Μέδουσα (ζώο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέδουσα
Κοινή ονομασία ή
τοπική ονομασία διφορούμενη :
Η έκφραση « Μέδουσα » χρησιμοποείται στην ελληνική για διάφορα διακριτά τάξα .
Εικονιζόμενη μέδουσα: Rhizostoma pulmo
Εικονιζόμενη μέδουσα: Rhizostoma pulmo
Εικονιζόμενη μέδουσα: Rhizostoma pulmo
Σχετιζόμενα τάξα
* Συνομοταξία:

Οι μέδουσες (jellyfish, ζελατινοειδή) αποτελούν μια μεγάλη ομάδα οργανισμών του ζωοπλαγκτού που υπάρχουν σε όλες τις θάλασσες και ζουν σε όλα τα βάθη. Διαθέτουν σημαντική ενεργητική κίνηση, αλλά η εξάπλωσή τους εξαρτάται από τα θαλάσσια ρεύματα. Αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό τις διαφορές στην παρουσία των πληθυσμών τους από θάλασσα σε θάλασσα. Επειδή η κίνησή τους είναι πολύ αδύναμη, δεν μπορούν να πάνε αντίθετα στα ρεύματα. Το μέγεθός τους ανάλογα με το είδος ποικίλλει, από μερικά χιλιοστά ως περίπου ένα μέτρο. Είναι αρπακτικά ζώα, που τρέφονται από πλαγκτόν και προνύμφες ψαριών, χρησιμοποιώντας τα κνιδοκύτταρα στα πλοκάμια τους.

Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου[1]. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των κοιλεντερωτών, υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο το οποίο περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την ομπρέλα τους) και σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)[2] (σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Την κοινή μέδουσα, η οποία ζει στο Αιγαίο και στο Κρητικό πέλαγος, ο ελληνικός λαός την ονομάζει σαλούφα ή αλλιώς τσούχτρα, επειδή μόλις ακουμπήσει το ανθρώπινο σώμα, εκκρίνει ένα υγρό το οποίο προκαλεί τσούξιμο και κνησμό.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «μέδουσα του φεγγαριού» (Aurelia aurita)

Το σώμα της μέδουσας έχει σχήμα καμπάνας και παράγει μια ζελατινώδη ουσία. Στην περιφέρεια έχουν πλοκάμια και αισθητήρια όργανα. Το κάθε πλοκάμι καλύπτεται με κύτταρα, που καλούνται κνιδοκύτταρα ή κνιδοκύστεις, και μπορούν να τσιμπήσουν ή και να σκοτώσουν ζώα. Τα κύτταρα αυτά υπάρχουν και στο στόμα τους. Οι πιο πολλές μέδουσες χρησιμοποιούν τα κύτταρα αυτά για εξασφάλιση τροφής, αλλά και για άμυνα. Άλλες δεν έχουν καθόλου πλοκάμια. Έχουν πολλά μικρά μάτια στο κωδωνοειδές σώμα τους, που δίνει τη δυνατότητα όρασης 360 μοιρών.

Αν και στερούνται βασικών αισθητηρίων οργάνων και δεν έχουν εγκέφαλο, το νευρικό τους σύστημα τούς επιτρέπει να αντιλαμβάνονται ερεθίσματα, όπως το φως και η οσμή, και να αντιδρούν γρήγορα σε αυτά. Κολυμπούν πολύ αργά, καθώς δεν έχουν υδροδυναμικό σώμα. Αντ’ αυτού, κινούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν οι ίδιες ρεύματα, αναγκάζοντας τη λεία τους να φτάσει στα πλοκάμια τους. Η κίνηση αυτή γίνεται ρυθμικά, με άνοιγμα και κλείσιμο του σώματός τους, το οποίο μοιάζει με καμπάνα. Η πυκνότητά τους είναι σχεδόν ίση με την πυκνότητα του νερού.

Το πεπτικό τους σύστημα δεν χρειάστηκε να εξελιχθεί, σε σύγκριση με αυτό πολλών ζώων· από το ίδιο άνοιγμα (στόμα: βρίσκεται στο κέντρο και στο κάτω μέρος της καμπάνας) γίνεται η πρόσληψη, αλλά και η αποβολή της τροφής. Το στόμα της περιβάλλεται από κροσσωτά χείλη[3] και οδηγεί σε ακτινωτά σωληνάρια, τα οποία καταλήγουν στη γαστρική κοιλότητα. Η τελευταία είναι ένας κυκλικός σωλήνας, που καταλαμβάνει όλη την περιφέρεια του ζώου. Το σώμα σε μία ενήλικη μέδουσα αποτελείται κατά 94-98% από νερό. Η καμπάνα της τσούχτρας αποτελείται από ένα στρώμα επιδερμίδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη μεσογλοία. Πρόκειται για μία ακύτταρη, ημιδιαφανή, ζελατινώδη μάζα.

