Λογοκρισία στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως Λογοκρισία θεωρείται, σύμφωνα με το λεξικό της κοινής νεοελληνικής «ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθως από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.)»[1] ή με άλλα λόγια «η οποιασδήποτε μορφής περιοριστική επέμβαση στην πνευματική δράση κάποιου, και ειδικότερα ως ο έλεγχος που ασκείται από ειδική κρατική υπηρεσία στα μέσα ενημέρωσης, την τέχνη και την λογοτεχνία, με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση πληροφοριών ή ιδεών που αντιτίθενται στις αρχές της εκάστοτε εξουσίας.» [2]

Το πρώτο καθεστώς «κρατικής λογοκρισίας» όπως ονομάζεται για να ξεχωρίζει από άλλες περιπτώσεις λογοκρισίας, εμφανίστηκε την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, μέσω του νεοσυσταθέντος «Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού» το 1936, ενώ το 1938 συστάθηκε ιδιαίτερη υπηρεσία του υφυπουργείου, η επονομαζόμενη «Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως». [3]

Στην Ελλάδα, η ελευθερία της Τέχνης κατοχυρώθηκε πρώτη φορά από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, στα Συντάγματα του 1925 και 1927. Στο ίδιο μήκος κύματος και στο Σύνταγμα του 1975 και τις αναθεωρήσεις του αναγράφεται ρητά ότι , «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.» [4]
Παρόλα αυτά το δικαίωμα της ελευθερίας της Τέχνης μπορεί να έρθει σε αντιπαράθεση με τα «χρηστά ήθη», «τη δημόσια αιδώ», τα θέματα «προστασίας της ζωής των πολιτών» γενικά αλλά και «προστασίας της ανήλικης νεότητας» ειδικά. Επίσης το δικαίωμα της ελευθερίας της Τέχνης περιορίζεται και από θέματα «θρησκευτικής ελευθερίας», «τιμής ή και υπολήψεως ατόμου», «ιδιωτικής ιδιοκτησίας», «προστασίας κρατικών συμβόλων», κ.α.

Περιπτώσεις λογοκρισίας εικαστικών έργων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1953 ο Γιάννης Τσαρούχης εξέθεσε στο πλαίσιο ομαδικής έκθεσης το  έργο του Ναύτης καθιστός και γυμνό. Η Ναυτική Αστυνομία παρενέβη και αποκαθήλωσε το έργο.

Το 1952 ο ζωγράφος Νόντα (Nonda) εξέθεσε έργα του στον Παρνασσό. Καθώς θεωρήθηκαν άσεμνα του ζητήθηκε να κατέβουν. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Παρνασσού -μέσω του Γραμματέα του Συλλόγου Παπανικολάου- ζήτησε να αποκαθηλωθούν τα επίμαχα εκθέματα και έκλεισε την  Αίθουσα Ζαχαρίου  όπου εκτίθονταν. Μετά τις έντονες διαμαρτυρίες του ζωγράφου κατέληξαν στη συμβιβαστική λύση που ήταν να καλυφθούν οι πιο τολμηροί του πίνακες ώστε να μην προσβάλουν τη δημόσια αιδώ. Κάποιοι καλύφθηκαν εντελώς και άλλοι εκτέθηκαν με φύλλα συκής στα επίμαχα σημεία:

"Όπως ήταν αναμενόμενο, ο «Παρνασσός» γελοιοποιήθηκε, καθώς εφημερίδες, κριτικοί και φιλότεχνοι επιστράτευσαν κάθε πρόσφορο λογοπαίγνιο – από τα «φύλλα συκής» και το «οι θεαταί βλέπουν όπισθεν του... σιδηρού παραπετάσματος», ως τον Πιραντέλο και το «Ντύστε τα... γυμνά». Μέσα σε δύο μέρες η διοίκηση του συλλόγου αναθεώρησε τη στάση της και επέτρεψε στον Παπαδόπουλο να αφαιρέσει φύλλα και παραπετάσματα από τους πίνακες, ώστε οι –πολυάριθμοι πλέον– θεατές να μπορούν να τους θαυμάσουν ελεύθερα. (...) Γεγονός παραμένει πως αφενός ο καλλιτέχνης το διασκέδασε (έφτασε να διηγείται στους δημοσιογράφους ακόμη και από ποιο περιβόλι αγόρασε τα φύλλα), και αφετέρου η λογοκριτική παρέμβαση έδωσε ανέλπιστη δημοσιότητα στην έκθεση κι έκανε γνωστό το όνομά του στο πανελλήνιο."[5]

Ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανατέθηκε στον Δημήτρη Καλαμάρα το 1958, μαζί με την ανάθεση από τον Δήμο Φλώρινας του ανδριάντα για τον Κώττα. Το 1979 υπήρξε η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, όπου το εν όλω έργο –σχεδιαστικό και γλυπτικό– απέσπασε εύφημη μνεία. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στη συνεδρίασή του της 8/2/93, δεν τοποθετήθηκε ποτέ στην πόλη. Ήδη από την τοποθέτηση του ανδριάντα του καπετάν Κώττα το 1962 στη Φλώρινα, ο οποίος θεωρήθηκε προσβλητικός για τη μνήμη του ήρωα, διότι ο καλλιτέχνης τον παρουσίασε ως έναν απλό Μακεδόνα χωρικό χωρίς την «εθνική ηρωοποίηση» που συνηθιζόταν, η εφημερίδα Φωνή της Φλωρίνης έγραφε σε άρθρο με τίτλο «Ο “ανδριάντας” του κ. Δημητρίου Καλαμάρα δεν έχει θέση στην καλλιτεχνική Φλώρινα»: «Αρκετό ήταν το άγαλμα του καπετάν Κώττα, που τοποθετήθηκε στην πόλη μας. Μπορεί να είναι έργο τέχνης, αλλά δεν είναι ο καπετάν Κώττας, αυτός που πολέμησε Τούρκους και Βουλγάρους. Είναι ένας κουρελιάρης και τσαρουχοφορεμένος χωρικός»[6][7].

Το 1971 ο Δημήτρης Σαπρανίδης εξέθεσε αφίσες με αντιχουντικό περιεχόμενο. Η Αστυνομία παρενέβη αποκαθήλωσε τις αφίσες και προσήγαγε σε δίκη τους εμπλεκόμενους.

Την ίδια χρονιά η Μαρία Καραβέλα εξέθεσε στο Χίλτον εγκατάσταση που σχολίαζε την πολιτική κατάσταση τότε στην Ελλάδα. Η εγκατάσταση καταστράφηκε ολοσχερώς και η Καραβέλα φυγαδεύτηκε στη Γαλλία.

Μαρία Καραβέλα, χειροποίητο λεύκωμα με αναφορά στην έκθεση του 1971

Ο Ηλίας Δεκουλάκος εξέθεσε σειρά έργων στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον το 1973 . Όπως αναφέρεται στον συλλογικό τόμο "Η Λογοκρισία στην Ελλάδα"[6][8], η επίσκεψη μιας ομάδας μαθητών με επικεφαλής μία δασκάλα η οποία δημιούργησε ζωηρό επεισόδιο φωνάζοντας ότι ορισμένα γυμνά προσέβαλλαν την αιδώ των μαθητών κι έπρεπε να αποκαθηλωθούν, υπέπεσε στην αντίληψη «των υπαλλήλων της γκαλερί και τυχαία παρευρισκομένων αστυνομικών» (Τα Νέα, 3/3/1973) κι ο ζωγράφος δέχθηκε πιέσεις να αποσύρει τους πίνακες. Ο Δεκουλάκος αρνήθηκε και προτίμησε να ματαιώσει την έκθεση. Τα ίδια έργα εκτέθηκαν ύστερα από μερικές μέρες στη γκαλερί Νέες Μορφές χωρίς καμμία παρέμβαση[9]

Το 1986 ο Κλεάνθης Χατζηνίκος πραγματοποίησε έκθεση στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Ορισμένα έργα θεωρήθηκαν άσεμνα και του ασκήθηκε δίωξη. Ο καλλιτέχνης καταδικάστηκε τελεσίδικα το 1988 και ένα από τα έργα του καταστράφηκε ως τεκμήριο εγκλήματος[5][10].

Το 2004 η εικαστικός Δέσποινα Χρήστου εξέθεσε στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) το έργο της Άτιτλο στο πλαίσιο της έκθεσης Everyday Hellas. Το έργο απομακρύνθηκε διότι θεωρήθηκε ότι προσβάλει θρησκευτικά συναισθήματα.

