Μάχη της Αλιάρτου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη της Αλιάρτου
Κορινθιακός πόλεμος
Χρονολογία395 π.Χ.
ΤόποςΑλίαρτος
ΈκβασηΝίκη των Θηβαίων και Αθηναίων
Αντιμαχόμενοι
Σπάρτη και σύμμαχοι από τη Στερεά Ελλάδα
Θήβα, Αθήνα και Αλίαρτος
Ηγετικά πρόσωπα
άγνωστο
Δυνάμεις
άγνωστο
άγνωστο
Απώλειες
1.000
300

Η μάχη της Αλιάρτου πραγματοποιήθηκε το 395 π.Χ. στα πλαίσια του Κορινθιακού πολέμου, στην Αλίαρτο της Βοιωτίας. Αντίπαλοι ήταν, από τη μια πλευρά οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι, εναντίον των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους.

Προοίμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εχθροπραξίες του Κορινθιακού πολέμου άρχισαν με εισβολή των Θηβαίων στη φιλική προς τους Σπαρτιάτες Φωκίδα. Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Φωκείς, στέλνοντάς τους το στρατηγό τους Λύσανδρο για να αναλάβει την αρχηγία του στρατού των Φωκέων και άλλων φιλικών κρατών της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας. Στρατηγικός του στόχος ήταν η εισβολή στη Βοιωτία από τα βορειοδυτικά, ενώ ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας θα εισέβαλε στη χώρα από το νότο. Οι Θηβαίοι, για να αντιμετωπίσουν την απειλή, συνήψαν αμυντική συμμαχία με τους Αθηναίους ενώ οι Κορίνθιοι, αν και τυπικά σύμμαχοι της Σπάρτης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον των Βοιωτών.

Ο Λύσανδρος, επικεφαλής του στρατού των στερεοελλαδιτών συμμάχων του, κατέλαβε τον Ορχομενό και πολιόρκησε την Αλίαρτο.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά, μερίδα κατοίκων της Αλιάρτου πείστηκε να παραδώσει την πόλη στον Λυσανδρο αλλά οι συμπολίτες τους αποσόβησαν το εγχείρημα. Τότε οι Θηβαίοι εμπιστεύτηκαν την άμυνα της πόλης σε Αθηναϊκό στρατιωτικό σώμα και οι ίδιοι κινήθηκαν εναντίον του Λυσάνδρου. Αυτός, θεωρώντας ότι ο στρατός του ήταν κατώτερης αξίας από το θηβαϊκό, απέφυγε να δώσει μάχη και παρατάχθηκε αμυντικά σε ένα κοντινό λόφο, περιμένοντας το στρατό του Παυσανία ενώ από την πλευρά τους οι Θηβαίοι έστειλαν ένα απόσπασμα να ενισχύσει τη φρουρά της Αλιάρτου. Αλλά, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο Λύσανδρος αποφάσισε να επιτεθεί και κινήθηκε προς την πόλη. Όμως οι Θηβαίοι ακολούθησαν το στρατό του και του επιτέθηκαν από τα νώτα ενώ η φρουρά της πόλης τον προσέβαλλε κατά μέτωπο. Από την αρχή της μάχης σκοτώθηκε, ενώ ο στρατός του διαλύθηκε χάνοντας 1.000 άντρες. Οι Θηβαίοι έχασαν 300 άντρες, κυρίως παλιούς φίλους των Σπαρτιατών, οι οποίοι έπεσαν πολεμώντας ηρωικά, προκειμένου να απαλλαγούν από τις υποψίες για φιλολακωνισμό.

Μετά τη μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Παυσανίας έμαθε τα δυσάρεστα νέα ενώ βάδιζε εναντίον των Θεσπιών. Εκεί βρήκε παρατεταγμένους τους Θηβαίους, ενισχυμένους με αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα υπό το στρατηγό Θρασύβουλο. Ο Παυσανίας κρίνοντας, μαζί με τους αξιωματικούς του, ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν δυσμενής για το στρατό του (υστερούσε στο ιππικό) και εκτιμώντας το ανεβασμένο ηθικό των Θηβαίων και το χαμηλό ηθικό των δικών του συμμάχων, αποφάσισε να ζητήσει ανακωχή για να θάψει τους νεκρούς της μάχης της Αλιάρτου. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν με τον όρο να εκκενώσει τη Βοιωτία, όπως και έγινε. Κατά την αποχώρηση του Παυσανία, φέρθηκαν περιφρονητικά στο στρατό του.

Πίσω στη Σπάρτη, η οργή για την υποχώρηση του Παυσανία οδήγησε σε πολύ σοβαρές κατηγορίες εναντίον του. Τον κατηγόρησαν ότι επίτηδες προκάλεσε, με την καθυστέρησή του, την ήττα του Λυσάνδρου, ο οποίος ήταν προσωπικός εχθρός του, και ότι προσέβαλλε την σπαρτιατική τιμή με το να ζητήσει ανακωχή για να πάρει τους νεκρούς του. Επίσης, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα, μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων. Τελικά ο Παυσανίας πρόλαβε να διαφύγει από τη Σπάρτη, πριν εισαχθεί σε δίκη. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο.

Η ήττα και η αποχώρηση των Σπαρτιατών από τη Βοιωτία ενθάρρυνε και άλλα ελληνικά κράτη, όπως την Κόρινθο, τα Μέγαρα, το Άργος, τις ευβοϊκές πόλεις, τους Ακαρνάνες, το Κοινό της Χαλκιδικής και τη Λάρισα να συμμαχήσουν με τους Βοιωτούς και τους Αθηναίους. Ο αντιλακωνικός συνασπισμός που δημιουργήθηκε σύστησε συμμαχικό συμβούλιο με έδρα την Κόρινθο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1972, τ. Γ1, σελ. 355-356


Συντεταγμένες: 38°22′45″N 23°05′16″E / 38.379247°N 23.087697°E / 38.379247; 23.087697