Λενινισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Λενινισμός είναι η μαρξιστική επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσε και εφάρμοσε ο Βλαντίμιρ Λένιν, κατά την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου (καθ)οδηγείται από ένα επαναστατικό Κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας» ευρισκόμενο στην ηγεσία της εργατικής τάξης εν μέσω της ταξικής πάλης. Έτσι οι λενινιστές διακρίνονται από μία συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του μαρξισμού στηριγμένη στις έννοιες της «πρωτοπορίας» και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ συνήθως οργανώνονται σε αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου πολιτικά κόμματα, τα οποία ονομάζονται Κομμουνιστικά Κόμματα και συμμετέχουν νομότυπα στις πολιτικές διεργασίες μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Στην Ελλάδα ο πιο μαζικός εκφραστής της κομμουνιστικής ιδεολογίας θεωρείται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, υπάρχουν όμως και άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις όπως το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ) που θεωρεί αναγκαιότητα την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος (κομμουνιστική επαναθεμελίωση) και απορρίπτει τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Τέλος, υπάρχουν και άλλοι, μικρότερης εμβέλειας και επιρροής μαρξιστικοί-λενινιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί. Ο κομμουνισμός συνήθως αντιπαρατίθεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιχειρεί έναν πιο περιορισμένο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, στοχευμένων μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Αντιθέτως ο επαναστατικός σοσιαλισμός, όπου συγκαταλέγεται ο λενινισμός παρά τη συμμετοχή του στο κοινοβουλευτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προσβλέπει στην πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και εστιάζει στη διεθνή εργατική τάξη ως κλειδί αυτής της επανάστασης.

Ιστορικά οι λενινιστές πέτυχαν να εγκαθιδρύσουν τη δική τους εκδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, η οποία οδήγησε στον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή, καθώς και άλλα παρόμοιων δομών κράτη (όπως π.χ. αυτά του ανατολικού μπλοκ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο), ευρίσκονταν κατά τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία σε μία μεταβατική φάση προς την κομμουνιστική κοινωνία. Μέχρι την έλευση ωστόσο του κομμουνισμού, η δικτατορία του προλεταριάτου ενσαρκωνόταν στο πολίτευμα της σοσιαλιστικής λαϊκής δημοκρατίας, προσδιοριζόμενης από μία συγκεντρωτική κυβέρνηση και από κρατική ιδιοκτησία των οικονομικών μέσων παραγωγής. Η κατάσταση αυτή συνιστούσε την υλοποίηση μίας, κατά τους λενινιστές, «σοσιαλιστικής δημοκρατίας», ως «επέκτασης» του μαρξισμού στις συνθήκες του 20ου αιώνα. Πολλοί λενινιστές διεθνώς ωστόσο απέρριψαν αυτές τις κοινωνίες, θεωρώντας πως παρά τις κατακτήσεις που είχαν εκεί οι λαοί (δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία, στέγαση), τα καθεστώτα αυτά εκφυλίστηκαν γρήγορα σε ταξικά / εκμεταλλευτικά. Με εκμεταλλεύτρια τάξη την κρατική / κομματική γραφειοκρατία. Οι συντηρητικοί, οι φιλελεύθεροι και αρκετοί μη λενινιστές σοσιαλιστές, θεωρούν συνήθως τις λαϊκές δημοκρατίες ολοκληρωτικά κράτη.

Οι λενινιστές με τον καιρό έχουν διαφοροποιηθεί σε τροτσκιστές, σταλινικούς (οι ίδιοι συνήθως δεν αυτοαποκαλούνται έτσι) και μαοϊκούς. Κύρια εστία των διαφωνιών τους είναι η αντίληψή τους για τη σοσιαλιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λένιν ή του Στάλιν. Οι ελευθεριακοί μαρξιστές από την άλλη ερμηνεύουν διαφορετικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου (με πρότυπο κυρίως την Παρισινή Κομμούνα και τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας ή / και της εργατικής αυτοδιεύθυνσης) μη δίνοντας συνήθως έμφαση στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ενώ οι αναρχοκομμουνιστές (και, ευρύτερα, οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές) απορρίπτουν τελείως μία τέτοια μεταβατική φάση για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία, καθώς και κάθε τύπο κοινοβουλευτικής-κομματικής δραστηριοποίησης στο πλαίσιο ενός αστικού-φιλελεύθερου κράτους.

Διάσπαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσπάθεια εφαρμογής του σοσιαλισμού από στην πράξη από τους Μπολσεβίκους, με τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», ανέδειξε πληθώρα προβλημάτων τόσο στη θεωρία, όσο και την εφαρμογή. Γι' αυτό το λόγο από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '20 αρχίζει η κριτική από ένα σημαντικό κομμάτι των πρωταγωνιστών της Οκτωβριανής Επανάστασης στο μοντέλο που αργότερα ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός». Έτσι, το 1921 συγκροτείται εντός του Μπολσεβίκικου («Κομμουνιστικού») Κόμματος η τάση της «εργατικής αντιπολίτευσης» (Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ και πληθώρα εργατικών στελεχών, συνδικαλιστών κλπ) η οποία κατήγγειλε από τότε ήδη, την γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος, τον περιορισμό της εξουσίας των σοβιέτ προς όφελος της ηγετικής ομάδας, την ανάπτυξη της κομματικής/κρατικής γραφειοκρατίας ως ξεχωριστού κοινωνικού στρώματος με δικά του αυτοτελή συμφέροντα που δεν ταυτίζονται με τα αντίστοιχα συμφέροντα της εργατικής τάξης.[1]

Ύστερα από λίγα χρόνια ακολούθησε πληθώρα στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος (Τρότσκι, Μπουχάριν, Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ κλπ). Η κριτική τους ήταν ανομοιογενής και εστίαζε πάνω σε υπαρκτά προβλήματα όπως η γραφειοκρατικοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος, η καταστολή της αντίθετης άποψης, ο δογματισμός στη θεωρία, η βίαιη κολλεκτιβοποίηση κλπ. Από τα σπλάχνα της τάσης που συγκρότησαν (αρχικά Αριστερή και μετά ενιαία Αντιπολίτευση), προέκυψε το διεθνές ρεύμα του τροτσκισμού.[2]

Αργότερα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα πραγματοποιηθεί το σχίσμα ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία με κυβέρνηση το ΚΚ και ηγέτη τον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο και την ΕΣΣΔ με ηγέτη τον Στάλιν. Η εξήγηση από μέρους του Γιουγκοσλάβικου ΚΚ θα είναι πως «δεν ανεχόμαστε την επέμβαση των Σοβιετικών στα εσωτερικά μας». Ο θάνατος του Στάλιν θα δώσει νέα ώθηση στη δημόσια συζήτηση για το σοσιαλισμό. Θα ακολουθήσει η ρήξη της ΕΣΣΔ με την Κίνα και η γέννηση του μαοϊκού ρεύματος κριτικής στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».[3]

Προς τα τέλη της δεκαετίας του '70 θα προκύψει από την κοινή συμπόρευση στην πολιτική και στη θεωρία των ΚΚ Γαλλίας, Ισπανίας και Ιταλίας, το διεθνές ρεύμα του ευρωκομμουνισμού.[4]

Η κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»τη διετία 1989-1991 θα σημάνει και το τέλος του μαζικού λενινιστικού κομμουνιστικού κινήματος. Σήμερα από ορισμένες δυνάμεις (όπως στην Ελλάδα το Νέο Αριστερό Ρεύμα) και μαρξιστές διανοητές, επιχειρείται η κομμουνιστική επαναθεμελίωση.[5]

Κριτική από αστική σκοπιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε Σοσιαλισμός

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]