Λαμπροβούτι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λαμπροβούτι
Ενήλικο Λαμπροβούτι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ενήλικο Λαμπροβούτι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Κολυμβόμορφα (Gaviiformes)
Οικογένεια: Κολυμβίδες (Gaviidae)
Γένος: Κόλυμβος (Gavia) (Forster, 1788)
Είδος: G. arctica (Λαμπροβούτι) ([i]
Διώνυμο
Gavia arctica (Κόλυμβος ο αρκτικός)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Gavia arctica arctica [i]
Gavia arctica viridigularis

Gavia arctica

Το Λαμπροβούτι είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Κολυμβιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Gavia arctica και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Gavia arctica arctica (Linnaeus, 1758).[2]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Gavia, είναι λατινική και στην κυριολεξία σημαίνει «γλάρος», gāvĭa, ae, f. (=λάρος), I a bird, perh. the seamew, Plin. 10, 32, 48, § 91; 10, 74, 95, § 204; App. M. 5, p. 171., αγνώστου λοιπής αιτιολογίας.[3]

Η λατινική ονομασία του είδους σχετίζεται άμεσα με τις αρκτικές περιοχές στις οποίες ζει και αναπαράγεται.

Η ελληνική του ονομασία οφείλεται στο, ομολογουμένως, λαμπερό αναπαραγωγικό του πτέρωμα, με έντονες γραμμικές αντιθέσεις και χρώματα (βλ. Μορφολογία)

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος Gavia arctica φαίνεται ότι σχηματίζει μαζί με το βορειοαμερικανικό Gavia pasifica ένα υπερείδος, με συμπατρικούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στη ΒΑ Σιβηρία και στη Δ Αλάσκα. Μάλιστα, στις συγκεκριμένες περιοχές, εμφανίζονται και υβρίδια μεταξύ των δύο ειδών.[4]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική εξάπλωση του Gavia arctica. Κόκκινο: καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής Μπλε: περιοχές διαχείμασης

Το Λαμπροβούτι είναι ένα σχεδόν αποκλειστικά ευρασιατικό είδος, το οποίο ζει και αναπαράγεται σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη, στην τούνδρα και την τάιγκα των υποαρκτικών περιοχών, ενώ μεταναστεύει νοτιότερα για να διαχειμάσει. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετά άτομα που «περνάνε» στην αμερικανική ήπειρο (Αλάσκα, Καναδάς, ΒΔ ΗΠΑ).[5][6]

Αρ. Υποείδος Καλοκαιρινές Περιοχές αναπαραγωγής Περιοχές διαχείμασης
1 Gavia arctica arctica Β Ευρασία (Σκωτία, Σκανδιναβία, Β Βαλτική, Ρωσία), ανατολικά προς τον ποταμό Λένα Ακτές της Ευρώπης ( Βόρεια Θάλασσα, Νορβηγία, Βισκαϊκός κόλπος, Μεσόγειος, Εύξεινος Πόντος προς ΝΔ και Κ Ασία
2 Gavia arctica viridigularis Λεκάνη του ποταμού Λένα (ΒΑ Σιβηρία) και Αράλη, ανατολικά προς Δ Αλάσκα Ακτές της Α Ασίας και δυτικές ακτές της Β Αμερικής μέχρι την χερσόνησο της Baja California

Πηγές:[2][7][8]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στην Ελλάδα)

Μεταναστευτικές οδοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα λαμπροβούτια είναι κυρίως αποδημητικά πουλιά, με την εαρινή και φθινοπωρινή μετανάστευση να εμφανίζονται σε ένα ευρύ μέτωπο και, σημαντικές περιοχές ανάπαυλας τη Βαλτική, την Εσθονία, τον κόλπο της Ρίγας, τη βορειο-ανατολική Πολωνία, τη δυτική Ουκρανία και τη Μολδαβία. Ειδικά στη φθινοπωρινή μετανάστευση, εκτός από τις περιοχές που αναφέρονται, σημαντική είναι επίσης και η Λευκή Θάλασσα.[7]

Κατά τη μετανάστευση, συχνά σχηματίζει σμήνη από περίπου 50 άτομα (del Hoyo et al. 1992) και, ζει μεμονωμένα, σε ζεύγη ή μικρές ομάδες κατά τη διάρκεια του χειμώνα (Snow και Perrins 1998). Περιστασιακά σχηματίζουν μεγάλες κοινότητες στις πλούσιες σε αλιεύματα παράκτιες περιοχές (del Hoyo et al. 1992).

