Κιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντίγραφα του αγάλματος του Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου φορώντας σκούφους του Αγίου Βασίλη, κιονοστοιχίες, τριανταφυλλιές και Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια σε μία "κιτς" αισθητική αντίληψη (Λος Άντζελες 2005)

Ο όρος κιτς (γερμανικά: Kitsch), πιθανότατα γερμανικής καταγωγής, χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος[1]. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης[2]. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.

Ως κιτς εννοούνται επίσης οι ευτελείς απομιμήσεις αληθινών έργων τέχνης, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο αλλά και στη μόδα. Στην Κοινωνιολογία της Τέχνης, ο Άρνολντ Χάουζερ υποστήριξε πως το κιτς διαφέρει από άλλες προσφιλείς μορφές τέχνης, ως προς την τάση του να εκλαμβάνεται σοβαρά ως τέχνη ή να θεωρεί πως εκφράζει το ευγενές γούστο. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως ένα είδος παρασιτικής τέχνης με βασικό στόχο την κολακεία του θεατή και καταναλωτή της[3].

Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε περίπου το 1870, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου, ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Σύμφωνα με μία ετυμολογική υπόθεση, προέρχεται από τον αγγλικό όρο sketch (σκετς, σκίτσo), τον οποίο χρησιμοποιούσαν Αγγλόφωνοι επισκέπτες ζητώντας από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων. Κατά μία άλλη εκδοχή, ετυμολογείται από το δύσχρηστο γερμανικό ρήμα kitschen που σημαίνει μαζεύω λάσπη στο δρόμο, παραπέμποντας στους τουρίστες που μάζευαν άκριτα έργα ζωγραφικής ή σχέδια[4]. Για πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του '30.

Δεδομένου ότι το γούστο είναι έννοια υποκειμενική και το κακό γούστο από μόνο του δεν είναι μομφή γι αυτόν που στερείται γούστου και δεδομένου ότι το καλό γούστο δεν είναι έμφυτη ικανότητα αλλά αποκτάται με την αγωγή, την παιδεία και τη συνήθεια, τότε το κακό γούστο γίνεται Κιτς όταν συνοδεύεται με το ψέμα και όταν κάποιος φανερά άσχετος άνθρωπος με το αισθητικό γεγονός, επιμένει να έχει στενές σχέσεις με την τέχνη, προσπαθώντας να την πλασάρει ως τέχνη.

Στις μέρες μας ο όρος Κιτς έχει ξεφύγει από την αισθητική αντίληψη της τέχνης κι έχει επεκταθεί γενικότερα στον προσδιορισμό του κακού γούστου στην περίπτωση που είναι γενικά παραδεκτός, γιατί αντικειμενικά ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι αδύνατος. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει και ο νεολογισμός «Κιτσαριό» ή και «Καρακιτσαριό» (σε υπερβολικό βαθμό).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ayers, Andrew. "Kitsch." The Oxford Companion to Western Art. Ed. Hugh Brigstocke. Oxford Art Online. 2008
  2. Tomas Kulka, Kitsch and Art, Penn State Press, 1996, σ. 41
  3. Denis Dutton, Grove Art Online, Oxford University Press, 2008
  4. Bearn, Gordon. "Kitsch." Encyclopedia of Aesthetics. Ed. Michael Kelly. Oxford Art Online. 2008