Κλαούζουλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη μεσαιωνική μουσική της Δύσης, κλαούζουλα (λατ. clausula - κατακλείδα) ονομάζεται το πολυφωνικό μέρος μιας σύνθεσης, το οποίο υποδεικνύει το κλείσιμο μιας φράσης. Το μέρος της πολυφωνίας αυτό καθεαυτό εκτελείται από δύο ή περισσότερες φωνές σε ύφος ντισκάντους [discantus] (δηλ. με αντιστοιχία "νότας προς νότα"), πάνω από τη βασική μελωδία του έργου, το λεγόμενο κάντους φίρμους [cantus firmus]. Το κάντους φίρμους εκτελείται από τη φωνή του τενόρου, είτε ως απλή μελωδία, είτε ως οργκάνουμ (δηλ. με διπλασιασμό της μελωδίας σε σύμφωνο διάστημα). Σε αυτό μπορεί να προστεθεί μια ελεύθερη φωνή (συνήθως ο contra-tenor) δημιουργώντας το λεγόμενο organum duplum (διπλό οργκάνουμ), πάντα σε ύφος ντισκάντους ως προς τη βασική μελωδία του τενόρου. Έτσι, εντός της όλης σύνθεσης, η κλαούζουλα εμφαίνεται ως μελισματικές ρυθμικές φιγούρες, σε αντίθεση με τη βασική μελωδία του ψαλμού.

Η χρήση της κλαούζουλας άνθισε την εποχή της λεγόμενης ars antiqua, με επίκεντρο τη σχολή της Νοτρ Νταμ στο Παρίσι (12ος -13ος αιώνες), μια σχολή που εκπροσωπήθηκε κυρίως από τον Περοτέν και τον Λεονέν. Συνηθισμένη συνθετική πρακτική της εποχής υπήρξε η ανάπτυξη και ο εμπλουτισμός της προϋπάρχουσας μουσικής, μια πρακτική που επέτρεπε την προσθήκη της κλαούζουλας, χωρίς να αλλοιώνεται η αυθεντική σύνθεση. Η χρήση της έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε σε πολλές περιπτώσεις αντικατέστησε ολόκληρα τμήματα του γρηγοριανού μέλους, ενώ η σταδιακή επικράτησή της οδήγησε στη σύλληψη της τεχνικής του ισορυθμού.

Οι μεγαλύτερες σε διάρκεια κλαούζουλες συγκεντρώθηκαν σε ξεχωριστά χειρόγραφα και αποτέλεσαν αυτόνομα έργα, τα οποία μπορούσαν να προστεθούν σε γρηγοριανούς ψαλμούς και οργκάνουμ, είτε να εκτελεστούν ως ανεξάρτητα τμήματα λειτουργικής μουσικής. Το είδος εξέπεσε περί τα μέσα του 13ου αιώνα, καθώς σταδιακά αντικαταστάθηκε από το μοτέτο, το οποίο και αποτέλεσε πεδίο πειραματισμού νέων συνθετικών τεχνικών, με ή άνευ χρήσης γρηγοριανού μέλους.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]