος και άλλοι καλεσμένοι. Από τα λόγια της είναι φανερό πως η Μπατερφλάι έχει ερωτευθεί τον Πίνκερτον, έφτασε μάλιστα στο σημείο να γίνει κρυφά χριστιανή για χάρη του, διακινδυνεύοντας την απόρριψη των δικών της εάν μαθευτεί.

Σύντομα η τελετή ολοκληρώνεται και αρχίζουν οι προπόσεις. Όμως η ευθυμία θα διακοπεί από τον Μπόνζο (βουδιστής μοναχός), θείο της νύφης που ήταν απών από τον γάμο. Αυτός εισβάλει στο σπίτι και αποκαλύπτει ότι είδε την Μπατερφλάι να επισκέπτεται τη χριστιανική ιεραποστολή. Οργισμένη, όλη η οικογένεια της νύφης την αποκηρύσσει και φεύγει. Η μόνη που δείχνει να το ξανασκέφτεται είναι η μητέρα της, αλλά τελικά παρασύρεται κι αυτή από το γενικότερο κλίμα.

Καθώς νυχτώνει ο Πίκερτον μαλακώνει τον πόνο της Μπατερφλάι, λέγοντάς της ότι δεν έχασε τίποτα σπουδαίο μπρος σε αυτά που κέρδισε. Ευτυχισμένη η κοπέλα οδηγείται στην κρεβατοκάμαρα, όπου παραδίδεται στο ερωτικό κάλεσμα του συζύγου της.

Πράξη Β'[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υψίφωνος Τζεραλντίν Φαράρ ως Μπατερφλάι - Νέα Υόρκη, 1907

Τρία χρόνια μετά τον γάμο, στο σπίτι συναντά κανείς μόνο θλίψη και φτώχεια. Ο Πίκερτον έχει φύγει μαζί με το πλοίο του, αφήνοντας την Μπατερφλάι αποκηρυγμένη απ' τους συγγενείς της, μόνη με την υπηρέτρια Σουζούκι και ένα μωρό-καρπό εκείνης της πρώτης και μοναδικής βραδιάς, τον Ντολόρε (η ιταλική λέξη για τον πόνο).

Η Σουζούκι προτρέπει την κυρία της να ξεχάσει τον Αμερικανό, αυτή όμως είναι πεπεισμένη ότι κάποτε θα επιστρέψει, παίρνοντας στα σοβαρά την υπόσχεσή του ότι θα γυρίσει όταν οι κοκκινολαίμηδες χτίζουν τις φωλιές τους. Γι' αυτό τον λόγο αποκρούει τις επανειλημμένες προτάσεις του πρίγκιπα Γιαμαντόρι, με τον οποίο προσπαθεί να την παντρέψει ο Γκόρο.

Ένα πρωί η πίστη της μοιάζει να δικαιώνεται: ο Σάρπλες την ενημερώνει για μια επιστολή του Πίκερτον που έφτασε στο προξενείο, ότι βρίσκεται εν πλω για το Ναγκασάκι! Η ξαφνική χαρά όμως γίνεται γρήγορα φόβος, όταν ο Σάρπλες προειδοποιεί πως το περιεχόμενο του γράμματος δεν είναι ευχάριστο, γι' αυτό καλύτερα να παντρευτεί τον πρίγκιπα. Θυμωμένη η Μπατερφλάι αποχωρεί πριν ακούσει τη συνέχεια και επιστρέφει με τον γιο της, για τον οποίο δεν γνώριζε ούτε ο πρόξενος ούτε ο πατέρας. Είναι σίγουρη πως όταν τον δει ο Πίκερτον, όποιος κι αν είναι ο αρχικός σκοπός της επίσκεψης, τελικά θα γυρίσει στον γάμο τους.

Ο Σάρπλες φεύγει και ο Γκόρο κάνει μια τελευταία απόπειρα να την πείσει ότι έχει επιλέξει λάθος δρόμο, αλλά η Μπατερφλάι απειλεί ότι θα τον σκοτώσει με το σπαθί του νεκρού πατέρα της. Έχει λάβει πια την απόφασή της: Είτε θα ξανακερδίσει τον σύζυγό της είτε θα πεθάνει.

Μια κανονιά από το λιμάνι αναγγέλλει ότι κάποιο πλοίο ετοιμάζεται να δέσει. Ενθουσιασμένη στην όψη της σημαίας των ΗΠΑ, η Μπατερφλάι φορά το νυφικό φόρεμά της, δίνει εντολή να στολιστεί το σπίτι και ετοιμάζεται να απολαύσει τους καρπούς της τρίχρονης αφοσίωσής της.

Πράξη Γ'[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ώρες περνούν μα ο Πίκερτον είναι άφαντος. Το επόμενο πρωί, εξαντλημένη από την αγρύπνια της αναμονής, η Μπατερφλάι πέφτει για ύπνο. Λίγο αργότερα εμφανίζεται ο Πίκερτον μαζί με τον Σάρπλες και μία άγνωστη γυναίκα: την Αμερικανίδα σύζυγό του (Κέητ). Τους υποδέχεται η Σουζούκι. Συντετριμμένος από την ανευθυνότητά του, ο Πίκερτον εξηγεί τον σκοπό της επίσκεψής του: Τον βασάνιζαν φοβερές τύψεις για τη μοναξιά της Μπατερφλάι και ερχόταν για να την πιέσει να ξαναπαντρευτεί. Όταν έμαθε όμως για το παιδί απ' τον πρόξενο, αυτός κι η Κέητ αποφάσισαν να το πάρουν μαζί τους στην Αμερική. Ήρθαν λοιπόν για να το ζητήσουν.

Για ακόμα μία φορά, ο Πίκερτον δεν τολμά να δείξει υπευθυνότητα και φεύγει από το σπίτι, ρίχνοντας τη διευθέτηση του ζητήματος στους ώμους του Σάρπλες. Εν τω μεταξύ η Μπατερφλάι έχει ξυπνήσει απ' τις φωνές και βγαίνει στον κήπο, όπου βρίσκονται ο πρόξενος με την Κέητ. Δεν αργεί να καταλάβει τις προθέσεις τους. Απαιτεί τότε να της το ζητήσει ο ίδιος ο Πίκερτον σε μισή ώρα.

Η Μπατερφλάι μπαίνει ξανά στο σπίτι. Ψύχραιμα ξεκρεμά το σπαθί του πατέρα της και διαβάζει την επιγραφή στη λεπίδα: «Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή». Είναι προφανές ότι σκέφτεται την αυτοκτονία - η Σουζούκι προσπαθεί να την αποτρέψει, φέρνοντάς της τον Ντολόρε. Η Μπατερφλάι πιάνει το παιδί, το τοποθετεί πάνω σε μια ψάθα και του δίνει μια αμερικανική σημαιούλα για να παίξει. Μετά αποσύρεται και κάνει χαρακίρι. Ετοιμοθάνατη περπατά ως τον γιο της και ξεψυχά δίπλα του, ενώ ακούγεται από μακριά ο Πίνκερτον (που έρχεται για να ζητήσει το παιδί) να την καλεί.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]