Μέγας Κωνσταντίνoς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας)
Άγιος Κωνσταντίνος
Μέγας Κωνσταντίνος
Κωνσταντίνος Α΄
Αυτοκράτορας των Ρωμαίων
Ο Άγιος Κωνσταντίνος, ψηφιδωτό στον Ι.Ν. Αγιάς Σοφιάς (Κωνσταντινούπολη), π. 1000
Περίοδος25 Ιουλίου 306 – 22 Μαΐου 337
ΠροκάτοχοςΚωνστάντιος Α΄ Χλωρός
ΔιάδοχοςΚωνσταντίνος Β΄ (καίσαρας από το 317)
Κωνστάντιος Β´ (καίσαρας από το 324)
Κώνστας (καίσαρας από το 333)
Δαλμάτιος (καίσαρας από το 335)
Γέννηση27 Φεβρουαρίου 272
Ναϊσσός (στη σημερινή Σερβία), Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετέπειτα Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Θάνατος22 Μαΐου 337 (65 ετών)
Νικομήδεια, Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Τόπος ταφήςΝαός των Αγίων Αποστόλων (Κωνσταντινούπολη), Βυζαντινή Αυτοκρατορία
ΣύζυγοςΜινερβίνη
Φαύστα
ΕπίγονοιΚρίσπος
Κωνσταντίνα
Κωνσταντίνος Β΄
Κωνστάντιος Β´
Κώνστας
Ελένη
ΟίκοςΔυναστεία του Κωνσταντίνου
ΠατέραςΚωνστάντιος Α΄ Χλωρός
ΜητέραΑγία Ελένη
ΘρησκείαΝικαιώτικος Χριστιανισμός
Ρωμαϊκή θρησκεία (πρωτύτερα)
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Άγιος Κωνσταντίνος - Κωνσταντίνος Α' (Flavius Valerius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272[1] - 22 Μαΐου 337), γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Γεννημένος στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (Ниш, στη Σερβία), ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την περιοχή της Ιλλυρίας. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, με καταγωγή από την πόλη Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας [2]. Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας και αναπληρωτής αυτοκράτορα στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία για να γίνει χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.

Το 305 αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324[3].

Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.

Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας[εκκρεμεί παραπομπή]. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί και οι πιστοί άλλων θρησκειών είχαν πλήρη ελευθερία να τελούν τις θρησκευτικές τους δοξασίες. Συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο Ναός της Αναστάσεως χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα το οποίο παραμένει το ιερότερο μέρος της χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία). Έχει ανακηρυχθεί Ισαπόστολος και τιμάται ως Άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με τη μητέρα του Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Παρά ταύτα, η σχέση του με τον Χριστιανισμό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.[4][5].

Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονόμασε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του. Η μεσαιωνική εκκλησία τον θεώρησε παράγοντα αρετής, ενώ οι κοσμικοί άρχοντες τον επικαλέστηκαν ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της αυτοκρατορικής νομιμότητας και ταυτότητας[6]. Αρχίζοντας από την Αναγέννηση, υπήρξαν πιο επικριτικές εκτιμήσεις της βασιλείας του λόγω της ανακαλύψεως των αντικωνσταντινικών πηγών.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας ηγεμόνας μεγάλης σημασίας, και ανέκαθεν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα[7]. Οι διακυμάνσεις της φήμης του αντικατοπτρίζουν τη φύση των αρχαίων πηγών για τη βασιλεία του. Αυτές είναι άφθονες και λεπτομερείς[8], αλλά έχουν επηρεαστεί έντονα από την επίσημη προπαγάνδα της εποχής[9], η οποία συχνά είναι μονόπλευρη[10]· δεν έχουν επιβιώσει σύγχρονες ιστορίες και βιογραφίες που να ασχολούνται με τη ζωή και τη θητεία του[11]. Ως πλησιέστερη μπορεί να χαρακτηριστεί το έργο του Ευσεβίου της Καισαρείας, «Vita Constantini» (ελληνιστί Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου) ένα μείγμα «ευλογίας» και «αγιογραφίας» [12] γραμμένο μεταξύ των ετών 335 μ.Χ. και περίπου 339 μ.Χ.[13]. Εκθειάζει τις ηθικές και θρησκευτικές αρετές του Κωνσταντίνου[14] και δημιουργεί συνεχώς μία αδιακρίτως θετική εικόνα του.[15] Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι πολλές φορές έχουν αμφισβητήσει την αξιοπιστία του.[16] Η πλήρης κοσμική ζωή του Κωνσταντίνου βρίσκεται στο έργο αγνώστου συγγραφέως Origo Constantini,[17] ένα έργο αβέβαιης εποχής,[18] που επικεντρώνεται σε στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα καθώς στην ενδεχόμενη παραμέληση πολιτιστικών και θρησκευτικών ζητημάτων[19].

Ο Λακτάντιος, στο «De Mortibus Persecutorum», ένα πολιτικό χριστιανικό φυλλάδιο για τις θητείες του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας, παρέχει πολύτιμες, αλλά τεντωμένες λεπτομέρειες για τους προκατόχους και την πρώιμη ζωή του Κωνσταντίνου[20]. Οι ιστορίες του Σωκράτη της Κωνσταντινούπολης, του Σωζομενού και του Θεοδώρου περιγράφουν τις εκκλησιαστικές διαμάχες του Κωνσταντίνου και τη μετέπειτα θητεία του ως καίσαρα[21]· από τον 4ο έως τον 6ο αι. μ.Χ., αυτοί οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί αποκρύπτουν τα γεγονότα και τις θεολογίες της εποχής του Κωνσταντίνου με κακή κατεύθυνση, ψευδής παρουσίαση και σκόπιμη αδιαφορία[22]. Τα σύγχρονα γραπτά του Αθανασίου και η εκκλησιαστική ιστορία του Αριανού σώζονται, αλλά οι προκαταλήψεις είναι διάχυτες[23].

Καταγωγή και γέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας) στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius), που ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών, και η Ελένη (μετέπειτα Αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, κόρη πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας[24]. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, ηγεμών).