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξελικτικά στάδια στη ζωή μιας μέδουσας.

Η μέδουσα προέρχεται από πολλαπλή διαίρεση στα σκυφόζωα, από εκβλαστήσεις στα υδρόζωα. από αποικίες πολυπόδων ή είναι μορφή κοιλεντερωτών μεδουσοειδών[4]. Οι περισσότερες μέδουσες ζουν δυόμισι μήνες. Ωστόσο, υπάρχει ένα είδος που μπορεί να ζήσει μέχρι 30 χρόνια και ένα άλλο είδος, το Turritopsis nutricula, είναι αθάνατο.

Αναπαραγωγή – Εξάρσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Κνιδόζωα είναι τα κατώτερα μεταξύ των ζώων των οποίων τα κύτταρα σχηματίζουν ιστούς. Όλα σχεδόν ζουν στη θάλασσα, ελεύθερα ή προσκολλημένα. Η προσκολλημένη μορφή ονομάζεται πολύποδας και η ελεύθερη μέδουσα. Στο ίδιο είδος συχνά παρατηρείται εναλλαγή μεταξύ των δύο αυτών μορφών, δηλαδή ο πολύποδας με εκβλάστηση γεννά μέδουσες, οι οποίες αναπαράγονται εγγενώς και δίνουν πολύποδες. Αναπαράγονται αγενώς ή εγγενώς.

Όταν οι πληθυσμοί τους βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα, αυτοί οι πλαγκτονικοί οργανισμοί είναι απαραίτητοι για το οικοσύστημα και την ισορροπία του.

Μελετώντας τη διεθνή βιβλιογραφία, οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ σημειώνουν πως «η ενίσχυση της εμφάνισης σμηνών μεδουσών τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδεχομένως αποτελεί την απόκριση στις συσσωρευτικές επιπτώσεις ορισμένων από τις ανθρωπογενείς επιδράσεις, με σημαντικότερες την κλιματική αλλαγή και την υπεραλίευση. Οι κλιματικές συνθήκες που ευνοούν την αυξημένη αναπαραγωγή της Pelagia Noctiluca χαρακτηρίζονται από ήπιους χειμώνες, χαμηλές βροχοπτώσεις, υψηλή θερμοκρασία και υψηλή ατμοσφαιρική πίεση»[5].

Οι μέδουσες αναπαράγονται σε σχετικά θερμά νερά, συνήθως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο, με μια διακοπή κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, με τους ήπιους χειμώνες και τους θερμούς ανοιξιάτικους και φθινοπωρινούς μήνες, η θερμοκρασία των νερών της Μεσογείου δεν πέφτει σχεδόν ποτέ κάτω από τους 14οC, παρατείνοντας την περίοδο της αναπαραγωγής.

Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι αν η κλιματική αλλαγή συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό, πολύ σύντομα θα φθάσουμε να βλέπουμε μέδουσες στη λεκάνη της Μεσογείου καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Επιπλέον, μια άλλη αιτία η οποία προτείνεται από ορισμένους ειδικούς και συνδέεται και αυτή με την υπερθέρμανση του πλανήτη, είναι η αλλαγή που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα θαλάσσια ρεύματα και στους ανέμους.

Δεν έχει βρεθεί άμεση σχέση με τη ρύπανση, η παρουσία όμως ορισμένων τοξικών ουσιών στο νερό μπορεί να διεγείρει τον πολλαπλασιαμό τους μέσω ευνοϊκών μεταλλάξεων στο γενετικό τους υλικό. Μαθηματικά μοντέλα υποδεικνύουν ότι η προβλεπόμενη μείωση του pH στους ωκεανούς, λόγω του αυξανόμενου διοξειδίου του άνθρακα, θα μπορούσε να προκαλέσει μακροπρόθεσμη αύξηση των μεδουσών τα επόμενα 100 χρόνια.

Οι περισσότεροι ερευνητές, πάντως, υποδεικνύουν ως υπ' αριθμόν ένα ένοχο την υπεραλίευση, που συντελείται σε όλες τις θάλασσες. Η μελέτη των αλιευτικών δραστηριοτήτων και αποθεμάτων δείχνει ότι οι πληθυσμοί των μεγάλων ψαριών έχουν εξολοθρευθεί σε σχεδόν όλο τον κόσμο. Το γεγονός αυτό ευνοεί τις μέδουσες από όλες τις απόψεις: οι προνύμφες πολλών ψαριών τρέφονται με πλαγκτόν, όπως οι μέδουσες, και επομένως είναι ανταγωνιστές τους, ενώ ορισμένα είδη ως ενήλικα τρέφονται με τις μέδουσες, οπότε είναι κυνηγοί τους.

