Κοντογενάδα Κεφαλονιάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κοντογεννάδα)

Συντεταγμένες: 38°15′4″N 20°23′42″E / 38.25111°N 20.39500°E / 38.25111; 20.39500

Κοντογενάδα
Κοντογενάδα is located in Greece
Κοντογενάδα
Κοντογενάδα
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΔήμοςΠαλλικής
Γεωγραφία
ΝομόςΚεφαλληνία
Πληροφορίες
Τηλ. κωδικός2671

Η Κοντογενάδα ή Κοντογεννάδα είναι ένα χωριό της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στην περιοχή της Παλικής, κοντά στην παραλία των Πετανών.

Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κοντογεννάδα τα τελευταία χρόνια έχει συρρικνωθεί πληθυσμιακά σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι μόνιμοι κάτοικοί της είναι 92 (2011)[1], ενώ το χωριό παρουσιάζει αύξηση πληθυσμού τους καλοκαιρινούς μήνες. Η εξέλιξη του πληθυσμού έχει ως εξής (η σελ. αναφέρεται στη σελίδα του pdf):

Έτος Άτομα Πηγή
2011 92 [1]
2001 103 σελ 134 Αρχειοθετήθηκε 2016-08-16 στο Wayback Machine.
1991 121 σελ. 134 Αρχειοθετήθηκε 2021-07-16 στο Wayback Machine.
1981 145 σελ. 245 Αρχειοθετήθηκε 2021-07-16 στο Wayback Machine.
1971 180 σελ. 103 Αρχειοθετήθηκε 2021-07-16 στο Wayback Machine.
1961 285 σελ. 205 Αρχειοθετήθηκε 2016-08-16 στο Wayback Machine.
1951 343 σελ. 105 Αρχειοθετήθηκε 2015-05-09 στο Wayback Machine.
1940 409 σελ. 234[νεκρός σύνδεσμος]
1928 403[2] σελ. 278 Αρχειοθετήθηκε 2013-12-16 στο Wayback Machine.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι το τελευταίο χωριό που θα συναντήσει κανείς στη διαδρομή από το Ληξούρι προς την Ανωγή. Βρίσκεται σε σημείο με πανοραμική θέα. Από την κεντρική του πλατεία είναι δυνατόν να απολαύσεις την περιοχή της Λάσσης του Αργοστολίου, το αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς, ακόμα και τη Ζάκυνθο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο χωριό βρίσκονται αρκετά αρχαιολογικά και ιστορικά μνημεία. Στο τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου χρονολογούνται οι θολωτοί - λαξευτοί τάφοι. Πρόκειται για θολωτούς τάφους με δρόμο, μικρότερους σε μέγεθος από αυτούς της Πελοποννήσου, εκ των οποίων τα 2/3 είναι λαξευτά στο φυσικό βράχο, ενώ το ανώτερο μέρος ήταν κατασκευασμένο κατά το εκφορικό σύστημα. Όλοι οι τάφοι της Κοντογενάδας είχαν συληθεί και εν μέρει καταστραφεί εξαιτίας μεταγενέστερων χρήσεων, ίσως από την αρχαιότητα. Από αυτούς σώζεται ένας στη θέση "Στην Πλάκα" ή "Πλάκες" πλήσιον του χωριού, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή στον λόφο "Σκινιώτικο Βουνί". Ο τελευταίος λόφος λειτούργησε στο παρελθόν και μέχρι σήμερα, σαν λατομείο, καθώς ο μαλακός και αρκετά ανθεκτικός ασβεστόλιθος (μαργαϊκός ασβεστόλιθος) χρησιμοποιήθηκε γενικά ως δομικό υλικό και ευνόησε την λάξευσή του in situ. Εκτός των θολωτών - λαξευτών τάφων, στη θέση "Πλάκες" αναγνωρίζεται ένα λαξευτό ελαιοπιεστήριο, ενώ 200 μέτρα ανατολικότερα, στη θέση "Στης Μηνούς", μπορεί να διακρίνει κανείς στο βράχο ένα λαξευτό κιβωτιόσχημο τάφο, μια δεξαμενή, και άλλα ίχνη τα οποία αποτελούν αρχαιολογικά τεκμήρια της έντονης παρουσίας του ανθρώπου στην περιοχή. Άλλη σημαντική θέση στον ευρύτερο χώρο είναι τα "Οικόπεδα", στα οποία ανακαλύφθηκαν τάφοι, ταφικός περίβολος, σφοντύλια, κοσμήματα, κεραμική, σκελετικά κατάλοιπα ανθρώπων και ζώων κ.ά. Τα όποια πολύτιμα ευρήματα μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου[3]. Εξαιρετικές είναι και οι δύο εκκλησίες του χωριού: Η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης. Η πρώτη είναι μια υπέροχη εκκλησία 200 περίπου ετών, ενώ ο δεύτερος διαθέτει ένα από τα καλύτερα τέμπλα της Δυτικής Ελλάδας. Εκτός από τις δύο αυτές κύριες εκκλησίες υπάρχει και μία αρκετά μικρότερη, ο Άγιος Γεώργιος.

Προσωπικότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την Κοντογεννάδα κατάγεται ο γνωστός από τις ανασκαφές στη Σαντορίνη αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Απογραφή πληθυσμού 2011». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2017. 
  2. Η απογραφή σημειώνει ότι μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είχαν εγκατασταθεί στη Κοντογενάδα 15 κάτοικοι
  3. Σ. Μαρινάτου, Aἰ Ἀνασκαφαί Goekoop ἐν Κεφαλληνία, AEph 1932, reprint 1933, pag. 1- 42, Σ. Μαρινάτου, Aἰ Εν Κεφαλληνία Ἀνασκαφαί Goekoop 2 AEph 1933, pag. 68-100, Α. Σωτηρίου, ΑD 52, Β’1 Χρονικά, 1997 , Αθήνα 2002, pag. 309 – 311.