Η Ελένη ακολούθησε τον σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., γέννησε τον γιο τους Κωνσταντίνο στη Ναϊσσό, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ.

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα.

Άγαλμα του Κωνσταντίνου Α΄ στο Evoracum (Εβόρακον), νυν York (Υόρκη), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας

Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος όμως απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Φλαβία Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου.

Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή.[εκκρεμεί παραπομπή] Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα αγαθά της μόρφωσης. Ταυτόχρονα συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (Tribunus, διοικούσε την αυτοκρατορική σωματοφυλακή και τις βοηθητικές κοόρτεις).

Στην αυλή του αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς. Όλα αυτά καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.

Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλερίου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.[εκκρεμεί παραπομπή]

Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν κατεδίωξε ποτέ τους χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.

Η πορεία προς τη μονοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των δυτικών επαρχιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

η Βασιλική ("Basilica") ήταν η αίθουσα του θρόνου του Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου στο Τριρ

Το 305 μ.Χ. ο Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από τον θρόνο του πείθοντας και τον συναυτοκράτορά του στη Δύση Μαξιμιανό να πράξει το ίδιο. Έτσι οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής, έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες. Έτσι όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια και τον φίλο του Σεβήρο Καίσαρα στη Δύση. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου.

Τον ίδιο χρόνο όμως (305) ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων (σημ. Τριρ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και τον θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.

Τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά λουτρά στη σύγχρονη Τριρ («Kaiserthermen»)

Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τριρ τα αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη βασιλική (Basilika), η αίθουσα του θρόνου (Aula Palatina), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.

Εσωτερικό της «Βασιλικής», της μονόκλιτης αίθουσας του θρόνου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έχει μετατραπεί σε ναό και η UNESCO την έχει χαρακτηρίσει «μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς»

Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με τον Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού, και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στον θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Τον Νοέμβριο του 307 έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.

Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του. Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για τον σκοπό αυτό επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο, και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δεν θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.

Γενικά τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι: ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ραιτίας, της Δαλματίας, του Νωρικού, και της Βαλερίας, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών.

Το 308 μ.Χ. ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει τον γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει τον γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε.

Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει τον Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλεύσουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε ο Μαξιμιανός κατέφυγε στον γαμπρό του Κωνσταντίνο στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε τον Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα. Γενικά φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.

Κεφάλι κολοσσικού αγάλματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Μουσεία Καπιτωλίου - Αυλή του Παλατιού των Συγκλητικών (Palazzo dei Conservatori) στη Ρώμη, περ. 330 μ.Χ.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε ο Μαξιμιανός διέδωσε πως τάχα ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει τον Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε την Αρελάτη (σημ. Αρλ), για να εμποδίσει τον Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε τον Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.

Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας τον ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του.

Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για τον θάνατο του πατέρα του. Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στον Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο.

Η μάχη της Μουλβίας γέφυρας, 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε τον Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντας την από τον Μαξέντιο.

Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής, και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ραιτίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει τον Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.

Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Τον Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε τον στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς τη θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.

«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου» του Ρούμπενς

Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: in hoc signo vinces). Ο Χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. Ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό».[25] Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο [26] «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών.[εκκρεμεί παραπομπή] Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.

Το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τη φράση «Εν τούτω νίκα» στον ουρανό. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Ραφαήλ στο Βατικανό

Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία. Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων. Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα.

Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι' αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει τον Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος...» ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.

Το σύμβολο (χριστόγραμμα) που εμφανίζει τα δύο πρώτα ελληνικά γράμματα Χ και Ρ της λέξης Χριστός

Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση: Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους προπορευόμενα τα αγάλματα των πατρώων θεών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε τα αγάλματα αυτά να αντικατασταθούν από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου ήταν κεντημένο το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Το σύμπλεγμα Χ και Ρ (χριστόγραμμα) μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών. Οι χριστιανοί στρατιώτες αναθάρρησαν από τη διαταγή του αυτοκράτορά τους. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται.

Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να υποχρεώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου να αναλωθούν σε πολιορκία. Όμως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν τον στρατό του Μαξέντιου.

Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου το πτώμα του ανασύρθηκε και, αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδελφός της γυναίκας του Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δεν γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδελφού της. Το γεγονός είναι πως από τη μέρα που παντρεύτηκαν ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου.

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταμάτησαν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστάτευε έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια υφίσταντο διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού.[27] Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, άρχισε να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.

Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και ο Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα. Το όραμα κατέχει σημαντική θέση και στην τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αγιογραφείται στις εικόνες με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επικεφαλής του μνημειακού χάλκινο άγαλμα του Κωνσταντίνος ο Μέγας, Μουσεία Καπιτωλίου - Παλάτι των Συγκλητικών (Palazzo dei Conservatori) στη Ρώμη.

Τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος συνάντησε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να επέλθει η εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνων διωγμούς για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.

Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει [εκκρεμεί παραπομπή] ότι οι δύο αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ.[28] Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας[26] για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των χριστιανών υπηκόων του. Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό «διάταγμα των Μεδιολάνων» και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.[29][30]

Στη Δύση ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού, αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.ά. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.

Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδελφή του Κωνσταντία με τον Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων και όχι από αμοιβαία καλή θέληση.

Η σύγκρουση με τον Λικίνιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο του 313 ο Λικίνιος νίκησε τον ανιψιό του Γαλέριου Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος είχε ακόμη στην κατοχή του ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, σε αποφασιστική μάχη ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο Μαξιμίνος αυτοκτόνησε και ο Λικίνιος ως απόλυτος πλέον άρχοντας της Ανατολής αναζητούσε ευκαιρία να αναμετρηθεί με τον Κωνσταντίνο.

Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί, μόλις ένα χρόνο έπειτα από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί. Ο Λικίνιος συμμάχησε με τον Βασιανό και τη σύζυγό του Αναστασία, ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου εις βάρος του τελευταίου. Ο Κωνσταντίνος δεν άφησε βέβαια την ευκαιρία να χαθεί, αφού και ο ίδιος εποφθαλμιούσε την εξουσία του Λικίνιου και επιθυμούσε τον πόλεμο μαζί του.

Οι στρατοί τους συγκρούστηκαν στην πόλη Κίβαλι της Παννονίας στις 8 Οκτωβρίου 314 μ.Χ. Η μάχη έμεινε γνωστή ως bellum Cibalense και έληξε με πύρρεια νίκη του Κωνσταντίνου. Οι δυνάμεις και των δύο αντιπάλων είχαν αναλωθεί στις κοπιαστικές εκστρατείες του προηγούμενου έτους και οι αντοχές των στρατιωτών τους είχαν φτάσει στο όριο. Οι δύο αυτοκράτορες δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στα εδάφη τους, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους σε ανθρώπινο δυναμικό.

Στο διάστημα αυτής της ανακωχής, ο Κωνσταντίνος από τους Τρεβήρους και ο Λίκινιος από το Σίρμιον, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση.

Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη γιόρτασε τη δέκατη επέτειό του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο (τα decennalia του). Η περίφημη αψίδα του Κωνσταντίνου ήταν ήδη έτοιμη για την περίσταση. Οι γιορτές περιλάμβαναν όλες τις καθιερωμένες εκδηλώσεις, όμως ο Κωνσταντίνος δεν θυσίασε προσωπικά στους θεούς της Ρώμης κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους εθνικούς της αιώνιας πόλης.

Η αψίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Ρώμη

Αφού ολοκληρώθηκαν τα decennalia, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, όπου παρέμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 316 και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον επερχόμενο πόλεμο με τον Λικίνιο. Και ο Λικίνος όμως ενεργούσε αναλόγως. Είχε ανασυγκροτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και είχε ανακηρύξει έναν Ιλλυριό στρατηγό, τον Ουάλη, καίσαρα. Τον Δεκέμβριο του 316 ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Σερδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας).

Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην 1 Δεκεμβρίου 316 και στις 28 Φεβρουαρίου 317 στη Θράκη. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και ο Κωνσταντίνος προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με τον Λικίνιο. Παρέμενε όμως σε θέση ισχύος κι έτσι επέβαλε τους όρους του.

Την 1 Μαρτίου 317 ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στη Σερδική, όπου υπογράφτηκε η concordia Augustorum (η συμφωνία των Αυγούστων). Χάρη στην παρέμβαση της Κωνσταντίας, η οποία ήταν αφοσιωμένη στον Λικίνιο, ταυτόχρονα όμως είχε και την ιδιαίτερη εύνοια του αδελφού της, ο Αύγουστος της Ανατολής διατήρησε τον θρόνο του. Υποχρεώθηκε όμως να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την Παννονία και τη Μοισία, καθώς και να εκτελέσει τον Ουάλη. Ακόμη, ανακηρύχθηκαν καίσαρες ο δωδεκάχρονος γιος του Κωνσταντίνου από τη Μινερβίνη Κρίσπος, ο πρωτότοκος γιος του από τη Φαύστα Κωνσταντίνος Β΄ (που ήταν μόλις επτά μηνών βρέφος), και ο γιος του Λικίνιου και της Κωνσταντίας Λικινιανός (μωρό 20 μηνών).

Ακολούθησε μια περίοδος λεπτής ισορροπίας. Ο Λικίνιος ενίσχυσε τον στρατό του και συσσώρευσε τεράστιους θησαυρούς. Σύντομα οι παλιές εντάσεις και οι αμοιβαίες υποψίες βγήκαν στην επιφάνεια. Από το 320 οι χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτα μεγάλη αφοσίωση και συμπάθεια στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε τον Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπαστεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες.

Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει.

Για να αντιμετωπίσει τον πολιτικό του αντίπαλο Λικίνιο, ο Μ.Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 322/3. Ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, κατασκεύασε στόλο, αλλά και ένα νέο μεγάλο τεχνητό λιμάνι.[31][32]

Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο σε αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής τον γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο τον στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκατέλειψε το Βυζάντιο και πορεύτηκε προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττήθηκε για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Ο Λικίνιος, μετά από την οριστική αυτή ήττα, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθη.

Για ακόμη μια φορά οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδελφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα όμως καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή ο Κωνσταντίνος φοβήθηκε τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους προκειμένου να ανακτήσει τον θρόνο του. Λίγο μετά ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, του γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία.

Ο Κωνσταντίνος ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο Κωνσταντίνος Μονοκράτορας (324–337)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση της Κωνσταντινούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Konstantinopel im 15. Jahrhundert (mit farblicher Hervorhebung des konstantinischen Stadtareals)

