Κρούσοβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κρούσεβο)
Κρούσοβο

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Κρούσοβο
41°22′12″N 21°14′54″E
ΧώραΒόρεια Μακεδονία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Κρουσόβου
Υψόμετρο1.350 μέτρα
Πληθυσμός4.104 (2021)[1]
Ταχ. κωδ.7550
Τηλ. κωδ.048
Ζώνη ώραςώρα Κεντρικής Ευρώπης
θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Άποψη του Κρουσόβου με την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (Свети Јован)

Το Κρούσοβο (σλαβομακεδονικά: Крушево‎‎, Kruşova Τουρκικά, Crushuva στα βλάχικα, και Krushevë στα αλβανικά) είναι πόλη της Βόρειας Μακεδονίας με 5.330 κατοίκους (2002). Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρούσοβο βρίσκεται 80 χμ. βορειοδυτικά από το Μοναστήρι και 50 χμ. δυτικά του Περλεπέ [2] σε υψόμετρο 1.350 μέτρων και περιστοιχίζεται από πυκνά δάση.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κληροδότημα υπέρ του ελληνικού σχολείου στο Κρούσοβο το 1853

Ως τα μέσα του 18ου αιώνα δεν ήταν παρά ένα χωριό που αργότερα έγινε κωμόπολη γιατί ο πληθυσμός αυξήθηκε πολύ από τους καινούργιους κατοίκους του Κρουσόβου που εγκαταστάθηκαν σ΄αυτό από τη νότια Μακεδονία για ν΄αποφύγουν τους διωγμούς των Κονιάρων Τούρκων κι από την Ήπειρο και την Αλβανία για ν΄αποφύγουν τους μουσουλμάνους Αλβανούς. Έτσι στις παραμονές της εξέγερσης του Ίλιντεν ο πληθυσμός του έφτανε τις 18.000[3] κι απ΄αυτές τη μεγάλη πλειοψηφία την αποτελούσαν βλαχόφωνοι ελληνικής συνείδησης (σήμερα οι Βλάχοι αποτελούν περίπου το 19-20%). Υπήρχαν και αρκετοί σλαβόφωνοι πατριαρχικοί, ενώ οι εξαρχικοί βουλγαρόφρονες ήταν πολύ λίγοι. Τούρκοι δεν κατοικούσαν στο Κρούσοβο εκτός από τους εκπροσώπους των αρχών και τις οικογένειές τους. Οι Κρουσοβίτες μετανάστευαν, στα βαλκανικά κράτη, την κεντρική Ευρώπη και, οι περισσότεροι, στην Αίγυπτο. Η πόλη αυτή ήταν έδρα του επισκόπου Πρεσπών και Αχριδών, είχε λαμπρό καθεδρικό ναό, του Αγίου Νικολάου που κάηκε από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1903, κοινοτικό νοσοκομείο εξαρτώμενο από τον Ναό, ημιγυμνάσιο αρρένων, παρθεναγωγείο και αρκετά σχολεία κατώτερης παιδείας με εκατοντάδες μαθητών.[4]

Ο Κρουσοβίτες Κυριάκος Λιάκος και Φωκίων Μπούκλης με τις συζύγους τους στα τέλη του 19ου αι.

Η εξέγερση του Ίλιντεν και ο Μακεδονικός Αγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρούσοβο αποφάσισαν να καταλάβουν οι επαναστάτες του Ίλιντεν καθώς την επιτυχία του σκοπού τους εξασφάλιζε και το εξαιρετικά ολιγάριθμο της τοπικής τουρκικής φρουράς. Η εισβολή ενεργήθηκε τη νύχτα της Κυριακής 20ης Ιουλίου (π.ημ.) του 1903 με το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος». Η πρώτη δουλειά των επαναστατών μετά την κατάληψη του Κρουσόβου ήταν να το απομονώσουν, καταστρέφοντας τις τηλεγραφικές γραμμές. Συνολικά στην περιοχή του Διοικητηρίου κάηκαν πάνω από 40 κτίρια. Στις 23 Ιουλίου κάλεσαν σε σύσκεψη τους προκρίτους των εθνικών κοινοτήτων της πόλης και σχημάτισαν μιαν ανώτατη επιτροπή από οκτώ μέλη που θα έπαιζε τον ρόλο προσωρινής κυβέρνησης. Ο σχηματισμός πολιτοφυλακής και ο εφοδιασμός των κομιτατζήζων με τρόφιμα και ρούχα στάθηκαν τα πρώτα καθήκοντα της επιτροπής αυτής.