Μεγάλα ζώα της θάλασσας, όπως οι χελώνες, θηρεύουν τις μεγάλες μέδουσες, επομένως μία αύξηση στους πληθυσμούς των μεδουσών μπορεί να θεωρηθεί καλό για ορισμένα θαλάσσια είδη που απειλούνται από εξαφάνιση, όπως η δερματοχελώνα. Ωστόσο, οι χελώνες αποτελούν έναν από τους ελάχιστους θηρευτές μεγάλων μεδουσών, ενώ κινδυνεύουν και οι ίδιες από την υπεραλίευση, γεγονός που εξαλείφει οποιαδήποτε θετική επίδραση μπορεί να υπάρξει από τις εξάρσεις των μεδουσών.

Σημασία για τον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέδουσες χρησιμοποιούνται και για τροφή.

Οι μέδουσες είναι σημαντική πηγή τροφής για τους Κινέζους, αλλά και σε άλλες ασιατικές χώρες.[6] Ενδεικτικά, στην Κίνα, οι μέδουσες αφαλατώνονται με εμβάπτιση στο νερό όλη τη νύχτα και τρώγονται μαγειρεμένες ή ωμές. Συχνά σερβίρονται ως σαλάτα, μαζί με λαχανικά. Στην Ιαπωνία τις πλένουν, τις κόβουν σε λωρίδες και τις σερβίρουν ως ορεκτικό με ξίδι.[7]

Εξάλλου, οι μέδουσες χρησιμοποιούνται και στη βιολογία. Ειδικότερα, το 1961 ανακαλύφθηκε στη μέδουσα του είδους Aequorea victoria η πράσινη φθορίζουσα πρωτεΐνη GFP (green fluorescent protein). Αυτή χρησιμοποιείται για τη μελέτη των γονιδίων των ιστών και του τρόπου έκφρασής τους.[8] Το κολλαγόνο τους επίσης είναι θεραπευτικό μέσο για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Σε αιχμαλωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέδουσες σε ενυδρείο.

Σε πολλές χώρες είναι συνηθισμένο να εκτίθενται οι μέδουσες σε ενυδρεία. Συχνά το φόντο στη δεξαμενή είναι μπλε και τα ζώα φωτίζονται από πλευρικό φως, με σκοπό να δημιουργηθεί το φαινόμενο της έντονης αντίθεσης. Σε φυσικές συνθήκες, πολλές μέδουσες είναι τόσο διαφανείς, που δεν μπορεί σχεδόν να τις δει κανείς.

Κάποια προβλήματα της αιχμαλωσίας των μεδουσών είναι ότι δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε κλειστούς χώρους. Για να μην απομονώνονται τα ζώα σε γωνίες των ενυδρείων, οι επαγγελματίες εκθέτες χρησιμοποιούν κυκλικές δεξαμενές που παράγουν ρεύματα νερού, καθώς τα ζώα εξαρτώνται από αυτά και τις μεταφέρουν από μέρος σε μέρος.

Επικινδυνότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέδουσα με τη χαίτη λιονταριού (Lion's mane jellyfish) φημίζεται για το οδυνηρό και σπανίως θανατηφόρο τσίμπημά της.

Όταν κάποιος τσιμπηθεί από τσούχτρα, χρειάζεται απαραίτητα πρώτες βοήθειες. Τα τσιμπήματα των σκυφόζωων μεδουσών γενικά δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, κάποια είδη από τα κυβόζωα (αυτόνομη τάξη), όπως το Irukandji, μπορεί να αποβούν θανατηφόρα. Το τσίμπημα των μεδουσών προκαλεί οξύ πόνο και μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία και ίσως τον θάνατο. Για τον λόγο αυτό, όταν οι άνθρωποι τσιμπηθούν από τσούχτρα, θα πρέπει να βγαίνουν αμέσως έξω από το νερό, προς αποφυγή πνιγμού.

Για τις πρώτες βοήθειες, οι κύριοι στόχοι είναι η αποφυγή τραυματισμού των διασωστών (γι' αυτό συνιστάται να φορούν ειδικά ρούχα, που θα καλύπτουν σημεία του σώματος), η απενεργοποίηση των κνιδοκύστεων (για να μη γίνει ενδοφλέβια ένεση στον ασθενή) και η αφαίρεση των πλοκάμων που πιθανόν έχουν κολλήσει στο σώμα του ασθενούς.

Για τα τσιμπήματα ενός συγκεκριμένου είδους μέδουσας, μπορεί να τοποθετηθεί ξίδι στην πληγή. [9][10] Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και νερό της θάλασσας, αν δεν είναι άμεσα διαθέσιμο το ξίδι.[11] Δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο νερό, γιατί η αλλαγή της ωσμωτικής τονικότητας μπορεί να απελευθερώσει επιπλέον δηλητήριο. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται ο κνησμός του τραύματος, η χρήση οινοπνεύματος, αμμωνίας και παρόμοιων ουσιών.[12] Ένα ζεστό μπάνιο μπορεί επίσης να βοηθήσει, με εξαίρεση την περίπτωση υποθερμίας.

