Ελληνικό Κράνος του 1940

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κράνος υπ. 1934/39)
Λεπτομέρεια από στολή του Ελληνικού Στρατού, της περιόδου του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Έλληνες στρατιώτες του πυροβολικού, επανδρώνουν ένα Πεδινό Πυροβόλο Σνάιντερ 85χιλ., φορώντας το Ελληνικό κράνος

Το κράνος του εργοστασίου Εμαγέ Αθανασίου Κώνστα της Κέας ήταν το κύριο στρατιωτικό κράνος που χρησιμοποιήθηκε από τον Ελληνικό Στρατό κατά τον Ελληνοιταλικό Πόλεμο.

Το εργοστάσιο ανέλαβε , μετά από διαγωνισμό ,τη σχεδίαση και κατασκευή προς αντικατάσταση των παλαιότερων, Γαλλικού τύπου Αντριάν που προέρχονταν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικά στοιχεία της προκήρυξης διαγωνισμού και της ανάθεσης έργου για την προμήθεια κρανών από τον Ελληνικό Στρατό το 1936 εντοπίζονται στο βιβλίο «Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος, 1936-1940» από κρατικά έγγραφα που διατηρεί στην κατοχή του ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης. Σύμφωνα με αυτά ο πρώτος διεθνής διαγωνισμός για την προμήθεια 250.000 κρανών προκηρύχθηκε την 4η Δεκεμβρίου του 1935 και πραγματοποιήθηκε την 4η Ιανουαρίου του 1936 χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια επαναλήφθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1936, στις 31 Μαρτίου 1936 και στις 10 Μαΐου 1936, και πάλι ανεπιτυχώς, και τέλος στις 15 Οκτωβρίου 1936 – αυτήν τη φορά υπέβαλαν προσφορές και δείγματα οι παρακάτω βιομηχανίες:

– Ελληνική Βιομηχανία Εμαγέ και Μεταλλουργίας της Κέας, Αθανάσιου Κώστα.

– Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου & Καλυκοποιείου (ιταλικός οίκος Maneta).

– Οίκος Zeintze, Γερμανία.

– Ελληνική Βιομηχανική Ένωση.

– Οίκος Ceskoslovenska Zbrojovka Brno, Τσεχοσλοβακία.

– Οίκος Otto Ruben, Σουηδία.

Βάσει της υπ’ αριθμόν 13/31-10-36 αναφοράς της επιτροπής δοκιμών, από τον διαγωνισμό προέκυψε ότι μόνο η Ελληνική Βιομηχανία Εμαγέ και Μεταλλουργίας της Κέας του Αθανασίου Κώστα είχε συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους της υπηρεσίας. Ακολούθησε ο τεχνικός διαγωνισμός από πενταμελή επιτροπή ειδικών τεχνικών και αξιωματικών, κατά τον οποίον, σύμφωνα με το πρακτικό της 26ης Νοεμβρίου 1936, δύο δείγματα πληρούσαν τους όρους, αυτά της βιομηχανία του Αθανασίου Κώστα και του γερμανικού οίκου Zeintze, με βαθμολογία 100% για το ελληνικό κράνος και 94,22% για το γερμανικό.

Τέλος, στις 8 Δεκεμβρίου 1936 η Ανώτατη Επιτροπή Προμηθειών του Υπουργείου Στρατιωτικών πραγματοποίησε τον οικονομικό διαγωνισμό κατά τον οποίον επιτυχόντες ήταν για μία ακόμη φορά η βιομηχανία του Αθανασίου Κώστα και ο οίκος Zeintze. Για το ελληνικό κράνος η τιμή ήταν 302,50 δραχμές, με πρώτη ύλη κατασκευής σουηδικό χάλυβα και χρόνο τμηματικής παράδοσης στη Γενική Αποθήκη Στρατού Πειραιώς τους δέκα μήνες, με τα πρώτα κράνη να παραδίδονται τρεις μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης. Για το γερμανικό κράνος η τιμή ήταν 321,625 δραχμές με φθηνότερη εσωτερική εξάρτυση κεφαλής τριών μερών και η παράδοση θα γινόταν επτά μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης.

Στο διάστημα μέχρι να εκδοθεί η απόφαση για την προμήθεια των κρανών του ΕΣ έγιναν εκ νέου αιτήσεις και προσφορές από προμηθευτές του εξωτερικού, προτείνοντας ακόμα και μεταχειρισμένα κράνη βρετανικού, γαλλικού και αμερικανικού τύπου, αλλά και κράνη του Σερβικού Στρατού γαλλικού και τσεχοσλοβακικού (1936) τύπου, τα οποία όμως κρίθηκαν ακατάλληλα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εκθέσεις επανεξέτασης όλων των συμμετεχόντων παρουσιάζει το πρακτικό εξέτασης του εργοστασίου του Αθανασίου Κώστα από επιτροπή τεχνικών αξιωματικών τον Απρίλιο του 1935, που πιστοποιεί την καταλληλότητα του εργοστασίου για την παραγωγή κρανών και το δελτίο καταγραφής της 25ης Ιουνίου 1936 για τη δυνατότητα παραγωγής έως και 50.000 κρανών μηνιαίως!

Στις 14 Δεκεμβρίου 1936 το ΑΣΕΑ αποφάσισε την προμήθεια 250.000 κρανών από τη Βιομηχανία Εμαγέ και Μεταλλουργίας της Κέας, έναντι τελικής τιμής 290 δραχμών έκαστο, τα οποία θα εξοφλούντο σε δύο δόσεις, η πρώτη ύψους 42.500.000 δραχμών κατά το οικονομικό έτος 1937-38 και η δεύτερη ύψους 30.000.000 δραχμών κατά το οικονομικό έτος 1938-39 άνευ τόκου.