Η αναχώρηση από τα εδάφη αναπαραγωγής ξεκινάει στα μέσα Ιουλίου, το νωρίτερο, συνήθως όμως τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο. Η επιστροφή στις περιοχές φωλιάσματος πραγματοποιείται από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Τα άτομα που δεν έχουν φθάσει ακόμη σε σεξουαλική ωριμότητα ή εκείνα που για κάποιους λόγους δεν αναπαράγονται, περνάνε τα καλοκαίρια σε παράκτιες περιοχές.[7]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τα Κανάρια, την Πορτογαλία και το Μαρόκο, το Λουξεμβούργο, τις Φερόες, την Αρμενία, την Αλγερία , το Ισραήλ και την Ιορδανία.[1]

Στην Ελλάδα, το Λαμπροβούτι είναι σπάνιος και ακανόνιστος χειμερινός επισκέπτης , στις θαλάσσιες περιοχές της βόρειας και κεντρικής χώρας,[9] αλλά και σε λίμνες (Καστοριά).[10]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εποχή αναπαραγωγής συχνάζει σε βαθιές, παραγωγικές λίμνες γλυκού νερού (del Hoyo et al. 1992) ή μεγάλες υδάτινες κοιλότητες με νησάκια, χερσονησίδες και άλλες απρόσιτες θέσεις φωλιάσματος (Snow και Perrins 1998) και, μόνο περιστασιακά σε θαλάσσιες ακτές (Bruun).

Εκτός περιόδου αναπαραγωγής το είδος είναι πιο κοινό σε ύδατα κατά μήκος προστατευομένων ακτών (del Hoyo et al. 1992), ενώ περιστασιακά συχνάζει επίσης σε εκτεταμένες ηπειρωτικές περιοχές γλυκού νερού (Flint et al. 1984, del Hoyo et al. 1992), όπως φυσικές λίμνες ή φράγματα, λιμνοθάλασσες και μεγάλους ποταμούς (Snow και Perrins 1998). Κάποιες φορές υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με εκείνους του Κηλιδοβουτιού (Bruun).

Γενικά, εξαρτάται άμεσα από τις μεγάλες ή μετρίου μεγέθους βαθιές και απομονωμένες ηπειρωτικές λίμνες που τις αναζητά κυρίως στην τούνδρα και την τάιγκα.[11] Οι λίμνες αυτές είναι καθαρές, με έντονη βλάστηση τόσο στις ακτές τους (καλαμιές), όσο και στο βυθό, χωρίς απαραίτητα να παρέχουν τροφή, αφού η αναζήτηση λείας μπορεί να γίνεται και σε άλλα νερά. Αρκετές φορές, όμως, θα βρεθεί και σε ημιερημικές στεπώδεις εκτάσεις, κυρίως στην περιοχή του Ισίκ-Κουλ, στα νότια της επικρατείας του, ενώ στην περιοχή των ορέων Αλτάι και Σαγιάν μπορεί να φωλιάσει και στα 2100-2300 μέτρα.[7]

Στην Ελλάδα, επειδή έρχεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα απαντά στις παράκτιες θαλάσσιες περιοχές.[9]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικο Λαμπροβούτι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Το Λαμπροβούτι ανήκει σε μία μεγάλη τάξη ευμεγεθών πτηνών (Κολυμβόμορφα), που στον ελλαδικό χώρο, είναι γνωστά ως θαλασσοβούτια ή βουταναριές,[12] τα οποία κολυμπάνε και καταδύονται με χαρακτηριστική επιδεξιότητα.

Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το πτέρωμα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές μορφές, της αναπαραγωγικής και της μη αναπαραγωγικής εποχής, (εποχικός διμορφισμός) με το πρώτο να είναι εντυπωσιακό σε χρώματα, σχέδια και αναλογίες. Είναι αρκετά μεγάλο πουλί, αλλά είναι το τρίτο σε μέγεθος από τα θαλασσοβούτια που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο, μεγαλύτερο μόνον από το Κηλιδοβούτι.

