Λευκοκυτταρική εστεράση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο προσδιορισμός του ενζύμου της λευκοκυτταρικής εστεράσης (εστεράση των λευκοκυττάρων) χρησιμοποιείται για την ανίχνευση των πυοσφαιρίων των ούρων δηλαδή των νεκρών λευκών αιμοσφαιρίων που ανιχνεύονται στα ούρα, κατά κύριο λόγο σε λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Λόγω της μεγάλης σημασίας των πυοσφαιρίων ο προσδιορισμός τους αποτελεί βασική παράμετρο της λεγόμενης γενικής εξέτασης ούρων. Ο προσδιορισμός τους μπορεί να γίνει κατά σειρά με τους εξής τρόπους:

  1. Με την μέτρηση των πυοσφαιρίων κατά την μικροσκόπηση του ιζήματος των ούρων.
  2. Με την μέτρηση του ενζύμου της λευκοκυτταρικής εστεράσης που παράγεται από τα λεμφοκύτταρα.
  3. Με την μέτρηση των πυοσφαιρίων σε κυτταρομετρική πλάκα τύπου Neubauer.

Η λευκοκυτταρική εστεράση βρίσκεται μέσα στα αζουρόφιλα κοκκία των κοκκιώδη λευκοκυττάρων δηλαδή των ουδετερόφιλων, ηωσινόφιλων και βασεόφιλων. Απουσιάζει δηλαδή από τα λεμφοκύτταρα. Ανιχνεύεται ακόμα και αν τα πυοσφαίρια καταστραφούν.
Ο προσδιορισμός του ενζύμου, δηλαδή των πυοσφαιρίων με χημικό τρόπο, ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 λόγω της αυξημένης ανάγκης για μείωση του κόστους των εργαστηριακών εξετάσεων και ταυτόχρονης μεγιστοποίησης της χρήσης αυτοματισμών για την παραγωγή και μεταφορά των εργαστηριακών πληροφοριών. Ο προσδιορισμός της μείωσε το σημαντικό εργατικό κόστος της μικροσκόπησης. Παράλληλα αποτέλεσε και ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο αφού αρκετές φορές τα πυοσφαίρια καταστρέφονται και δεν είναι δυνατή η παρατήρησή τους στο μικροσκόπιο.

Η κλινική σημασία των πυοσφαιρίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ένα φυσιολογικό άνθρωπο μπορεί να μετρηθούν στα ούρα του μέχρι 4 πυοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο ή 10/μL. Αύξηση τους προκαλείται σε διάφορες βακτηριακές φλεγμονές όπως κυστίτιδα, πυελονεφρίτιδα, αλλά και σε ειδικές φλεγμονές από τριχομονάδες, χλαμύδια και μυκοβακτήρια. Πυοσφαίρια όμως μπορεί να παρατηρηθούν και περιπτώσεις μη φλεγμονής όπως είναι η οξεία διάμεση νεφρίτιδα.

Προσδιορισμός με Ταινία εξέτασης ούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή αντίδρασης της λευκοκυτταρικής εστεράσης πάνω στην ταινία των ούρων περιέχει σαν υπόστρωμα ένα εστέρα του ινδοξυλίου που διασπάται σε ινδοξύλιο, με την επίδραση της εστεράσης των λευκών αιμοσφαιρίων. Το ινδοξύλιο στη συνέχεια οξειδώνεται, με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο, προς ινδικάνη, χρώματος κυανού. Η ένταση του χρώματος βαθμονομείται από συνοδευτική χρωματική κλίμακα σε αριθμό πυοσφαιρίων. Παραλλαγή αυτής της μεθόδου είναι ο εστέρας που χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα της εστεράσης των λευκοκυττάρων να ελευθερώνει μια αρωματική αλκοόλη, που αντιδρά με διαζωνιακά άλατα η οποία δίνει αζωχρώματα.