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχέδιο ήταν του τεχνικού διευθυντή Μιχαήλ Βλάδου, ο οποίος αναλάμβανε τον σχεδιασμό και την παραγωγή όλων των προϊόντων του εργοστασίου. Μεγάλο μυαλό, ήταν Έλληνας εκ Ρωσίας και είχε εργαστεί σε εργοστάσια του εξωτερικού πριν έλθει στην Ελλάδα – σε ένα εργοστάσιο της Ρωσίας, μάλιστα, διηύθυνε 30.000 άτομα προσωπικό. Ο ανιψιός του με το ίδιο όνομα, Μιχαήλ Βλάδος, εργαζόταν επίσης στο εργοστάσιο του Α. Κώστα και ήταν τεχνικός σχεδιαστής υπομηχανικός, όπως και η ανιψιά του Μαρία Βλάδου στο καλλιτεχνικό σχεδιαστήριο Σαμπλόν.

Το Ελληνικό κράνος , ήταν κατασκευασμένο από νικελιοχάλυβα, είχε πάχος 1,1 χιλιοστό και βάρος 1 έως 1,1 χιλιόγραμμα, ανάλογα με το μέγεθος.

Τα κράνη του στρατού βάφτηκαν στο παραδοσιακό Ελληνικό χακί με τυπωμένα εσωτερικά με μαύρη μελάνη τα τρία μεγέθη , του ναυτικού γκρι εξωτερικά και εσωτερικά τυπωμένη μια εστεμμένη άγκυρα και τα γράμματα ΒΝ (Βασιλικό Ναυτικό). Οπές αερισμού δεν υπήρχαν και οι εσωτερικές επενδύσεις στερεώθηκαν στα κελύφη με τέσσερις βίδες, για μεγαλύτερη ευκολία. Διατίθονταν τρία μεγέθη κελύφους, με τρια νούμερα εσωτερικού, 55, 57 και 59.

Η εσωτερική επένδυση ήταν δερμάτινη, με επτά γλώσσες, διάτρητες, εκτός από μία, στην οποία είχε τυπωθεί θερμικά το νούμερο του κράνους, το στέμμα του τότε βασιλείου της Ελλάδας και οι λέξεις ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ γύρω από έναν Ελληνικό σταυρό. Τα υποσιάγωνα, πλάτους 17 χιλιοστών, ήταν επίσης δερμάτινα, αποτελούμενα από δύο, εύκολα αφαιρούμενα τμήματα, που κατέληγαν σε πόρπες, οι οποίες διέτρεχαν το μήκος του απέναντι τμήματος, για ρύθμιση μεγέθους.

Υπηρεσιακή χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ομοιότητα ανάμεσα στα κράνη των δύο εμπολέμων πλευρών στο Αλβανικό μέτωπο αποτέλεσε πρόβλημα για την εύκολη αναγνώριση φίλων κι εχθρών στο πεδίο της μάχης. Από Ελληνικής πλευράς βέβαια, λόγω ελλείψεων, το Ελληνικό κράνος υπήρξε μόνο ένας από τους τρεις τύπους που χρησιμοποιήθηκε. Ωστόσο, η Ελληνική Χωροφυλακή, που συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο, εφοδιάστηκε επίσης με τα νέα κράνη.

Πολλά κράνη , μετά τη συνθηκολόγηση χορηγήθηκαν στη ιταλική συνοριακή φρουρά και σε μικρότερο βαθμό στο Ιταλικό ναυτικό, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από παραστρατιωτικές οργανώσεις, κατά τον Ιταλικό εμφύλιο. Μία ποσότητα από κράνη που πέρασαν στα χέρια των Ιταλών με την Ελληνική παράδοση το ’41, βάφτηκαν πάλι σε Ιταλικά χρώματα και αξιοποιήθηκαν από τον Ιταλικό στρατό κατοχής, μέχρι την απελευθέρωση. Μεταπολεμικά, οι Ελληνικές αρχές χρησιμοποίησαν εκ νέου τα κράνη αυτά, παράλληλα με τα Βρετανικού τύπου ΜΚ-ΙΙ, που είχαν στο μεταξύ υιοθετηθεί ήδη από τη Μέση Ανατολή. Πολλά μάλιστα υπέστησαν μετατροπές, αντικαθιστώντας τις εσωτερικές επενδύσεις με ανάλογες Βρετανικού τύπου.

Κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο, το Ελληνικό κράνος χρησιμοποιήθηκε μερικώς και από τις δύο πλευρές. Από τα 1948, άρχισε σταδιακά ο επανεξοπλισμός του Ελληνικού Στρατού με Αμερικανικό υλικό και μαζί, με το κράνος Μ-1. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί μια υποτυπώδης έστω ομοιομορφία, πολλά Ελληνικά κράνη και ΜΚ-ΙΙ βάφτηκαν σε Αμερικανικό πράσινο λαδί χρώμα. Τελικά αντικαταστάθηκαν πλήρως από Αμερικανικές προμήθειες, αν και η Ελληνική Χωροφυλακή εξακολουθούσε να τα χρησιμοποιεί μέχρι και τη δεκαετία του ’60.


Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ομάδα Αναβίωσης ΕΣ 1940-Μάρκος Ανδρέου