Ο Μάνος Στεφανίδης υπήρξε επιμελητής μιας έκθεσης 60 εικαστικών καλλιτεχνών στους χώρους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 2013, δίπλα και σε διάλογο με τα μόνιμα εκθέματα, η οποία λογοκρίθηκε από τον τότε αναπληρωτή διευθυντή του που, άλλοτε επικαλούμενος θέματα ασφαλείας και άλλοτε θέματα αισθητικής, έκανε τα πάντα προκειμένου να μην εκτεθούν γυμνά «στο κατεξοχήν μουσείο που αποθεώνει το γυμνό» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει[6].

Περιπτώσεις λογοκρισίας λογοτεχνικών έργων και επιστημονικής έρευνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μόλις δώδεκα ημέρες από την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, το καθεστώς προβαίνει σε μία θεαματική ενέργεια: Στο κάψιμο βιβλίων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, μιμούμενο αντίστοιχες πράξεις του Ναζιστικού καθεστώτος. Χιλιάδες βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά σ’ εκείνες τις τελετές, ενώ είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς περισσότεροι από 445 τίτλοι "αντεθνικών" βιβλίων. Στη Θεσσαλονίκη, η καύση των βιβλίων έγινε δίπλα στο Λευκό Πύργο, στην Αθήνα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στα Προπύλαια, ενώ στον Πειραιά τα βιβλία παραδόθηκαν στην πυρά στο Πασαλιμάνι. Στην πυρά ρίχτηκαν μεταξύ άλλων έργα του Σίγκμουντ Φρόιντ, του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Ανατόλ Φρανς, του Χάινριχ Χάινε, των Μαξίμ Γκόρκι, του Λέον Τολστόι και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε και του Ιμάνουελ Καντ. Επίσης στα σχολεία απαγορεύτηκε η διδασκαλία του Επιταφίου του Περικλή, της Πολιτείας του Πλάτωνα  και της Αντιγόνης του Σοφοκλή[11].

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κυκλοφόρησε το βιβλίο Οι αντιφάσεις της Καινή Διαθήκης μια μελέτη των ευαγγελίων ιδωμένη από άθεη-μαρξιστική σκοπιά που υποδείκνυε ότι συντάχθηκαν για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων θρησκοπολιτικών σκοπών και για τη διατήρηση των ταξικών και οικονομικών προνομίων του κλήρου. Το 1980 ο συγγραφέας του βιβλίου Θωμάς Μάρας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 μηνών για «προσβολή της θρησκείας».[12]

Το 1979 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση βιβλίου του Μαρκησίου ντε Σαντ στην Ελλάδα, Η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ από τις εκδόσεις Εξάντας. Η κυκλοφορία του βιβλίου απαγορεύτηκε με δικαστική εντολή. Δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος εκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε τις 120 Μέρες των Σοδόμων, αλλά η έκδοση προκάλεσε την παρέμβαση συντηρητικών δικαστικών κύκλων, που κατήγγειλαν το έργο ως πορνογράφημα βάσει του τότε υφιστάμενου νόμου «περί ασέμνων». Οι ενέργειες προκάλεσαν την αντίδραση του εκδοτών, του τύπου και πολλών καλλιτεχνών και διανοούμενων. Το βιβλίο ήταν απαγορευμένο ως το 1991 οπότε ήρθη και τυπικά η απαγόρευση.

Κατά του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη Μν είχαν κατατεθεί τον Μάρτιο του 2000 ασφαλιστικά μέτρα που ζητούσαν την απαγόρευση κυκλοφορίας με αφορμή κάποια αποσπάσματα που υπονοούσαν ερωτικές σχέσεις της Μαρίας Μαγδαληνής με τον Χριστό. Ακόμη, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε δίωξη κατά του Ανδρουλάκη, και του εκδότη, Θανάση Καστανιώτη, για παραβίαση του άρθρου 199 του Ποινικού Κώδικα περί καθύβρισης γνωστής θρησκείας και αρχηγού θρησκεύματος και διέταξε την προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου σε νομούς της Βόρειας Ελλάδας.[13] Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.[14]

Περιπτώσεις λογοκρισίας στη μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καθεστώς του δικτάτορα Μεταξά απαγόρευσε το ρεμπέτικο τραγούδι Βαρβάρα με ερμηνευτή τον Τούντα[15]. Μόνο μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, άρχισε το ρεμπέτικο να τραγουδιέται και να μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ελεύθερα. Την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών είχε απαγορευτεί το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα παιδιά του Πειραιά» ερμηνευμένο από τη Μελίνα Μερκούρη.

