Κοντρα-τενόρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κόντρα-τενόρος)

Κόντρα-τενόρος ονομάζεται ο άνδρας τραγουδιστής, με έκταση αντίστοιχη μιας μεσόφωνου (άλτο ή κοντράλτο) ή μιας δραματικής υψίφωνου (μέτζο σοπράνο) και πιο σπάνια μιας υψίφωνου. Αποτελεί σπάνιο είδος, αφού ένας άνδρας με φυσιολογική ενδοκρινική ωρίμανση είναι αδύνατο να τραγουδήσει σε τέτοιο τονικό ύψος, δεδομένου ότι οι ορμόνες μεγεθύνουν το λάρυγγα κάνοντας τη φωνή πιο χαμηλή κατά την εφηβεία. Οι κόντρα-τενόροι χρησιμοποιούν είτε την φυσιολογική φωνή (και κατηγοριοποιούνται ως φυσικοί κόντρα-τενόροι), είτε την τεχνική του φαλσέττο, συχνά αναμειγνύοντας και τις δύο φωνές.

Ο όρος κόντρα-τενόρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια της κλασικής μουσικής και εκτός από την φωνητική έκταση μπορεί να δηλώνει και φωνητικό μέρος, κυρίως στη φωνητική μουσική του ύστερου μεσαίωνα και της πρώιμης αναγέννησης (contratenor altus και contratenor bassus) στο οργκάνουμ και άλλα είδη.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από μαρτυρίες της εποχής και βιογραφικά κείμενα γνωρίζουμε ότι κόντρα-τενόροι τραγουδούσαν σε χορωδίες της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας ήδη από τον 15ο αιώνα· εξάλλου, η προτροπή του Απόστολου Παύλου που απαγόρευε τον λόγο των γυναικών μέσα στην εκκλησία ήταν γνωστός (mulieres in ecclesiis taceant = οι γυναίκες στην εκκλησία σιωπούν [προς Κορινθίους 14:34]). Κάποιοι συνθέτες της εποχής, όπως ο Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ και ο Χένρυ Πέρσελ, φαίνεται πως ήταν οι ίδιοι κοντρα-τενόροι και οπωσδήποτε γνώριζαν την τεχνική του φαλσέττο. Οι κόντρα-τενόροι ποτέ δεν επικράτησαν στο λυρικό θέατρο, καθώς την εποχή που άνθισε η όπερα, την πρωτοκαθεδρία είχαν ήδη οι καστράτοι (οι τραγουδιστές που είχαν υποστεί ευνουχισμό σε παιδική ηλικία, ώστε να ανασταλεί η ορμονική εξέλιξή τους και να διατηρηθεί η φωνή τους λεπτή). Έτσι, ο ρόλος του κόντρα-τενόρου περιορίστηκε κυρίως στην εκκλησιαστική μουσική, πρακτική που ακολουθείται και μέχρι τις μέρες μας, στις εκκλησιαστικές χορωδίες πολλών χωρών (κυρίως στην Αγγλία και χώρες της κοινοπολιτείας).

Την εποχή του κλασικισμού τόσο οι κόντρα-τενόροι όσο και οι καστράτοι είχαν αρχίσει να παρακμάζουν. Εξάλλου, ο ευνουχισμός -που τόσο προωθήθηκε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία- έτεινε να απαγορευτεί. Ο τελευταίος καστράτος του παπικού παρεκκλησίου του Βατικανού (Cappella Sistina), Αλεσσάντρο Μορέσκι απεβίωσε το 1922 και μαζί του μια ολόκληρη μουσική εποχή. Ο ρόλος του κόντρα-τενόρου είχε πλέον περιοριστεί σε ελάχιστες χορωδίες και κάποιους μυημένους ειδήμονες. Ωστόσο, με την αναβίωση της παλαιάς μουσικής στα μέσα του 20ου αιώνα, το μέρος του κόντρα-τενόρου κλήθηκε να καλύψει η φωνή της μεσόφωνου. Στην προσπάθεια για όλο και περισσότερο ιστορικά τεκμηριωμένες εκτελέσεις, εμφανίστηκε το 1948 ο Άγγλος Άλφρεντ Ντέλερ, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για τη μελέτη και εδραίωση της φωνής του κόντρα-τενόρου. Έκτοτε, υπάρχουν πολλοί κόντρα-τενόροι απ' όλο τον κόσμο, έχοντας εδραιωθεί στο ρεπερτόριο, τόσο της εκκλησιαστικής μουσικής, όσο και της όπερας της προκλασικής εποχής. Συνάμα, αρκετοί σύγχρονοι συνθέτες, όπως ο Μπρίτεν, ο Γκλας και ο Περτ, έγραψαν για τη φωνή του κόντρα-τενόρου, ενώ η μελέτη των διαφόρων φωνητικών τεχνικών και του ρεπερτορίου συνεχίζεται.

Χρήση των όρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση των όρων "Κόντρα-τενόρος" και "φαλσέττο" είναι γενικώς υπό αμφισβήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλοί τραγουδιστές ισχυρίζονται ότι το φαλσέττο είναι λανθασμένος όρος και επί της ουσίας ένας κόντρα-τενόρος χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τη λεγόμενη κεφαλική φωνή. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι κόντρα-τενόροι χρησιμοποιούν τόσο τη στηθική (φυσική) τους φωνή, όσο και την κεφαλική. Το αποτέλεσμα είναι η παραγόμενη μεικτή φωνή (voix mixte), κάτι που δεν είναι ξένο και στις υπόλοιπες φωνές. Η δυσκολία αυτού του συνδυασμού φωνών είναι η ομαλή μετάβαση από τη μία στην άλλη —το γνωστό στους τραγουδιστές πέρασμα στη μεσαία περιοχή. Εντούτοις, υπάρχουν και τραγουδιστές που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την τεχνική του φαλσέττο (οι λεγόμενοι φαλσεττίστες), κάτι που απαντάται κυρίως στην ποπ και την ελαφριά μουσική.

Ο όρος κόντρα-τενόρος γενικά υποδηλώνει τον άνδρα τραγουδιστή με έκταση μιας κοντράλτο, ασχέτως της τεχνικής που χρησιμοποιεί. Στη βρετανική παράδοση, οι όροι male soprano και male alto (άνδρας υψίφωνος και άνδρας μεσόφωνος αντιστοίχως) τείνουν να υποδηλώνουν τη χρήση φαλσέττο, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι εδραιωμένο παγκοσμίως. Αναλόγως με τον χαρακτήρα και την έκταση της φωνής, πολλοί τραγουδιστές επιλέγουν τους όρους tenor contraltista (ή σκέτο contraltista), tenor altino και sopranista αντί των προαναφερθέντων. Ο όρος haute-contre απαντάται στη γαλλική μουσική του 18ου αιώνα και τείνει να υποδηλώνει τον ελαφρύ τενόρο με ψηλή τεσσιτούρα, που ως επί το πλείστο τραγουδά με λίγο ή και καθόλου φαλσέττο. Ένας ακόμη όρος που απαντάται στην αγγλική μουσική της αναγέννησης και του μπαρόκ είναι το mean voice (μέση φωνή), ενώ ο όρος treble αντιστοιχεί στην έκταση της υψίφωνου και αναφέρεται στη φωνή του αγοριού ή εφήβου που δεν έχει περάσει το στάδιο της μεταφώνησης.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Michels U Άτλας της Μουσικής Αθήνα, 1994
  • Giles P, Steane JB The New Grove Dictionary of Music and Musicians London, 1995

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]