Στο λαμπερό πτέρωμα αναπαραγωγής ξεχωρίζει η, σχεδόν «γεωμετρική», διάταξη των σχεδίων που εμφανίζει η άνω επιφάνεια του σώματος. Η ράχη είναι σκούρα γκρι, με χαρακτηριστικά λευκά, τετράπλευρα «μπαλώματα», πυκνά και ομοιόμορφα διατεταγμένα. Φέρει επίσης μικρότερες λευκές κηλίδες στα ελάσσονα καλυπτήρια φτερά της άνω επιφάνειας (lesser upper coverts). Το πάνω μέρος του κεφαλιού, ο αυχένας και οι πλευρές του έχουν στιλπνό γκρί χρώμα, ενώ στις πλευρές του λαιμού εμφανίζονται 5-6 ασπρόμαυρες ρίγες, επίσης ομοιόμορφα διατεταγμένες. Το πηγούνι και το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού, φέρει μία (1) σειρά από λεπτές και μικρές ραβδώσεις λευκού χρώματος, εν είδει περιδεραίου και, αμέσως από κάτω, μία μαύρη, μεγάλη τετράπλευρη περιοχή που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις λευκές γραμμώσεις του λαιμού.

Το πάνω μέρος του στήθους φέρει και αυτό ασπρόμαυρες ραβδώσεις, πυκνότερες, όχι όμως τόσο λαμπερές όσο του λαιμού, ενώ η κοιλιά, οι πλευρές (flanks) και τα καλυπτήρια της κάτω επιφάνειας των πτερύγων είναι κατάλευκα.

Η ίριδα είναι κόκκινη, οι ταρσοί είναι μαύροι στο εξωτερικό και γκρι στο εσωτερικό, ενώ τα ενωμένα με νηκτική μεμβράνη πόδια είναι γκρι ή σαρκόχρωμα. Το ράμφος είναι σκούρο γκρι προς μαύρο και, είναι ευθύ και στιβαρό, χωρίς κλίση στο άκρο του (διαφορά από το Κηλιδοβούτι).[9][13]

Το χειμερινό φτέρωμα του πουλιού, αντίθετα, δεν έχει κανένα από τα χρώματα και κοντράστ σχέδια του αναπαραγωγικού φτερώματος, ενώ ακόμη και η ίριδα γίνεται μαύρη και το ράμφος πιο γκρίζο. Το Λαμπροβούτι αποκτά μία «αδιάφορη» ενδυμασία, με ένα θαμπό γκρίζο-καφέ χρώμα σε ολόκληρο το πάνω μέρος από τη ράχη μέχρι το κεφάλι, ενώ από το ύψος των οφθαλμών, περίπου, και κάτω κυριαρχεί το λευκό σε όλη την κάτω επιφάνεια του σώματος. Μόνο στη ράχη, οι λαμπερές ασπρόμαυρες ραβδώσεις του καλοκαιριού έχουν υποβαθμιστεί σε αχνές ασπριδερές κηλίδες και, αυτές, ορατές μόνον από κοντινή απόσταση.[13]

  • Μήκος σώματος: (58-)63 έως 70(-75)εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: 119 (-122) εκατοστά [13]
  • Βάρος: Αρσενικό: 3300-3500 γραμμάρια Θηλυκό: 2050-2500 γραμμάρια
  • Μήκος ράμφους (από τα ρουθούνια μέχρι το άκρο του): 5,5-6,5 εκατοστά [9]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οπίσθια όψη σε πτέρωμα αναπαραγωγής

Το Λαμπροβούτι τρέφεται κυρίως με μικρά ψάρια, αλλά στο διαιτολόγιο συμπεριλαμβάνονται επίσης βατράχια και μαλακόστρακα, μαλάκια και υδρόβια έντομα. Από τα ψάρια και, στα χειμερινά εδάφη, προτιμάει τις ρέγγες, τα χέλια και τους μπακαλιάρους, ενώ στα εδάφη αναπαραγωγής (γλυκά νερά) τις πέστροφες, τους κυπρίνους, τα τσιρόνια, τους λούτσους κ.α. Ειδικά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, όταν συνήθως παραμένουν στις λίμνες, τα πουλιά τρώνε και μικρά καρκινοειδή που, στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για Αμφίποδα. Την άνοιξη μπορεί να λαμβάνουν ως συμπλήρωμα διάφορα υδρόβια φυτά και τους σπόρους τους.[7]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα λαμπροβούτια είναι δραστήρια κατά τη διάρκεια της ημέρας, ιδιαίτερα στο βόρειο τομέα της επικρατείας τους, όπου το καλοκαίρι εκμεταλλεύονται το φως σχεδόν ολόκληρης της ημέρας, με 24ωρη δραστηριότητα. Μπορεί να ξεκουραστούν μόνο λίγες ώρες, συνήθως γύρω στα μεσάνυχτα ή στη μέση της ημέρας, οπότε κοιμούνται στο νερό, με το κεφάλι τοποθετημένο στο πίσω μέρος του σώματος.