"Η κατασταλτική λογοκρισία την εποχή της επταετίας" γράφει ο Γ.Μονεμβασίτης "επιβαλλόταν από καραβανάδες που είχαν τοποθετηθεί στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση και από εκεί κινούσαν τα νήματα":

"Τα κριτήρια του τι επιτρεπόταν να μεταδοθεί και τι όχι ήσαν απρόβλεπτα και ανεξήγητα. Αξιοσημείωτος ήταν ο τρόπος με τον οποίο εφάρμοζαν τις αποφάσεις τους. Για να προλάβουν την κατά λάθος ή «κατά λάθος» μετάδοση ενός κατ' αυτούς επικίνδυνου τραγουδιού, δεν περιορίζονταν στο σφράγισμα των ανεπιθύμητων δίσκων (εξώφυλλα, θήκες και ετικέτες) με τη σφραγίδα «Απαγορεύεται» - σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη αυτή ήταν χειρόγραφη. Είχαν επινοήσει διάφορους απίστευτους τρόπους: χάραζαν τους δίσκους με καρφίτσες ή πρόκες, κολλούσαν στην ενεργό ηχητική επιφάνειά τους μονωτικές ταινίες ή τσιρότα-λευκοπλάστ ή έβαφαν την επιφάνεια αυτή χιαστί με πυκνή μπογιά."[16]

Την εποχή εκείνη ήταν απαγορευμένος όλος ο Μίκης Θεοδωράκης και φυσικά όσα τραγούδια - στίχοι είχαν τη μουσική του. Στη "Θητεία" του Γιάννη Μαρκόπουλου επενέβη η λογοκρισία και άλλαξε τη λέξη συμμορία σε κομπανία (στο τραγούδι "Μαλαματένια λόγια") ενώ θέμα υπήρξε και στον στίχο "Παρασκευή το βράδυ στις 9" (στο "Τα λόγια και τα χρόνια"), που άλλαξε επειδή Παρασκευή προς Σάββατο έγινε το πραξικόπημα. Στο τραγούδι "Να 'τανε το '21" του Σταύρου Κουγιουμτζή, οι αρχικοί στίχοι είχαν τη φράση "...και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα, μια Τουρκοπούλα αγκαλιά". Με αυτούς ηχογραφήθηκε αρχικά το 1969 σε δίσκο 45 στροφών. Η εν λόγω φράση ενόχλησε τους Τούρκους, οι οποίοι με διάβημά τους πέτυχαν την απόσυρση του δίσκου από την αγορά και με απόφαση της επιτροπής λογοκρισίας το τραγούδι ξαναηχογραφήθηκε με αλλαγμένη τη φράση σε "...και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα, μια ομορφούλα αγκαλιά."[17]

Την ίδια εποχή, απαγορεύτηκε το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (1963) «Πέταξ’ ένα πουλί» των Κώστα Κλάβα-Αλέξη Αλεξόπουλου, γιατί θεωρήθηκε ότι προσβάλει το πουλί της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως. Απαγορεύτηκε το επίσης βραβευμένο στο Φεστιβάλ (1972) «Αν ήμουν πλούσιος» των Δώρου Γεωργιάδη - Σώτιας Τσώτου γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι οι αρχικοί στίχοι του «Μεσάνυχτα στη γειτονία, η φτώχεια, η γρίπη, η παγωνιά, κι ο πολιτσμάνος στη γωνιά μες στο χιονιά». Άλλο ένα βραβευμένο τραγούδι στο Φεστιβάλ με όνομα «Το φτωχόπαιδο» (1965) του Σπήλιου Μεντή, απαγορεύτηκε γιατί οι στίχοι του ήταν του Γιάννη Ρίτσου. Το «Άπονη ζωή» των Σταύρου Ξαρχάκου – Λευτέρη Παπαδόπουλου είχε απαγορευτεί και λόγω του ερμηνευτή του και λόγω των κοινωνικών προεκτάσεων των στίχων του. Για τους στίχους τους είχαν απαγορευτεί τραγούδια όπως τα «Σαββάτο απόγιομα» και «Θυμάσαι» των Νότη Μαυρουδή και Γιάννη Κακουλίδη – πολιτικοί στη μια περίπτωση, αντιπολεμικοί στην άλλη.[18]

Ένα ακόμα τραγούδι που λογοκρίθηκε, αυτή τη φορά μετά τη Μεταπολίτευση, ήταν το Διδυμότειχο μπλουζ (1991) του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και του Γιώργου Νταλάρα.

