Κοινότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Κοινότητα (αποσαφήνιση).

Κοινότητα είναι μία ομάδα ζώντων οργανισμών, ανθρώπων, φυτών ή ζώων που ζουν σε ένα κοινό περιβάλλον. Αυτό που χαρακτηρίζει μία κοινότητα είναι η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ των φορέων που την αποτελούν. Σε μια κοινότητα που την αποτελούν άνθρωποι υπάρχουν πολλές παράμετροι που μπορούν να σχηματίσουν κανόνες και ιδιαίτερες καταστάσεις μέσα σε αυτή. Αξίες, προτιμήσεις, ήθη, έθιμα, ανάγκες και πιστεύω μπορούν να διαπλάθονται ανάμεσα στα μέλη.

Ο τόπος, γεωγραφικός και συμβολικός, ως οικιστήριο ανθρώπων, είναι μια γεωγραφική και πολιτισμική ενότητα, μέσα στην οποία εξελίσσεται ένας συγκεκριμένος τύπος ζωής, διαμορφωμένος από αρχαιότερα εθιμικά πρότυπα, θρησκευτικές πρακτικές και την αναμφίβολη ικανότητα του ανθρώπου να αλληλεπιδρά με τη φύση, να την προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται, παράγοντας μια ιστορική-πολιτισμική και οικολογική συνέχεια στο ρεύμα του χρόνου. Οι κοινότητες ως συσσωματώσεις ατόμων υπήρξαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου, ως σύνολα παραγωγής πολιτισμού ή φορείς επιβίωσης των ατόμων που τις απάρτιζαν από τα πανάρχαια χρόνια. Οι οικογένειες, προϊστορικές ομαδοποιήσεις νομαδικής φύσης, έγιναν στο πέρασμα του χρόνου δομικές μονάδες μικρών ή μεγάλων κοινοτήτων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κοινότητες χωρίζονται σε:

  • γεωγραφικές που αποτελούν ομάδες ανθρώπων ανάλογα με την εδαφική περιφέρεια που ανήκουν
  • πολιτισμικές που αποτελούνται από ανθρώπους με ίδια πολιτισμική κληρονομιά και κουλτούρα
  • εθνικές που αποτελούν ομάδες από κοινά έθνη.

Η ελληνική κοινότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μελέτη της ελληνικής κοινότητας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα αναδεικνύει σχήματα της ελληνικής νοοτροπίας εν γένει, αλλά ερμηνεύει επίσης τον συνεκτικό ιστό που απαντάται σήμερα σε όλες τις ελληνικές κοινότητες που διαμορφώνονται στην παγκοσμιότητα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. Ο εξαστισμός, αυτή η καθοριστική διαδικασία που αποκόλλησε τον άνθρωπο από το φυσικό του περιβάλλον, συμπίεσε και το μαγικοθρησκευτικό πλέγμα που καθοδηγεί με τρόπο αόρατο τα άτομα σε μια ιδιότυπη συνεργατική και συμβιωτική σχέση. Η μαγεία που αναπτύσσεται στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση χάθηκε στα πλαίσια του εξορθολογισμού και της τεχνολογίας των αστικών κέντρων. Η συνολική μαγεία της κοινότητας, όμως, ως πολιτισμικός παράγοντας έμεινε βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων καθορίζοντας και τον χαρακτήρα τους

Η κοινότητα είναι μια συσσωμάτωση ανθρώπων οι οποίοι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, αποφασίζουν να ζήσουν από κοινού σε ένα χώρο τον οποίο επιλέγουν και διαμορφώνουν δομώντας τον για τον σκοπό αυτό και στον οποίο δημιουργούνται σταδιακά, πολιτισμικές, παραγωγικές, κοινωνικές και κατ’ επέκτασιν πολιτικές σχέσεις.