Η πτήση και, ιδιαίτερα η απογείωση είναι μια σχετικά επίπονη διαδικασία, η οποία πραγματοποιείται συνήθως κόντρα στον άνεμο και, αποκλειστικά από το νερό. Όταν πετάει θυμίζει αμυδρά μεγάλη πάπια, ωστόσο, λόγω των τεντωμένων πίσω ποδιών και του λαιμού που διατηρείται χαμηλότερα από τον οριζόντιο άξονα, ξεχωρίζει από μακριά. Η πτήση είναι ευθεία και ταχεία με γρήγορα φτεροκοπήματα, ενώ αλλαγή κατεύθυνσης πραγματοποιείται σε ευρέα τόξα διότι το Λαμπροβούτι δεν είναι ιδιαίτερα ευέλικτο στον αέρα. Συνήθως πετάει μόνο του, ενώ, ακόμη και κατά τη διάρκεια των ερωτοτροπιών, τα ζευγάρια πετάνε σε...διαφορετικά ύψη.[7]

Στην ξηρά, το Λαμπροβούτι θα το δει κανείς εξαιρετικά σπάνια. Λόγω της μορφολογίας των ταρσών του (πολύ πίσω στο σώμα) και της επιγονατίδας του (συνενωμένη με την κνήμη),[12] κινείται με μεγάλη δυσκολία και, όταν το κάνει, σέρνεται με την κοιλιά. Στο νερό, όμως, βρίσκεται στο στοιχείο του, αφού κολυμπάει και καταδύεται με χαρακτηριστική επιδεξιότητα. Όταν βρίσκεται στην επιφάνεια κινείται αθόρυβα, κρατώντας το ράμφος του σχετικά ίσιο (όχι με κλίση προς τα πάνω όπως το Κηλιδοβούτι), ενώ όταν διαισθανθεί κίνδυνο, κινείται υποβρυχίως, αφήνοντας μόνο μια στενή λωρίδα στην πλάτη, το λαιμό και το κεφάλι να είναι ορατά. Είναι πολύ καλός δύτης και, μπορεί να παραμείνει έως 135 δευτερόλεπτα κάτω από την επιφάνεια του νερού, αλλά σε γενικές γραμμές οι καταδύσεις διαρκούν μόνο 40-50 δευτερόλεπτα, ενώ μπορεί να φθάσει σε βάθος 45 μέτρων.[7]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λαμπροβούτι στη φωλιά του

Τα λαμπροβούτια αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα μετα το 3ο έτος της ηλικίας τους και είναι μονογαμικά πουλιά. Φωλιάζουν κατά απομονωμένα μοναχικά ζεύγη (del Hoyo et al. 1992, Snow και Perrins 1998) από τον Απρίλιο και μετά (Flint et al. 1984), ή αρκετά αργότερα βορειότερα, ανάλογα με τη χρονική στιγμή του λυωσίματος των χιονιών (del Hoyo et al. 1992).

Στις μεγάλες λίμνες οι ζωτικοί χώροι αναπαραγωγής είναι 50 έως 150 εκτάρια σε μέγεθος, με τις φωλιές να βρίσκονται σε απόσταση όχι μικρότερη από 200 έως 300 μέτρα, η μία από την άλλη. Η κατάσταση είναι διαφορετική στις μικρές λίμνες, όπου οι φωλιές είναι συχνά μόνο 50 με 100 μέτρα μακριά, μεταξύ τους. Σε γενικές γραμμές, τα λαμπροβούτια είναι πολύ πιστά στις παλαιότερες περιοχές αναπαραγωγής και έρχονται κάθε χρόνο στα ίδια νερά που προορίζονται για φώλιασμα, ενώ μερικές φορές χρησιμοποιείται ακόμη και η ίδια φωλιά.[7]

Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς, με το μεγαλύτερο ποσοστό να ανήκει στο θηλυκό. Η θέση κατασκευής της φωλιάς εξαρτάται από τη συγκεκριμένη περιοχή αναπαραγωγής. Σε σχετικά βαθιές και ολιγοτροφικές λίμνες ή σε λίμνες με διακριτές και σχετικά ξηρές όχθες, οι φωλιές κατασκευάζονται σε απόσταση 70 έως 120 εκατοστά από την άκρη του νερού. Μπορεί να βρίσκεται σε ρηχά νερά, βάθους 10 έως 60 εκατοστών ανάμεσα στη βλάστηση, ή και σε μικρές νησίδες μέσα στο νερό.[14]

Η φωλιά του είναι αρκετά χαρακτηριστική, ένα κοίλωμα σε υπερυψωμένη θέση με υλικό από τη γύρω βλάστηση (ριζώματα, μίσχοι και φύλλα υδρόβιων φυτών), η οποία μπορεί να είναι και ημίπλευστη, συγκρατούμενη από τα παράπλευρα φυτά. Στις μεγάλες, κατάφυτες με καλάμια λίμνες της στέπας και των δασικών περιοχών της στέπας, τα λαμπροβούτια κτίζουν τις φωλιές τους στις προσχώσεις των παλαιών, πυκνών και σπασμένων καλαμιών σε βαθύτερα νερά, ενώ πολύ σπάνια κατασκευάζονται πραγματικά πλωτές φωλιές.

Η έναρξη της ωοτοκίας εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος και τις τοπικές συνθήκες την άνοιξη. Στη δυτική Ευρώπη, στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και το Καζακστάν ξεκινάει στα μέσα Απριλίου με αρχές Μαΐου. Ωστόσο, στην τούνδρα της βόρειας Ευρώπης καθώς και στη δυτική και ανατολική Σιβηρία, η αναπαραγωγή ξεκινά από το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Σε ασυνήθιστο κρύο, η έναρξη της ωοτοκίας μπορεί ακόμη και να καθυστερήσει μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Κανονικά, η εναπόθεση των αυγών γίνετα άπαξ, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις δεύτερης γέννας, αλλά τότε μόνο με ένα (1) αυγό. (Harrison)

Η γέννα αποτελείται συνήθως από 2, σπανίως 1 ή 3 αυγά. Η επώαση ξεκινάει από το πρώτο αυγό, πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς και διαρκεί (27-)28 με 29(-30) ημέρες, με το θηλυκό να συμμετέχει περισσότερο. Οι νεοσσοί εκκολάπτονται ασύγχρονα, είναι φωλεόφυγοι και παραμένουν μόνο 2-3 ημέρες στη φωλιά, σιτιζόμενοι και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία 5 εβδομάδων είναι σε θέση να τραφούν ανεξάρτητα και μπορούν να πετάξουν σε περίπου δύο μήνες.[14]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, το είδος απειλείται από την αύξηση της οξύτητας του νερού, τις διακυμάνσεις της στάθμης του και τη ρύπανση από βαρέα μέταλλα (del Hoyo et al. 1992), ιδιαίτερα κατά την περίοδο επώασης (Gotmark et al. 1989). Αντιμετωπίζει επίσης χαμηλότερη αναπαραγωγική επιτυχία που οφείλεται στην ανθρώπινη όχληση (del Hoyo et al. 1992) (π.χ. από τους τουρίστες ή επισκέπτες υγροτόπων) (Gotmark et al. 1989) και επηρεάζεται έμμεσα από την αλλοίωση των ενδιαιτημάτων αναπαραγωγής (π.χ. αναδάσωση) (del Hoyo et αϊ. 1992).

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το είδος είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στη ρύπανση (παράκτιες πετρελαιοκηλίδες), ειδικά σε πλούσιους ψαρότοπους, όπου συγκεντρώνονται μεγάλοι πληθυσμοί, ενώ συχνά παγιδεύονται στα αλιευτικά δίχτυα (del Hoyo et al. 1992). Το είδος κινδυνεύει επίσης από τα παράκτια αιολικά πάρκα (ανεμογεννήτριες) (Garthe και Huppop 2004) και είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, ώστε να μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού (Melville και Shortridge 2006).