Η χρωματική ποικιλία του προσδιορισμού της λευκοκυτταρικής εστεράσης

Αυτόματοι Αναλυτές Ούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους αυτόματους αναλυτές ούρων ο προσδιορισμός της λευκοκυτταρικής εστεράσεης γίνεται με την φυσική μέθοδο της ανακλασιμετρίας. Προηγείται η αντίδραση διαζώτωσης το χαρακτηριστικό χρώμα της οποίας μετριέται με την μέθοδο αυτή.

Τιμές αναφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσιολογικά το αποτέλεσμα της λευκοκυτταρικής εστεράσης είναι αρνητικό.

Όριο ευαισθησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προσδιορισμός της λευκοκυτταρικής εστεράσης δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μικροσκόπηση καθώς έχει όριο ευαισθησίας ισοδύναμο με 5 έως 15 πυοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο. Αυτό κάνει τον προσδιορισμό της λιγότερο ευαίσθητο από την μικροσκόπηση των ούρων. Έτσι αν στη κλινική εικόνα του ασθενούς υπάρχει πυουρία (πυοσφαίρια στα ούρα) ή υπόνοια της πρέπει να ακολουθεί μικροσκοπικός έλεγχος ανεξάρτητα της τιμής της λευκοκυτταρικής εστεράσης.

Συλλογή ούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λευκοκυτταρική εστεράση προσδιορίζεται σε πολύ πρόσφατα ούρα που έχουν συλλέγει με την μέθοδο των πρωινών ούρων μέσης ούρησης. Αν ο προσδιορισμός της καθηστερήσει τότε δεν ισχύει η καλή συσχέτιση αριθμού πυοσφαιρίων και δραστικότητας της λευκοκυτταρικής εστεράσης.

Προβλήματα της μεθόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αρκετές περιπτώσεις κατά τον προσδιορισμό της λευκοκυτταρικής εστεράσης μπορεί να υπάρχουν ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα.

Ψευδώς θετικά αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Υπάρχει πρόσμιξη σε κολπικές εκκρίσεις λόγω των πυοσφαιρίων του κόλπου.
  2. Στο δείγμα ούρων υπάρχουν ηωσινόφιλα ή τριχομονάδες τα οποία περιέχουν εστεράσες όπως τα πυοσφαίρια.
  3. Ο ασθενής είναι υπό θεραπεία με κλαβουλανικό οξύ ή ιμιπενέμη.

Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τα ούρα έχουν αυξημένο ειδικό βάρος ή/και αυξημένη ποσότητα πρωτεϊνών και γλυκόζης
  2. Υπάρχουν στα ούρα υπολείμματα βορικού οξέος.
  3. Στα ούρα υπάρχει αυξημένο ασκορβικό και οξαλικό οξύ.
  4. Ο ασθενής είναι υπό θεραπεία με νιτροφουραντοϊνη, γενταμυκίνη, κεφαλοθίνη, κεφαλεξίνη ή τετρακυκλίνη.

Η ανάλυση της λευκοκυτταρικής εστεράσης θα πρέπει να γίνεται σε πολύ πρόσφατα ούρα γιατί μετά την παρέλευση μιας ώρας τα πυοσφαίρια αρχίζουν και καταστρέφονται και δεν υπάρχει καλή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των πυοσφαιρίων και της δραστικότητας της λευκοκυτταρικής εστεράσης.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βάρσου Λ. Η γενική εξέταση των ούρων. 11ο Εκπαιδευτικό σεμινάριο ΕΕΚΧ-ΚΒ για την νεφρική λειτουργία. Αθήνα 2005.
  2. Καρκαλούσος Π. Η χημεία των ταχυδιαγνωστικών ταινιών ούρων. Έκδοση ΤΕΙ Αθηνών 2006.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. https://web.archive.org/web/20110812160415/http://www.hms.org.gr/happenings/49_98_23MathimaBaka.pdf