Μετά τη νίκη επί του Λικινίου ο Κωνσταντίνος μετέφερε την κύρια έδρα στην Ανατολή. Αυτή η πρακτική δεν αποτελούσε καινοτομία, αφότου την εποχή της Τετραρχίας οι Καίσαρες είχαν επιλέξει διαφορετικές πρωτεύουσες ο καθένας. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να εξετάσει πολλές περιοχές, αλλά τελικά επέλεξε την αρχαία ελληνική αποικία του Βυζαντίου. Η πόλη ήταν συγκοινωνιακός κόμβος σε μια στρατηγικά σημαντική περιοχή και περιβαλλόταν από τρεις πλευρές από θάλασσα· ήδη κατά την εκστρατεία ενάντια στον Λικίνιο ο Κωνσταντίνος είχε αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα της τοποθεσίας. Λίγο αργότερα διεύρυνε την πόλη και την επέκτεινε μεγαλοπρεπώς.[33] Η νέα πρωτεύουσα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη („Κωνσταντίνου Πόλη“). Δίνοντας το όνομά του ο Κωνσταντίνος ακολούθησε την παράδοση των ηγεμόνων της ελληνιστικής περιόδου και των πρώτων ρωμαίων αυτοκρατόρων. Οι οχυρώσεις της ευρύτερης περιοχής, που ήταν πλέον εξαπλάσια της παλαιάς πόλης, βελτιώθηκαν. Ταυτόχρονα ανεγέρθηκαν πολυάριθμα νέα κτίρια. Σε αυτά συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων διοικητικά κτίρια, ανακτορικά οικοδομήματα, λουτρά και αντιπροσωπευτικές επίσημες εγκαταστάσεις όπως ο Ιππόδρομος και το Αυγουσταίον. Τελευταία προστέθηκε μια μεγάλη παραλληλόγραμμη πλατεία, στην οποία βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου και η είσοδος της περιοχής των Ανακτόρων. Από εκεί μια οδός κατευθυνόταν στο κυκλικό φόρουμ του Κωνσταντίνου, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του Αυτοκράτορα στην κορυφή ενός στύλου και βρισκόταν ένα δεύτερο κτίριο της Συγκλήτου. Πολλά έργα τέχνης από τον ελληνικό κόσμο μεταφέρθηκαν στην πόλη, περιλαμβανομένου του Τρίποδα των Πλαταιών από τους Δελφούς. Ο Κωνσταντίνος έκανε τα εγκαίνια της πόλης στις 11 Μαΐου του 330, ενώ οι εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες δεν είχαν ακόμα τελειώσει.

Η μεταγενέστερα αυτοκρατορική περιοχή μεταξύ Ιπποδρόμου και Αγίας Ειρήνης

Η καινούργια έδρα είχε το μεγάλο πλεονέκτημα ότι βρισκόταν στην καίρια για την οικονομία ανατολική περιοχή της αυτοκρατορίας. Στην επεκτεταμένη πόλη κτίστηκαν εκκλησίες, αλλά υπήρχαν και μερικοί ναοί και πολλά παγανιστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία προσέδιδαν έναν κλασσικό χαρακτήρα στην πόλη. Όπως φαίνεται από από το μέγεθος του μεγαλοπρεπούς σχεδιασμού, θεωρείτο αντίπαλο δέος της „παλαιάς Ρώμης“, παρότι και εκεί ανέλαβε οικοδομικό πρόγραμμα.[34] Στη Ρώμη επίσης είχε γιορτάσει το 315 τη δεκαετηρίδα του, καθώς και την εικοσαετηρίδα του εκ των υστέρων το 326, την οποία ήδη είχε γιορτάσει στη Νικομήδεια. Η Ρώμη ήταν ήδη από δεκαετίες τυπική πρωτεύουσα και έχασε ακόμα περισσότερο τη σημασία της με τη δημιουργία της νέας έδρας της κυβέρνησης, αλλά παρέμεινε σημαντικό σύμβολο της Romidee. Η Κωνσταντινούπολη εξισώθηκε με τη Ρώμη από πολλές απόψεις, της δόθηκε για παράδειγμα μια δική της Σύγκλητος, αν και δεύτερη σε τάξη μετά της Ρωμαϊκής και δεν υπαγόταν στην επαρχιακή διοίκηση, αλλά σε ξεχωριστό ανθύπατο. Επιπλέον ο Κωνσταντίνος μερίμνησε για τη δημιουργία κινήτρων εγκατάστασης στη νέα του έδρα. Η εκθειαστική ευγλωττία της αυλής και η εκκλησιαστική πολιτική ανύψωσαν την πόλη στο καθεστώς μιας νέας Ρώμης. Κωνσταντινούπολη, της οποίας η αστική περιοχή αργότερα διευρύνθηκε προς τα δυτικά, εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες και πιο μεγαλοπρεπείς πόλεις της αυτοκρατορίας και τον 5ο αιώνα ακόμη και σε πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Φόνοι των συγγενών το 326[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 326 ο Κωνσταντίνος διέταξε τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Κρίσπου και λίγο αργότερα και της συζύγου του Φαύστας.[35] Η Αυλή σκόπιμα συσκότισε αυτό το μελανό σημείο στη βιογραφία του Κωνσταντίνου πιθανότατα με damnatio memoriae.[36] Ο Ευσέβιος δεν αφιερώνει ούτε μια λέξη στα ανωτέρω γεγονότα,[37] ενώ άλλες πηγές κάνουν μόνο εικασίες.

Το 360 ο ιστορικός Αυρήλιος Βίκτωρ αφηγείται μόνο τον φόνο του Κρίσπου, τον οποίο διέταξε ο Κωνσταντίνος για άγνωστο λόγο.[38] Στην Epitome de Caesaribus για πρώτη φορά συνδέεται ο θάνατος του Κρίσπου με αυτόν της Φαύστας: Επειδή η μητέρα του Ελένη θρηνούσε τον Κρίσπο, τον οποίο εκτιμούσε πολύ, ο αυτοκράτορας εκτέλεσε και τη σύζυγό του.[39] Από αυτήν τη βασική διήγηση διάνθισαν μεταγενέστεροι συγγραφείς την ιστορία. Ούτως στις αρχές του 5ου αιώνα ο αρειανός εκκλησιαστικός ιστορικός Φιλοστόργιος παρουσιάζει λεπτομέρειες μιας σκανδαλιστικής ιστορίας: Η Φαύστα λέγεται ότι είχε επιθυμήσει τον Κρίσπο και, όταν αυτός αρνήθηκε το πάθος της, για να τον εκδικηθεί παρότρυνε τον σύζυγό της να σκοτώσει τον παραγιό της. Όταν η Φαύστα υπέπεσε σε απιστία σε μια άλλη περίπτωση, ο αυτοκράτορας την σκότωσε και αυτή.[40] Σύμφωνα με τον παγανιστή ιστορικό Ζώσιμο ο Κρίσπος κατηγορήθηκε, ότι είχε σχέση με τη Φαύστα. Τότε ο Κωνσταντίνος εκτέλεσε τον γιο του, και όταν η μητέρα του φάνηκε θλιμμένη, εξαφάνισε και τη Φαύστα πνίγοντάς την στο λουτρό. Δεδομένου ότι ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να καθαρίσει τον εαυτό του από αυτές τις πράξεις, είχε γίνει χριστιανός επειδή πίστευε ότι όλες οι αμαρτίες του θα μπορούσαν να εξαλειφθούν στον χριστιανισμό.[41] Ο Ζώσιμος που έγραψε γύρω στο 500 (και το πρωτότυπο του Ευνάπιος) εμφανώς δεν είχε ακριβείς πληροφορίες για τα γεγονότα· έτσι ο Κρίσπος δεν δολοφονήθηκε στη Ρώμη, όπως αναφέρει ο Ζώσιμος, αλλά πιθανότατα στη Πούλα (Κροατία).[42] Ο Ζώσιμος άδραξε την ευκαιρία να παρουσιάσει τον αυτοκράτορα και την εύνοιά του προς τον Χριστιανισμό υπό αρνητική σκοπιά. Εξάλλου, συμφωνεί με τον Φιλοστόργιο όσον αφορά τις συνθήκες θανάτου της Φαύστας, που είναι ίσως ο ουσιαστικός πυρήνας και των δύο αναφορών.