Η αφαίρεση των πλοκάμων μπορεί να γίνει με το χέρι, με τη χρήση γαντιών. Έπειτα από την αφαίρεση μεγάλων κομματιών από μέδουσες, θα πρέπει προσεκτικά να αφαιρεθούν όλα τα εναπομείναντα κνιδοκύτταρα.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καρύδης, Μιχάλης (2017). Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία (7η Έκδοση) (Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης). ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ Α.Ε. ISBN 978-960-583-088-5. 
  2. Από το σχήμα του σώματός τους, που μοιάζει με σκύφο, ένα αρχαίο αγγείο υγρών.
  3. Συλλογικό έργο, Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006, τ. 15, σελ. 298.
  4. Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια 2002, εκδ. 1983, τ. 12, σελ, 210.
  5. «Οι μέδουσες επιστρέφουν στον Κορινθιακό, του Γιάννη Ελαφρού | Kathimerini». www.kathimerini.gr. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2020. 
  6. Y-H. Peggy Hsieh, Fui-Ming Leong, and Jack Rudloe (2004). «Jellyfish as food». Hydrobiologia 451 (1-3): 11–17. doi:10.1023/A:1011875720415. http://www.springerlink.com/content/x7204250k4174gwt/. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Firth, F.E. (1969). The Encyclopedia of Marine Resources. New York: Van Nostrand Reinhold Co. σελίδες 324–325. ISBN 0442223994. 
  8. Pieribone, V. and D.F. Gruber (2006). Aglow in the Dark: The Revolutionary Science of Biofluorescence. Harvard University Press. σελίδες 288p. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2008. 
  9. Fenner P, Williamson J, Burnett J, Rifkin J (1993). «First aid treatment of jellyfish stings in Australia. Response to a newly differentiated species». Med J Aust 158 (7): 498–501. doi:10.1023/A:1011875720415. PMID 8469205. 
  10. Currie B, Ho S, Alderslade P (1993). «Box-jellyfish, Coca-Cola and old wine». Med J Aust 158 (12): 868. doi:10.1023/A:1011875720415. PMID 8100984. 
  11. Yoshimoto C (2006). «Jellyfish species distinction has treatment implications». Am Fam Physician 73 (3): 391. doi:10.1023/A:1011875720415. PMID 16477882. 
  12. Hartwick R, Callanan V, Williamson J (1980). «Disarming the box-jellyfish: nematocyst inhibition in Chironex fleckeri». Med J Aust 1 (1): 15–20. doi:10.1023/A:1011875720415. PMID 6102347. 
  13. Perkins R, Morgan S (2004). «Poisoning, envenomation, and trauma from marine creatures». Am Fam Physician 69 (4): 885–90. doi:10.1023/A:1011875720415. PMID 14989575. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μιχάλης Καρύδης (Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης) (2017). Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία (7η Έκδοση). ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ Α.Ε. ISBN 978-960-583-088-5. 
  • Gray S. John (Μεταφρασμένο) (2003). Θαλάσσια Οικολογία. Εκδόσεις University Studio Press. ISBN 978-960-121-195-4.
  • Nybakken James (Μεταφρασμένο) (2005). Θαλάσσια Βιολογία: Μια Οικολογική Προσέγγιση. Εκδόσεις ΙΩΝ. ISBN 960-411-511-1. Marine Biology: An Ecological Approach 
  • Peter Castro, Michael E. Huber (Μεταφρασμένο) (2015). Θαλάσσια Βιολογία. Εκδόσεις Utopia. ISBN 978-618-80647-9-9. Marine Biology, 9th ed. 
  • Paul R. Pinet (2019). Invitation to Oceanography (8th Edition). Jones & Bartlett Learning. ISBN 978-128-416-469-5. 
  • Θεοδώρου, Α. (2004). Ωκεανογραφία: Εισαγωγή στο Θαλάσσιο Περιβάλλον. Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε. ISBN 978-960-351-540-1. 
  • Σακελαρίδου, Φ. Λ. (2007). Ωκεανογραφία. Εκδόσεις Αθ. Σταμούλης. ISBN 978-960-351-695-8. 
  • Χαρίτων Χιντήρογλου, Δημήτρης Βαφείδης (2008). Βιοποικιλότητα: Μια εισαγωγή (Μεταφρασμένο). Εκδόσεις University Studio Press. ISBN 978-960-12-1687-4. 
  • Φατσέα, Ελένη: «Μέδουσες: Οι αιθέριες ομπρέλλες της θάλασσας», Περισκόπιο της Επιστήμης, Ιούλιος-Αύγουστος 1996, σελ. 66