Η ελληνική κοινότητα είναι ένα ιστορικό μόρφωμα, το οποίο διαμορφώθηκε εξελικτικά στην πορεία του ελληνικού έθνους σε συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις και του οποίου η σημασία και ο ρόλος αναδείχτηκαν κυρίως κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και συγκροτήθηκε ως σύστημα εκπροσώπησης των τοπικών ελληνικών κοινωνιών, κατά κανόνα μέσω του θεσμού της Δημογεροντίας, η οποία εκλεγόταν άμεσα ή έμμεσα, εντούτοις η κοινότητα υπήρξε κατά τη χρονική εκείνη περίοδο το αποκλειστικό σε πολλές περιπτώσεις σημείο αναφοράς και συσπείρωσης του ελληνικού στοιχείου και εγγυήτρια της αυτόνομης λειτουργίας, στο πλαίσιο του ευρύτερου σχηματισμού της αυτοκρατορίας.

Αυτό το οποίο ονομάζουμε ελληνική παράδοση ή ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό αποτελεί γέννημα της κοινοτικής ζωής, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ειδικά για τον Έλληνα, η τοπική συνάφεια, η κοινότητα, η γειτονιά έχουν μεγαλύτερη σημασία από τη γενετική συνάφεια, τη συγγένεια του αίματος. Τούτο φαίνεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι για τους Έλληνες σημείο αναφοράς είναι ο τόπος καταγωγής τους, ενώ για παράδειγμα για τους Σέρβους ή άλλους λαούς το οικογενειακό τους όνομα.

Η κοινότητα υπήρξε κάτι πολύ πιο σημαντικό από διεκπεραιωτής των φόρων, γιατί έχει μία διάσταση και έναν ρόλο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό συγχρόνως. Η λαογραφία ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές δομές και σχέσεις που αναπτύχθηκαν στις κοινότητες της συγκεκριμένης εποχής, γιατί αυτές αντανακλούν ένα συγκεκριμένο ήθος που διέπει την κοινοτική ζωή. Το συλλογικό ήθος της κοινότητας αντανακλά το σύνολο αξιών, κανόνων και τρόπων συμπεριφοράς. Οι αξίες δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές παρά μόνο σε σχέση με τους θεσμούς και η κοινότητα αποτέλεσε ένα θεσμό που διαμόρφωσε ιστορικά συγκεκριμένες αξίες, οι οποίες μπορούν να ερμηνεύσουν το πνεύμα της κοινότητας ως σύνολο κανόνων και προσδοκιών.

Η κοινότητα ως φυσικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συσσωματώσεις των ανθρώπων σε οικισμούς, χωριά και πόλεις θεωρείται πως εξυπηρετούν αρχικά τη θεμελιώδη ανάγκη προστασίας από τους φυσικούς καταναγκασμούς. Για παράδειγμα οι περιορισμοί που θέτει το φυσικό περιβάλλον ονομάζονται φυσικοί καταναγκασμοί. Είναι δυνατόν να ελεγχθούν σταδιακά από τον άνθρωπο με την επέμβαση του πολιτισμού, δηλαδή της εργασίας του και του επιπέδου της τεχνολογίας που έχει αναπτύξει. Η επέμβαση του ανθρώπου δημιουργεί μια διαλεκτική σχέση με τη φύση που γεννά μια συνεχή αλληλεπίδραση. Αυτή διαμορφώνει ουσιαστικά μια οικολογική σχέση που μετατρέπει το φυσικό περιβάλλον σε πολιτισμικό. Παράλληλα με την εργασία θα γεννηθούν στο χώρο παραγωγικές σχέσεις άρα και κοινωνικές.

Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και υλικού αντικειμένου (παραγωγική) θα μετατραπεί σε σχέση ανθρώπου με άνθρωπο (κοινωνική σχέση). Η κοινοτική αλληλεγγύη κατά τις αγροτικές εργασίες είναι μια μορφή λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούσε η αλληλεγγύη της τοπικής αγροτικής μικροκοινωνίας. Στον παραδοσιακό άνθρωπο, όπου το λογικό και το άλογο συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, δεν είναι μόνο η ορθολογική αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος που θα επιφέρει την ευημερία αλλά και η επίκληση του μεταφυσικού του μαγικοθρησκευτικού στοιχείου.