Επίσης το σχολικό μάθημα μουσικής, ιδιαίτερα κατά τις εθνικές εορτές, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια γίνεται θύμα εξωθεσμικής λογοκρισίας.[19]

Περιπτώσεις λογοκρισίας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λογοκρισία ταινιών έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, επηρεαζόμενη κατά καιρούς πέρα από τα ήθη της εποχής και από τις επιταγές της εκάστοτε πολιτικής κατάστασης και τις βουλές κάθε κυβέρνησης. Λογοκρισία καταγράφεται ήδη το μακρινό 1927, όταν απαγορεύτηκε στην Ελλάδα το αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου Θωρηκτό Ποτέμκιν (1925) του Ρώσου σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, μια ταινία που προβλήθηκε στη χώρα μόλις 25 χρόνια αργότερα, το 1952[20].

Αποσπάσματα από 75 λογοκριμένες από την δικτατορία των συνταγματαρχών ελληνικές και ξένες ταινίες, περιλαμβάνονται στο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του Βασίλη Δούβλη «Στοργή στο λαό». Ενδεικτικά: "Ευδοκία" του Αλέξη Δαμιανού, "Πρόσωπο με πρόσωπο" του Ροβήρου Μανθούλη, "Το μπλόκο" του Άδωνι Κύρου, "Κιέριον" του Δήμου Θέου, "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια", "Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης" και "Η κυρά μας η μαμή" του Αλέκου Σακελλάριου, "Ανοιχτή επιστολή" του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, "Ο δράκος" και "Οι παράνομοι" του Νίκου Κούνδουρου, "Το κανόνι και τ’ αηδόνι" των Γιώργου και Ιάκωβου Καμπανέλλη, "Ηλέκτρα" του Μιχάλη Κακογιάννη, "Ο κλέφτης" του Παντελή Βούλγαρη, "Ζ" του Κώστα Γαβρά, κ.α. Για τη λογοκρισία στον Ελληνικό Κινηματογράφο την περίοδο 1945-1974 βλέπε τις αντίστοιχες έρευνες του Γιώργου Ανδρίτσου[21] και της Μαρίας Χάλκου[22].

Στη δεκαετία του '70, μεγάλες αντιδράσεις και λογοκριτικές παρεμβάσεις προκάλεσαν τόσο (θεωρούμενες ως) «άσεμνες» ταινίες: ελληνικές παραγωγές[23] αλλά και ξένες όπως το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι (1974) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, όσο και ταινίες που κρίθηκαν «προσβλητικές» για την Ορθοδοξία και «επικίνδυνες» για το ήθος της νεολαίας, όπως το Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο (Jesus Christ Superstar) (1974) και η Εμμανουέλα[24]. Για την Εμμανουέλα, ο Κώστας Κατσάπης γράφει: "Παρά το σκάνδαλο (ίσως βέβαια και εξαιτίας αυτού), οι Έλληνες θεατές συνέρρευσαν μαζικά στους κινηματογράφους για να παρακολουθήσουν τις «ερωτικές περιπέτειες της άτακτης Γαλλιδούλας», καθώς μόνο την πρώτη βδομάδα προβολής της, μέχρι δηλαδή να απαγορευτεί με δικαστική απόφαση ως «άσεμνη» (16 Απριλίου 1975), η ταινία είχε κόψει περισσότερα από 300.000 εισιτήρια, και μάλιστα με αρκετά τσουχτερό για τα δεδομένα της εποχής εισιτήριο."[24] Λογοκριτικές παρεμβάσεις υπήρξαν και για πολιτικούς λόγους σε ταινίες όπως ο Θίασος του Θόδωρου Αγγελόπουλου (απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση της μουσικής της ταινίας γιατί περιείχε αντάρτικα τραγούδια -1975), Καγκελόπορτα του Δημήτρη Μακρή (κατάσχεση της κόπιας από την αστυνομία, δίωξη του σκηνοθέτη - 1978), Αντίσταση '40-'50 της Μαρίας Καραβέλα (απαγόρευση, περικοπές, παρεμβάσεις της αστυνομίας -1978), Παιδεία του Δημήτρη Τυπάλδου (απαγόρευση προβολής, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα -1977)[25]. Ενδεικτικές της λογοκριτικής πρακτικής είναι οι περικοπές που επέβαλε η επιτροπή λογοκρισίας στην ταινία Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (Νίκος Τζίμας, 1980): [να περικοπούν] Από την απολογία του Μπελογιάννη οι σκηνές που λέει: α) “Και οι κομμουνιστές έχουν προσφέρει εκατόμβες θυσιών στους πρόσφατους αγώνες του λαού μας για τη λευτεριά του”, β) “το να είσαι κομμουνιστής σήμαινε να είσαι πρώτος στους αγώνες, στις θυσίες … το να είσαι υποψήφιος για το εκτελεστικό απόσπασμα καλιώρα όπως τώρα”, γ) Τα ονόματα του Κατσαρέα στην Πελοπόννησο, του Σούρλα στη Θεσσαλία, του Τσαούς Αντών στη Μακεδονία φέρνουν αναμνήσεις φρίκης στον πολυβασανισμένο λαό της υπαίθρου μας, δ) Η φράση “το κομμουνιστικό κόμμα της Ελλάδος” θα αντικατασταθή με τη λέξη “εμείς”, ε) Η φράση “όχι κύριοι είμαστε κομμουνιστές” θα αντικατασταθή με τη φράση “είμαστε Έλληνες”, ζ) Από τη σκηνή της εκτελέσεως δεν θα φαίνονται πυροβολισμοί, όπλα και περίστροφα να πυροβολούν και δεν θα φαίνονται αντιδράσεις των εκτελεσμένων και να προκαλούν τρόμο και φρίκη[26].

