Κασετόφωνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τυπικό φορητό κασετόφωνο.

Το κασετόφωνο όπως ονομάστηκε και καθιερώθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία είναι αναλογική ηλεκτρονική συσκευή αναπαραγωγής ήχου με μαγνητική τεχνολογία που παρουσιάστηκε από την εταιρεία Philips στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η συσκευή αυτή υπήρξε εν μέρει διάδοχος της παλιάς, αποκλειστικά επαγγελματικής, τεχνολογίας αναπαραγωγής / εγγραφής μέσω μαγνητικών μπομπινών 7 ή 10,5 ιντσών, αλλά και νέο προϊόν με καινοτόμα χαρακτηριστικά. Το ραδιοκασετόφωνο είναι ο συνδυασμός κασετόφωνου με δέκτη ραδιοφώνου σε μία συσκευή.

Τεχνολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κασετόφωνο αναπαράγει ή εγγράφει τον ήχο μέσω της κασέτας χρησιμοποιώντας μία μαγνητική κεφαλή ανάγνωσης και μία εγγραφής. Η λεπτή μαγνητική ταινία της κασέτας, πλάτους 0,15 ιντσών, επιστρωμένη με οξείδια του σιδήρου και τυλιγμένη σε καρούλια, τοποθετείται σε θέση υποδοχής του κασετοφώνου και εφάπτεται επί της κεφαλής του. Κινείται με σταθερή ταχύτητα (4,75 εκατοστά/δευτερόλεπτο για τις κασέτες ήχου του εμπορίου[1]) και το κασετόφωνο μετατρέπει τις αναλογικά εγγεγραμμένες μαγνητικές πληροφορίες σε κατάλληλα ηλεκτρικά μεταβαλλόμενο σήμα που καταλήγει σε ενισχυτή ενσωματωμένο ή εξωτερικό ώστε να αναπαραχθεί ο ήχος μέσω των ενσωματωμένων ή (αναλόγως) εξωτερικών ηχείων.

Το ακριβώς αντίθετο γίνεται στην εγγραφή, καθώς το κασετόφωνο διαθέτει ένα ηλεκτρικό κινητήρα που περιστρέφει τις εξοχές που κουμπώνουν στα καρούλια της κασέτας. Η ταχύτητα περιστροφής μπορεί να είναι κανονικά μπροστά για ακρόαση μουσικής, γρήγορη περιστροφή εμπρός ή πίσω για αναζήτηση κομματιού και επιλέγεται με τα αντίστοιχα πλήκτρα. Υπάρχει και ένα πλήκτρο κόκκινου χρώματος που πατώντας το, το κασετόφωνο εγγράφει ηχητικά σήματα είτε από μικρόφωνο είτε από άλλη πηγή (πικάπ, ραδιόφωνο, άλλο κασετόφωνο). Μεγάλο πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι η δυνατότητα με απομαγνήτιση της κασέτας να την επανεγγράψουμε πολλές φορές. Έτσι το κασετόφωνο της Philips ήταν η πρώτη συσκευή εγγραφής μαζικής κατανάλωσης. Επίσης, το κασετόφωνο λόγω της εύκολης αντιγραφής της κασέτας, επέτρεψε την παράνομη αντιγραφή και χρήση, μουσικής και λογισμικού που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

Είδη κασετόφωνου και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα κασετόφωνα ήταν απλές μονοφωνικές φορητές συσκευές με ενσωματωμένο μικρόφωνο, ώστε να μπορεί κανείς να ηχογραφήσει όποτε το ήθελε και οπουδήποτε. Ακολούθησε το κασετόφωνο αυτοκινήτου, που γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία. Τα μεγάλα φορητά στερεοφωνικά κασετόφωνα με ενσωματωμένα ηχεία και πολλές φορές διπλές συσκευές ήταν η συνέχεια. To 1979, η Sony παρουσίασε το Walkman την καινοτόμα για την εποχή φορητή συσκευή ήχου, μικρών διαστάσεων και βάρους με ενσωματωμένα ακουστικά. Το Walkman αποτέλεσε την κορύφωση της εμπορικής δημοφιλίας του κασετόφωνου αλλά σήμανε και την αρχή του τέλους του.

Αξιοσημείωτα είναι και τα Hi-end κασετόφωνα, συσκευές με υψηλή πιστότητα ήχου που έφτασαν στο αποκορύφωμα τους με τα θρυλικά πλέον μοντέλα των εταιρειών Nakamichi και Teac. Τέλος τα κασετόφωνα χρησιμοποιούνταν και από τους πρώτους οικιακούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές όπως οι Sinclair ZX80, ZX81 και ZX Spectrum ως μέσο ανάγνωσης / εγγραφής προγραμμάτων λογισμικού (software).

Άλλα κασετόφωνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το κασετόφωνο που εφηύρε πρώτη η Philips, παρουσιάστηκαν και δυο ακόμη τεχνολογίες, η μία νωρίτερα (eight-track) και η άλλη πολύ αργότερα (μικροκασετόφωνο). Η σύγχρονη του κασετοφώνου ήταν το οκταζωνικό (eight-track) με ισχυρή παρουσία ως συσκευή αυτοκινήτου και πολύ μεταγενέστερα τα αναλογικά μικροκασετόφωνα για επαγγελματική χρήση (κυρίως από δημοσιογράφους) με μικρότερη μαγνητοταινία πλάτους 1/8 ιντσών, ταχύτητας 1 και 5/16 ips (3,33 εκατοστόμετρων ανά δευτερόλεπτο) σε περίβλημα διαστάσεων 5,5 Χ 3,3 Χ 0,7 εκατοστόμετρων. Και οι δύο τεχνολογίες είναι πλέον καταργημένες, η μεν πρώτη ήδη από την εποχή που μεσουρανούσε το κλασικό κασετόφωνο (αρχές δεκαετίας του 1980), η δε δεύτερη από τις πολύ πιο εύχρηστες ψηφιακές συσκευές.

Μειονεκτήματα και το τέλος του κασετόφωνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κασετόφωνο είχε σημαντικά μειονεκτήματα όπως τη χαμηλή ποιότητα ήχου λόγω θορύβου που εισήγαγε στο σήμα, τη σειριακή λογική εύρεσης των tracks, τη μειούμενη ποιότητα σε κάθε αντιγραφή και εν γένει το γεγονός ότι ήταν αναλογική τεχνολογία και όχι ψηφιακή. Το 1982 εμφανίστηκε το CD (ψηφιακή συσκευή δίσκου οπτικής τεχνολογίας laser), το οποίο με βασικό του όπλο την καλύτερη ποιότητα ήχου, αρχικά σταδιακά και ραγδαία όταν εμφανίστηκε η τεχνολογία CD-R/W (εγγραφής / επανεγγραφής), υποσκέλισε απολύτως την παλιά και πολύ πετυχημένη, μαγνητική τεχνολογία.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Περιοδικό Ήχος & Εικόνα
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 27, σελίδες 213 & 214

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]