Η οριοθέτηση του χώρου γίνεται με τελετουργίες συνυφασμένες με συγκεκριμένες μαγικοθρησκευτικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη φύση. Έτσι το χωριό φυτεύεται (τελετουργία ριζώματος). Στο έθιμο αυτό προστίθεται και ένα δεύτερο στοιχείο: εκτός από το περιμετρικό όργωμα, που παραπέμπει στο σύμβολο του κύκλου, γίνεται και θυσία ζώων. Ο οικισμός τελικά μικρός ή μεγάλος είναι ένας πολυσύνθετος οργανισμός που συναιρεί τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές λειτουργίες της ανθρώπινης ομάδας που συγκεντρώνεται σε αυτόν και δεν μπορούμε να καθορίσουμε το πρωταρχικό και το δευτερεύον, αυτό που προηγείται στην οργάνωσή του και αυτό που έπεται, ακριβώς λόγω των στενών διαπλοκών που τον χαρακτηρίζουν:)

Τις τέσσερις πόρτες του χωριού, που βλέπουν στις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, τις φυλάσσουν προστάτες της χριστιανοσύνης, η επίκληση των οποίων γίνεται από τον ιερέα. Η οριοθετική ίδρυση τεσσάρων ξωκλησιών που βλέπουν στα τέσσερα σημεία τον ορίζοντα έχει αποτρεπτική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία συχνά ενισχύεται με τη σταδιακή προσθήκη ξωκλησιών περιμετρικά του χωριού, με αποτέλεσμα το «ζώσιμο» του χωριού σε έναν κύκλο. Ο κύκλος είναι το χαρακτηριστικότερο, ίσως, αποτροπαϊκό σύμβολο: προστατεύει ό,τι είναι μέσα του και κρατάει έξω κάθε κακό. Ο κυκλικός χορός, το «ζώσιμο» της εκκλησίας αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των αντιλήψεων για τον κύκλο.

Το χωριό μπορεί να οριοθετηθεί κυκλικά και με ξύλινους σταυρούς, ενισχύοντας έτσι και με ένα δεύτερο σύμβολο τις αποτρεπτικές ικανότητες του κύκλου. Διαδεδομένο έθιμο αποτελεί επίσης και τo γκαίνιασμα του χωριού, που συνίσταται στο όργωμά του περιμετρικά με ζώα, τα οποία στο τέλος θυσιάζονται και θάβονται σε σημεία της οριοθετικής γραμμής. Στο έθιμο αυτό προστίθεται και ένα δεύτερο στοιχείο. Εκτός από το περιμετρικό όργωμα, που παραπέμπει και πάλι στο σύμβολο του κύκλου, γίνεται και θυσία ζώων. Είναι γνωστό το έθιμο της θυσίας ενός κόκορα στα θεμέλια του σπιτιού, το οποίο είναι διαδεδομένο και στον σύγχρονο αστικό χώρο. Toύτο παραπέμπει έμμεσα στην ανθρωποθυσία για το στέριωμα κάθε μεγάλου έργου. Ας θυμηθούμε εδώ το γιοφύρι της Άρτας, στο οποίο ο πρωτομάστορας θυσιάζει τη γυναίκα του με δόλο, για την επίτευξη του σημαντικού έργου.

Η κοινότητα ως πολιτισμικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πολιτισμικός χώρος, ως η μόνη διαρκής και καθολικά υπαρκτή βάση της κοινωνικής οργάνωσης και του τρόπου ζωής ενός συνόλου ανθρώπων, είναι ο χώρος στον οποίο συναιρούνται όλες οι δραστηριότητες των ανθρώπων του συγκεκριμένου χώρου. Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι πολιτισμικές εκφάνσεις της (culture) διέπουν το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και χαρακτηρίζονται από αξιολογική ουδετερότητα σε αντιδιαστολή προς τις πολιτιστικές εκφάνσεις (civilization) λαών που βρίσκονται σε ακμή και που αξιολογούνται ως ξεχωριστές κατακτήσεις του πολιτισμού, ιεραρχικά ανώτερες σε σύγκριση με τις πολιτιστικές εκφάνσεις άλλων λαών ή με προηγούμενες ιστορικές περιόδους του ίδιου λαού. Η παραδοσιακή φορεσιά, το παραδοσιακό τραγούδι ή ο χορός ανήκουν στις πολιτισμικές εκφάνσεις, χαρακτηρίζουν κάθε τοπική παραδοσιακή κοινωνία και δεν μπορούν αν αξιολογηθούν ως ανώτερες ή κατώτερες ανάλογα με κάθε τοπική κοινωνία. Κάθε κοινωνία έχει τις δικές της πολιτισμικές εκφάνσεις, οι οποίες προκύπτουν από το σύνολο της κοινότητας.