Στη δεκαετία του '80, αυστηρή λογοκρισία και δικαστικές διαμάχες προκάλεσαν οι κινηματογραφικές ταινίες Ο Άγιος Πρεβέζης (1982) του Δημήτρη Κολλάτου και Ο Άγιος Πρεβέζης και η παπαδιά (1982) του Κώστα Καραγιάννη, τα οποία στηρίχθηκαν στις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις της προηγούμενης δεκαετίας για την ιδιωτική ζωή του τέως Μητροπολίτη Πρεβέζης και Νικοπόλεως Στυλιανού Κορνάρου, γνωστού κι ως «Αγίου Πρεβέζης»[27].

Στις 28 Απριλίου 1984 κόπηκε στη μέση η μετάδοση της ταινίας του Νίκου Αλευρά Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι και ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει...[28] από την ΕΡΤ2 μετά από διαμαρτυρίες τηλεθεατών. Σε μια από τις σκηνές, για παράδειγμα, εμφανιζόταν ένας γυμνός άνδρας με μούσι να θηλάζει (ήταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην πραγματικότητα). Ο σκηνοθέτης ροής αποφάσισε να κόψει την ταινία και το κανάλι έπαψε να εκπέμπει. Το γεγονός προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον τύπο και οδήγησε στην παραίτηση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΡΤ2.[29]