Οι γλάροι και οι μεγάλοι ληστόγλαροι λεηλατούν συχνά τις φωλιές του, ιδιαίτερα όταν αυτές δεν επιτηρούνται στενά από τους γονείς. Επίσης, ένας άλλος φυσικός θηρευτής είναι η αρκτική αλεπού, η οποία, σε χρονιές που τα λέμινγκς και οι χωραφοπόντικες σπανίζουν, καταστρέφουν σε ορισμένες περιοχές ακόμη και το 90-100% των αυγών.

Σε ορισμένες περιοχές της ζώνης κατανομής του, τα λαμπροβούτια καταναλώνονται από τους ντόπιους πληθυσμούς, το φαινόμενο όμως αυτό δεν θεωρείται διαρκής παράγοντας ανησυχίας,[7] όπως και το κυνήγι, που η περιστασιακή του εφαρμογή δεν φαίνεται να αποτελεί ιδιαίτερο κίνδυνο.

Γενικά, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά με καθοδικές τάσεις.,[1] ενώ για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ανεπαρκή.

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Σκωτία, η κατασκευή πλωτών τεχνητών νησιών (σχεδίες) στις περιοχές όπου φωλιάζει, κατάφερε να αυξήσει την επιτυχία αναπαραγωγής του είδους στην περιοχή (Hancock 2000). Στη Σουηδία διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι φωλιές στις νησίδες και οι περιβάλλοντες χώροι, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις προστατευόμενες περιοχές για το είδος αυτό (Gotmark et al. 1989).

Καθεστώς προστασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ι. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.

ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[10]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο τo Λαμπροβούτι απαντά και με τις ονομασίες Βουταναριά και Θαλασσοβούτι .[9]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Περιλαμβάνει και το Gavia arctica suschkini [15]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Gavia arctica στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 71
  3. http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.6:170.lewisandshort[νεκρός σύνδεσμος]
  4. Bauer et al
  5. del Hoyo et al. 1992
  6. Jonathan Alderfer (Hrsg)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 V. D. Il'ičev & V. E. Flint (Hrsg.)
  8. BirdLife International and NatureServe (2012). «Gavia arctica: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Όντρια, σ. 37
  10. 10,0 10,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2013. 
  11. Bruun, p. 20
  12. 12,0 12,1 Όντρια, σ. 36
  13. 13,0 13,1 13,2 Bruun, p.20
  14. 14,0 14,1 Harrison, p. 46
  15. Howard and Moore, p. 71, note 4

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 15 , λήμμα «Γαβιόμορφα»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Jonathan Alderfer (Hrsg): Complete Birds of North America, National Geographic, Washington D.C. 2006, ISBN 0-7922-4175-4, S. 60 und S. 61
  • Götmark, F.; Neergaard, R.; Åhlund, M. 1989. Nesting ecology and management of the Arctic Loon in Sweden. Journal of Wildlife Management 53: 1025-1031.
  • Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Hake, M.; Dahlgren, T.; Ahlund, M.; Lindberg, P.; Eriksson, M. O. G. 2005. The impact of water level fluctuation on the breeding success of the black-throated diver Gavia arctica in south-west Sweden. Ornis Fennica 82(1): 1-12.
  • Hancock, M. 2000. Artificial floating islands for nesting black-throated divers Gavia arctica in Scotland: construction, use and effect on breeding success. Bird Study 47(2): 165-175.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Garthe, S.; Hüppop, O. 2004. Scaling possible adverse effects of marine wind farms on seabirds: developing and applying a vulnerability index. Journal of Applied Ecology 41(4): 724-734
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
  • Einhard Bezzel: Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Nonpasseriformes - Nichtsingvögel. Aula, Wiesbaden, 1985: S. 13-17. ISBN 3-89104-424-0:
  • Urs N. Glutz von Blotzheim, Kurt M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas, Band 1, Gaviiformes – Phoenicopteriformes. Aula, Wiesbaden, 2. Aufl. 1987: S. 74-84. ISBN 3-923527-00-4
  • V. D. Il'ičev & V. E. Flint (Hrsg.): Handbuch der Vögel der Sowjetunion - Band 1: Erforschungsgeschichte, Gaviiformes, Podicipediformes, Procellariiformes. Aula Verlag, Wiesbaden 1985, ISBN 3-89104-414-3
  • Lars Svensson, Peter J. Grant, Killian Mullarney, Dan Zetterström: Der neue Kosmos Vogelführer. Kosmos, Stuttgart; 1999: S. 13. ISBN 3-440-07720-9