Αντίθετα, τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Ακρόπολης για παράδειγμα ή η κλασική ευρωπαϊκή μουσική ανήκουν στις πολιτιστικές εκφάνσεις λαών που βρίσκονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο σε ακμή και οφείλονται σε ξεχωριστά άτομα, των οποίων το όνομα κατά κανόνα διασώζεται. Ο διαχωρισμός αυτών των δύο όρων βοήθησε στη βαθύτερη κατανόηση των παραδοσιακών φαινομένων. Ωστόσο το περιεχόμενο των δύο όρων δεν έχει παγιωθεί με αποτέλεσμα να εξακολουθούν τόσο ο προβληματισμός ως προς τους όρους όσο και οι προτάσεις για το περιεχόμενο που οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να προσλάβουν.

Νόστος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι η ζωή του παραδοσιακού ανθρώπου στην καθημερινότητά της ή στις ξεχωριστές στιγμές της κυλά στον πολιτισμικό χώρο της μικρής ή μεγαλύτερης κοινότητας στην οποία εντάσσεται. Οι βιωματικές εμπειρίες, οι κανόνες, οι αξίες και οι προσδοκίες που χαρακτηρίζουν την κοινότητα διαμορφώνονται και προσλαμβάνονται μέσα σε αυτόν τον χώρο πραγματικό και ιδεατό. Ο κοινός πολιτισμικός χώρος είναι και αυτός ένα στοιχείο που κρατάει την κοινότητα ενωμένη και συμβάλλει ώστε να αναπτυχθεί μεταξύ των μελών της έντονα το αίσθημα του ανήκειν.

Έχει επισημανθεί πως ο αποχωρισμός των Ελλήνων από την κοινότητα όπου μεγάλωσαν και όπου αισθάνονται ότι «λειτουργούν» τους αποκόπτει από το σύστημα αναφοράς τους. Για αυτό φροντίζουν, όταν εγκαθίστανται σε μεγάλες πόλεις στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, να οργανώνονται πάλι σε κοινότητες, τις παροικίες. Κορυφαία στιγμή σύσφιξης των δεσμών μιας κοινότητας είναι το πανηγύρι. Πρόκειται για τη συναίρεση του κοσμικού στοιχείου με το θρησκευτικό συναίσθημα. Για έναν πολύπλευρο συνδυασμό υλικών απολαύσεων, κοινωνικών εκδηλώσεων, πολιτισμικής κληρονομιάς και μαγικοθρησκευτικής πίστης, (παραδοσιακά τραγούδια και χορός, έθιμα, γνωριμία κοριτσιού και αγοριού).