Το 1988, έπειτα από αγωγή θρησκευομένων και αφού ακολούθησαν εκτεταμένα επεισόδια στην Αθήνα, με επικεφαλής ρασοφόρους, ακόμα και με καταστροφές σε κινηματογράφους, η δικαιοσύνη απαγόρευσε την προβολή της ταινίας του Μάρτιν Σκορτσέζε Ο τελευταίος πειρασμός, η οποία ήταν βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη λόγω των αντιδράσεων για σκηνές της ταινίας, όπως μια φαντασίωση του Χριστού με την Μαρία Μαγδαληνή.[30] Η ταινία όμως πρόλαβε να κόψει 160.000 εισιτήρια. Οι εισαγωγείς δεν άσκησαν έφεση, πιθανόν γιατί είχαν εισπράξει περισσότερα απ’ όσα υπολόγιζαν.[31]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ&dq
  2. Μαρκέλα - Ελπίδα Τσιχλά (2018). «Νομική κατοχύρωση της ελευθερίας της Τέχνης και περιορισμοί». Στο: μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Η λογοκρισία στη Τέχνη. Περιπτώσεις λογοκρισίας στην μεταπολεμική ελληνική τέχνη (PDF). Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ - Φιλοσοφική Σχολή. σελ. 271. 
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2022. 
  4. Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρα 29-30
  5. 5,0 5,1 Πετσίνη, Πηνελόπη (2018). «Αυτά που δεν μπορούν να δειχθούν – Λογοκρισία και εικαστικές τέχνες έως τη μεταπολίτευση». Στο: Πετσίνη Π - Χριστόπουλος Δ. Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική Δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα: Καστανιώτης. σελ. 100-118. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Στεφανίδης, Μάνος (2016). «Λογοκρισία και Τέχνη στη μεταπολεμική Ελλάδα». Στο: Πετσίνη, Χριστόπουλος. Η Λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. 
  7. Μοσχονά-Καλαμάρα, Άννα (2016). «Η περίπτωση του γλύπτη και ακαδημαϊκού δασκάλου Δημήτρη Καλαμάρα». Στο: Πετσίνη, Χριστόπουλος. Λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: ϊδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. 
  8. Πετσίνη, Χριστόπουλος, επιμ. (2016). «Όψεις Εικαστικής Λογοκρισίας». Η Λογοκρισία στην Ελλάδα. Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. 
  9. Χριστοφόγλου, Μ.Ε. (2009). Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί: Ηλίας Δεκουλάκος. Αθήνα: Τα Νέα. σελ. 62. 
  10. Σταθάτος, Γιάννης (2018). ««Κατωσέντονο, Το» (Κλεάνθης Χατζηνίκος, 1986)». Στο: Πετσίνη Π - Χριστόπουλος Δ. Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική Δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα. σελ. 399. 
  11. Λιναρδάτος, Σπύρος (1988). Η 4η Αυγούστου. Θεμέλιο. 
  12. Μάρας, Θωμάς (Νοέμβριος 2012). Οι αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης. Βερέττας. ISBN 978-960-6712-82-1. 
  13. Αγγελίδης, Δημήτρης (Απρίλιος 2000). «Υπόθεση απαγόρευσης του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη "Μ εις τη νιοστή"». Δικαιωματικά. Ηλεκτρονική Επιθεώρηση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συνθηκών Ελσίνκι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2014. 
  14. Τσακυράκης 2005, 49-62
  15. Νίκου Σαραντάκου[νεκρός σύνδεσμος], Σατιρικοί στίχοι για την 4η Αυγούστου, Η Αυγή, ηλεκτρονική έκδοση, 4-8-2013.
  16. Μονεμβασίτης, Γιώργος (14/12/2015). Η (μουσική) λογοκρισία πριν, νυν και αεί. http://www.huffingtonpost.gr/yiorgos-monemvasitis/-_2999_b_8805240.html. 
  17. Σκίντσας, Γιώργος (19/04/2015). «Οι λογοκριτές φεύγουν, τα τραγούδια μένουν». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=695384. 
  18. Μονεμβασίτης, Γιώργος (2015). «Ηχοβολές # 22: Τραγούδια απαγορευμένα». MusicPaper. 
  19. Κωνσταντινίδης, Πάρις (23 Νοεμβρίου 2022). «Η λογοκρισία στο σχολικό μάθημα της μουσικής μεταξύ «αγανάκτησης» και «καλών πρακτικών»». Marginalia. https://marginalia.gr/arthro/i-logokrisia-sto-scholiko-mathima-tis-moysikis-metaxy-aganaktisis-kai-kalon-praktikon/. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2022. 
  20. Χρονικό της απαγόρευσης της ταινίας «Θωρηκτό Ποτέμκιν» το 1927[νεκρός σύνδεσμος], από την ηλεκτρονική έκδοση του Ριζοσπάστη.
  21. Ανδρίτσος, Γιώργος (2016). «Η Λογοκρισία στον Ελληνικό Κινηματογράφο (1945-1974)». Στο: Πετσίνη, Χριστόπουλος. Η Λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. 
  22. Χάλκου, Μαρία (2018). «Κινηματογράφος και λογοκρισία στην Ελλάδα από τα πρώιμα χρόνια έως τη μεταπολίτευση». Στο: Πετσίνη Π - Χριστόπουλος Δ. Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα. σελ. 82-99. 
  23. Δεν έλειψαν υποκινημένες απόπειρες από την Εκκλησία προς Απριλιανούς υπηρεσιακούς παράγοντες δες την πρόσφατη αρχειακή έρευνα στο αρχείο του Υπουργού της Χούντας Δημήτριου Τσάκωνα στο :Μιχάλης Φύλλας, «Μια περίπτωση παρέμβασης της Εκκλησίας κατά την περίοδο της Επταετίας σχετικά με την προβολή ερωτικών κινηματογραφικών ταινιών», Νέα Εστία, τομ.184, τχ. 1881 (Ιούνιος 2019), σελ.535-544.[1]
  24. 24,0 24,1 Κατσάπης, Κώστας (2018). «Εμμανουέλα. Μια «άτακτη Γαλλιδούλα» στη συγκυρία της μεταπολίτευσης». Στο: Πετσίνη Π.· Χριστόπουλος Δ. Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα: Καστανιώτης. σελ. 345-348. 
  25. Ανδρίτσος, Γιώργος (2018). «Παιδεία (Δημήτρης Τυπάλδος, 1977)». Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα, οπ.π. Αθήνα. σελ. 444-446. 
  26. Πετσίνη, Πηνελόπη (2018). «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (Νίκος Τζίμας, 1980)». Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα, οπ.π. Αθήνα. σελ. 397. 
  27. Κασσαβέτη, Ορσαλία-Ελένη (2014). Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990). Αθήνα: Ασίνη. ISBN 978-618-80872-4-8. 
  28. «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει». Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2014. 
  29. Βαλούκος, Στάθης (2008). Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Αθήνα: Αιγόκερως. σελίδες 114–115. ISBN 978-960-322-347-4. 
  30. Τσακυράκης 2005, 21-37
  31. Γκιώνης, Δημήτρης (28 Απριλίου 2013). ««Ο τελευταίος πειρασμός» στο στόχαστρο». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2014. 