Η αγριότητα του Κωνσταντίνου Α' ήταν πρωτοφανής. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον βιογράφο του Ευσέβιο, διέταξε να εξολοθρευτουν ολοι οι ευνουχοι της Αιγύπτου ενώ εξέδωσε και μια σειρά διαταγμάτων ενάντια στη δημιουργία ευνούχων, επειδή ήταν ενάντια στους ηθικούς του κώδικές[43]

Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγιος Κωνσταντίνος
Ισαπόστολος
Γέννηση27 Φεβρουαρίου 272
Ναϊσσός (Νις (Σερβία)), Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Κοίμηση22 Μαΐου 337
Νικομήδεια (σήμερα Ιζμίτ), Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Τιμάται απόΑνατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Ανατολική Ορθοδοξία
Ανατολική Καθολική Εκκλησία
Εορτασμός21 Μαΐου
Σύμβολαἐν τούτῳ νίκα, λάβαρο
ΠολιούχοςΣάπες, Καλαμπάκι, Καστελόριζο, Γλυφάδα κ.α.

Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, ο χριστιανισμός ήταν μια μικρή θρησκεία, χωρισμένη σε πολλές ομάδες και αιρέσεις. Ο Κωνσταντίνος έδωσε αρκετά προνόμια στους χριστιανούς ενώ έδρασε κατασταλτικά εναντίον άλλων θρησκειών όπως τον παγανισμό ή άλλων χριστιανικών αιρέσεων. Έθεσε τις βάσεις για να γίνει η Χριστιανική Εκκλησία κυρίαρχη στη θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας. Το αν ο Κωνσταντίνος ήταν πράγματι χριστιανός ή απλά χρησιμοποίησε τον χριστιανισμό για την πολιτική του ανέλιξη, είναι αντικείμενο συζήτησης.[44]

Ένα πολυσυζητημένο και μελετημένο υπό ποικίλα πρίσματα κεφάλαιο της ζωής και της πολιτικής του Κωνσταντίνου είναι η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχει ήδη προαναφερθεί ότι ο Κωνσταντίνος αξιοποίησε χωρίς διακρίσεις τους χριστιανούς στον στρατό του, εφάρμοσε στην επικράτειά του την αρχή της ανεξιθρησκίας και προστάτεψε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με διάφορους τρόπους. Έχει λεχθεί ότι ο Κωνσταντίνος επέλεξε την ανοχή προς τον Χριστιανισμό ώστε να ενδυναμωθεί η εσωτερική συνοχή του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο είχε επί 60 έτη μια πολύπλευρη κρίση.[45][εκκρεμεί παραπομπή].

Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον χριστιανισμό εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. Σύμφωνα με το διάταγμα «Οι Χριστιανοί μπορούν να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό τους».

Από τα διάφορα μέτρα που θέσπισε, μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ο κάθε άνθρωπος επίσης θα μπορούσε πια να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση της κάθε χριστιανικής κοινότητας. Ακόμη ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο ως διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Η επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, ήταν μία ευνοϊκή για τους Χριστιανούς θεσμοθέτηση, αφού οι Χριστιανοί είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επισκόπους από ότι στους δικαστές τις πολιτείας. Επίσης οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή, καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθηκαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών είναι και οι χριστιανικοί ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς Αγίους Τόπους.

Με όλα αυτά τα θεσπίσματα, και παρόλο που ο ίδιος ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό, ο Κωνσταντίνος διατήρησε το αξίωμα τού pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας που ασκούσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «Ημέρα του Ήλιου» (Dies Solis) και «Ανίκητος Ήλιος» (Sol Invictus). Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε υποστηρικτής της λατρείας του Ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωση του αυτή στον Ήλιο από την οικογένειά του.[26] Δεν στέρησε τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας από τα δικαιώματά τους ούτε έπαψε παράλληλα να στηρίζει την παραδοσιακή θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, σεβάστηκε τα προνόμια που είχαν δοθεί στις Εστιάδες παρθένες, το κράτος εξακολουθούσε να καλύπτει τα έξοδα για τις διάφορες γιορτές και τελετές των εθνικών, στα νομίσματα παρέμειναν για αρκετά χρόνια τα συναφή σύμβολα, ενώ αναφέρεται ότι ίδρυσε ακόμη και ναούς για τους πιστούς της ρωμαϊκής λατρείας.

Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, οι πληροφορίες πως ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε ναούς της παραδοσιακής θρησκείας δεν ευσταθούν [εκκρεμεί παραπομπή] και δεν μπορούν να εξακριβωθούν με βεβαιότητα ούτε από τα ιστορικά γεγονότα ούτε από την πολιτική σκέψη του Κωνσταντίνου. Επιπλέον, είναι σημαντικό το γεγονός ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός μπορεί να είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως οι εθνικοί εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο αυτοκράτορας να στραφεί εναντίον των υπηκόων του τόσο απροκάλυπτα. Άλλωστε, ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια η γυναίκα του και ο γιος του παρέμεναν πιστοί στους θεούς της Ρώμης. Ακόμη, το πρωταρχικό κίνητρο του Κωνσταντίνου, όταν νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό, ήταν η ομόνοια μεταξύ των πολιτών. Θα ήταν λοιπόν ενάντια στην πολιτική του να ξεκινήσει καινούργιο κύκλο αντιπαραθέσεων και διωγμών, αυτή τη φορά σε βάρος των ειδωλολατρών.[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι κατεδαφίσεις αρχαίων ναών που πρέπει να διέταξε είναι αυτές στα Ιεροσόλυμα, όπου κατεδαφίστηκε ο ναός της Αφροδίτης από τον λόφο του Γολγοθά, για να κτιστεί ο ναός της Ανάστασης. Αυτοί οι τόποι όμως είχαν αποσυνδεθεί πλήρως από τη ρωμαϊκή λατρεία και είχαν χαρακτηριστεί ως άγιοι και θεοβάδιστοι για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα ύστερα από τις εκτεταμένες ανασκαφές που διεξήγαγε η Ελένη, συνεπώς σε αυτούς αποδόθηκαν[εκκρεμεί παραπομπή]. Ακόμη, έκλεισε θρησκευτικά κέντρα ηθικά επιλήψιμων θεοτήτων, όπως της Αστάρτης και απαγόρευσε την τέλεση νυχτερινών και μυστικών θυσιών, καθώς αυτές δεν μπορούσαν να ελεγχθούν για τα δρώμενα που επιτελούσαν οι συμμετέχοντες σε αυτές. Αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη ειδωλολατρικών ναών λεηλατήθηκαν από τους ναούς και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για τον καλλωπισμό της από τον Κωνσταντίνο[εκκρεμεί παραπομπή].

Ο Κωνσταντίνος, ακολουθώντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πατέρα του, είχε υιοθετήσει τον ενοθεϊσμό, την πίστη δηλαδή σε έναν υπέρτερο θεό και στην ύπαρξη άλλων μικρότερων θεοτήτων. Λάτρευε ως ύψιστο θεό τον θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητισμό, με ανάμειξη δηλαδή στοιχείων από την αρχαία ελληνική θρησκεία και από ανατολικές θρησκείες. Το πέρασμα από τον ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ίσως ο Κωνσταντίνος δυσκολεύτηκε να υποτάξει την ορμητική του προσωπικότητα στο ασκητικό και συγχωρητικό πνεύμα του Χριστιανισμού.[εκκρεμεί παραπομπή] Η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο πρέπει να θεωρηθεί όχι ως γεγονός που έλαβε χώρα εν μιά νυκτί, αλλά μάλλον ως μια πορεία ζωής που ολοκληρώθηκε με τη βάπτισή του την ημέρα του θανάτου του.

Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός πως με τον Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον αυτοκράτορα-θεό στον ελέω θεού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή σφραγίζει όλο τον Μεσαίωνα της Ευρώπης και αναπόφευκτα επηρεάζει και την πολιτική σκέψη. Στην πολυθεϊστική παραδοσιακή θρησκεία της Ρώμης ο αυτοκράτορας ήταν ένας ακόμη θεός επί γης και έπειτα από τον θάνατό του επέστρεφε στο Πάνθεο. Στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό αυτή η θεωρία ήταν εξ ορισμού ασύμβατη. Έτσι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε τον ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα ως του ανθρώπου που θέσει υποχρεούται να φροντίζει τους πιστούς της νέας θρησκείας. Μιλώντας σε κάποιους επισκόπους, διαχώρισε το έργο του αυτοκράτορα από αυτό του επισκόπου: «υμείς μέν των εισω της εκκλησίας, εγώ δέ των εκτός υπό Θεού κατεσταμένος επίσκοπον αν είη» (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄. 24). Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του προς τους υπηκόους του και τους αξιωματούχους του να ασπαστούν τον Χριστιανισμό και η άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσει τους επισκόπους στη διάδοση της θρησκείας τους (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Γ΄ 17.1,2). Ο ίδιος πίστευε ότι ο Θεός τού είχε αναθέσει την ειδική αποστολή να φέρει την αρμονία στο κράτος και την εκκλησία. Η εκκλησία, αντίστοιχα, τον θεωρούσε δούλο Θεού και τη μεταστροφή του θεία ενέργεια που αποσκοπούσε στην επέκταση του χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται.

Α΄ Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας, 325 μ.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιτία για μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες των Χριστιανών υπήρξε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, ίσως στο μεγαλύτερο φιλοσοφικό κέντρο της εποχής. Ο Άρειος, απόφοιτος της θεολογικής σχολής του Λουκιανού στην Αντιόχεια, άρχισε να διατυπώνει τη θεωρία πως ο Χριστός ήταν «κτίσμα» του Θεού και δεν ήταν και ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία του Αρείου, η οποία έμεινε γνωστή ως Αρειανισμός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Η βαθιά μόρφωση του Αρείου και η δεινότητα του λόγου του (χαρακτηριστική είναι η παροιμία της εποχής «του Αρείου το απύλωτον στόμα») οδήγησαν πολλούς ανθρώπους από όλες τις τάξεις να ασπαστούν τις πνευματικές του πεποιθήσεις. Έτσι, σύντομα βρέθηκε να στηρίζεται από οπαδούς σε ολόκληρη την Ανατολή, παρά τον αφορισμό και το ανάθεμα που εξαπέλυσε εναντίον του ο γηραιός επίσκοπος Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος. Ανάμεσα στους οπαδούς του Αρείου ήταν οι επίσκοποι Νικομήδειας Ευσέβιος και Καισαρείας Ευσέβιος, προσωπικοί φίλοι του αυτοκράτορα, καθώς και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, με σημαντικότερη ίσως την αδελφή του Κωνσταντίνου, τη nobilissima femina Κωνσταντία, που όπως έχει προαναφερθεί απολάμβανε ιδιαίτερη εύνοια από τον αδελφό της.

Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε αρχικά να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, μέσω μιας επιστολής που απέστειλε και στις δύο πλευρές με αγγελιοφόρο τον επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας. Επιστρέφοντας ωστόσο, ο επίσκοπος εξήγησε στον Κωνσταντίνο την πολιτική σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.

Πληροφορίες σχετικά με τη Σύνοδο έχουμε μόνο από τους συμμετέχοντες και ιστορικούς, καθώς δεν διασώζονται πρακτικά, αν υποτεθεί ότι κρατήθηκαν. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου ενώ ο Άρειος και οι πιο θερμοί οπαδοί του καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία.

Παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση, ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία, και τιμώρησε με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Αρείου στη Σύνοδο, τον Αθανάσιο, Αρχιδιάκονο της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Ο Αθανάσιος παρέμεινε εξόριστος μέχρι την άρση της ποινής από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, την ημέρα που βαπτίσθηκε Χριστιανός. Για τους λόγους της μεταστροφής αυτής του Κωνσταντίνου δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών. Έχουν αναφερθεί λόγοι όπως η επίδραση της αυλής, οικογενειακοί λόγοι, η πολιτική επιρροή του Αρειανισμού στην Ανατολή κ.α

Οι εκτελέσεις του Κρίσπου και της Φαύστας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια χρονική στιγμή μεταξύ 15 Μαΐου και 17 Ιουνίου του 326, μετά από διαταγή του Κωνσταντίνου, συνελήφθη και εκτελέστηκε ο μεγαλύτερος γιος του (και γιος της Μινερβίνης), ο Κρίσπος με «ψυχρό δηλητήριο» στην Πούλα της Κροατίας.[46] Τον Ιούλιο ο Κωνσταντίνος εκτέλεσε τη σύζυγό του Φαύστα, κατ' εντολή της μητέρας του Ελένης. Η Φαύστα αφέθηκε να πεθάνει σε ένα υπερθερμασμένο λουτρό.[47] Τα ονόματά τους διαγράφηκαν από πολλές επιγραφές, οι αναφορές στη ζωή τους αφαιρέθηκαν από τα φιλολογικά αρχεία και η μνήμη τους καταδικάστηκε. Ο Ευσέβιος, για παράδειγμα, στο εγκώμιο του Κωνσταντίνου, που συνέθεσε από μεταγενέστερα αντίγραφα της Historia Ecclesiastica του, και της Vita Constantini δεν συμπεριλαμβάνει αναφορές στη Φαύστα ή στον Κρίσπο.[48] Λίγες αρχαίες πηγές προτίθενται να αναλύσουν τα πιθανά κίνητρα για αυτά τα γεγονότα. Αυτές οι λίγες πηγές είναι πιο πρόσφατης προέλευσης ενώ θεωρούνται γενικά αναξιόπιστες καθώς δεν προσφέρουν πειστικές εξηγήσεις.[49]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο μετά την εορτή του Πάσχα του 337, ο Κωνσταντίνος αρρώστησε βαριά. Έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τα ζεστά λουτρά κοντά στη γενέτειρα πόλη της μητέρας του, τη μικρασιατική Ελενόπολη της Βιθυνίας, στις νότιες ακτές του κόλπου της Νικομήδειας. Εκεί, στον ναό του Αποστόλου Λουκιανού, που έχτισε η μητέρα του, προσευχήθηκε τελευταία φορά.[50] Ο Κωνσταντίνος απεβίωσε το 337 μ.Χ.

Λείψανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος έτυχαν μιας σπάνιας εκτιμήσεως από πολλές πλευρές. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο. Η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο. Μετά τον θάνατό του, το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τάφηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, σε σαρκοφάγο από πορφυρό λίθο.[51] Το σώμα του διατηρήθηκε κατά τη λεηλασία της πόλης κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204, αλλά καταστράφηκε κάποια στιγμή αργότερα. Σήμερα λείψανά του φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης και στην ιερά μονή Κωσταμονίτου Αγίου Όρους.[52][53]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε πρώτα τη Μινερβίνη το 303 (ή την είχε ως παλλακίδα, καθώς δεν αναφέρεται διαζύγιο) και είχε τέκνο:

  • Κρίσπος π.295-326, διάδοχος, καίσαρας, ύπατος 318, 321, 324.

Έπειτα ο Κωνσταντίνος Α΄ έκανε δεύτερο γάμο με τη Φαύστα, κόρη του Μαξιμιανού συναυτοκράτορα του Διοκλητιανού και είχε τέκνα:

  • Κωνσταντίνα π.312-354, παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Ανιβαλιανό διοικητή του Πόντου και μετά τον εξάδελφό της Κωνστάντιο Γάλλο καίσαρα της Ανατολής. Από τον 2ο γάμο της είχε τέκνο:
    • Αναστασία.
  • Κωνσταντίνος Β΄ 316-340, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων, τετράκις ύπατος.
  • Κωνστάντιος Β΄ 317-361, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων με τον μεγαλύτερο αδελφό του, μετά μόνος του, δεκάκις ύπατος.
  • Κώνστας π.320-350, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων μαζί με τους μεγαλύτερους αδελφούς του, μετά με τον αμέσως μεγαλύτερο αδελφό του, τρις ύπατος.
  • Ελένη απεβ. 330, παντρεύτηκε τον εξαδελφό της Ιουλιανό Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
  • Φαύστα.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Οι ημερομηνίες γέννησης ποικίλλουν, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί χρησιμοποιούν το έτος 272.
  2. Προκοπίου Ιστορικού, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία, απόδ. Αλόη Σιδέρη, Εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1988, ISBN 960-325-036-8
  3. The Oxford History of the Biblical World, σελ. 424, Oxford University Press (2001)
  4. «Constantine the Great». About.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2017. 
  5. Harris, Jonathan (2017). Constantinople: Capital of Byzantium (2nd έκδοση). Bloomsbury Academic. σελ. 38. 
  6. Van Dam, Remembering Constantine at the Milvian Bridge, 30.
  7. Barnes, Constantine and Eusebius, p. 272.
  8. Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), p. 14; Cameron, p. 90–91; Lenski, "Introduction" (CC), 2–3.
  9. Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), p. 23–25; Cameron, 90–91; Southern, 169.
  10. Cameron, 90; Southern, 169.
  11. Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), 14; Corcoran, Empire of the Tetrarchs, 1; Lenski, "Introduction" (CC), 2–3.
  12. Barnes, Constantine and Eusebius, 265–68.
  13. Drake, "What Eusebius Knew," 21.
  14. Eusebius, Vita Constantini 1.11; Odahl, 3.
  15. Lenski, "Introduction" (CC), 5; Storch, 145–55.
  16. Barnes, Constantine and Eusebius, 265–71; Cameron, 90–92; Cameron and Hall, 4–6; Elliott, "Eusebian Frauds in the "Vita Constantini"", 162–71.
  17. Lieu and Montserrat, 39; Odahl, 3.
  18. Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), 26; Lieu and Montserrat, 40; Odahl, 3.
  19. Lieu and Montserrat, 40; Odahl, 3.
  20. Barnes, Constantine and Eusebius, 12–14; Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), 24; Mackay, 207; Odahl, 9–10.
  21. Barnes, Constantine and Eusebius, 225; Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), 28–29; Odahl, 4–6.
  22. Barnes, Constantine and Eusebius, 225; Bleckmann, "Sources for the History of Constantine" (CC), 26–29; Odahl, 5–6.
  23. Odahl, 6, 10.
  24. Προκοπίου Ιστορικού, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία, απόδ. Αλόη Σιδέρη, Εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1988, ISBN 960-325-036-8
  25. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία (Historia ecclesiastica).
  26. 26,0 26,1 26,2 A.A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453.
  27. James Allan Evans, The Emperor Justinian and the Byzantine Empire, Greenwood Press, 2005, σελ. xxvii.
  28. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον χριστιανισμό εκδόθηκε από τον Γαλέριο το 311 μ.Χ.
  29. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. 10, 5
  30. Λακτάντιος, De Mortibus Persecutorum 48.
  31. Το λιμάνι του Μ. Κωνσταντίνου στα Λαδάδικα της Θεσσαλονικης - 2/5/17 - voria.gr
  32. ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ - 2008 mbp.gr
  33. Überblick bei Peter Schreiner: Konstantinopel: Geschichte und Archäologie. München 2007, S. 20ff.
  34. Vgl. auch Bruno Bleckmann: Konstantin der Große. Reinbek 1996, S. 115.
  35. Woods, David (1998/04). «On the Death of the Empress Fausta» (στα αγγλικά). Greece & Rome 45 (1): 70–86. doi:10.1093/gr/45.1.70. ISSN 1477-4550. https://www.cambridge.org/core/journals/greece-and-rome/article/on-the-death-of-the-empress-fausta/3CE624703CA80405ACBFBB40EA629FCC. 
  36. Paul Stephenson. Constantine: Roman Emperor, Christian Victor. ABRAMS; 10 June 2010. (ISBN 978-1-4683-0300-1). p. 224.
  37. Siehe den Kommentar in: Averil Cameron, Stuart Hall (Hrsg.): Eusebius. Life of Constantine. Oxford/New York 1999, S. 273.
  38. Aurelius Victor, Caesares, 41,11.
  39. Epitome 41,11f.
  40. Philostorgios, Kirchengeschichte, 2,4. Siehe dazu den Kommentar in: Philip R. Amidon (Hrsg.): Philostorgius. Church History. Atlanta 2007, S. 17f.
  41. Zosimos II 29.
  42. Ammianus Marcellinus 14,11,20. Siehe dazu Timothy Barnes: Constantine and Eusebius. Cambridge (Mass.) 1981, S. 220.
  43. R. MacMullen, "Christianizing The Roman Empire A.D.100-400, Yale University Press, 1984 σελίδα 50
  44. Drake 2007, σελίδες 111-12.
  45. Για μια συζήτηση των λόγων της θρησκευτικής μεταστροφής του δες: A.A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δημοσθένης Σαβράμης (Αθήνα: Εκδόσεις Μπεργαδή, 1954), σ. 65-72
  46. Guthrie, 325–6.
  47. Guthrie, 326; Woods, "Death of the Empress," 70–72.
  48. Guthrie, 326; Woods, "Death of the Empress," 72.
  49. Guthrie, 326–27.
  50. Eusebius, Vita Constantini 4.58–60; Barnes, Constantine and Eusebius, 259.
  51. Pohlsander, Hans. The Emperor Constantine. London & New York: Routledge, 2004a. Hardcover ISBN 0-415-31937-4 Paperback ISBN 0-415-31938-2, 75–76.
  52. Χαλβατζάκης Κωνσταντίνος, Ο Όσιος Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς, Ερωδιός, 2005, ISBN 9789606601613
  53. «Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης - Ενοριακοί Ναοί». Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2021. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Allan Evans, The Emperor Justinian and the Byzantine Empire, Greenwood Press, 2005.
  • Jean Yves Bassole, «Η αποποίηση της εξουσίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 306: ένα adulescentiae error», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΣΤ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-Πρακτικά, Αθήνα, 1985, σελ.7-18
  • Vasiliev, A. A. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  • Παναγοπούλου, Αγγελική. «Ο Μέγας Κωνστατίνος και ο μύθος του: σύμβολο και πηγή εξουσίας σε Βυζάντιο και Δύση τον 10ο αιώνα». Περί Ιστορίας 5 (2006), σ. 35-58.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέγας Κωνσταντίνoς
Γέννηση: 27 Φεβρουαρίου 272 Θάνατος: 22 Μαΐου 337
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Κωνστάντιος Α΄
Αυτοκράτορας της Ρώμης
συναυτοκράτορες: Γαλέριος, Λικίνιος, Μαξιμίνος Β΄

306-337
Διάδοχος
Κωνσταντίνος Β΄