Όσον αφορά στους οικισμούς, τα χωριά και τις πόλεις, στην παραδοσιακή κοινωνία η διαφορά τους δεν έγκειτο ούτε στο μέγεθος τους ούτε στον αριθμό των κατοίκων τους, αλλά στην κοινοτική τους λειτουργία, που τους εξασφάλιζε δεσμούς συνοχής. Ο ν. 1833/34 περί Δήμων, ως αποτέλεσμα των νέων οικονομικών σχέσεων που επικράτησαν στην αγορά, διέλυσε το κοινοτικό σύστημα και αντικατέστησε την κοινοτική αλληλεγγύη με τις πελατειακές σχέσεις, γεγονός που καλλιέργησε τον ατομικισμό και την επιθυμία προσωπικής κοινωνικής ανάδειξης. Έτσι αυτή εκδηλώθηκε ιδιαίτερα με τη χωρική και κοινωνική κινητικότητα, δηλαδή με τη μετακίνηση προς την πόλη, την εξασφάλιση, διαμέσου του προσωπικού βουλευτή, μιας θέσης στο Δημόσιο και την αναρρίχηση στα μικροαστικά στρώματά της. Αντικείμενο εξαστισμού χωρίς προηγούμενο, η Αθήνα των δεκαετιών του ’50, ’60 και ’70 αποτέλεσε ένα μεγάλο χωνευτήρι τοπικών πολιτισμών, πεποιθήσεων και τρόπων ζωής.

Ο άνθρωπος της περιφέρειας «εισρέει» στον χώρο της πόλης, φέροντας πρακτικές και νοοτροπίες που καθορίζονται από τις αγροτικές καταβολές του και την παραδοσιακή ζωή. Η συλλογή βιωματικών αφηγήσεων και η καταγραφή της ιστορίας των συνοικιών συμβάλλουν στον «φωτισμό» των απρόσωπων στατιστικών δεδομένων και απεικονίζουν τον αστικό πολιτισμό που ενυπάρχει στον χώρο της πόλης και ο οποίος συνυπάρχει με τον παραδοσιακό πολιτισμό, έτσι όπως προσαρμόζεται ιδιότυπα μέσα στον αστικό χώρο. Ο νεοφερμένος στον χώρο της πόλης, ανάλογα με την περιοχή από την οποία προέρχεται και τις δυνατότητες που αυτή του πρόσφερε, δημιουργεί ένα μωσαϊκό από διαφορετικά περιβάλλοντα που συσπειρώνουν και ομαδοποιούν κατηγορίες ανθρώπων. Συγχρόνως όμως πολλαπλασιάζονται και τα φαινόμενα ατομικισμού, που αποκόβουν το νέο πολίτη από την πρακτική της παράδοσής του, η οποία κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από το ομαδικό, συλλογικό πνεύμα.

Ωστόσο, στην ουσία δεν τελειώνουν όλα με την αποδόμηση των κοινοτήτων και την ανάπτυξη της αστικής ζωής. Συχνά εκδηλώνεται η νοσταλγία προς την τοπική πατρίδα. Αυτή η νοσταλγία μεταμορφώνει το άλλοτε και χτίζει μια ετεροτοπία. Έτσι η παραδοσιακή ζωή με τις κοινοτικές λειτουργίες της, που συνέβαλαν στην εξασφάλιση συνοχής και στη δημιουργία συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμικών εκφάνσεων, εξακολουθεί να «ζει» μέσα στις πόλεις, μακριά από την παραδοσιακή κοινότητα μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, οι οποίοι επαναδομούν την αποδομημένη πραγματικότητα με τον νου τους, δημιουργώντας μια φαντασιακή πραγματικότητα, που τους συνδέει με τον ομφάλιο λώρο, ακόμη και αν δεν τον γνώρισαν ποτέ σε φυσικό επίπεδο.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αικατερινίδης Γ., Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, Παράρτημα 8,, Αθήνα 1979
  • Κυριακίδου-Νέστορος Α., Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, ΕΣΝΠΓΠ, Αθήνα, 1978.
  • Λαγόπουλος Α.Φ. Τελετουργίες καθαγίασης του ελληνικού παραδοσιακού οικισμού, Εθνολογία, τεύχος 6-7, 1998, 61-90.
  • Νιτσιάκος Β.Γ., Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Οδυσσέας, Αθήνα, 1991.
  • Νικολαΐδου Σ.Ξ., Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του χώρου, Ερμής, Αθήνα, 1976.
  • Redfield R., The Little Community, University of Chicago Press, 1955.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σπύρος Ασδραχάς, Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην Τουρκοκρατία, Τα Ιστορικά, τομ.3, τ/χ.5 (Ιούνιος 1986),σελ.45-62