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φύλλας Μιχάλης, «Μια περίπτωση παρέμβασης της Εκκλησίας κατά την περίοδο της Επταετίας σχετικά με την προβολή ερωτικών κινηματογραφικών ταινιών», Νέα Εστία, τομ.184, τχ. 1881 (Ιούνιος 2019), σελ.535-544.[2]
  • Νταρτβελ, Π, Ντενι, Φ., Ρόμπιν, Γ., Δημούλης, Δ. (2000). Δικαίωμα στη βλασφημία. Αθήνα: Μαύρη Λίιστα.
  • Χριστόπουλος, Δημήτρης· Καραμπίνης, Λεωνίδας· Σταυρακάκης, Γιάννης· Ζιώγας, Γιάννης, επιμ. (2008). Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη. ISBN 978-960-211-862-7. 
  • Τσακυράκης, Σταύρος (2005). Θρησκεία κατά τέχνης. Αθήνα: Πόλις. ISBN 960-435-083-8. 
  • https://web.archive.org/web/20151127121943/http://logokrisies.wix.com/logokrisies Συνέδριο "Λογοκρισίες στην Ελλάδα".
  • Μπουρνάζος, Στ. – Παναγιωτόπουλος, Ν. – Πετσίνη, Π. – Χριστόπουλος, Δ. (2015). «Λογοκρισίες στην Ελλάδα: Το πρώτο συνέδριο για τη λογοκρισία στη χώρα μας». Ενθέματα της Αυγής, 13/12/2015, σσ. 34-35. [3]
  • Χριστόπουλος, Δημήτρης (2012). Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα - Εκκλησία, Βλασφημία, και Χρυσή Αυγή. Αθήνα: Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου - Εκδόσεις Νεφέλη. ISBN 978-960-504-052-9. 
  • Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2014). "Όλα μπορούν να λεχθούν" ή υπάρχουν "εκείνα που δεν λέγονται";. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
  • Χριστόπουλος, Δ. (2016). Η λογοκρισία ως στιγμή εξουσίας [4]
  • Αθανασιάδης, Χάρης (2015), Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Ιωαννίδου, Αλεξάνδρα (2008), Υπόθεση Γκράνιν: Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο, Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Πετσίνη, Π., Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2016). Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. [Διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ: https://rosalux.gr/publication/i-logokrisia-stin-ellada]
  • Πετσίνη, Π., Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2018). Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Πετσίνη, Π., Σκριβάνος, T., Χριστόπουλος, Δ. (2017): "Ιστορίες λογοκρισίας", Athens Voice 07/03/2017. [νεκρός σύνδεσμος];
  • Φάκελος: Η Λογοκρισία στην Ελλάδα, Chronos. https://chronos.fairead.net/logokrisia-homepage