Κυδώνι (ζώο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το ζώο. Για το ομώνυμο φρούτο, δείτε: Κυδώνι.
Κυδώνι (Cockle)

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Μαλάκια (Mollusca)
Ομοταξία: Δίθυρα (Bivalvia)
Τάξη: Βενεροειδή (Veneroida)
Υπεροικογένεια: Καρδιοειδή (Cardioidea)
Οικογένεια: Καρδιίδες (Cardiidae)
Γένη

Δες κείμενο.

Κυδώνι είναι η κοινή ονομασία των Δίθυρων Μαλακίων της οικογένειας Καρδιίδες . Γνωστότερο είδος είναι το «κάρδιον το εδώδιμον». Το μέγεθός τους φθάνει τα 3,5 εκατοστά. Τα κελύφη τους βρίσκονται σε πολλές παραλίες σε όλο τον κόσμο, ιδίως στη Μεσόγειο. Υπάγονται στα Ελασματοβράγχια ή Πελεκύποδα μαλάκια. Μετακινούνται έρποντας στο βυθό και συχνά βυθίζονται στη λάσπη με γρηγορότατο ρυθμό. Τρώγονται ωμά, με λεμόνι. Με απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης, απαγορεύεται η εμπορία κυδωνιών μικρού μεγέθους.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σακούλες με κυδώνια.

Το χρώμα των κυδωνιών είναι σταχτί με μελανές ή πράσινες αποχρώσεις. Τα στρογγυλά όστρακα των κυδωνιών έχουν ιδιαίτερη μορφή: είναι συμμετρικά, σε σχήμα καρδιάς όταν τα δει κανείς από την άκρη και στα περισσότερα γένη έχουν ραβδώσεις. Κάθετα σε αυτές βρίσκονται ημικυκλικές γραμμές αύξησης[2].Ο μανδύας τους έχει τρία στρώματα για την έξοδο του νερού. Η τροφή τους προσλαμβάνεται με την αναρρόφηση νερού, το οποίο το εκβάλλουν με τη βοήθεια του μανδύα και μένει το πλαγκτόν . Αναπαράγονται πολύ γρήγορα και είναι ζώα ερμαφρόδιτα.

Γένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Acanthocardia
  • Americardia
  • Cardium
  • Cerastoderma
  • Clinocardium
  • Corculum
  • Ctenocardia
  • Dinocardium
  • Discors
  • Fragum
  • Fulvia
  • Laevicardium
  • Lophocardiium
  • Lunulicardia
  • Lyrocardium
  • Microcardium
  • Nemocardium
  • Papyridea
  • Parvicardium
  • Plagiocardium
  • Pratulum
  • Ringicardium
  • Serripes
  • Trachycardium
  • Trigoniocardia

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν σήμερα πάνω από 200 είδη κυδωνιών.[3]

Το κοινό κυδώνι, (Cerastoderma edule), είναι διαδεδομένο στις ακτές της Βόρειας Ευρώπης, στη Θάλασσα του Μπάρεντς, στην Ιρλανδία, στη Νορβηγία και στη Σενεγάλη.

Σε παρόμοιους τόπους ζει και το είδος Glycymeris glycymeris, που όμως δε σχετίζεται με το κοινό κυδώνι. Το είδος αυτό δεν είναι εδώδιμο εξαιτίας της σκληρότητάς του όταν μαγειρευτεί.[4] Στη Νότια Κορέα και στη Μαλαισία καλλιεργείται ευρέως το είδος Anadara granosa.[5]

Κυδώνια που στερούνται ραβδώσεων είναι αυτά του γένους Laevicardium.

Στην Ελλάδα, ως κυδώνι συνήθως αναφέρεται το είδος Venus verrucosa [6]

Γαστρονομική αξία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κουζίνα της Ανατολής, αλλά και της Δύσης, τα κυδώνια κατέχουν θέση ανάμεσα στα θαλάσσια εδέσματα. Συλλέγονται συνήθως σκάβοντας στην άμμο κατά την άμπωτη. Ωστόσο, η διαδικασία συλλογής κυδωνιών μπορεί να αποβεί μοιραία αν δεν ληφθούν υπόψη οι επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Ενδεικτική είναι η τραγωδία στον Όρμο Μορκέιμπ το 2004, όταν 21 παράνομοι μετανάστες βρήκαν το θάνατο, στην προσπάθειά τους να συλλέξουν κυδώνια.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο πωλούνται φρέσκα και μαγειρεμένα ως μεζές και συχνά τρώγονται με ξίδι. Διατίθενται σε καταστήματα θαλασσινών, μαζί με μύδια, ζώα μπουρού και χέλια. Επίσης, πωλούνται και σε τουρσί σε βαζάκια ή πιο πρόσφατα σε κλειστά πακέτα (με ξίδι), που περιέχουν και ένα πιρούνι με δύο δόντια.

Τα βραστά ή ψημένα στη σχάρα κυδώνια διατίθενται σε ειδικά κέντρα στη νοτιοανατολική Ασία. Η κατανάλωση ωμών – αμφίβολης προέλευσης - κυδωνιών έχει συνδεθεί με την ηπατίτιδα.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Α2-3354/2007 - ΦΕΚ 2207/Β'/14.11.2007
  2. Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006, τ. 13, σελ. 409
  3. «Cardiidae (Cockles)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2008. 
  4. «"Tenderisation of the dog cockle (Glycymeris glycymeris) meat by polyphosphates"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2008. 
  5. Status of mollusc culture in selected Asian countries
  6. «Κυδώνι - Τα κοχύλια των ελληνικών θαλασσών». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2013. 
  7. O'Mahony MC· Gooch CD· Smyth DA· Thrussell AJ· Bartlett CL· Noah ND. (1983). «Epidemic hepatitis A from cockles». NIH. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2006. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]