Η κατοχή του Κρουσόβου από τους επαναστάτες κράτησε ακριβώς δέκα μέρες. Τα σώματα των επαναστατών, που είχαν στρατοπεδεύσει γύρω από το Κρούσεβο μετά την κατάληψή του, ανέρχονταν συνολικά σε χίλιους περίπου άντρες. Για να εξασφαλιστεί καλύτερα η τροφοδοσία τους, αποφασίστηκε στις 25 Ιουλίου από την ηγεσία τους, να επιβάλει η ανώτατη επιτροπή φορολογία στους εύπορους κατοίκους του. Καθορίστηκε και το ποσόν, από 5-30 λίρες οθωμανικές για κάθε άτομο, ανάλογα με την περιουσιακή του κατάσταση και διατάχτηκε η είσπραξή του. Όμως τα μέλη της επιτροπής που ήταν Έλληνες αρνήθηκαν να εκτελέσουν τη διαταγή και για τούτο παύθηκαν.[5]

Η τουρκική αντίδραση κατά της εξέγερσης άρχισε στη Δυτική Μακεδονία, όπου η κατάσταση ήταν αρκετά σοβαρή και στράφηκε πρώτα εναντίον του Κρουσόβου, το οποίο, καθώς γειτόνευε με το Μοναστήρι, ήταν ανάγκη να το ξαναπάρουν οι Τούρκοι δίχως καθυστέρηση. Η επιχείρηση αυτή ανατέθηκε στον στρατηγό Μπαχτιάρ πασά, που χαρακτηρίζονταν ως άνθρωπος βίαιος και τραχύς.[6] Ο απολογισμός των καταστροφών που υπέστησαν οι Έλληνες στο Κρούσεβο ήταν 363 καμένα κτίρια,σπίτια και καταστήματα, αφού προηγουμένως λεηλατήθηκαν, ενώ υπερδιπλάσιος στάθηκε ο αριθμός εκείνων που μόνο λεηλατήθηκαν. Οι φονευθέντες άντρες και γυναίκες, ξεπέρασαν τους σαράντα.[7]

Στις 23 Μαΐου 1906 εξελέγη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μητροπολίτης Πρεσπών και Αχριδών με έδρα το Κρούσοβο ο Γερμανός Σακελλαρίδης που επέδειξε σημαντική συμβολή κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Διετέλεσε μητροπολίτης Πρεσπών και Αχριδών έως τον Ιούλιο του 1909, οπότε και μετατέθηκε στην Ελευθερούπολη και το 1917 δολοφονήθηκε από τους Βούλγαρους για την εθνική του δράση.[8][9][10]

Γνωστοί Κρουσοβίτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.citypopulation.de/de/northmacedonia/cities.
  2. Brown 1997, σελ. 171
  3. Δ.Ι. Πόποβιτς, Περί των Τσιντάρων, έκδ. 2η, Βελιγράδι, 1937
  4. Νικόλαος Μπάλλας, Ιστορία του Κρουσόβου, σ. 20, Θεσσαλονίκη 1962
  5. περ. Εποχές, τεύχος 33, Ιανουάριος 1966 «άρθρο ΗΛΙΝ-ΝΤΕΝ του Ιωάννη Νοτάρη»
  6. Νικόλαος Μπάλλας, Ιστορία του Κρουσόβου, Θεσσαλονίκη, 1962, σ. 48
  7. Γεώργιος Μόδης, Σχέδια και ορέξεις γειτόνων, 1947 σ. 55
  8. «Μνημόσυνο 90 χρόνων από το θάνατο του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό - kavala net». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2017. 
  9. Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ. Υπό Θεοδώρου Δημοσθ. Λυμπεράκη.
  10. Επίσκοποι και Μητροπολίτες Ιεράς Μητροπολης Ελευθερουπόλεως
  11. Φάρος του Θερμαΐκού, Έλληνες μυστικοί πράκτορες στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη - 105 χρόνια απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανικό ζυγό (Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου "Το μεγάλο άλμα - Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Brown, Keith (1997). «Ανάμεσα στο κράτος και την ύπαιθρο: Το Κρούσοβο από το 1903 και εφεξής». Στο: Γούναρης, Βασίλης Κ.· Μιχαηλίδης, Ιάκωβος Δ.· Αγγελόπουλος, Γιώργος Β. Ταυτότητες στη Μακεδονία. Αθηνα: Παπαζήση. σελίδες 171–195.