Κώστας Καρυωτάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κώστας Καρυωτάκης
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Κώστας Καρυωτάκης (Ελληνικά)
Γέννηση30  Οκτωβρίου 1896
Τρίπολη
Θάνατος21 Ιουλίου 1928 (31 ετών)
Πρέβεζα
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1917)
Ιδιότηταμεταφραστής, συγγραφέας, δημόσιος υπάλληλος και ποιητής
ΣυγγενείςΘεόδωρος Καρυωτάκης (ξάδελφος)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη Αρκαδίας, 30 Οκτωβρίου 1896 [π.η.] - Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας.[1] Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από την Καρυά Κορινθίας, και της Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί Πανεπιστημίου. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο, τον Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν έως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.[2]

Φοιτητική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1914 ο Καρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός. Λίγα χρόνια αργότερα και ο ίδιος μετατέθηκε στην Πρέβεζα, ενώ από τον Ιανουάριο του 1928, κατείχε τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης των Δημοσίων Υπαλλήλων Αθήνας. Η μετάθεση του είχε πολιτικά αίτια.[3]

Πορεία ως δικηγόρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς". Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.

Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό Νουμάς γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική – ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας.[4] Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό (παρουσιάσθηκε μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Τον Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουάριο του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.[3]

Σχέση με τη Μαρία Πολυδούρη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικία Καρυωτάκη στην Τρίπολη.

Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Καρυωτάκη το 1922 στη Νομαρχία Αττικής όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε, αλλά ο δεσμός τους διήρκεσε για πολύ λίγο. Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη, αρρώστια τότε ανίατη η οποία αποτελούσε κοινωνικό στίγμα, και ζήτησε από την Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης το απέρριψε.[5] Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924, ήρθε σε ρήξη με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης.[6]

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

Ζωή στην Πρέβεζα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα.

Ο Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Κώστας Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας [εκκρεμεί παραπομπή]). Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο «επιβλητικό» κτήριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που έχει γκρεμισθεί και εκεί ανεγέρθησαν δύο συνεχόμενες πολυκατοικίες.[7],[8]. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα, και κατοικούταν τη δεκαετία του '90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη (Πόπη), σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη η οποία έχει πεθάνει.

Η αυτοκτονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).

Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα πιστόλι, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το πιστόλι αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».[9]

Τελευταία επιστολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:

«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά.μουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».

Κ.Γ.Κ.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.[9]

Έρευνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της 26ης Ιουλίου 1928
Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλει τον θάνατο του Καρυωτάκη.

Απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα ο αδελφός του, Θάνος Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι "ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη". Θέλοντας μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι "δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του".[10] Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο. Το έργο του, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.

Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται. Κατά την Πολυδούρη μάλιστα ήταν εκείνος που πρώτος εξομολογήθηκε τον έρωτά του[11] Του πρότεινε να παντρευτούν, μα εκείνος δεν θέλησε. Εκείνη το απέδωσε στο χρόνιο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε. Μαρτυρία του φίλου του Χαρίλαου Σακελλαριάδη, αλλά και το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνουν πως δεν είχαν οι δυο τους ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες.[12] Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Ψυχιατρικής Πέτρος Χαρτοκόλλης, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν' αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία, παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης»[13] Και συνεχίζει : «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του την προέβαλλε στους άλλους - πολύ εύκολο για τη φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε - πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».[14]

Λογοτεχνικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ (Les poètes maudits, όπως ονομάστηκαν, ''Οι Καταραμένοι Ποιητές''), Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε και άλλων. Μερικά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από συγκροτήματα και μουσικούς όπως Invocation, Υπόγεια Ρεύματα, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη Λένα Πλάτωνος.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Αισιοδοξία», χειρόγραφο του Κώστα Καρυωτάκη.
Ποιητικές συλλογές που εξέδωσε ο ποιητής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919)
  • Νηπενθή (1921)
  • Ελεγεία και Σάτιρες (1927), στα οποία περιλαμβάνονται και οι 18 μεταφράσεις του ποιητή.

Άλλα ποιήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανέκδοτα ποιήματα
  • Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα..., Πρέβεζα]
  • Νεανικά Ποιήματα (1919-1924)
  • Κ. Γ. Καρυωτάκη Άπαντα, τόμοι Α’ και Β’, Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 1965

Πεζά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το καύκαλο
  • Αγάπη
  • Η τελευταία
  • Ο κήπος της αχαριστίας
  • Ονειροπόλος
  • Τρεις μεγάλες χάρες
  • Φυγή
  • Το εγκώμιο της θαλάσσης
  • Κάθαρσις
  • Η ζωή του.

Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1. Elegias e Sátiras/Ελεγεία και Σάτιρες, Théo de Borba Mossburger (Trans.), (n.t.) Revista Literária em Tradução, nº 1 (set/2010), Fpolis/Brasil, ISSN 2177-5141

2. Μεταφράσεις ποιημάτων του στα βουλγαρικά [1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γ.Π. Σαββίδης, "Εισαγωγή", στο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, Ερμής, Αθήνα 1991.
  2. Σήμερα .gr, Σαν. «Κώστας Καρυωτάκης». Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2020. 
  3. 3,0 3,1 «Ο αντιβενιζελικός Κώστας Καρυωτάκης μετατέθηκε εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης. Η απελπισία στα ποιήματα του και πώς ο εθνικός διχασμός επηρέασε την κριτική του έργου του - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ». www.mixanitouxronou.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2020. 
  4. Μ. Περάνθης: Ανθολογία της Ποιήσεως, Αθήνα, έκδοση 1958
  5. Σαββίδης (1991), σ. ζ'-η'.
  6. Σαββίδης (1991), σ. ζ'.
  7. Λάζαρος Συνέσιος, Ιστορία της Πρέβεζας, 2009
  8. Νίκος Δ. Καράμπελας: «Λεύκωμα Πρέβεζα», φωτογραφία παραλίας, 1935, έκδοση 1990
  9. 9,0 9,1 «"Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης". Το τελευταίο χειρόγραφο του Κώστα Καρυωτάκη πριν αυτοκτονήσει. - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ». www.mixanitouxronou.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2020. 
  10. Κοντόκωστας Κ. & Κουσούλης Α., 2008. Η σύφιλη στην ιστορία και στις τέχνες. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Γιάννη Β. Παρισιάνου. ISBN 978-960-89486-7-9
  11. Όπως σημειώνει η ίδια στο ημερολόγιό της με ημερομηνία 27 Απριλίου 1922: «Δέχθηκα, κείνη τη βραδιά, τη μυστική εξομολόγησή του με τόση αδιαφορία φαινομενική...» Και μια μέρα αργότερα «Γύρισα από τον περίπατο μόλις τώρα...Μ΄αγαπάει τον αγαπώ». Χρονογραφία Κ.Γ. Καρυωτάκη, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Ν.Μ. Χατζηδάκη, Μαριλίζα Μήτσου, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1989, σελ.83
  12. Πέτρος Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες. Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2003, σελ.29 «Είναι γνωστό το σύμπλεγμα της πόρνης- μαντόνας, όταν ένας άντρας μπορεί να έχει σχέσεις με μια κοινή γυναίκα αλλά είναι ανίκανος με τη γυναίκα που αγαπά»
  13. όπ.π. σελ.27-28
  14. όπ.π. σελ.31-32

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καράμπελας Νίκος, Δήμος Πρέβεζας, Λεύκωμα «Πρέβεζα», έκδοση 1991, φωτογραφία παραλίας Πρέβεζας με την τότε Νομαρχία επί της οδού Σπηλιάδου 10.
  • Περάνθης Μ., Ανθολογία της Ποιήσεως, Αθήνα 1958.
  • Σαββίδης Γ.Π. (επιμέλεια), Καρυωτάκη Κ.Γ. «Ποιήματα και πεζά», Εκδόσεις Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984.
  • Στεργιόπουλος Κώστας, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1972 (διδακτορική διατριβή), Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου το 1973.
  • Συνέσιος Λάζαρος, «Νεοέλληνες Λογοτέχνες: Κώστας Καρυωτάκης», εφημερίδα Τοπική Φωνή Πρέβεζας, 16-20 Απριλίου 1995.
  • Συνέσιος Λάζαρος, «Καρυωτάκης κατά Τάσο Ψαρρά», εφημερίδα Τοπική Φωνή Πρέβεζας, Απρίλιος 2009.
  • Χαρτοκόλλης Πέτρος, Ιδανικοί αυτόχειρες. Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2003, σελ. 11-34.
  • Χατζόπουλος Θανάσης, «Συγγραφείς στον Χρόνο: Καρυωτάκης Κώστας», Εκδόσεις Διάμετρος, Αθήνα 2002.
  • Ψαράς Τάσος, «Ομιλία στην Κυανή Ακτή Πρέβεζας», 21 Ιουλίου 2009.

Πρόσθετη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, Εταιρεία Σπουδών και Νεοελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1998.
  • Πολυχρονάκης Δημήτρης, "Το απόλυτο γέλιο της καρυωτακικής σάτιρας", Αμάλθεια, 142-143 (2005), 73-82.
  • "Η άμετρη φύση της καρυωτακικής τέχνης", Πόρφυρας, 108 (2003), 159-176.
  • "Κρίση και κριτική στην πρόσληψη και υποδοχή του Κ.Γ. Καρυωτάκη", Σημειώσεις, 51 (1999), 7-45.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]